
του Χαράλαμπου Οικονομίδη
Πεδιάδες και αγροί που η άνοιξη χρωματίζει με την παλέτα της ανθοφορίας, βαθιά πελάγη με απεραντοσύνη παραινετική τολμηρών ταξιδιών, λίμνες και ξέφωτα δασών όπου κάποτε έσμιγαν παιχνιδιάρικες Νύμφες και εύθυμοι Φαύνοι, απόκρημνες κορυφές πέτρινων βασιλείων μοναξιάς που μοιράζονται τα μυστικά τους μονάχα με τους αετούς, όλα αυτά είναι μονάχα μερικά από τα στοιχεία του περιδεούς φυσικού περιβάλλοντος που αγκάλιασε και έθρεψε όλους τους πολιτισμούς του ελλαδικού χώρου, από τους αινιγματικούς Μινωίτες και τους παντοκράτορες Μυκηναίους μέχρι τις πόλεις – κράτη του Χρυσού Αιώνα του Περικλή. Το μεγάλο πλήθος αλληλεπιδράσεων μεταξύ αρχαίων κοινωνιών και των θαυμαστά πλούσιων οικοσυστημάτων των νότιων Βαλκανίων αποτέλεσε έναυσμα για μια απρόσκοπτη δημιουργικότητα, μια ολομέτωπη επίθεση στο γοητευτικό και ταυτόχρονα τρομερό άγνωστο της αυτορρυθμιζόμενης Φύσης, εναντίον του οποίου μοναδικά προτάγματα του εύθραυστου ανθρώπου ήταν η αναζήτηση γνώσης και η επιβίωση. Η περιέργεια σχετικά με τα φυτά, εκείνα τα μυστηριώδη και πανταχού παρόντα φαινόμενα ζωής, ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα καθότι τόσο οι προϊστορικές όσο και οι μεταγενέστερες κοινωνίες ανακάλυψαν πλήθος φυτικών ειδών με θεραπευτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες, ενώ η μαγειρική εμπλουτίστηκε με ποικιλία μπαχαρικών και μεθυστικών αρωμάτων ξεκινώντας έτσι το αέναό της ταξίδι προς την γαστρονομία.
Πριν τη φωτιά του Προμηθέα
Οι γνώσεις για τη σχέση ανθρώπου και φυτών στον ελλαδικό χώρο κατά τη νεολιθική (7η – 4η χιλιετία π.Χ.) και την Εποχή του Χαλκού (4η – 2η χιλιετία π.Χ.) βασίζονται κυρίως στα αρχαιοβοτανικα ευρήματα, καθώς απουσιάζουν οι γραπτές πηγές. Η συγκεκριμένη ορολογία αναφέρεται στα κατάλοιπα φυτών που τυχαία ή σκόπιμα ήρθαν σε επαφή με πηγές θερμότητας, απανθρακώθηκαν, ενσωματώθηκαν στις αρχαιολογικές επιχώσεις και ανιχνεύθηκαν χάρις στην ειδική επεξεργασία του ανασκαπτόμενου χώματος με την μέθοδο της επίπλευσης. Η συστηματική συλλογή αρχαιοβοτανικου υλικού έφερε στο φως μια πληθώρα απανθρακωμένων σπόρων δημητριακών, οσπρίων και φρούτων από προϊστορικούς οικισμούς όπως εκείνοι στο Μάνδαλο, στα Γιαννιτσά, στον Καστανά, στην Άσσηρο, στον Μακρύγιαλο, στη Θέρμη, στους Σιταγρούς και στο Αρκαδικό. Μάλιστα, τα κατάλοιπα αυτά αποτελούν σημαντικές ενδείξεις για τη διατροφή των αντίστοιχων προϊστορικών κατοίκων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως τα προσδιορισμένα βάσει αρχαιοβοτανικών καταλοίπων είδη διαθέτουν στην πλειοψηφία τους αρωματικές και φαρμακευτικές ιδιότητες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το ρόδι, το σταφύλι, την άγρια τσικουδιά, το λινάρι, την παπαρούνα (μήκων η υπνοφόρος), ο κορίανδρος, το υπερικόν και η βερβένα (βερβένα η φαρμακευτική). Από τα προαναφερθέντα είδη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η μήκων η υπνοφόρος, είδος που πιθανότατα κατείχε ιδιαίτερη θέση στις αντίστοιχες προϊστορικές κοινωνίες και οικονομίες αφενός λόγω των ιδιοτήτων του, πιθανότατα διαπιστωμένων από τους προϊστορικούς κατοίκους, και αφετέρου βάσει της συχνότητας εύρεσής του στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα.
Μηκών η υπνοφόρος
Πρόκειται για φυτικό είδος με άνθη χαρακτηριστικού κόκκινου ή υπόλευκου χρωματισμού, το οποίο περιέχει (ιδίως στην περίπτωση των λευκών ανθέων) διάφορα αλκαλοειδή ικανά να επιδρούν στο νευρικό σύστημα και τις αισθήσεις –πρόκειται άλλωστε για τη φυσική πηγή του περιβόητου οπίου. Λόγω αυτών των ιδιοτήτων, η κατανάλωσή του από τις προϊστορικές κοινότητες της Ευρώπης έχει συνδεθεί υποθετικά με τελετουργίες πρόσβασης σε άλλους κόσμους και επικοινωνίας με τα πολυάριθμα πνεύματα που στοίχειωναν τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα. Μάλιστα, φαίνεται πως η παπαρούνα συνδέεται τόσο με την κρητομινωικη θρησκεία, όπως μαρτυρεί η ταυτόχρονη ανακάλυψη σχετικών καταλοίπων μαζί με λατρευτικό είδωλο στο Γάζι, όσο και με τη λατρεία κατά τους ιστορικούς χρόνους, όπως προκύπτει από ελεφαντοστέινα ομοιώματα της κάψας του φυτού που βρέθηκαν στο Ηραίο της Σάμου. Οι φαρμακευτικές ιδιότητες της παπαρούνας ως παυσίπονο ήταν γνωστές όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και πιθανότατα κατέληξε να χρησιμοποιείται ως πανάκεια, κάτι ανάλογο της σύγχρονης παρακεταμόλης. Τα πλούσια κατάλοιπα μήκωνος της υπνοφόρου που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές στον Καστανά υποδεικνύουν εκτενείς καλλιέργειες και συχνή κατανάλωση τη 2η π.Χ. χιλιετία, αν και ο ακριβής προσδιορισμός των χρήσεων του φυτού δε κατέστη εφικτός.
Μετά την Ομηρική Εποχή
Για χιλιετίες ολόκληρες, η ιατρική παρέμενε εγκλωβισμένη στην εμπειρική χρήση φυτών προορισμένων σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των ζηλόφθονων και εφοδιασμένων με ανθρώπινο πείσμα θεών. Ταυτόχρονα επικρατούσε η αντίληψη πως, αφού τα φυτά ήταν δώρα θεών, το σχήμα των φύλλων, των καρπών ή των ριζών τους ήταν ενδεικτικά του ανθρώπινου οργάνου που μπορούσε να επωφεληθεί από αυτά. Έτσι, ένα φυτό με καρδιόσχημους καρπούς ή φύλλα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο για προβλήματα της καρδιάς.
Τη μεγάλη αλλαγή έφερε ο Ιπποκράτης (460-370 π.Χ.), που πρώτος διερεύνησε τα πραγματικά αίτια των ασθενειών και εφάρμοσε πρωτόγνωρες ως τότε μεθόδους θεραπείας. Σε αυτές τις μεθόδους σημαντικό ρόλο κατείχαν τα φυτά, αφού στα σωζόμενα έργα του αναφέρονται τουλάχιστον 237 είδη και οι φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Λίγο αργότερα, ο Θεόφραστος (327-287 π.Χ.) με το έργο του “Περί Φυτών Ιστορίας” έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης βοτανικής, αφού για την περιγραφή και ταξινόμηση των φυτών βασίστηκε σε βιολογικές παρατηρήσεις. Μέσα στις τόσες άλλες πληροφορίες τις οποίες παρέχει ο Θεόφραστος, ένα εκτενές μέρος αφορά τις φαρμακευτικές ιδιότητες των μελετούμενων φυτών. Το ενδελεχές έργο του Θεόφραστου άργησε να βρει συνεχιστή, αλλά με την εμφάνιση του Διοσκουρίδη (1ος αιώνας μΧ) η αρχαία βοτανολογία έφτασε στο αποκορύφωμα της. Οι γνώσεις του Διοσκουρίδη προκαλούν μέχρι σήμερα κατάπληξη, καθότι στο έργο του “Περί Ύλης Ιατρικής” αναγνωρίζει και περιγράφει ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό φυτικών ειδών, με 500 εξ αυτών χρήσιμα στην ιατρική. Αξίζει να σημειωθεί ότι τουλάχιστον 40 από αυτά χρησιμοποιούνται ακόμα και στη σύγχρονη φαρμακοποιία, όπως το βέρατρον το λευκόν (γνωστό ήδη από τον Ιπποκράτη), η βερβένα, το χαμομήλι, το τίλιο και ο κορίανδρος.
Από τα έργα του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη αντλούνται και οι περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά στην αρχαία Ελλάδα, ενώ πολύτιμες πηγές συναφούς γνώσης αποδείχθηκαν και τα έργα άλλων αρχαίων συγγραφέων όπως ο Ηρόδοτος, ο Ησίοδος και ο Ξενοφώντας. Αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ο Πλίνιος (23-79 μΧ) στη “Φυσική Ιστορία” αναφέρει γύρω στα 900 φαρμακευτικά παρασκευάσματα από βότανα, ενώ εξέχουσα θέση κατέχει και ο Γαληνός (129-199 μΧ περίπου), ο τελευταίος μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας που κατέγραψε γύρω στα 300 φάρμακα από το φυτικό βασίλειο.
Κυριότερες παθήσεις στην αρχαιότητα και ενδεικνυόμενα βότανα
Τα διασωθέντα συγγράμματα των προαναφερθέντων βοτανολόγων, ιατρών και ιστοριογράφων αποτελούν τις κυριότερες πηγές ενημέρωσης για τα συχνότερα προβλήματα υγείας στην αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης απαριθμεί περισσότερα των 50 ασθενειών που βασανίζουν το ανθρώπινο σώμα, αρχής γενομένης από τον πονοκέφαλο μέχρι τις πέτρες των νεφρών, τα στομαχικά έλκη, τα γυναικολογικά προβλήματα και τις δηλητηριάσεις. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στις πληγές λόγω τραυματισμού, καθότι αποτελούσαν το σημαντικότερο πρόβλημα σε μια εποχή που τα αντιβιοτικά ήταν ολότελα άγνωστα. Επειδή και τα ισχυρά αναισθητικά ήταν άγνωστα, για τις εγχειρήσεις ο Διοσκουρίδης παρείχε στους ασθενείς του μίγμα δυνατού οίνου αναμεμειγμένου με αφεψήματος ρίζας μανδραγόρα ώστε να τους ρίξει σε βαθύ ύπνο.
Μερικά φυτά είχαν συγκεκριμένες ιδιότητες και χρήσεις: το λυσιμάχιον χρησιμοποιούνταν για τις αιμοστατικές τους ιδιότητες, η ελξίνη (περδικάκι ή ανεμόχορτο) και το αρίσαρον (λυχναράκι) για την στυπτικότητά τους, ενώ το πράσιον (ασπροπρασιά ή σκουλόχορτο) εξυπηρετούσε ως αποχρεμπτικό υπό τη μορφή αφεψημάτων. Η βαλεριανή (σήμερα γνωστή ως βαλεριάνα) αξιοποιούνταν ως καταπραϋντικό σε νευρικές διαταραχές και κυρίως στην υστερία, το δε ηρύγγιον (φιδάγκαθο ή βότανο της αγάπης) δρούσε ως αντιφλεγμονώδες. Για τις παθήσεις του αναπνευστικού και τα δήγματα φιδιών προτιμούνταν το πήγανον.
Άλλα πάλι φυτά παρουσίαζαν εύρος δράσεων και μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς καταπολέμηση αρκετών παθήσεων και ενοχλήσεων: Με τους σπόρους του κρότωνα (κρουτούνι ή κουρτούνι) παρασκευάζονταν το ρετσινόλαδο, ένα ισχυρό καθαρτικό και εμετικό που κατά τον Διοσκουρίδη έβρισκε χρήση και στην παρασκευή εμπλάστρων. Ο Πλίνιος αναμίγνυε ρετσινόλαδο με ίση ποσότητα χλιαρού νερού και χορηγούσε το παρασκεύασμα σε ασθενείς με εντερικές ενοχλήσεις –οι περιγραφές παραπέμπουν σε σπαστική κολίτιδα με συμπτώματα δυσκοιλιότητας. Επίσης, επικρατούσε η άποψη πως ανάλογα διαλύματα ρετσινόλαδου ωφελούσαν σε περιπτώσεις ασθενειών των αρθρώσεων, σε κακώσεις στη μήτρα και σε εγκαύματα. Μαζί με τη στάχτη της πορφύρας (κογχυλιού) εφαρμόζονταν τοπικά σε ερεθισμένες περιοχές του πρωκτού και του δέρματος. Φύλλα κρότωνα εμποτίζονταν σε αραιό ξίδι και το εκχύλισμα δοκιμαζόταν σε λοιπές δερματικές παθήσεις και περιπτώσεις ερυσίπελας. Άλλο φυτό με πληθώρα θεραπευτικών ιδιοτήτων θεωρούνταν ο ασφόδελος, ο οποίος περιβάλλονταν από δεισιδαιμονίες για πολλούς αιώνες, μέχρι και τα χρόνια των βαλκανικών πολέμων. Κατά πώς εξιστορούν οι Διοσκουρίδης και Θεόφραστος, αφεψήματα ή εκχυλίσματα σε κρασί βοηθούσαν στον ίκτερο και σε περιπτώσεις σπασμών, ενώ καταπράυναν κρίσεις άσθματος.
Σχεδόν όλα τα είδη καλαμιού και όλα τα μέρη του φυτού είχαν κάποια φαρμακευτική ιδιότητα. Ο Πλίνιος και ο Διοσκουρίδης ανέφεραν πως ο “δόνακας”, αφού γίνει κατάπλασμα μαζί με τη ρίζα του και αναμιχθεί με ξίδι, ανακουφίζει στραμπουλήγματα και πόνους της μέσης. Τα φύλλα του καλαμιού μαζεύονταν πράσινα και εφαρμόζονταν στο πάσχον σημείο του σώματος προς θεραπεία του ερυσίπελος και περιορισμό τοπικών φλεγμονών, ενώ ο φλοιός τεμαχίζονταν, τα τεμάχια καιγόντουσαν και γινόντουσαν έμπλαστρο μαζί με ξίδι που θα επαλειφόταν σε κεφάλια ασθενών με τριχόπτωση. Το ελατήριον (αγριαγγουριά ή πικραγγουριά) είχε ακόμα περισσότερες χρήσεις: Ο πηχτός χυμός του καρπού του έβρισκε εφαρμογή σε περιπτώσεις πονόδοντου, ενώ αραιωμένος με νερό καθίσταντο υδαρή αλοιφή για τη ψώρα. Επίσης, ανάλογα διαλύματα λειτουργούσαν ως καθαρτικά και εμετικά.
Μια πανάκεια της αρχαιότητας – Λάβδανο
Μια πανάκεια της αρχαιότητας που έμεινε σε χρήση σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα είναι το λάβδανο, ένα φαρμακευτικό παρασκεύασμα με πρώτη ύλη τον κίσθο (κίσθαρος ή κίσσαρος). Κατά τον Διοσκουρίδη, το κυπριακό λάβδανο ήταν άριστης ποιότητας ενώ το αραβικό και το λιβυκό παρουσίαζαν υποδεέστερα χαρακτηριστικά. Τόσο ο Διοσκουρίδης όσο και ο Πλίνιος περιγράφουν τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο παρασκευαζόταν το λάβδανο από την κολλώδη ουσία που περιέχεται στα φύλλα του φυτού: Την ουσία αυτή, που κολλούσε στα πηγούνια των κατσικιών και των τράγων καθώς εκείνα έβοσκαν και κατανάλωναν το φυτό, αφαιρούσαν οι παρασκευαστές λαβδάνου και την έπλαθαν σε βώλους αφού πρώτα αφαιρούσαν εμφανή στερεά σωματίδια. Μια άλλη μέθοδος που περιγράφουν επιβίωσε μέχρι και τον 20ο αιώνα: Σε αυτή, οι συλλέκτες του λαβδάνου έσερναν σχοινιά πάνω στους θάμνους του φυτού ώστε να κολλήσει πάνω σε αυτά η λιπαρή ουσία, την οποία καθάριζαν από εμφανείς ακαθαρσίες και την έπλαθαν πάλι σε βώλους. Κατά τις πλείστες όσες λαογραφικές αναφορές των Βαλκανίων και όχι μόνο, το λάβδανο παρουσιάζει ευρύ φάσμα φαρμακευτικών δράσεων, ενώ κατά τον Διοσκουρίδη ήταν στυπτικό και διουρητικό.
Μαζί με τον κίσθο αξίζει να αναφερθεί και η υποκισθίδα, ένα παρασιτικό φυτό που όπως υποδηλώνει το όνομά του βλαστάνει κάτω από τον κίσθο. Τόσο σημαντικές ήταν οι φαρμακευτικές της ιδιότητες, που αξιοποιούνταν ως πρώτη ύλη για ένα πασίγνωστο φάρμακο ευρείας κατανάλωσης στις αρχαίες πόλεις – κράτη ονόματι “υποχιστίδος χυλός” . Αυτό το σκεύασα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με κρασί και άλλα φάρμακα φυτικής προέλευσης προς περιορισμό αιμορραγιών, διευκόλυνση της επούλωσης πληγών και ελκών, προστασία τραυμάτων από μολύνσεις και καταπράυνση πεπτικών διαταραχών.
Βασίλισσα των βοτάνων
Μια άλλη πανάκεια του αρχαίου κόσμου ήταν η παιωνία (πηγουνιά) η οποία πήρε το όνομα της από τον Παινίωνα, τον αρχαίο μυθικό γιατρό που θεράπευσε τις πληγές του Άδη. Οι ωφέλιμες ιδιότητες του φυτού αναφέρονται ήδη στα Ομηρικά Έπη και αργότερα από πολλούς άλλους συγγραφείς, με πρώτο μεταξύ των βοτανολόγων – γιατρών τον Ιπποκράτη. Η αποξηραμένη ρίζα της παιωνίας παρέχονταν στις γυναίκες κατά τον τοκετό προς ανακούφιση των τρομερών πόνων, ενώ ο Διοσκουρίδης συνέστηνε 10-12 κόκκινους σπόρους σε κρασί προς διακοπή της έμμηνου ρύσεως. Η ίδια συνταγή αλλά με 15 σπόρους αξιοποιούνταν εναντίον των εφιαλτών, της υστερίας και των πόνων της μήτρας. Γι αυτές και πολλές ακόμα θεραπευτικές ιδιότητες, συνδυαστικά με την ομορφιά των ανθών της, η παιωνία ονομάστηκε βασίλισσα των βοτάνων.
Αντί επιλόγου
Οι εκτενείς λίστες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών που συνέταξαν οι αρχαίοι γιατροί και βοτανολόγοι, οι πολυάριθμες συνταγές για θεραπευτικά σκευάσματα και η μεθοδική εξερεύνηση των ανθρώπινων παθήσεων υπήρξαν μονάχα μια αρμαθιά κλειδιών που ξεκλείδωσαν τις πολλές πόρτες των επιστημών υγείας, θεμελιώνοντας την πρώιμη ιατρική και ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές και αραβικές κοινωνίες μέχρι την Αναγέννηση. Τι και αν οι Κύκλωπες παραδόθηκαν στην αγκαλιά του Ποσειδώνα, το σπίτι της Κίρκης λησμονήθηκε στην απομόνωση των αιώνων και ο Απόλλωνας παρέδωσε τα σκήπτρα του σε έναν νέο ήλιο, αλλότριο του παλιού κόσμου και των ονείρων του; Από τα εργαστήρια του Αβικέννα, τις σκονισμένες βιβλιοθήκες του Παράκελσου και τους αλχημιστές της Βαγδάτης μέχρι και τα μικρά φαρμακεία της Αυστροουγγαρίας και της επαναστατημένης Γαλλίας, η παραδοσιακή ιατρική των λαών και η τότε επίσημη ιατρική επιστήμη περιείχαν τις θαυμαστές ανακαλύψεις αρχαίων μελετητών της Μεσογείου, διαφυλάσσοντας την πλούσια παρακαταθήκη τους είτε σε επίσημα ακαδημαϊκά συγγράμματα είτε ως προφορική γνώση. Ακόμα και σήμερα, μετά από αναρίθμητες καινοτομίες στη σύνθεση νέων οργανικών ενώσεων, το φυτικό βασίλειο έρχεται να προσφέρει πιθανές λύσεις και διεξόδους σε πολλά γνώριμα αλλά και νεοακαλυφθέντα προβλήματα υγείας. Νέα φυσικά αντιβιοτικά προς καταπολέμηση καινούριων πολυανθεκτικών βακτηριακών στελεχών και εν δυνάμει χημειοθεραπευτικά σχήματα απαλλαγμένα από την ισχυρή τοξικότητα των αντίστοιχων τωρινών είναι δύο μονάχα από τις άκρως ενδιαφέρουσες και ζωτικής σημασίας προοπτικές που ανοίγονται.
Βιβλιογραφία
Ramoutsaki IA, Ramoutsakis YA, Haniotakis S, Tsatsakis AM. Remedies used in Hellenic history. Vet Hum Toxicol. 2000 Aug;42(4):238-41.
Petrovska B. B. (2012). Historical review of medicinal plants’ usage. Pharmacognosy reviews, 6(11), 1–5.
Reeds K. Dioscorides unriddled. “Dioscorides on pharmacy and medicine”. By John M. Riddle. Essay review. Isis. 1987 Mar;78(291):85-8.
Santacroce L, Topi S, Haxhirexha K, Hidri S, Charitos IA, Bottalico L. Medicine and Healing in the Pre-Socratic Thought – A Brief Analysis of Magic and Rationalism in Ancient Herbal Therapy. Endocr Metab Immune Disord Drug Targets. 2021;21(2):282-287.
Skaltsa H. Les médicaments d’origine végétale et animale chez les Grecs de l’Antiquité [The medicines of herbal and animal origin in ancient Greece]. Rev Hist Pharm (Paris). 2014 Jan;62(381):75-90. French.
van Tellingen C. (2007). Pliny’s pharmacopoeia or the Roman treat. Netherlands heart journal : monthly journal of the Netherlands Society of Cardiology and the Netherlands Heart Foundation, 15(3), 118–120.
Sayah, Karima & Chemlal, Laila & Marmouzi, Ilias & El Jemli, Meryem & Cherrah, Yahia & my el abbes, Faouzi. (2017). In vivo anti-inflammatory and analgesic activities of Cistus salviifolius (L.) and Cistus monspeliensis (L.) aqueous extracts. South African Journal of Botany. 113.
Ahmad, Feroz & Tabassum, Nahida & Rasool, Saima. (2012). Medicinal uses and phytoconstituents of Paeonia officinalis. IRJP. 3. 85-87.
Pappa, M., & Besios, M. (1999). The Neolithic Settlement at Makriyalos, Northern Greece: Preliminary Report on the 1993-1995 Excavations. Journal of Field Archaeology, 26(2), 177-195.
https://el.wikipedia.org/wiki/Μάνδαλο_Πέλλας
https://el.wikipedia.org/wiki/Γιαννιτσά
https://el.wikipedia.org/wiki/Διοσκουρίδης_ο_Πεδάνιος