Συνδιαμόρφωση κειμένου: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης
Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, κρίνουμε αναγκαίο να επεκτείνουμε την κριτική μας στις «προοδευτικές» φωνές που κατακλύζουν το δημόσιο λόγο, ιδιαίτερα σε αυτές που έχουν ασπαστεί το «θεϊκώς» αποκαλυπτικό δόγμα της σύγχρονης μεταμοντέρνας κοινωνιολογίας και του κονστρουκτιβισμού. Κατά βάση, όσοι ασπάζονται αυτή τη νέα θρησκεία είναι άτομα και ομάδες που ποντάρουν στην έννοια του «δικαιώματος», έχοντας εφεύρει εργαλεία για τη ριζική εξάλειψη όλων εκείνων των «καταπιεστικών» θεσμών και θεμελίων, όπως το φύλο και η οικογένεια. Μέσα από τον τρόπο που εκδηλώνονται όλα αυτά τα γκρουπ των «θεοσεβούμενων» Σάντσο Πάντσα, του μεγάλου κωμικοτραγικού και δονκιχωτικού μεταμοντέρνου σκουπιδότοπου, διαπιστώνει κανείς ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα ψευδοεπιστήμη, η οποία για να επικρατήσει πρέπει, πάση θυσία, να καταστρέψει όλα όσα χαρακτηρίζουν τον τρόπο ζωής και ύπαρξης του απλού/μέσου ανθρώπου, του αλλιώς λεγόμενου «μικροαστού». Αναφέρουμε, ως υποσημείωση, ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας είναι η «σημασιολογική αντιστροφή» των εννοιών των λέξεων. Τούτο το τέχνασμα είναι σε θέση να εξαπατήσει μαζικά, εφόσον καταφέρνει να δώσει στις λέξεις αντίθετη κατεύθυνση και έννοια από την κοινά κατανοητή. Αλλά ας δούμε ποιος είναι αυτός ο μικροαστός που τόσο έχει πολεμηθεί από τους υπέρμαχους του προοδευτισμού.
♦
Πολλοί αναλυτές προσεγγίζουν τον μικροαστισμό από καθαρά οικονομική/μαρξιστική σκοπιά· μικροαστός συχνά θεωρείται ο κάτοχος μιας μικρής περιουσίας την οποία προσπαθεί να προστατέψει, με στόχο την επιβεβαίωση της εύθραυστης κοινωνικής του ύπαρξης. Όμως με αυτό το σκεπτικό θα πρέπει να ονομάζουμε ως «μικροαστούς» όλους τους ανθρώπους, σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Μικροαστοί λοιπόν θα έπρεπε να ήταν και οι εκατοντάδες χιλιάδες Νεάντερταλ (Homo Νeanderthalensis) που για λόγους ασφάλειας βρέθηκαν να κατέχουν μια σπηλιά και έτρεμαν να μην την χάσουν διότι αυτή αποτελούσε την επιβεβαίωση της εύθραυστης «συλλογικής» ύπαρξής τους…στ’ αγιάζι και στο χιόνι. Ωστόσο, στην εποχή του πούρου μεταμοντερνισμού, της απόλυτης ρευστοποίησης όλων των αξιών οι οποίες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια συλλογική οντότητα (εθνική ή ταξική), η έννοια μικροαστισμός καταντά κενό σημαίνον που μπορεί εύκολα να νοηματοδοτηθεί ανάλογα με τις ιδεολογικές ορέξεις της κάθε ομάδας. Μπορεί, με άλλα λόγια, κανείς να γίνεται μικροαστός βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, όταν οι αποδοχές του είναι χαμηλομεσαίες. Μικροαστός όμως μπορεί να είναι και αυτός που θέλει να συντηρήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής (κατά τον Κρίστοφερ Λας1), ή και ο άνθρωπος-σκεπτικιστής απέναντι στις μεγάλες επαναστατικές υποσχέσεις και σε κάθε είδους ουτοπικές ιδεολογίες. Επιπλέον, μικροαστός μπορεί να θεωρείται και ο άνθρωπος που αναζητά ένα νόημα στην εργασία και σε αυτό που αποκαλούμε «οικογενειακές αξίες». Εν συντομία, μια από τις πιο έντονες καταδίκες εναντίον του μικροαστισμού μας δίνει ο Λέων Τρότσκι.2 Ο μικροαστός, κατά τον συγγραφέα, είναι το «πιστό σκυλί» της μπουρζουαζίας, του μεγάλου κεφαλαίου, και ο κατεξοχήν φορέας ιδεών που σφυρηλάτησαν την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία. Όταν το μεγάλο κεφάλαιο επιδιώκει την πλήρη ηγεμονία του, όταν οι μεγαλοαστοί συμπιέζουν οικονομικά τα κατώτερα στρώματα, ο μικροαστός στρέφεται ενάντια στην εργατική τάξη, στηρίζοντας έτσι τη μπουρζουαζία, η οποία χρησιμοποιεί την κρατική καταστολή (την αστυνομία και τον στρατό) με στόχο να εκμηδενίσει το εργατικό κίνημα.
Αν και η κριτική του Τρότσκι εκφράζει μια υπαρκτή πραγματικότητα, είναι άκρως προβληματική· η τάξη των μικροαστών συνέβαλε με τη σειρά της στην εδραίωση του φασισμού, όταν ισχυροί ηγέτες κατάφεραν να συσπειρώσουν μεγάλες μάζες ενάντια στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Η μονολιθική στάση του Τρότσκι ωστόσο αγνοεί το γεγονός ότι τα φασιστικά καθεστώτα βρήκαν πλατιά απήχηση και στην ίδια την εργατική τάξη (ή και κυρίως σε αυτήν). Στην πραγματικότητα η στήριξη στον φασισμό ήταν περισσότερο διαταξική παρά μικροαστική. Αυτό που καθιστά την κριτική του Τρότσκι πιστευτή (φαινομενικά) είναι το γεγονός ότι τα φασιστικά καθεστώτα προσπάθησαν να οικειοποιηθούν (από τα πάνω) τις συνήθειες των μέσων ανθρώπων, μετατρέποντάς τες σε είδωλα (βάσει του ορισμού που μας έχει δώσει η Σιμόν Βέιλ3) τα οποία αντιπροσωπεύουν το Volonté Générale όλου του έθνους (ή της φυλής). Έτσι η οικογένεια έπαψε να αποτελεί θεσμό οργανικής συμβίωσης ανθρώπων που ικανοποιεί την ανάγκη για ιδιωτική στοργή (θα επανέλθουμε στο θέμα της οικογένειας), το έθνος αποσυνδέθηκε από τη λαϊκότητα, τις ρίζες και την οικειότητα, και μετατράπηκε σε αντικείμενο κινητοποίησης των πιο εγωιστικών χθόνιων ενστίκτων όπως είχε αναλύσει και ο Reinhold Niebuhr4. Τέλος, η θρησκεία έπαψε να αποτελεί αφορμή για πνευματική αναζήτηση και μετατράπηκε σε ένα μέγα-είδωλο, ένα μέσο ψυχικής εκπόρνευσης στα χέρια δημαγωγών πολιτικών και διεφθαρμένων κληρικών, ένα εργαλείο απόλυτης καταρράκωσης κάθε οικουμενισμού, στα πλαίσια εδραίωσης μιας εθνικιστικής φρενίτιδας. Βέβαια, η ρητή αναγνώριση ότι η τάξη των μικροαστών συνέβαλε στην ανάδυση του θηρίου δεν αποτελεί ούτε ελιτισμό ούτε «κριτική εκ του ασφαλούς». Απεναντίας, μόνο ένας δημαγωγός ή ένας τσαρλατάνος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο «μέσος άνθρωπος» δεν σφάλει σε καμία του κίνηση. Μια τέτοια αγιοποίηση του «λαού» πηγάζει από την αντίληψη πως ο άνθρωπος (ανεξαρτήτως καταγωγής, τάξης, φυλής ή φύλου) «είναι εκ φύσεως καλός» αλλά «διαφθείρεται από τις εκάστοτε πολιτικές εξουσίες», όπως πίστευε ο Ρουσώ5. Πρόκειται για μια ανόητα ρομαντική θεωρία που αγνοεί τη συνολική ιστορική πραγματικότητα, και το γεγονός ότι από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του ανθρώπου στη γη, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, κάθε άλλο παρά εξαίρεση αποτελεί. Χωρίζει, ωστόσο, μια άβυσσο την αποδοχή του γεγονότος ότι κάθε άνθρωπος (μηδενός εξαιρουμένου) είναι ικανός να τελέσει ανήθικες πράξεις, με τη μνησίκακη απόδοση ευθυνών σε όλους όσους δεν συμμερίζονται μια ιδεολογία, φιλοσοφία, θρησκεία, ή οτιδήποτε άλλο κρίνουμε ορθό· όπως λέει η Hannah Arendt6, όταν όλοι γίνονται ένοχοι τότε ένοχος δεν είναι κανείς. Από την άλλη, όταν αθωώνουμε όλους τους ανθρώπους, τότε έμμεσα οδηγούμαστε στη θυματοποίηση.
Η φωνή του Ηλία Πετρόπουλου, για παράδειγμα, συνιστά μια από τις πιο χαρακτηριστικές κατακραυγές ενάντια στη «μικροαστική ηθική» μιας εποχής που, δίχως αμφιβολία, διακρίνονταν από εσωστρέφεια, σε μια κοινωνία που μετρούσε τις πληγές της από τον εμφύλιο, κάτω από τον ψυχροπολεμικό κομφορμισμό. Παρότι, όμως, ο Πετρόπουλος σκιαγραφεί την πικρία του και την απογοήτευσή του, τόσο για τη μεταπολεμική όσο και την μεταπολιτευτική Ελλάδα, την ίδια στιγμή εκφράζει τους αφορισμούς του περισσότερο διαμέσου ενός έντονου σαρκασμού που καυτηριάζει την κλειστότητα και τα ταμπού της εποχής εκείνης. Ας μην ξεχνάμε ότι ο αγαπημένος μας λαογράφος παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του λάτρης των λαϊκών και τοπικών παραδόσεων, δίχως να υπάρχει ίχνος ελιτισμού στα γραπτά του.
♦
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδίως μετά το θάνατο του Στάλιν, όταν πλέον οι άνθρωποι που διέθεταν έστω και μια στάλα ηθικής ευπρέπειας αποκήρυξαν τον κομμουνισμό και έπαψαν να βλέπουν τις ανισότητες και τις κοινωνικές αδικίες αποκλειστικά κάτω από την παλαιομαρξιστική σκοπιά, η έννοια του μικροαστού πήρε διαφορετική χροιά· έγινε κυρίως πολιτισμική. Τα κινήματα της αντικουλτούρας και της λεγόμενης «πολιτισμικής επανάστασης» πλέον δεν έβλεπαν/ταύτιζαν τον «μικροαστό» με τον κάτοχο μικρής ιδιοκτησίας (αποκλειστικά και μόνο), με τον «βολεψάκια» που είναι έτοιμος να τσαλαπατήσει τον πιο αδύναμο. Όπως άλλωστε αναφέρει ο Παναγιώτης Κονδύλης7, στη μεταμοντέρνα εποχή δεν υπάρχουν πλέον κοινωνικές τάξεις (με τη μαρξιστική έννοια του όρου) μιας και όλοι πλέον μοιράζονται το ίδιο φαντασιακό, ενώ η μαζική κοινωνία και η μαζική δημοκρατία συγχωνεύθηκαν πάνω σε μια τεχνολογικά προηγμένη οικονομική βάση. Συνεπώς, για τους κύριους εκπρόσωπους αυτών των ρευμάτων, χάσκοντας μέσα στον αστέρα της συντηρητικοφοβίας και της προοδολαγνείας, ο μικροαστός αποτελεί την κύρια μορφή «οπισθοδρόμησης».
Με άλλα λόγια, ο μικροαστισμός έγινε συνώνυμο της κουλτούρας του μέσου ανθρώπου, ο οποίος μένει εγκλωβισμένος στα κοινωνικά ταμπού, είναι αξιωματικά «ομοφοβικός», «ρατσιστής», «μισαλλόδοξος», «πατριαρχικός» και ανίκανος να αυτο-κυβερνηθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου ελιτισμού -που βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις αντιδραστικές και αντιδημοκρατικές θεωρίες των Γάλλων θετικιστών του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα8 (θεωρίες που χρησιμοποίησαν τα φασιστικά καθεστώτα στον πόλεμο κατά του κοινοβουλευτισμού και των εργατικών κινητοποιήσεων)- είναι η σκέψη του Adorno9. Τέλος, οι νεοφεμινίστριες, οι νεοακτιβιστές και οι υπέρμαχοι της πολιτικής των ταυτοτήτων, μπορούν να θεωρηθούν συνεχιστές των ρευμάτων αντικουλτούρας και της Νέας Αριστεράς, με πάγιο χαρακτηριστικό (όλων αυτών) την εναντίωση στην «ανήθικη πλειοψηφία» (κοινώς στους «μικροαστούς»), αναπαράγοντας τη μεταμοντέρνα προκατάληψη ενάντια στον «μέσο άνθρωπο» όπως αναλύει ο Paolo Gerbaudo10. Αυτός ο κατάφωρος αντιλαϊκισμός δεν αποτελεί μονάχα παράγωγο των αντιδραστικών και αντιδημοκρατικών θεωριών του δέκατου ένατου αιώνα· πρόκειται για μια αντίληψη που -στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς- μπορούμε αρχικά να εντοπίσουμε στον αβαγκαρντισμό και στον αναρχισμό. Η Emma Goldman11 για παράδειγμα, διατείνεται ότι η πλειοψηφία είναι μια μάζα δειλών, έτοιμη να αποδεχτεί έναν ηγέτη που εκφράζει τα κατώτερα ένστικτά της.
♦
Όπως προαναφέρθηκε, ο μικροαστός και ο νοικοκύρης (ο «μέσος άνθρωπος», η «πλειοψηφία» με άλλα λόγια) συχνά λοιδορείται από τους προοδευτικούς, μεταμοντέρνους, φιλελεύθερους και αριστερούς, διότι είναι ο μόνος υπέρμαχος του πανάρχαιου θεσμού της οικογένειας. Στην πράξη στις μέρες μας μόνον ο μέσος άνθρωπος συνεχίζει να στηρίζει την οικογένεια ως ένα από τα βασικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Πράγματι σήμερα μοιάζει να δημιουργείται και να επιβάλλεται μια νέα παγκόσμια «ερωτική τάξη» που μας θέλει όλους όντα ηδονοθηρικά και gender neutral. Όμως, από την αρχαιότητα η οικογένεια είναι η φυσική διέξοδος του ερωτισμού. Είναι δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο ερωτισμός ανάγεται σε κάτι ανώτερο χωρίς να παραμένει αυτοσκοπός και να οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, συμπεριλαμβανομένου του Αριστοτέλη, μιλούν για τον άνθρωπο και την οικογένεια, σε αντίθεση με τα μοναχικά και άγρια ζώα. Πράγματι ο Αριστοτέλης12 λέει ότι ο άνθρωπος είναι και ζώον οικονομικόν («Ο γάρ άνθρωπος ου μόνον πολιτικόν, αλλά και οικονομικόν ζώον»). Το οποίο σημαίνει: ζώον που κάνει οικογένεια, σχηματίζει οίκο. Έτσι ο άνθρωπος, εκτός από ζώο πολιτικό, προικισμένο με λογική και γλώσσα, είναι και ζώο οικογενειακό, όπως αργότερα θα μεταφράσει ο Θωμάς Ακινάτης ως domesticum.
Στο κείμενο αυτό δεν θα αναπτύξουμε μια ολοκληρωμένη οντολογία του έρωτα και της οικογένειας. Θα αναφέρουμε μόνον ότι η παραπάνω αναγωγή (ανύψωση) του ερωτισμού, δεν είναι άλλη από την αγάπη που οδηγεί στην οικογένεια ως μια προσπάθεια πλατωνικής επανένωσης, δηλαδή ως αναζήτηση μιας πληρότητας η οποία για να γίνει κατανοητή πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει αισθητή η απουσία της – έτσι όπως ο φιλόσοφος ξέρει ότι δεν γνωρίζει, έτσι και αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι πίστη στον ίδιο τον άνθρωπο: επιλογή του συντρόφου και όρκος αιώνιας πίστης. Η καταναλωτική κοινωνία αντιθέτως υπόσχεται απρόσκοπτη ανταλλαγή αγαθών, αρνούμενη μια τέτοια αιώνια πίστη, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η αγάπη είναι κάτι το δωρεάν, που ξεφεύγει από την υπολογιστική λογική της κατανάλωσης. Ακριβώς όπως ο φιλελεύθερος προσπαθεί να αυξήσει δίχως όρια και επ’αόριστον το κέρδος του, μέσω της καθολικής απελευθέρωσης και της απορρύθμισης των αγορών, έτσι και η υπερπροοδευτική κάστα που αναγνωρίζεται μέσα από τον λιμπερτινισμό, επεμβαίνει με βία στα ήθη και στις συνήθειες της σεξουαλικής ζωής. Όπως πρέπει να καταστραφεί το κράτος, ως θεσμικό προπύργιο, έτσι ο λιμπερτινισμός θέλει να εκμηδενίσει την έννοια της οικογένειας ως ηθική, συναισθηματική και ερωτική δομή. Ώστε τελικά να γίνουμε όλοι μας ηδονοθηρικά όντα που θα καταναλώνουν σεξ χωρίς δεσμεύσεις (ή με benefits), πορνογραφία, βοηθήματα και συμβουλευτικές υπηρεσίες σεξουαλικής ικανοποίησης. Εν ολίγοις, η νέα αυτή τάξη, με όπλο την απελευθερωμένη σεξουαλικότητα, καθώς δεν έχει κάτι να αντιπροτείνει πέρα από την αποδόμηση και την καταστροφή, διαλύει την οικογένεια, την ηθική, ακόμη και τον «ξεπερασμένο» διμορφισμό μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ώστε μην μείνει τίποτε άλλο, πέρα από ένα unisex, αχόρταγο άτομο, του οποίου τα γούστα και οι επιθυμίες θα καθορίζονται σύμφωνα με τη θέληση και την ισχύ του ασυγκράτητου και δίχως όρια καταναλωτισμού. Κάπως έτσι στις μέρες μας καταλήγουμε να «αγαπάμε» τους πάντες αλλά τελικά κανέναν πέρα από το τεράστιο Εγώ μας.
Σε κάθε περίπτωση πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα βλέπουν αλλιώς τον κόσμο. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μπορούν να δικαιολογηθούν όσοι στρέφονται εναντίον μειονοτήτων (κάθε είδους) κάνοντας διακρίσεις και επιθέσεις, κοινώς όσοι ενστερνίζονται νοοτροπίες που ταιριάζουν σε θηρία και όχι σε ανθρώπους προικισμένους με λόγο και κρίση. Αυτό όμως που μας βρίσκει απολύτως αντίθετους είναι η μεταμοντέρνα μεταστροφή της συνείδησης και των στόχων: σήμερα πολλοί ακτιβιστές και υπερασπιστές μειονοτήτων δεν έχουν ως κύριο στόχο τους την υπεράσπιση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Αντ’ αυτού, εγκλωβισμένοι στη μειοψηφική πολιτική των ταυτοτήτων, μνησικακούν ενάντια στην πλειοψηφία που εξακολουθεί να επιθυμεί να ζει, λόγου χάρη, επικεντρωμένη στα μικροαστικά ήθη της οικογένειας -ή τέλος πάντων να βλέπει τον κόσμο με τρόπο διαφορετικό. Από την άλλη η λογική του προστατευτισμού των μειονοτήτων δεν μπορεί να σχετικοποιείται απέναντι σε ένα έγκλημα. Έτσι όπως η αυτοδικία, που είναι διαφορετικό πράγμα από την αυτοάμυνα, για εμάς δεν δικαιολογείται, το γεγονός ότι κάποιος ανήκει σε μια μειονοτική ομάδα/κοινότητα, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να λειτουργεί -κατά κάποιο τρόπο- σαν, εκ των προτέρων, τεκμήριο αθωότητας ή ως «ειδικό» ελαφρυντικό. Επιπλέον, σε διάφορους χώρους και συλλογικότητες όπου καταγγέλλεται ο μικροαστισμός, υπάρχει ένα είδος ενιαίας σκέψης που επιτίθεται με μανία τόσο στο κράτος (γενικά και αόριστα), όσο και στον θεσμό της οικογένειας. Έτσι όμως, στην υπάρχουσα ιστορική φάση, μας μένει μόνο η ελεύθερη/αχαλίνωτη και παγκοσμιοποιημένη αγορά των απολύτως ανεξάρτητων/απελευθερωμένων ατόμων, δίχως οικογένεια, πατέρα, μητέρα, αδέλφια, υπηκοότητα, πατρίδα, έθνος, ήθη, έθιμα. Δηλαδή μόνο άτομα-μονάδες καταναλωτές προϊόντων, ηδονισμού και κομφορμισμού που φέρνουν τον κόσμο ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στον μηδενισμό.
♦
Με άλλα λόγια, μπορεί ο αντιμικροαστισμός ως ιδεολογία της αριστεράς και της αναρχίας να εχθρεύεται την «ελεύθερη αγορά» και τον «καταναλωτισμό», την ίδια στιγμή όμως καταντά ουρά του συστήματος που υποτίθεται ότι πολεμά, καθότι σε πλέγμα ζητημάτων (αντιρατσισμός, στάση απέναντι στις μειονότητες και την «πολιτιστική διαφορά» κ.λπ.) ταυτίζεται με τις δυνάμεις που εδώ και δεκαετίες προσπαθούν να οικοδομήσουν την παγκόσμια πόλη, το global city, το global mall. Αν πραγματικά υιοθετήσουμε την άλλη ερμηνεία του μικροαστού, δηλαδή του «βολεψάκια» και του «καναπεδόβιου», του lifestyle και της κατάφωρης επιδειξιμανίας, τότε όσα άτομα απαιτούν την «ισότητα για όλους» (αντί της δικαιοσύνης), και διατείνονται πως είναι «ηθικά ανώτερα από τον μέσο όρο», ελάχιστα εναντιώνονται σε αυτή την κουλτούρα. Πιο συγκεκριμένα, ο νεολαίος που μασκαρεύεται τον Τσε Γκεβάρα, σουλατσάρει στα νησιά με το μασούρι των γονιών του και ταυτόχρονα επιδίδεται στον «επαναστατικό» φεστιβισμό (μια από τις πιο δυναμικές εκφάνσεις της σύγχρονης ασημαντότητας, κατά τον Φιλίπ Μυρέ), που συμπονά τους «καταπιεσμένους»13 αλλά επιζητά το κράτος να κόβει πρόστιμο στους εχθρούς του, και ταυτόχρονα αγαπά να μισεί ολόκληρη την «σάπια ελληνική κοινωνία», δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από μια έκφανση της νοοτροπίας που κατακρίνει ο δήθεν «αντιμικροαστισμός». Τούτη η τάση αποτελεί μια από τις πιο έκδηλες μορφές δημόσιας υποκρισίας, καθότι (σε πολλές περιπτώσεις) η έχθρα των προοδευτικών «αντιμικροαστών» προς τους μεγαλύτερους, τους ανθρώπους που δεν αντιμάχονται τον θεσμό της οικογένειας (στο βαθμό που να θέλουν να την εξαλείψουν), εκδηλώνεται xάρη στην (οικονομική κυρίως) στήριξη που παρέχει η ίδια η οικογένεια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της έχθρας των προοδευτικών προς τις παλαιότερες γενιές αποτελεί το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου στη Βρετανία, που επικύρωσε την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το δημοψήφισμα έδωσε αφορμή σε πολλούς προοδευτικούς νέους (που ασπάζονται την ιδεολογία του μεταμοντερνισμού πολύ πιο έντονα σε σύγκριση με άλλες ηλικίες) να κατακρίνουν τους πενηντάρηδες ως «ρατσιστές» και «εθνικιστές», που επιθυμούν να «απομονωθούν αντί να θέλουν να γίνουν πολίτες του κόσμου». Ας μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι άνω των πενήντα ετών έχουν ζήσει σε έναν κόσμο προ παγκοσμιοποίησης, όπου υπήρχαν και σύνορα και εθνικές οικονομίες. Οι ίδιοι αγανακτούν βλέποντας τους νέους να μεγαλώνουν σε έναν κόσμο μηδενισμού, χωρίς ηθικές αρχές, δίχως πρότυπα και νόρμες, δίχως σεβασμό στην εργασία, ενώ τα σχολεία και οι δημόσιοι φορείς φαίνονται ανίκανοι να μεταλαμπαδεύσουν στη νέα γενιά αξίες ικανές να συντηρούν έναν κοινό κόσμο. Αντ’ αυτού, μέσω της Πολιτικής Ορθότητας, καλλιεργούν μια υπερευαισθησία που μετατρέπει τους νέους σε φοβισμένες μονάδες, ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις αναπόφευκτες κακουχίες της επιβίωσης. Ασφαλώς η μικροαστική ηθική των πενηντάρηδων Βρετανών δεν είναι ορθή σε όλες τις πτυχές της. Ποιά ηθική, άλλωστε, είναι απόλυτα σωστή; Όπως είπαμε ήδη, κάθε προσπάθεια εξιδανίκευσης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων ή τάξεων βάζει από το παράθυρο την θεωρία περί έμφυτης καλοσύνης του ανθρώπου (μικροαστού ή οποιουδήποτε άλλου), την οποία καταρρακώνουν οι «καταπιεστικές δομές» και οι «αυταρχικές κοινωνικές κατασκευές». Ωστόσο η ανθεκτικότητα των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας, τα βιώματα, οι εμπειρίες και ο ρεαλισμός τους αποτελούν πολύ πιο ισχυρά όπλα σε έναν αγώνα για πραγματική δικαιοσύνη. Πιο συγκεκριμένα, αν η ηρωική φιγούρα ενός μαχητή για δικαιοσύνη (όπως ο εργάτης του δέκατου έβδομου αιώνα, ο Ρωμαίος πολίτης, ο χωρικός λουδίτης, ο επαναστάτης ρήτορας), αν με άλλα λόγια ο σκληροτράχηλος και ανθεκτικός Προμηθειακός άνθρωπος έχει σήμερα κάτι να μας πει, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι συμβατός με το νευρωτικό αντιμικροαστισμό των νέων ακτιβιστών, ο οποίος εκτρέφει μια γενιά υπερ-προστατευμένων ανθρώπων, των generation of soft, fruity kids (στα λόγια του Αμερικανού κωμικού George Carlin), που σε αντίθεση με τις ανυπέρβλητες κακουχίες που ένας επαναστάτης των προηγούμενων αιώνων καλούνταν να αντιμετωπίσει (αίμα, βία, εξορία), λυγίζουν ακόμα και σε μια ανόητη ανάρτηση ενός status στο Twitter και, τέλος, με την πρώτη πραγματική δυσκολία στη ζωή πολλοί πνίγονται με το ίδιο τους το σάλιο. Βλέπουμε λοιπόν ότι η μικροαστική ηθική δεν είναι κατ’ ανάγκη «συμβιβαστική». Εξάλλου, όπως αναφέρει ο Κρίστοφερ Λας14, η επιτυχία των κινητοποιήσεων των μαύρων του Αμερικανικού νότου για πολιτικά δικαιώματα βασίστηκε πολύ περισσότερο σε μικροαστικές αξίες ριζωμένες στις δικές τους λαϊκές παραδόσεις, όπως η μικρή ιδιοκτησία, η εκκλησία, η οικογένεια, η αυτοβελτίωση και η αυτοδυναμία.
♦
Πέρα από τα αντεστραμμένα προσωπεία του ανθρωπισμού, χαρακτηριστικό της εποχής μας, με διαστάσεις μάστιγας, είναι και η δημόσια υποκρισία όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα ΜΜΕ και τα social media. Αυτή, βέβαια, έχει πολλές όψεις: βρίσκεται στους χιλιάδες «friends» που σε έναν παροξυσμό μιμητισμού όταν «βλέπουν» τον θάνατο κάποιου -που ποτέ δεν γνώρισαν από κοντά- αναρτούν μαζικά «καλό παράδεισο» και «είμαστε μαζί σου», επιδιδόμενοι σε ζεσουϊσμούς («είμαστε όλοι “τάδε”»). Υποκριτική είναι και η στάση πολλών ακτιβιστών του πληκτρολογίου και συμπλεγματικών τραβαυτάκιδων της Πολιτικής Ορθότητας που πάνω στο μεταναστευτικό και στο προσφυγικό κόπτονται για τη διαγραφή μιας «ανάρμοστης» λέξης και όχι για την ρεαλιστική αντιμετώπιση του τεράστιου αυτού προβλήματος· υποκρισία είναι να λέει/γράφει κανείς τις ειδήσεις γνωρίζοντας, με απόλυτη επίγνωση, ότι αναμεταδίδει μυθεύματα και προκατασκευασμένα αφηγήματα που πωλούνται ως «γεγονότα»· υποκρισία είναι όταν κάποιοι που έχουν κάνει «νόμο» την ιδεολογία τους και διατείνονται ότι υπηρετούν την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να μεταθέτουν τις ευθύνες και με ύφος χιλίων καρδιναλίων να σηκώνουν το δάχτυλο σε κάθε άνθρωπο, λέγοντάς του (με θράσος) τί είναι σωστό και τί λάθος. Στον VIII Κύκλο της Κολάσεως (Ύμνος XXIII) ο Δάντης Αλιγκέρι, μιλά για τους υποκριτές ιδίως στον τομέα της πολιτικής, δηλαδή για όλους αυτούς που σήμερα είναι η «επαναστατική» κανονικότητα που μοιάζει όλο και περισσότερο στη συστημική πραγματικότητα, δηλαδή στη γραμμή από την οποία ουδείς επιτρέπεται να ξεφύγει. Οι υποκριτές στην Κόλαση είναι υποχρεωμένοι να φορούν βαρύτατους μανδύες με χαμηλωμένη κουκούλα, εξωτερικά επιχρυσωμένους και μολυβένιους στο εσωτερικό, ώστε να προκαλούν πόνο, αναγκάζοντας τους υποκριτές να περπατούν πολύ αργά. Ο Δάντης πιθανότατα ακολούθησε την ψευδο-ετυμολογία της λέξης «υποκριτής» από το “ipo” (από κάτω) και “crisis” (που δεν είναι πλέον κρίση, αλλά γίνεται χρυσός). Σήμερα, όπως και τότε, υποκριτές είναι όλοι αυτοί που κρύβονται κάτω από μια λαμπερή και στη μόδα εμφάνιση, έτοιμοι να αδικήσουν και να (προ)δικάσουν με απίστευτη ευκολία. Είναι αυτοί που έχουν έτοιμη την καταγγελία κατά της κοινής ευπρέπειας και του μικροαστισμού ενώ στην πράξη, εντελώς βολεμένοι, καρπώνονται όλα τα οφέλη του «μικροαστικού συστήματος» που τόσο κατηγορούν και απεχθάνονται.
♦
Ξεκινώντας από ένα κενό σημαίνον (τον μικροαστισμό) γίνεται μια ψευδής καταγγελία σε στόματα υποκριτών, ψευτοεπαναστατών, και ανίκανων να προτείνουν κάτι άλλο, καλύτερο από τα φυσικά θεμέλια της ανθρώπινης συνύπαρξης, δηλαδή την οικογένεια, την ανάγκη του ανθρώπου για ρίζες και την επιδίωξη ψυχικής απανεμιάς. Για εμάς, είναι σαφές ότι εχθρός του ανθρώπου, είναι πάλι εκείνος ο άνθρωπος που μοιάζει να μην ακούει τη φωνή του μεφιστοφελικού (άλλου) εαυτού του όταν -σε μια «κρίση» μακροθυμίας- τον προειδοποιεί, κάπως ειρωνικά, ν’ανοίξει τα μάτια του και να σκεφτεί, ξανά και ξανά, τι είναι αυτό που θεωρεί ο ίδιος (ατομικά) ως «πρόοδο», «επίτευγμα» και «υπέρβαση». Ωστόσο, όλα είναι πιθανά και καθώς η κριτική σκέψη ξεκινά πάντα με ερωτήματα, ας τεθεί ένα: μήπως το μοναχικό πλάσμα που περιγράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ στο Η επέκταση του πεδίου της πάλης, σημαδεμένο από τη φτώχεια και την απογοήτευση που ζει μέσα στην ανασφάλεια και στην πικρία, είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος, όπως κάποιοι τον ονειρεύονται, όταν θα έχει πλέον εξαφανιστεί κάθε ίχνος μυσαρού «μικροαστού»;
1 Christopher Lasch. 1991. The True and Only Heaven. New York: W and W Norton Company (βλ. πρώτο κεφάλαιο).
2 Leon Trotski. 1996. Fascism: What is Is and How to Fight it. US: Pathfinder
3 Σιμον Βέιλ. 2014. Ανάγκη Για Ρίζες. Αθήνα: Κέδρος
4 Reinhold Niebuhr 1960. Moral Man Immoral Society. New York: Charles Scribner’s Sons (σ.91).
5 Jean-Jacques Rousseau. 1979. Emile or On Education. New York: Basic Books
6 Hannah Arendt. 2003. Responsibility and Judgment. New York: Schocken Books. (βλ κεφ. Reflections on Little Rock).
7 Παναγιώτης Κονδύλης. 2007. Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Αθήνα: Θεμέλιο (ιδίως μέρος 4, σσ.211-322).
8 Για παράδειγμα, βλ. Gustave Le Bon. 2002. The Crowd: A Study of the Popular Mind. New York: Dover Publications, Inc.
9 Δίχως να παρουσιάσει καμία επιστημονική απόδειξη, ο Theodor Adorno στο Aurhoritarian Personality (1950, New York: Harper & Row) βαφτίζει τις τάσεις κάποιων ανθρώπων να μένουν προσκολλημένοι στις παραδόσεις τους (μια τάση που, κατεξοχήν οδηγεί στον αυταρχισμό, με βάση το δικό του σκεπτικό) ως «κοινωνική ασθένεια». Αντί να ζυγίσει τις αρνητικές αλλά και τις θετικές συνέπειες που μια τέτοια τάση θα μπορούσε να επιφέρει (αλλά και τους βάσιμους λόγους που τα μικρομεσαία στρώματα εχθρεύονται τον προοδευτισμό), τις ταυτίζει με τον ακροδεξιό αυταρχισμό· πολύ περισσότερο, ψυχιατρικοποιεί ένα τέτοιο φαινόμενο, αποφεύγοντας να το προσεγγίσει με πολιτικούς και ηθικούς όρους.
10 Paolo Gerbaudo. 2017. The Mask and The Flag. London: Hurst & Company (βλ. σ.92 και σ.94).
11 Emma Goldman. 2006. Anarchism and Other Essays. New York: Cosimo Classics.
12 Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια. Αθήνα: Πατάκη, 2000.
13 Στα λόγια του Νίτσε:
Αληθινά, δεν μου αρέσουν οι συμπονετικοί, που είναι μακάριοι μέσα στη συμπόνια τους: τούς λείπει υπερβολικά η ντροπή. Αν πρέπει να είμαι συμπονετικός, τότε δεν θέλω να με ονομάζουν έτσι. Κι αν είμαι συμπονετικός, τότε αυτό ας γίνεται από μακριά.
Βλ. Friendrich Nietzsche. 1969. Thus Spoke Zarathustra. London: Penguin Books (s.112).
14 Christopher Lasch. 1995. The Revolt of The Elites and the Betrayal of Democracy. W and W Norton Company (βλ. σ. 83).