Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης
Η εθνομεθοδολογία είναι ένα πολύ ιδιαίτερο και ξεχωριστό είδος κοινωνιολογίας και κοινωνικής θεωρίας. Ασχολείται με την μελέτη των θεσμών και την ανάλυση συνομιλίας, ενώ συχνά ασκεί έντονη και αυστηρή κριτική στην κατεστημένη κοινωνιολογία. Πράγματι οι εθνομεθοδολόγοι κατηγορούν συχνά τους «συμβατικούς» κοινωνιολόγους ότι επιβάλουν την δική τους αίσθηση για την κοινωνική πραγματικότητα στους ανθρώπους, αντί να μελετούν αυτές καθαυτές τις πράξεις των ανθρώπων. Ότι χρησιμοποιούν στατιστικές για να επιβάλουν την άποψή τους και ότι συγχέουν το θέμα με το μέσο, δηλαδή χρησιμοποιούν τον καθημερινό κόσμο ως πηγή άντλησης ζητημάτων προς ανάλυση και όχι ως θέμα που αξίζει να μελετηθεί αυτοδικαίως. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Εισαγωγή στην Κοινωνική Θεωρία, Pip Jones, Liz Bradbury, Shaun Le Boutillier, εκδ. ΠΛΕΘΡΟΝ, 2017.
——————- / ——————-
Η εθνομεθοδολογία βασίζεται σε τρεις υποθέσεις:
- Η κοινωνική ζωή είναι εγγενώς ασταθής· μπορεί να συμβεί οτιδήποτε στην κοινωνική αλληλεπίδραση· ωστόσο:
- οι δρώντες δεν το συνειδητοποιούν ποτέ αυτό, διότι
- κατέχουν χωρίς επίγνωση τις πρακτικές ικανότητες που είναι αναγκαίες για να κάνουν τον κόσμο να φαίνεται τακτοποιημένος.
Το κύριο εθνομεθοδολογικό ενδιαφέρον διαφέρει αρκετά από αυτό των άλλων θεωρητικών δράσης[1]. Αντί να ασχολείται κυρίως με το αποτέλεσμα της ερμηνείας -λόγου χάριν, τη δημιουργία της εικόνας του εαυτού ή τις συνέπειες του χαρακτηρισμού-, εστιάζει στα κοινά «αποθέματα νοήματος», στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε για να καταλήξουμε στις ερμηνείες μας (εθνομεθοδολογία σημαίνει κυριολεκτικά «οι μέθοδοι των λαών»). Στόχος είναι να αποκαλυφθούν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι συμμετέχοντες («τα μέλη») σε οποιαδήποτε κοινωνική κατάσταση για να μεταδώσουν μεταξύ τους το τι πιστεύουν ότι συμβαίνει -τι σημαίνει μια κατάσταση γι’ αυτούς- και οι προσπάθειες που κάνουν για να ενισχυθεί η ερμηνεία τους από τους άλλους. H εθνομεθοδολογία δεν ενδιαφέρεται για «τον» κοινωνικό κόσμο, αλλά για συγκεκριμένα τμήματα αλληλεπίδρασης μεταξύ των μελών του. H έμφαση δίνεται στο πώς η τάξη σε μια κοινωνική κατάσταση αποτελεί το (άγνωστο σ’ αυτούς) επίτευγμα όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν.
Το ενδιαφέρον για την περιγραφή των πρακτικών ικανοτήτων των μελών [μιας ομάδας] προέρχεται από μια θεωρία για την πραγματικότητα που ονομάζεται φαινομενολογία. H φαινομενολογία υποστηρίζει ότι τα πράγματα και τα γεγονότα δεν έχουν νόημα από μόνα τους. Αποκτούν το νόημα που τους δίνουν οι άνθρωποι. Τονίζει ότι για να ζουν μαζί τα μέλη ενός κόσμου που είναι γεμάτος νοήματα, αυτά πρέπει να είναι κοινά. Τα μέλη πρέπει να συμφωνούν για τη φύση των πραγμάτων και η κοινωνική τάξη εξαρτάται από τα κοινά νοήματα. Τα μέλη όντως μοιράζονται νοήματα. Αυτό συμβαίνει λόγω του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύουν την πραγματικότητα. Το κάνουν χρησιμοποιώντας τη «γνώση της κοινής λογικής». Αυτή είναι ενσωματωμένη στη γλώσσα. Μέσω της γλώσσας αποκτούμε τεράστια ποσότητα γνώσης για τον κόσμο, γνώση που μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένη και την οποία έχουν και τα άλλα άτομα που μιλάνε τη γλώσσα μας. Στην πραγματικότητα, έχουμε βιώσει έναν πολύ μικρό αριθμό πραγμάτων που γνωρίζουμε. H υπόλοιπη γνώση, που τη μοιραζόμαστε με τα υπόλοιπα μέλη, αποτελεί νόημα κοινό σε όλους μας. Σύμφωνα με τον Alfred Schutz (1899-1959), πατέρα της φαινομενολογίας στην κοινωνιολογία:
Θεωρώ δεδομένο ότι οι δράσεις μου (το ότι ταχυδρομώ ένα γράμμα που του έχω βάλει τη διεύθυνση και τα γραμματόσημα, λόγου χάριν) θα προκαλέσουν άλλους άγνωστους ανθρώπους (ταχυδρόμους) να κάνουν κάποιες τυπικές δράσεις (να ταχυδρομήσουν την αλληλογραφία) […] με αποτέλεσμα να επιτευχθεί η κατάσταση των πραγμάτων που είχα σκεφτεί (η παράδοση του γράμματος στη διεύθυνση που έχω γράψει, σε ένα λογικό χρονικό διάστημα) (Schutz 1962: 25-26).
Λόγω του ότι τα μέλη [της ομάδας] μπορούν να θεωρήσουν δεδομένη αυτή την κοινή γνώση για την πραγματικότητα, μπορούν επίσης να θεωρήσουν δεδομένη την πραγματικότητα που περιγράφει. Μπορούν να υποθέσουν ότι ο κόσμος είναι ένα δεδομένο, αντικειμενικό μέρος. Πρέπει να είναι. Άλλωστε, όλοι μας ξέρουμε τι είναι και τι συμβαίνει σ ’αυτόν.
H έννοια της γνώσης του κοινού νου που μοιραζόμαστε όλοι μεταξύ μας μπορεί να ακούγεται όπως η έννοια της κουλτούρας που χρησιμοποιούν οι θεωρητικοί της συναίνεσης[2]. H κουλτούρα, όμως, αναφέρεται σε ένα σύνολο κανόνων τους οποίους τηρούν οι δρώντες, παράγοντας με αυτόν τον τρόπο κοινωνική τάξη. Για τους εθνομεθοδολόγους η γνώση του κοινού νου χρησιμοποιείται από τα μέλη για να δημιουργήσει τάξη σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία αλλιώς δεν θα είχε καμία τάξη. Οι εθνομεθοδολόγοι θεωρούν ότι το έργο τους είναι να δείξουν πώς το κάνουν αυτό τα μέλη.
Οπλισμένα με τη γνώση του κοινού νου και με μια πίστη στον πραγματικό, τακτικό χαρακτήρα τον κόσμου, τα μέλη είναι ελεύθερα να δημιουργήσουν νόημα σε κάθε κατάσταση στην οποία συμμετέχουν: H εθνομεθοδολογία τονίζει ότι κάθε κοινωνική κατάσταση είναι μοναδική. Οι λέξεις που λένε οι άνθρωποι, οι δράσεις που κάνουν είναι ενδεικτικές [indexical]-δηλαδή έχουν σημασία μόνο στη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία χρησιμοποιούνται. Τονίζει, όμως, επίσης ότι τα μέλη, αφού αναγνωρίζουν την τάξη και την αντικειμενική πραγματικότητα χωρίς να το γνωρίζουν, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Αναγνωρίζουν τις ομοιότητες ενός γεγονότος με άλλα γεγονότα. Επιλέγουν απ’ όλα τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω τους στοιχεία που υποστηρίζουν την άποψη ότι τα πράγματα που υπάρχουν ή συμβαίνουν είναι χαρακτηριστικά του κόσμου. Γι’ αυτούς μια κοινωνική κατάσταση είναι «μια διάλεξη», «ένας χορός» ή «μια συνάντηση», και επιβάλλεται σ’ αυτήν ένα μοτίβο μέσω της εφαρμογής της γνώσης του κοινού νου. Μέσω αυτής της γνώσης συμπληρώνονται, επίσης, τα κενά στις περιγραφές γεγονότων από άλλους, με τον ίδιο τρόπο από διαφορετικούς ακροατές, έτσι ώστε να επαναβεβαιώσουν ότι τα πράγματα είναι όπως φαίνονται.
Σε μία γνωστή ανάλυση της ιστορίας ενός παιδιού δύο ετών, ο εθνομεθοδολόγος Harvey Sacks (βλ. Silverman 1998) δίνει ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η δημιουργία κοινών ερμηνειών μπορεί να εξαρτάται από τη χρήση της γνώσης τον κοινού νου. Σύμφωνα με τον Sacks, υπάρχει μια προβλέψιμη αντίδραση όταν ακούμε το παιδί να λέει διαδοχικά τις δύο παρακάτω φράσεις:
Το μωρό έκλαψε
Η μαμά το πήρε αγκαλιά
Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στο πρώτο άκουσμα της ιστορίας του δίχρονου οποιοσδήποτε ακροατής θα καταλάβει ότι η μαμά είναι μητέρα του μωρού· θα υποθέσει ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο γεγονότων (ότι η μητέρα πήρε το μωρό αγκαλιά επειδή έκλαιγε)· και ότι ο ακροατής θα καταλήξει σ’ αυτές τις ερμηνείες δίχως να χρειάζεται να ξέρει τίποτα για τη μητέρα ή για το μωρό ή για το δίχρονο που είπε την ιστορία.
Όπως λέει o R. J. Anderson γι’ αυτό το παράδειγμα: «Η σημασία του […] είναι τεράστια, διότι αν ισχύει ότι οι ικανοί χρήστες της αγγλικής γλώσσας μπορούν να εντοπίσουν τα ίδια πράγματα από το ίδιο απόσπασμα λόγου, τότε οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για να γίνει αυτό πρέπει να έχουν το υψηλότερο επίπεδο γενικότητας. Πρέπει να αποτελούν μέρος των θεμελίων της κοινής κουλτούρας» (Anderson 1979:64). Γι’ αυτές τις μεθόδους ενδιαφέρεται η εθνομεθοδολογία. Χωρίς να το συνειδητοποιούν, τα μέλη τις χρησιμοποιούν καθώς προσπαθούν να δημιουργήσουν το νόημα που πιστεύουν ότι έχουν οι περιστάσεις ή τα γεγονότα. Έχοντας κάνει αυτό το έργο χωρίς να το γνωρίζουν και έχοντας φτάσει σε κάποια ερμηνεία, στη συνέχεια κάνουν ένα ακόμη περισσότερο ακούσιο έργο, για να επιβεβαιώσουν την ερμηνεία τους μέσω της επίρρωσης από τους άλλους. Στον πατέρα της εθνομεθοδολογίας Harold Garfinkel (1917-2011) άρεσε να δείχνει πώς αναγνωρίζουν τα μέλη το νόημα σε διάφορες περιστάσεις, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει επίρρωση από τους άλλους. Ακολουθεί n περιγραφή από τον Paul Filmer ενός πολύ γνωστού πειράματος που σχεδίασε ο Garfinkel για να δείξει μέχρι πού μπορούν να φτάσουν τα μέλη για να δημιουργήσουν νόημα, να ανακαλύψουν μια λογική σε μια περίσταση παρά τις εσκεμμένες προσπάθειες να αποθαρρυνθούν:
Ζητήθηκε από δέκα προπτυχιακούς φοιτητές να συμμετάσχουν σε μια έρευνα του ψυχιατρικού τμήματος του πανεπιστημίου για νέα μέσα ψυχοθεραπείας. Ζητήθηκε από τον καθένα να συζητήσει το ιστορικό ενός σοβαρού προβλήματος για το οποίο ήθελε συμβουλή, και έπειτα να θέσει κάποια ερωτήματα σε έναν ερευνητή -που του έχει παρουσιαστεί ψευδώς ως εκπαιδευόμενος φοιτητικός σύμβουλος- γι’ αυτό το ζήτημα, τα οποία θα μπορούσαν να απαντηθούν μόνο με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Το υποκείμενο και ο πειραματιστής/σύμβουλος δεν είχαν καμία οπτική επαφή και επικοινωνούσαν με ασύρματο. Αφού είχε απαντηθεί καθεμία από τις ερωτήσεις του, ζητήθηκε από το υποκείμενο να ηχογραφήσει τα σχόλιά του σε σχέση με κάθε απάντηση, χωρίς να ακούει ο πειραματιστής/σύμβουλος. Οι ερευνητές είπαν στα υποκείμενα ότι συνήθως γίνονται δέκα ερωτήσεις και τα έπεισαν ότι οι απαντήσεις που θα έπαιρναν θα ήταν καλόπιστες. Οι πειραματιστές/σύμβουλοι, ωστόσο, είχαν στη διάθεσή τους μόνο μονοσύλλαβες απαντήσεις, Με τις μισές να είναι «ναι» και τις μισές «όχι», η σειρά όμως των οποίων ήταν προκαθορισμένη από έναν πίνακα με τυχαίους αριθμούς. Έτσι, σ’ αυτό το πείραμα ορισμένες σημαντικές μεταβλητές της καθημερινής αλληλεπίδρασης είχαν αδρανοποιηθεί: η κοινή γλώσσα υποκειμένου και πειραματιστή είχε αναχθεί στην προφορική της διάσταση (κατά πάσα πιθανότητα ο τονισμός δεν θα είχε κάποια σημασία ως φορέας νοήματος, λόγω της παραμόρφωσης που προκαλούσε ο ασύρματος)· δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να παρεμβληθούν χειρονομίες ή σωματικές εκφράσεις στη διαδικασία της επικοινωνίας, διότι το υποκείμενο και ο πειραματιστής δεν είχαν καμία σωματική ή οπτική επαφή. Επίσης, η πιθανότητα να βγάζουν νόημα για το υποκείμενο οι απαντήσεις του πειραματιστή/συμβούλου εξαρτιόταν καθαρά από την ερμηνεία του πρώτου· πράγματι, η πιθανότητα οι απαντήσεις να ήταν αυτές που περίμεναν τα υποκείμενα είχε αναχθεί καθαρά στον παράγοντα της τύχης. Ο Garfinkel εξέδωσε δύο ανεπεξέργαστες απομαγνητοφωνήσεις των συζητήσεων και των σχολίων των υποκειμένων [βλ. Garfinkel 1984], μαζί με μια λεπτομερή εξήγηση των σχετικών ερμηνευτικών ευρημάτων του. Το βάρος του έπεσε στα σημεία όπου οι τυχαίες απαντήσεις που δόθηκαν στις καλά μελετημένες και σαφώς διατυπωμένες ερωτήσεις φάνηκαν ανόητες, παράλογες ή κατά κάποιον τρόπο ακατάλληλες ή μη αναμενόμενες· έπειτα το υποκείμενο τις επανερμήνευσε ανασχηματίζοντας αυτά που υπέθεσε ότι ήταν τα νοηματικά συμφραζόμενα που μοιραζόταν με τον πειραματιστή/σύμβουλο (και τα οποία είχε προσπαθήσει να μεταφέρει στον πειραματιστή/σύμβουλο με τη διατύπωση και το περιεχόμενο των ερωτήσεών του), με σκοπό να αποκτήσουν νόημα οι απαντήσεις του. Ακόμη και σε σημεία όπου διαδοχικές απαντήσεις ήταν μεταξύ τους αντιφατικές και δημιούργησαν την υποψία στο υποκείμενο ότι το κορόιδευαν, εκείνο δίσταζε να υποθέσει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο (Filmer κ.ά. 1972: 223-224).
Η εθνομεθοδολογία αποτελεί σαφώς ένα διαφορετικό είδος κοινωνιολογίας. Για τους δομικούς θεωρητικούς[3] τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής είναι δυνάμεις εξωτερικές σε σχέση με τον ατομικό δρώντα. Για να κατανοήσουμε την κοινωνική συμπεριφορά πρέπει να κατανοήσουμε τους δομικούς καθοριστικούς παράγοντες της ζωής των ανθρώπων. Το κάνουμε αυτό πηγαίνοντας πέρα από τις θεωρίες των δρώντων υποκειμένων για την ύπαρξή τους, δημιουργώντας, αντίθετα, ειδικές αντικειμενικές θεωρίες του παρατηρητή, που εξηγούν τις κοινωνικές δομές.
Αντίθετα, για τους θεωρητικούς της αλληλεπίδρασης/χαρακτηρισμού, ο δρων έρχεται στο προσκήνιο. Ανεξάρτητα από το αν ένα άτομο ελέγχει τις ερμηνείες των άλλων ή είναι ένας πιο παθητικός αποδέκτης των χαρακτηρισμών τους, δίνεται έμφαση στην ικανότητα για αλληλεπίδραση που είναι γεμάτη νόημα. Για να κατανοήσουμε την κοινωνική δράση πρέπει να κατανοήσουμε τις διαδικασίες της ερμηνείας που τη δημιουργούν Το κάνουμε εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι, ακριβώς όπως το αντικείμενο του θέματός μας, είμαστε κι εμείς άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας στη θέση άλλων ανθρώπων για τους οποίους ενδιαφερόμαστε και, χρησιμοποιώντας την ικανότητά μας να ταυτιζόμαστε -μέσω της κατανόησης [verstehen]-, προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς φαίνεται ο κόσμος σ ’αυτούς.
Ωστόσο, για τους εθνομεθοδολόγους το ενδιαφέρον είναι διαφορετικό. Επικρίνουν τις άλλες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, διότι θεωρούν δεδομένο ότι αυτό που πιστεύουν είναι όντως η ουσία της κοινωνικής ζωής -οι μέθοδοι των μελών να δημιουργούν νόημα. Επικρίνουν, επίσης, την υπόθεσή τους ότι η χρήση αυτών των μεθόδων για τη δημιουργία μιας ανθρώπινης περιγραφής μιας πτυχής της πραγματικότητας -παραδείγματος χάριν, μιας συγκεκριμένης κοινωνικής θεωρίας- μπορεί να θεωρηθεί μια πραγματική ή σωστή απεικόνιση. Σύμφωνα με την εθνομεθοδολογία, το να αποκαλεί κανείς μια περιγραφή που έχει δημιουργηθεί από τη χρήση των μεθόδων των μελών «κοινωνιολογική θεωρία» δεν της δίνει κανένα προνόμιο σε σχέση με τις μη κοινωνιολογικές περιγραφές.
Μπορούμε να μετρήσουμε την ορθολογικότητα οποιασδήποτε περιγραφής της κοινωνικής πραγματικότητας μόνο βάσει της επιτυχίας της να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε και, άρα, να διατηρήσουμε μια συγκεκριμένη κοινωνική επαφή. Για την εθνομεθοδολογία το μόνο πράγμα που μπορούμε να περιγράψουμε με σιγουριά είναι αυτό που όντως έχουμε όλοι κοινό: τις μεθόδους δημιουργίας νοήματος που όλοι οι άνθρωποι, κοινωνιολόγοι και μη, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να καταλήξουμε στις περιγραφές μας, και αυτό θα έπρεπε να μελετά η κοινωνιολογία. Συνεπώς, ενδιαφέρεται για την πρακτική της δημιουργίας νοήματος για τον κόσμο, για το πώς ζουν τα μέλη επιτυχημένες κοινωνικές ζωές. Αν και τα μέλη είναι πάντα οι αρχιτέκτονες της κοινωνικής τάξης σε οποιαδήποτε κοινωνική περίσταση, η εθνομεθοδολογία πιστεύει ότι δεν μπορεί να πει την αλήθεια για το τι έχουν κάνει με τις προσπάθειές τους, παρά μόνο για το πώς το έχουν κάνει. Η έμφαση της σημασίας της γλώσσας στη δημιουργία της κοινωνικής ζωής φτάνει στον πιο ακραίο της βαθμό με την εθνομεθοδολογία· εδώ γίνεται θέμα κοινωνιολογικής έρευνας η ίδια η φύση της ανθρώπινης γνώσης. Έτσι, οι λεπτομέρειες για το πώς χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους για να δημιουργήσουν τάξη στις κοινωνικές καταστάσεις αποτελούν το αντικείμενο της πιο γνωστής εθνομεθοδολογικής ερευνητικής μεθόδου -της ανάλυσης συνομιλίας[4]. Συνεπώς, στην περιγραφή της εθνομεθοδολογίας για την κοινωνική δράση, αντί η κατανόηση [verstehen] να είναι το όργανο που χρησιμοποιεί η κοινωνιολογία για να καταλάβει και να εξηγήσει τα νοήματα των δρώντων, γίνεται ο συλλογικός πόρος που χρησιμοποιούν όλα τα κοινωνικά μέλη για να παράγουν κοινωνική πραγματικότητα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόρριψη της πεποίθησης ότι οι κοινωνιολόγοι γνωρίζουν καλύτερα από τα άλλα κοινωνικά μέλη πώς λειτουργεί η κοινωνία από τους εθνομεθοδολόγους αποδείχθηκε ότι ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η επιμονή των εθνομεθοδολόγων ότι οποιαδήποτε τάξη και συνοχή πιστεύουμε πως έχει μια κοινωνία είναι απλώς -μια πεποίθηση που όλοι χρειαζόμαστε και την «πραγματοποιούμε» χρησιμοποιώντας εθνομεθόδους- αυτό θεωρήθηκε μια ανησυχητική άρνηση της πραγματικότητας των αντικειμενικών κοινωνικών δομών, διότι φαινόταν να αμφισβητεί την ίδια την ανάγκη για μια δομική κοινωνιολογία.
——————- / ——————-
[1] Οι θεωρητικοί αυτής της άποψης υπογραμμίζουν την ανάγκη να επικεντρωθούμε στο μικρο-επίπεδο της κοινωνικής ζωής, στον τρόπο με τον οποίο ορισμένα άτομα μπορούν να αλληλοεπιδράσουν μεταξύ τους σε ξεχωριστές κοινωνικές συναντήσεις, παρά στο μακρο-επίπεδο, στον τρόπο δηλαδή που η όλη δομή της κοινωνίας επηρεάζει τη συμπεριφορά των ατόμων. Για τους θεωρητικούς της δράσης οι κοινωνίες είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, όχι η αιτία.
[2] Ένας από τους παραδοσιακούς τρόπους με τους οποίους οι κοινωνιολόγοι εξηγούν την τάξη και την προβλεψιμότητα της κοινωνικής ζωής είναι το να θεωρούν την ανθρώπινη συμπεριφορά ως μια συμπεριφορά που έχει διδαχτεί. Η κύρια διαδικασία στην οποία δίνει έμφαση αυτή η θεωρία είναι η κοινωνικοποίηση. Αυτός ο όρος αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο τα ανθρώπινα όντα μαθαίνουν τα είδη συμπεριφοράς που αναμένονται από αυτά στα κοινωνικά πλαίσια του περιβάλλοντός τους. Από αυτή την άποψη, οι κοινωνίες διαφέρουν επειδή τα είδη των συμπεριφορών που θεωρούνται κατάλληλες σ ’αυτές διαφέρουν.
[3] Σύμφωνα με αυτήν την κλασική κοινωνιολογική θεωρία η κοινωνικοποίηση μέσα σε νόρμες και αξίες δημιουργεί συμφωνίες ή συναίνεση μεταξύ ανθρώπων για τη σωστή συμπεριφορά και τις πεποιθήσεις, δίχως τις οποίες καμία ανθρώπινη κοινωνία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Αυτός είναι και ο λόγος που ονομάζεται δομική θεωρία συναίνεσης.
[4] Η Ανάλυση Συνομιλίας, με καταβολές στην εθνομεθοδολογία, εστιάζεται στην καθημερινή συνομιλία ως κοιτίδα συγκρότησης της κοινωνικής πραγματικότητας και επιδιώκει να συλλάβει τις «μεθόδους» με τις οποίες τα ίδια τα συνομιλούντα άτομα δημιουργούν, από εκφώνημα σε εκφώνημα, την κανονικότητα της γλωσσικής διεπίδρασης. Προϋπόθεση για τη μελέτη της συνομιλίας, και γενικότερα της γλωσσικής διεπίδρασης, συνιστά η καταγραφή της συνομιλιακής πραγματικότητας (ηχογράφηση, βιντεοσκόπηση) και η πιστή απεικόνιση του ήχου σε γραφή (απομαγνητοφώνηση). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται δύο ζητούμενα: α) να έχουν οι ερευνήτριες/τές στη διάθεσή τους τα ίδια ακριβώς δεδομένα για την ανάλυση, όπως και τα συνομιλούντα άτομα κατά την παραγωγή και ερμηνεία του λόγου, β) να είναι ελέγξιμα τα πορίσματα της ανάλυσης από ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα.