Πρόβες για την παράσταση Η Αποστολή: Ανάμνηση από μια Επανάσταση του Χάινερ Μύλλερ (Ελεάνα Γεωργούλη, Δημήτρης Παπαβασιλείου)

Η Χάννα Άρεντ στο δοκίμιό της The Revolutionary Tradition and Its Lost Treasure (από το βιβλίο On Revolution – 1963), αναζητώντας τον χαμένο θησαυρό των επαναστάσεων της νεωτερικής εποχής, εστιάζει στην Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση για να καταδείξει την βαθύτερη και τραυματικότερη αιτία της αποτυχίας τους: “το πνεύμα της επανάστασης απέτυχε να βρει τον κατάλληλο θεσμό” (σ. 280). Οι συγκεντρωτικές κυβερνητικές δομές που οικοδομήθηκαν στις δύο χώρες – η Convention Nationale και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση – παρέκκλιναν συνειδητά από την εξυπηρέτηση του επαναστατικού πνεύματος, την ουσία του οποίου η Άρεντ εντοπίζει στην ελευθερία όπως αυτή μπορεί να οριστεί με την πρωταρχική της μορφή: την πολιτική ελευθερία. “Γιατί η πολιτική ελευθερία … σημαίνει το δικαίωμα στην ‘συμμετοχή στην κυβέρνηση’ ή δεν σημαίνει τίποτα” (σ. 218). Η Άρεντ δεν αποσκοπεί στην απόδοση ευθυνών για τις αποτυχίες αυτές στην προδοσία και την διαφθορά, αλλά προτιμά να βλέπει κατά πρόσωπο την πάλη για εξουσία μεταξύ της ηγεσίας και των επαναστατικών οργανώσεων των πολιτών, προκειμένου να εντοπίσει τα πιο ζωντανά στοιχεία της επανάστασης: τις οριζόντιες λαϊκές οργανώσεις (κομμούνες, town hall meetings), που ήταν ο τόπος όπου μπορούσε κανείς να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στον θησαυρό της πολιτικής ελευθερίας.

Η φυγή των Ντεμπυσόν, Γκαλουντέκ και Σασπόρτας από την Γαλλική επανάσταση που εκπνέει, προς αναζήτηση του αρχετυπικού επαναστατικού προτύπου είναι ένα από τα ζητούμενα του θεατρικού έργου Η Αποστολή: Ανάμνηση από μιαν Επανάσταση (1979) του Χάινερ Μύλλερ. Οι τρεις χαρακτήρες είναι απεσταλμένοι της Γαλλικής κυβέρνησης για την πυροδότηση της εξέγερσης των σκλάβων στην αγγλοκρατούμενη Τζαμάικα. H αποστολή τους παρόλα αυτά δίνει περισσότερο την εντύπωση ανώφελης και απελπισμένης κίνησης που είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το κυνήγι του θησαυρού στο παρθένο – σύμφωνα με την Μαρξιστική αφήγηση – επαναστατικό υποκείμενο των σκλάβων της Τζαμάικα, αποτυγχάνει όχι τόσο λόγω του συσχετισμού δυνάμεων και της έκβασης του παιχνιδιού της εξουσίας, όσο λόγω μιας διπλής πράξης προδοσίας. Μόλις ο Ντεμπυσόν μαθαίνει πως η επανάσταση στη Γαλλία προδόθηκε και πως η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του Ναπολέοντα, μετά από μια οδυνηρή για τον ίδιο συνειδησιακή σύγκρουση διαπράττει τη δική του προδοσία, ακυρώνοντας τα σχέδια για τον ξεσηκωμό. Ο Ντεμπυσόν αποδεικνύεται απρόθυμος και τελικά ακατάλληλος για την αναζήτηση του θησαυρού της ελευθερίας. Η επιλογή του ως επικεφαλής της Αποστολής παρόλα αυτά είναι η πλέον κατάλληλη, εφόσον στόχος του Μύλλερ εδώ φαίνεται να είναι η απόδοση ενός σκηνικού κατάρρευσης όπου δοκιμάζονται οι αντοχές των πιο πολύτιμων για τον επαναστατημένο άνθρωπο εννοιών. “Perhaps your unknown beloved, freedom, when its masks are used up, has no other mask but that of betrayal” λέει ο Ντεμπυσόν, εν μέσω μιας δίνης παραίτησης και απαξίωσης της έννοιας της ελευθερίας.

Ο Μύλλερ σε σχετικό κείμενό του ξεκαθαρίζει πως το βασικό του κίνητρο στο έργο αυτό είναι κοινό με εκείνο με της Άννα Ζέγκερς (Anna Seghers) στο διήγημά της The Light on the Gallows (1961), του οποίου η πλοκή αποτέλεσε βάση για την Αποστολή: η συμφιλίωση με την ιδέα της κατάρρευσης της υπόσχεσης του υπαρκτού Σοσιαλισμού μετά την ιστορική εμπειρία της Σταλινικής περιόδου. “Ναπολέον/Στάλιν: ο εκκαθαριστής της επανάστασης”, γράφει ο Μύλλερ για να κάνει σαφές πως επιδιώκει να αναδείξει τη συνάφεια μεταξύ των δύο ιστορικών περιόδων. Η ανησυχία του είναι κοινή με αυτή των απογοητευμένων Μαρξιστών διανοούμενων που αντικρίζοντας τον ολοκληρωτισμό του Σταλινικού καθεστώτος είδαν τα ιδεολογικά τους θέσφατα να καταρρέουν, και προσπάθησαν να βρουν διέξοδο και απαντήσεις ώστε να περισώσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα και να ιχνηλατήσουν τη μελλοντική τους πορεία. ‘Ποια μπορεί να είναι μια συνεπής θεωρητική, ιδεολογική και καλλιτεχνική στάση μετά τον οδοστρωτήρα του Σταλινισμού; Με ποιόν τρόπο μπορούμε να κάνουμε κριτική στις ιδεολογίες που στήριξαν τα καθεστώτα του Ανατολικού μπλοκ χωρίς να σταματήσουμε να είμαστε Μαρξιστές;’ Οι σημαντικότεροι μετα-μαρξιστές στοχαστές (Ernesto Laclau, Chantal Mouffe κ.α.) από την δεκαετία του 1960 και έπειτα διατύπωσαν θεωρίες με τις οποίες στέκονται απέναντι από τον Σταλινισμό, και προσπαθούν να διατηρήσουν και να αναδιατυπώσουν ό,τι από τα Μαρξιστικά σχήματα θεωρούν πως μπορεί να εκφράσει τους νέους κοινωνικούς συσχετισμούς. Ο αιρετικός Μαρξιστής Μύλλερ – αιρετικός λόγω της πεσιμιστικής του στάσης για την οποία αποδοκιμάστηκε από το ανατολικογερμανικό καθεστώς – από τη μεριά του προσπαθεί να περισώσει την δυνατότητα της επανάστασης, όχι με το ολιστικό πολιτικό περιεχόμενο που της δίνει η Άρεντ, αλλά ως την επίμονη προσπάθεια για την μη εγκατάλειψη του αγώνα σε πείσμα των σαρωτικών αλλαγών και καταστροφών που επιφέρει η προδοτική, συγκεντρωμένη στα χέρια των λίγων εξουσία. Αν επιμείνουμε στην αέναα αναδημιουργούμενη δυνατότητα της επανάστασης, το ερώτημα που προκύπτει είναι: Πού μπορούμε να εντοπίσουμε την πηγή του εκφυλισμού των επαναστάσεων, και κατά πόσο είναι χρήσιμο να αναζητούμε ευθύνες για αυτόν τον εκφυλισμό στα κονκλάβια των επαναστατικών ηγεσιών;

Για αυτό το ζήτημα θα μιλήσουμε με τον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο με αφορμή την παράσταση Η Αποστολή – Ανάμνηση από μια Επανάσταση που παρουσιάζεται φέτος για δεύτερη χρονιά στο Νέο Χώρο του Θεάτρου Άττις από την Ομάδα Σημείο Μηδέν.

savvasstroumpos
Σάββας Στρούμπος

ΣΑΒΒΑΣ: Πιστεύω ότι στο έργο «Η Αποστολή – Ανάμνηση από μιαν επανάσταση» του Χάινερ Μύλλερ, υπάρχει ένα κεντρικό ζήτημα: Η κοινωνική επανάσταση μπορεί να ηττάται, να προδίδεται, να εκφυλίζεται, αλλά είναι πάντα επίκαιρη και πάντα αναγκαία. Αυτός προσπαθήσαμε να είναι και ο κεντρικός άξονας της παράστασής μας. Θεωρώ τον Μύλλερ όχι «απογοητευμένο» αλλά «αιρετικό» μαρξιστή. Η διαφορά είναι τεράστια. Κατά τη γνώμη μου, ο πεσιμισμός του εντοπίζεται ακριβώς στην επίγνωση ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός, παρά τις όποιες θετικές του πλευρές, υπήρξε ένας γραφειοκρατικός λαβύρινθος καταδικασμένος να καταρρεύσει.

Δεν νομίζω ότι ο Μύλλερ προσπαθεί να διασώσει κάποια ιδεολογική ταυτότητα. Μάλλον απολαμβάνει την καταστροφή και τα συντρίμμια του αρέσουν… Αλλά δεν μένει εκεί, αρνείται να απορροφηθεί από τον καπιταλιστικό ορυμαγδό ενός ανόητου «τέλους της ιστορίας». Διαβλέπει τη αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης στο παρόν και το μέλλον, αναζητά τα υποκείμενα που θα μπορούσαν να κρατήσουν τη σπίθα της εξέγερσης αναμμένη και βέβαια, προσπαθεί να αναζητήσει τις αιτίες της ήττας. Στην «Αποστολή» ο προβληματισμός του συνοψίζεται στο εξής: Η λογική ανάθεσης της επαναστατικής υπόθεσης στον «εξ’ επαγγέλματος επαναστάτη», στον ειδικό της πολιτικής, στον κάτοχο των ατσάλινων νόμων της Ιστορίας που μόνον αυτός δικαιούται να «γνωρίζει», είναι καταδικασμένη σε προδοσίες, εκφυλισμούς και ήττες. Ο ίδιος ο άνθρωπος που υφίσταται την κάθε μορφής εκμετάλλευση και καταπίεση είναι ο μόνος κατάλληλος να ΄φέρει σε πέρας αυτή την υπόθεση…. Φυσικά, πρόκειται για μια προσωπική ανάγνωση του συγκεκριμένου μυλλερικού έργου. Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως είναι απολύτως αντικειμενική, ούτε πιστεύω ότι ο καθένας θα πρέπει να τη συμμερίζεται και να συμφωνεί.

Τώρα, αν μας αρκεί να επιρρίψουμε την ευθύνη στα ηγετικά κονκλάβια, για να ησυχάσουμε εμείς οι ίδιοι, μεταθέτοντας το πρόβλημα; Και βέβαια, όχι. Η υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης είναι βαθιά ανθρώπινο ζήτημα με τραγικά χαρακτηριστικά, ακριβώς γιατί δεν χωράει «ούτε θεούς ούτε αφέντες», δεν έχει εκ των προτέρων έτοιμες συνταγές επιτυχίας. Είναι έργο των καταπιεζόμενων. Εκπορεύεται από αυτούς, υλοποιείται από αυτούς και ολοκληρώνεται από αυτούς. Θυμάμαι πάντα τον Γκέοργκ Μπύχνερ, να υψώνει μια κραυγή γεμάτη αγωνία: «Προς τι ο άνθρωπος; Προς τι ο άνθρωπος;». Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης από το επαναστατικό πρόβλημα και μ’ αυτή την έννοια, οι απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα δεν μπορεί να είναι ανώδυνες ασκήσεις επί χάρτου του ενός ή του άλλο βιβλιοπόντικα…

Κεντρικό ζητούμενο της ερευνητικής δουλειάς της Ομάδας Σημείο Μηδέν είναι η δυνατότητα της κοινωνικής αλλαγής και η συμπεριφορά των υποκειμένων στην επαναστατική διαδικασία. Έχεις πει σε παλιότερη συνέντευξη ότι “στην πρώτη γραμμή του αγώνα θα είναι πάντα όσοι έχουν βιώσει την καταπίεση … η εργατική τάξη, οι άνεργοι, το νομαδικό προλεταριάτο των μεταναστών και προσφύγων … Αυτοί θα αποτελούν πάντα τη μαγιά από την οποία θα ξεκινούν οι επαναστατικές ιδέες και πράξεις”. Ωστόσο βλέπουμε πως πολλές επαναστάσεις και εξεγέρσεις ξεκινούν όχι από εξαντλημένους και εξαθλιωμένους υποτελείς, αλλά από κοινωνικά στρώματα που έχουν – ή θεωρούν πως έχουν – μέσα, γνώσεις ή δυνατότητες για αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών. Παρατηρούμε για παράδειγμα πως σε σύγχρονες εξεγέρσεις και κινήματα (Πολυτεχνείο 73, Δεκέμβρης 08, OWS, Σύνταγμα 2011, Indignados κ.α.) δίνουν το τόνο όχι τόσο όσοι ασφυκτιούν οικονομικά, αλλά περισσότερο όσοι οραματίζονται μια διαφορετική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Πού θεωρείς ότι βρίσκεται το κέντρο βάρους της δυνατότητας για την πολυπόθητη κοινωνική αλλαγή, και με ποιόν τρόπο επιχειρείς, με τα μέσα που δίνει το θέατρο, να επικαιροποιήσεις αυτόν τον προβληματισμό;

ΣΑΒΒΑΣ: Εφόσον στον μετα-μοντέρνο μας κόσμο καταργούμε τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας, προκύπτουν οι θεωρίες για το «πλήθος» των σύγχρονων κοινωνιών που δυνητικά ξεσηκώνεται προς υπεράσπιση της «δημοκρατίας». Ποιας δημοκρατίας; Προς θεού, να μην αγγίξουμε την καυτή πατάτα της παραγωγής των εμπορευμάτων και του χρήματος…Τελικά, ποιος παράγει τον πλούτο σε μια κοινωνία, υπό ποιες συνθήκες, ποιος τον καρπώνεται, με ποιους τρόπους; Γιατί φοβόμαστε να θέσουμε τέτοια ερωτήματα; Τον μετα-μοντέρνο κινηματισμό τον δοκιμάσαμε. Είναι ανέξοδος και τυφλώνει.

Θεωρώ την εποχή μας εποχή ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, εποχή πολέμων, φασισμών κι επαναστάσεων. Οι σημερινοί εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι νομάδες προλετάριοι, οι πρόσφυγες, ασφυκτιούν οικονομικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά∙ σε πολλές περιπτώσεις είναι εξαντλημένοι και εξαθλιωμένοι, αλλά έχουν και τη γνώση και τα μέσα για να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση. Δεν μ’ ενδιαφέρει να μιλήσω με όρους πρωτοπορίας των καταπιεσμένων, πιστεύω, όμως ότι το συστατικό που λείπει ώστε το μίγμα να γίνει εκρηκτικό είναι το στοιχείο της συνείδησης. Αφορμές κινητοποίησης της συνείδησής υπάρχουν και θα υπάρξουν πολύ περισσότερες. Και η φωτιά ανάβει εκεί που δεν το περιμένεις. Βέβαια, χρειάζεται και οργάνωση. Αρκεί να έχουμε το χρόνο, γιατί τα περιθώρια στενεύουν…

Ως προς το θέατρο… Επικρατεί η άποψη κλισέ που λέει ότι «η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο». Όποτε το ακούω σκέφτομαι: «Και τι είναι ο κόσμος; Πουκάμισο ή εσώρουχο για να τον αλλάζουμε όταν και όπως εμείς θέλουμε;». Ο κόσμος αλλάζει παρά τη θέλησή μας και μάλιστα κάθε στιγμή, εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε κάθε στιγμή…

Στην ερευνητική δουλειά της Ομάδας Σημείο Μηδέν, με τρόπο καλλιτεχνικό-ποιητικό, προσπαθούμε να κινητοποιήσουμε το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα ηθοποιών και θεατών προς την κατεύθυνση της ανθρώπινης χειραφέτησης. Βλέπω το θέατρο ως μορφή άμεσης δράσης, που διαβρώνει όλα τα ήθη, τους θεσμούς και τα ιερά σύμβολα της εξουσίας…Δεν μ’ ενδιαφέρει να δίνονται έτοιμες λύσεις μέσα από τις παραστάσεις μας. Δεν μ’ ενδιαφέρει να κοιμόμαστε ήσυχοι στην ιδέα πως για κάθε πρόβλημα υπάρχει κι η αντίστοιχη ρετσέτα. Η γενικευμένη δημιουργική ανησυχία μ’ ενδιαφέρει και οι μορφές ατομικής και συλλογικής δράσης και σκέψης που μπορεί να γεννήσει.

– Φαίνεται πως συμφωνείς με τον Μύλλερ σχετικά με το αδιέξοδο στο οποίο φέρνουν τις επαναστάσεις οι χειρισμοί των γραφειοκρατικών ηγεσιών. Πιστεύεις ότι η απάντηση που δίνει ο Μύλλερ στην ιεραρχική αντίληψη για την πολιτική, εμπεριέχει μια πίστη στις δυνατότητες του ατόμου ή των συλλογικοτήτων; Ή μήπως ακόμα κι αυτή η δυνατότητα παραμένει για τον Μύλλερ ένα φάσμα μέσα στη δίνη της ιστορίας;

ΣΑΒΒΑΣ: Όπως είπα και προηγουμένως, πιστεύω ότι το ζήτημα των ηγεσιών είναι μονάχα ένα μέρος του προβλήματος, σίγουρα όχι το μόνο, εφόσον το επαναστατικό πρόβλημα είναι διάσταση της ίδιας της ανθρώπινης τραγωδίας και δεν επιδέχεται μια και μόνη οριστική απάντηση.

Όσο για τον Μύλλερ, δεν νομίζω πως θα ήθελε να δημιουργήσει ένα νέο ιδεολόγημα ή μια νέα πίστη, την οποία οφείλουμε να ακολουθήσουμε. Τον νιώθω να ανοίγει μια πόρτα προς το χάος της ανθρώπινης κατάστασης, ν’ αντικρίζει την έρημο γύρω του γεμάτος δέος και παρ’ όλη την αγωνία και τον φόβο του να τολμά να βαδίσει την έρημο ως το τέλος και μάλιστα, χωρίς να χάνει το χιούμορ του…

Να σημειώσω εδώ ότι ο Μύλλερ γράφει την «Αποστολή» το 1979 στην Ανατολική Γερμανία. Η ιεραρχική αντίληψη περί πολιτικής δεν καταρρέει στο μυαλό του, αλλά γύρω του. Αν στη μια μεριά του Παραπετάσματος οι ελπίδες για μια δίκαιη κοινωνία καταρρέουν μπροστά στους πύργους από χαρτιά κι αστυνομικές αναφορές της Στάζι, στην άλλη μεριά, ο «υπαρκτός» καπιταλισμός γεννάει φασισμό, πολέμους, πείνα και εξαθλίωση. Ο συγγραφέας «με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια της Ευρώπης», όπως γράφει στη «Μηχανή Άμλετ», βλέπει στους καταπιεσμένους το ορμέμφυτο της διαρκούς εξέγερσης, που παλεύει να γίνει επανάσταση… Ανεξάρτητα από την έκβαση του αγώνα, έχει νόημα να ζεις και να πεθαίνεις ως εξεγερμένος κι όχι ως φυτό-καταναλωτής ή ως κρατικός παράγοντας.

Ο Μύλλερ στην Αποστολή εμφανίζεται ιδιαίτερα πεσιμιστής όσον αφορά την ελευθερία, ταυτίζοντάς την με την προδοσία. Ποιο πιστεύεις ότι είναι το περιθώριο που αφήνει μια τέτοια προσέγγιση προκειμένου να στοχαστούμε πάνω στο περιεχόμενο της ελευθερίας;

ΣΑΒΒΑΣ: Θα ήθελα να τονίσω την άποψη που εξέφρασα παραπάνω: πιστεύω ο Χάινερ Μύλλερ δεν είναι πεσιμιστής γενικώς κι αορίστως, αρνείται τον ναρκισσισμό του απογοητευμένου διανοούμενου που τα βλέπει όλα μαύρα και περιορίζεται σε μια στείρα ιδιώτευση. Ο πεσιμισμός του έχει ρίζα, είναι επώδυνος, αλλά του προσφέρει διαύγεια: Η ελευθερία που δεν εμπεριέχει το στοιχείο της αυτονομίας, είναι καταδικασμένη να οδηγεί στην προδοσία. Όταν δεν βλέπουμε στο άτομο ή τη συλλογικότητα το ζωντανό δημιουργικό υποκείμενο που μπορεί να θέτει το ίδιο τους νόμους της ύπαρξής του κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την κίνηση αυτή, αλλά αναζητάμε διαρκώς αφέντες, προστάτες και θεούς να μας φροντίσουν για να κοιμηθούμε ήσυχοι, βρισκόμαστε ήδη στο χώρο της εθελοδουλίας. Οι επαναστάτες στην «Αποστολή» δίνουν νόημα στον τρόπο που επιλέγουν να ζήσουν και να πεθάνουν. Είναι κι αυτό μια πράξη ελευθερίας.

Η Αποστολή έχει χαρακτηριστεί ως ένα ‘κυκλικό δοκίμιο ήττας’ (circular essay on defeat). Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός υπονοεί πως δεν υπάρχει διέξοδος από αυτή την κυκλική κίνηση. Παρόλα αυτά, προς το τέλος του κειμένου της Αποστολής γίνεται μια απόπειρα περιγραφής της επαναστατικής ορμής που φαίνεται να ελπίζει στην έξοδο από αυτόν τον κύκλο. Πόσο ισχυρή πιστεύεις πως είναι η ορμή που εδώ ο Μύλλερ προσπαθεί αντιπαρατάξει στον πεσιμισμό, και με ποιους τρόπους προσπαθείς να την αναδείξεις ή να την ενισχύσεις μέσα από την ερευνητική δουλειά της ομάδας;

ΣΑΒΒΑΣ: Βλέπω τα πρόσωπα της «Αποστολής» ως τραγικά πρόσωπα. Ζουν στο πετσί τους την τραγωδία της Ιστορίας. Οι προδοσίες, οι ήττες, τα ανυπέρβλητα εμπόδια του αγώνα τούς εξωθούν σε ακραίες συμπεριφορές. Τα πρόσωπα αυτά σκέφτονται και δρουν πέρα από μια στενή αντίληψη περί καλού και κακού, όπως όλα τα τραγικά πρόσωπα άλλωστε. Ο επικεφαλής «εξ’ επαγγέλματος» επαναστάτης Ντεμπυσσόν, περνώντας μια οδυνηρή συνειδησιακή σύγκρουση, προδίδει τον εαυτό του, τις ιδέες του, του συντρόφους του. Στο έργο γίνεται σαφές πως η στάση αυτή δεν τον λυτρώνει από το βάρος της επιλογής του. Οι άλλοι δυο επαναστάτες, Γκαλουντέκ και Σασπόρτας επιλέγουν να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι θανάτου…

Πιστεύω ότι «Η Αποστολή», κυρίως φιλοσοφικό κείμενο, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα «κυκλικό δοκίμιο ήττας», θεωρώ, μάλιστα, πως κείμενο και συγγραφέας αρνούνται τον ρατιοναλιστικό και μεμψίμοιρο διαχωρισμό μεταξύ οπτιμισμού/πεσιμισμού και μας προκαλούν σε ριζική επαναξιολόγηση των αξιών της ζωής και του θανάτου, του αγώνα για τη ζωή μέχρι θανάτου…. Η Ιστορία παύει πλέον να είναι ένα κλειστό σύστημα εφαρμογής ατσάλινων νόμων. Γίνεται ο Τόπος όπου συντελείται η τραγωδία του ανθρώπινου όντος, του οποίου αδυνατούμε να προβλέψουμε το τέλος. Τα πρόσωπα νοηματοδοτούν με τον δικό τους τρόπο τον αγώνα, τη ζωή και τον θάνατό τους… Τέλος δεν υπάρχει…Ούτε τέλος της Ιστορίας, ούτε τέλος του επαναστατικού προτάγματος, ούτε τέλος του ανθρώπου…Οπότε, θα έβλεπα περισσότερο τη σπείρα και όχι τον κύκλο, την τραγωδία και όχι τα κροκοδείλια δάκρυα μιας εκ των προτέρων αποφασισμένης ήττας.

Ως προς την παράστασή μας: Οι ηθοποιοί παίζουν πάνω σε κόκκινο έδαφος, φορώντας μαύρα κοστούμια. «Ο βούρκος αίματος της Ιστορίας» κατά τον Μύλλερ. Κάποια στιγμή έμαθα ότι στην περίοδο του Μεσοπολέμου στη Γερμανία, με τους Ναζί στην εξουσία, θεατρικές ομάδες αγκιτ-προπ, κομμουνιστικής ή αναρχικής αναφοράς, έπαιζαν παραστάσεις σε κόκκινο έδαφος και με μαύρα κοστούμια, δίνοντας τον δικό τους τόνο στον αντιφασιστικό αγώνα. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται…. Οι ηθοποιοί, λοιπόν, με τη φωνή και το σώμα τους απολύτως ενεργοποιημένα, αφηγούνται και ταυτόχρονα βιώνουν τις αγωνίες, τους αγώνες, τις συγκρούσεις και τα αδιέξοδα των προσώπων του έργου. Δεν υπάρχουν σκηνικά, παρά μόνο λίγα αντικείμενα, δεν υπάρχει μουσική, παρά μόνο οι ήχοι που γεννά το ανθρώπινο σώμα. Στο τοπίο καταστροφής του τέλους δεν υπάρχει τέλος…Ο σκλάβος Σασπόρτας και ο αγρότης Γκαλουντέκ αναγεννιούνται από τις στάχτες τους και δηλώνουν καθαρά πως ο αγώνας συνεχίζεται μέχρι θανάτου και μετά τον θάνατο…εφόσον οι νεκροί είναι παρόντες, βρίσκονται ανάμεσά τους, ανάμεσά μας και περιμένουν δικαίωση…

ΣΑΣΠΟΡΤΑΣ: «…Πατρίδα των σκλάβων είναι η εξέγερση. Πάω στον αγώνα οπλισμένος με τις ταπεινώσεις της ζωής μου…Όταν οι ζωντανοί δεν θα μπορούν άλλο ν’ αγωνίζονται, θ’ αγωνιστούν οι νεκροί. Με κάθε χτύπο στην καρδιά της Επανάστασης, φυτρώνει ξανά κρέας γύρω απ’ τα κόκαλά τους, έρχεται αίμα στις φλέβες τους, ζωή στο θάνατό τους. Η εξέγερση των νεκρών θα είναι ο πόλεμος των τοπίων, όπλα μας τα δάση, τα βουνά, οι θάλασσες, οι έρημοι του κόσμου. Εγώ θα γίνω δάσος, βουνό, θάλασσα, έρημος. Εγώ, αυτό είναι η Αφρική. Εγώ, αυτό είναι η Ασία. Οι δυο Αμερικές, είναι εγώ.»1

Έχεις πει πως δεν θεωρείς τον Μύλλερ μεταμοντέρνο και πως ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως τέτοιος. Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι οι κριτικοί συνεχίζουν να τον ταυτίζουν με τον μεταμοντερνισμό;

ΣΑΒΒΑΣ: Τον Χάινερ Μύλλερ τον γνώρισα ως συγγραφέα μέσα από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και τη συνεργασία μου μαζί του. Παρ’ όλο που ως ηθοποιός δεν συμμετείχα σε έργα του Μύλλερ που ανέβασε ο Τερζόπουλος, γνωρίζω πως ήταν και είναι μια διαρκής αναφορά και μάλλον μια διαρκής πηγή έμπνευσης στη δουλειά του. Ο Τερζόπουλος, ακόμα και σήμερα, θεωρεί τον Μύλλερ μέντορά του. Χρήσιμη πληροφορία για τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών που νομίζουμε ότι είμαστε ουρανοκατέβατοι και μοναδικοί. Για μένα, βέβαια, ο Τερζόπουλος είναι ο μέντορας μου κι αυτό με κάνει να νιώθω μια ιδιαίτερη σύνδεση με τον Μύλλερ, τη σκέψη και το έργο του. Άκουσα, λοιπόν, πολλές φορές τον Τερζόπουλο να λέει πως ο Μύλλερ αρνούνταν να αυτό-προσδιοριστεί ως μετα-μοντέρνος, θεωρώντας τον εαυτό του μοντερνιστή. Αργότερα, μελετώντας το έργο του αναλυτικά, αλλά και συνεντεύξεις του, όπου αρνείται ξεκάθαρα τον χαρακτηρισμό, είδα το γιατί…

Στον Μύλλερ αρέσει η καταστροφή, του αρέσει να εκθέτει τα προσωπικά, κοινωνικά, ιστορικά τραύματα της ζωής και της εποχής του στη σκηνή του θεάτρου. Ίσως γιατί το θέατρο είναι αυτή η γκρίζα ζώνη, όπου μέσω των ζωντανών ανθρώπων και της σκηνικής ποίησης, Ύπαρξη και Ιστορία διασταυρώνουν τα ξίφη τους∙ ίσως γιατί μέσω της σκηνικής δράσης μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πιο καθαρά το ιστορικό ή το υπαρξιακό συμβάν-τραύμα που μας ΄συνταράζει βαθιά και μας υπερβαίνει.

Η αρχιτεκτονική των κειμένων του είναι θρυμματισμένη, όπως ο σύγχρονος κόσμος. Γι’ αυτό διάφοροι κριτικοί, που τον διαβάζουν κατά τη γνώμη μου επιφανειακά, τον θεωρούν μετα-μοντέρνο. Ο Μύλλερ ζει μέσα στην εποχή του και μέσω του έργου του παρεμβαίνει ενεργά στο παρόν του, δεν κλείνεται στον γυάλινο πύργο του, δεν αρνείται την καταγωγή, την ταυτότητα και τις επιρροές του. Μέσα από τις σελίδες των γραπτών του βλέπει κανείς τον Μπρεχτ και τον Κάφκα, τον Χαιλντερλιν και τον Μπύχνερ, τον Ευριπίδη και τον Σαίξπηρ, τον Μαρξ και τον Χέγκελ.

Ο Τερζόπουλος λέει για τον μοντερνισμό πως είναι «η έκρηξη του πυρήνα του κλασικού». Αυτό το βλέπουμε καθαρά στο έργο του Μύλλερ.

Το αρχαίο δράμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτικό γιατί βγαίνει από τα σπλάχνα της πολιτικής κοινότητας και εκφράζει τις θεσμικές μεταβολές της εποχής. Παρακολουθούμε για παράδειγμα στην Ορέστεια του Αισχύλου το πέρασμα από την προ-πολιτική δικαιοσύνη – την αυτοδικία εντός του οίκου των Ατρειδών – στην δικαιοσύνη ως θεσμό της πόλης. Στο σύγχρονο δράμα φαίνεται να υπάρχει ένας κατακερματισμός των θεματικών, με την έννοια πως αυτό που ονομάζουμε καθαυτό πολιτικό δράμα αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια απόσταση μεταξύ του θεάτρου ως τέχνης εν γένει και της πολιτικής. Κατά πόσο πιστεύεις πως το σύγχρονο θέατρο μπορεί να επανασυνδεθεί με την πολιτική χωρίς να χαρακτηριστεί στρατευμένο; Εμποδίζεται ή διευκολύνεται μια τέτοια σύνδεση από τον αβανγκαρντισμό της σύγχρονης τέχνης;

ΣΑΒΒΑΣ: Το θέατρο ως τέχνη, έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό, που το διαφοροποιεί από άλλες τέχνες. Γεννιέται στην αρχαία Αθήνα, σε μια πολύ συγκεκριμένη κοινωνικο-ιστορική συγκυρία μαζί με τη Φιλοσοφία και τη Δημοκρατία. Θέατρο – Φιλοσοφία – Δημοκρατία. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα αδιάσπαστο τρίγωνο, μια σπουδαία στιγμή ανθρώπινης δημιουργίας. Εννοείται πως δεν ξεχνάμε την καταπιεστική θέση γυναικών και δούλων της εποχής, αλλά η σκέψη μας πρέπει να προχωρήσει παραπέρα.

Οι πολίτες, ο καθένας ως ενεργό κύτταρο της κοινωνίας και όλοι μαζί, προσπαθούν να αυτοκυβερνηθούν, πέρα από ιερά βιβλία και κατόχους της απόλυτης αλήθειας – πώς αλλιώς αντιλαμβάνονταν οι Αθηναίοι την πολιτική; Την ίδια στιγμή, μελετούν σε βάθος τη Φύση, τον Άνθρωπο και την Πόλη, τη σχέση του ανθρώπου με τα Ένστικτα και τη Λογική, με τη Μοίρα, την Ύβρη και το Μέτρο και μάλιστα, στα ακραία όρια. Αναζητούν τη λύση στο ανθρώπινη αίνιγμα και βλέπουν ότι όσο φθάνουν προς αυτή, η λύση απομακρύνεται….Νέες διαστάσεις του ζητήματος, νέα ερωτήματα, νέα προβλήματα προκύπτουν στο μεταξύ…

Η Δημοκρατία είναι τραγικό πολίτευμα, γι’ αυτό κι από τα σπλάχνα της γεννιέται η Τραγωδία. Στη Δημοκρατία δεν υπάρχει κανείς να προσδιορίσει το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, παρά μόνο η ανθρώπινη συλλογικότητα ενεργών πολιτών, η οποία, στην προσπάθειά της να προσδιορίσει το μέτρο, ψάχνει και ψάχνεται αυτό-αμφισβητούμενη. Η Δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα των βολεμένων ψηφοφόρων της τετραετίας, δεν επιδέχεται τον εφησυχασμό σε κανένα επίπεδο. Γι’ αυτό και ο Δήμος (ο λαός) έχει την ανάγκη του τολμηρού στοχασμού και ανα-στοχασμού, της βαθιάς κριτικής και αυτό-κριτικής. Τη Φιλοσοφία και το Θέατρο.

Από τις απαρχές του θεάτρου, λοιπόν, ο φιλοσοφικός στοχασμός και η πολιτική σκέψη-και-δράση βρίσκονται στον πυρήνα του. Κι εμείς οι σύγχρονοι καλλιτέχνες οφείλουμε να ξανα-ανακαλύψουμε αυτόν τον πυρήνα, θαμμένο κάτω από τα πολλά και φτωχά εφέ της τέχνης που υπηρετεί την κυρίαρχη εμπορευματική αντίληψη και τελικά τη λήθη.

Πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να είναι στρατευμένο στην υπόθεση της Ζωής. «Η σοφία του ελεύθερου ανθρώπου δεν είναι μελέτη θανάτου αλλά στοχασμός για τη ζωή» μας λέει ο Σπινόζα και η τέχνη του θεάτρου μπορεί να δείξει τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση.

1 Χάινερ Μύλλερ «Η Αποστολή», σελ. 67-68, μτφ. Ελένη Βαροπούλου, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2001.

 

Χάινερ Μύλλερ «Η Αποστολή: Ανάμνηση από μια Επανάσταση»

Θέατρο ΑΤΤΙΣ – Νέος Χώρος, Λεωνίδου 12 (πλησίον μετρό Μεταξουργείου)

Πρεμιέρα: Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016, ώρα 21:00

Κάθε Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00

Μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 2017

Κρατήσεις θέσεων: 210-32225207

Τιμές εισητηρίων: 12€ (κανονικό), 10€ (φοιτητές, άνεργοι ΟΑΕΔ, ΑμΕΑ)

Παίζουν οι ηθοποιοί: Ελεάνα Γεωργούλη, Δαυίδ Μαλτέζε, Έλλη Ιγγλίζ, Δημήτρης Παπαβασιλείου, Έβελυν Ασουάντ

Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος

Στιγμιότυπα από τις πρόβες

simeiomiden
Στιγμιότυπα από τις πρόβες (Δαυίδ Μαλτέζε, Έλλη Ιγγλίζ, Έβελυν Ασουάντ)