Ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα δωμάτιο, όπου δεν είναι κανείς άλλος. Έξω από την πόρτα του δωματίου, βρίσκεται κάποιος άλλος, ο οποίος αφήνει ένα κομμάτι χαρτί με μερικά κινέζικα ιδεογράμματα, περνώντας το κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Δεν υπάρχει καμία άλλη μορφή επικοινωνίας μεταξύ μας. Μέσα στο δωμάτιο υπάρχει ένα κινέζικο λεξικό και ένα βιβλίο που προσφέρει μια σειρά λεπτομερών οδηγιών σχετικά με το πώς μπορούμε να απαντήσουμε στο μήνυμα που μας δίνεται απ’ έξω, με ένα άλλο κινέζικο ιδεόγραμμα. Έτσι, κάθε φορά που μας στέλνει ένα μήνυμα ο άνθρωπος που βρίσκεται εκτός του δωματίου, λαμβάνει από εμάς ένα χαρτάκι με την απάντηση στο μήνυμά του. Παρότι εμείς αγνοούμε εντελώς την κινέζικη γλώσσα, διαθέτουμε ένα λεπτομερές εγχειρίδιο και ένα λεξικό που μας βοηθούν να απαντάμε στα μηνύματα, αυτό όμως δεν το γνωρίζει ο άνθρωπος που βρίσκεται εκτός του δωματίου και με τον οποίον ανταλλάζουμε τα μηνύματα. Η πρώτη και λογικότερη σκέψη που θα κάνει, λοιπόν, είναι πως αυτό που βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο, οτιδήποτε και αν είναι, γνωρίζει την κινέζικη γλώσσα. Το ερώτημα εδώ είναι: έχει άραγε δίκαιο ή όχι; Καταλαβαίνουμε όντως κινέζικα; Ή απλώς μιμούμαστε τη συμπεριφορά κάποιου που καταλαβαίνει κινέζικα και έτσι ξεγελάμε και τους άλλους; Όλο το παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο από τον γρίφο του κινέζικου δωματίου, το περίφημο νοητικό πείραμα που σχεδίασε πρώτος ο βραβευμένος[1] Βρετανός φιλόσοφος και συγγραφέας είκοσι σχεδόν βιβλίων και πολλών άρθων, John R. Searle (1932-..), κατά τη δεκαετία του 1980, με σκοπό να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι τα μηχανήματα τεχνητής νοημοσύνης δε διαθέτουν νοητική δραστηριότητα αλλά απλώς τη «μιμούνται», δίνοντας την παραπλανητική εντύπωση ότι έχουν και αυτά δικό τους «νου». Ο Searle αποκαλεί «ισχυρή τεχνητή νοημοσύνη» την άποψη ότι η τεχνητή νοημοσύνη ισοδυναμεί με ανθρώπινο νου, ενώ ονομάζει «ασθενή τεχνητή νοημοσύνη» την άποψη περί μίμησης, επιχειρηματολογώντας εναντίον της πρώτης και υπέρ της δεύτερης. Αυτό το ζήτημα, όμως, δεν αποτελεί παρά μονάχα ένα μέρος των ερωτημάτων γύρω από τη φιλοσοφία του νου, που προβληματίζεται γύρω από τον νου, το σώμα, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Μετά τον Descartes, το πρόβλημα της σχέσης νου-σώματος έχει σε γενικές γραμμές λάβει τη μορφή ενός μάλλον δύσκαμπτου δυϊσμού: από τη μια πλευρά βρίσκονται τα άυλα, υποκειμενικά και συνειδητά, ενώ από την άλλη τα υλικά και φυσικά, που καταλαμβάνουν κάποιον χώρο. Οποιαδήποτε λύση προτείνεται σε αυτό το πρόβλημα, τείνει συνήθως να υποβαθμίζει ή και να εξαλείφει εντελώς τον έναν από τους δύο παράγοντες, προς όφελος του άλλου. Αν το υποβαθμίζει απλώς, τότε πρόκειται για δυϊσμό. Αν το αναγάγει εξ ολοκλήρου στο άλλο, τότε έχουμε μονισμό, τόσο στην περίπτωση που υπερέχει το νοητικό στοιχείο (ιδεαλισμός), όσο και στην περίπτωση όπου υπερέχει το υλικό (υλισμός). Τις τελευταίες δεκαετίες, ύστερα από τις αλματώδεις προόδους των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας, είναι λογικό, αν όχι αναμενόμενο, να κερδίζουν έδαφος οι υλιστικές προσεγγίσεις, δηλαδή αυτές που τείνουν να αναγάγουν καθετί το «νοητικό» στις υλικές διεργασίες (βιολογία του σώματος), θεωρώντας ότι αν τυχόν λείψουν εκείνες, αυτόματα θα χαθεί και αυτό. Σύμφωνα με τον νευρολόγο Vilayanur Ramachandran, η μεγαλύτερη πρόκληση της σύγχρονης επιστήμης του εγκεφάλου είναι να κατανοήσει τον γρίφο που ονομάζεται «συνείδηση». Ο κύριος ισχυρισμός του John Searle εδώ όμως, είναι ότι το πρόβλημα της σχέσης σώματος με νου έχει τεθεί σε εσφαλμένη βάση, καθώς ο νους είναι απλώς το αποτέλεσμα των βιολογικών διεργασιών του εγκεφάλου, όπως ακριβώς η πέψη είναι αποτέλεσμα των διαδικασιών του στομάχου. Για να έχει κάτι νοητικές λειτουργίες, πρέπει απαραιτήτως να έχει αιτιακές δυνάμεις ισοδύναμες με τις εγκεφαλικές. Ακριβώς όμως γι’ αυτόν τον λόγο, είναι πλάνη να νομίζουμε ότι οι υπολογιστές έχουν τη δυνατότητα να «σκεφτούν». Δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, διότι πολύ απλά δε διαθέτουν το όργανο του εγκεφάλου. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα των υπολογιστών χαρακτηρίζονται από την τυπική (ή συντακτική) δομή τους. Ο φιλόσοφος επιχειρηματολογεί εμφανώς ενάντια στο «υπολογιστικό» μοντέλο του νου (που προτάθηκε στη δεκαετία του 1960, από τον Hilary Putnam), αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Στην ψυχολογία, μας λέει, υπάρχει το επίπεδο του κοινού νου, ο συνηθισμένος τρόπος που ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, ενώ υπάρχει επίσης και το επίπεδο της νευροφυσιολογίας, με τους νευροδιαβιβαστές, τις συνάψεις τους κ.λπ. Αν λαμβάναμε σοβαρά τους ισχυρισμούς της γνωστικής επιστήμης, θα έπρεπε να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός τρίτου «επιπέδου», αυτού της υπολογιστικής επεξεργασίας. Πιο απλά, αν υποθέσουμε πως ο νους μας είναι σαν έναν υπολογιστή, θα έπρεπε να υποθέσουμε επίσης πως διαθέτει εντός του κάτι σαν «λογισμικό». Αυτό συμβαίνει όταν παίρνουμε κυριολεκτικά την παρομοίωση του εγκεφάλου με υπολογιστή. Σύμφωνα με τον Searle, η συνήθειά μας παρομοιάζουμε τον ανθρώπινο νου με άλλα διάφορα πράγματα, έχει αρκετή ιστορία πίσω της. Κατά τον 17ο αιώνα, ο Leibniz τον παρομοίαζε με μύλο, οι αρχαίοι Έλληνες τον συνέκριναν με έναν καταπέλτη, ενώ μόλις μερικές δεκαετίες πριν, αυτός παρομοιαζόταν με τηλέφωνο ή και με τηλεγραφικό σύστημα. Ακριβώς επειδή δεν κατανοούμε καλά τον νου, τείνουμε στη χρήση διάφορων παρομοιώσεων, συνήθως με αναφορά στην τρέχουσα τεχνολογία της εποχής, προκειμένου να νιώσουμε πως τον κατανοούμε καλύτερα. Επομένως, η φιλόδοξη γνωστική επιστήμη των τελευταίων χρόνων δεν πρόκειται να πετύχει τους στόχους της, ανιχνεύοντας κάποιου είδους «λογισμικό» μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι ολωσδιόλου άχρηστη. Αντιθέτως, μπορεί να μας διδάξει πολλά πράγματα. Μήπως δε συνέβη το ίδιο και στο παρελθόν, λέει ο Searle, με άλλα «αποτυχημένα» φιλόδοξα σχέδια, όπως ο συμπεριφορισμός και η ψυχανάλυση;[2] Δεν υπήρξαν, παρά τις αστοχίες τους, πολύ ωφέλιμα στο να κατανοούμε τους εαυτούς μας; Ένα τέτοιο παράδειγμα, για τον τομέα της γνωστικής επιστήμης, θεωρεί, είναι οι πρωτοποριακές έρευνες του David Marr. Πάντως, σύμφωνα με τον Searle, υπάρχει μια ριζική ασυνέχεια ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Αυτή η ριζική ασυνέχεια προέρχεται από τον εγγενώς νοητικό χαρακτήρα των κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων. Πραγματικά, όλα αυτά χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι κύρια σημασία έχει εκεί ο νους. Τι είναι όμως ο νους; Σύμφωνα με τον Searle, βασικό ειδοποιό χαρακτηριστικό του νου, είναι το ότι διαθέτει «προθετικότητα» (ή αλλιώς «αναφορικότητα»-“intentionality”), δηλαδή αναφέρεται σε κάτι που βρίσκεται εκτός της. Η προθετικότητα αποτελείται, σύμφωνα με τον Searle από τρία επιμέρους πράγματα: περιεχόμενο, ψυχολογική διάθεση/τύπο, αιτιότητα. Για παράδειγμα, στην πρόταση «θα βγω από το δωμάτιο» υπάρχει ένα ορισμένο περιεχόμενο (το να βγω από το δωμάτιο), μια διάθεση σχετικά με αυτό (μπορεί να νομίζω ότι θα βγω από το δωμάτιο ή να θέλω να βγω από το δωμάτιο) και τέλος, το γεγονός ότι προκαλεί συγκεκριμένες πράξεις ως προθετική αιτιότητα (την έξοδό μου από το δωμάτιο). Κάθε προθετική κατάσταση λειτουργεί πάντοτε ως τμήμα ενός δικτύου άλλων προθετικών καταστάσεων. Αυτό σημαίνει ότι καθορίζει τις συνθήκες ικανοποίησής της σε σχέση με τις υπόλοιπες προθετικές καταστάσεις (π.χ. αν θέλω να βγω από το δωμάτιο για να πάω στο περίπτερο, τότε η πρόθεσή μου να βγω συνδέεται με την πρόθεση να πάω στο περίπτερο, αφού η μια είναι όρος ικανοποίησης της άλλης). Έχοντας ξεκαθαρίσει τι σημαίνει προθετικότητα, ο Searle στρέφεται στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών, κεντρικό πρόβλημα της οποίας είναι το εξής ερώτημα: γιατί δεν έχει σημειωθεί σε αυτές πρόοδος αντίστοιχα μεγάλη όπως στις φυσικές επιστήμες; Σύμφωνα με τον ίδιο, η προθετικότητα είναι ικανή να απαντήσει στο παρόν ερώτημα:
«Το γεγονός ότι οι κοινωνικές επιστήμες παίρνουν ενέργεια από τον νου είναι η πηγή της αδυναμίας τους απέναντι στις φυσικές. Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η πηγή της δύναμής τους ως κοινωνικές επιστήμες. Αυτό που θέλουμε από τις κοινωνικές επιστήμες, και αυτό που παίρνουμε από αυτές τις καλύτερες στιγμές τους, είναι θεωρίες καθαρής και εφαρμοσμένης προθετικότητας».[3]
Συγκεκριμένα, για να αναγνωρισθεί κάτι ως γάμος, συμβόλαιο, πόλεμος κ.λπ., δηλαδή για να αναγνωρισθεί κάτι ως φαινόμενο το οποίο μελετούν οι κοινωνικές επιστήμες, πρέπει πρωτίστως να έχει αναγνωρισθεί ως τέτοιο από τον ανθρώπινο νου. Ή, ακριβέστερα, από την προθετικότητα του ανθρώπινου νου. Η προθετικότητά μας, όμως, μας ωθεί να λαμβάνουμε κάποιες αποφάσεις. Είμαστε όντως ελεύθεροι να τις λάβουμε ή όσα κάνουμε είναι εγγενώς προκαθορισμένα; Σύμφωνα με τον Searle, υπάρχουν σαφώς αρκετά δεδομένα σε βάρος της ελευθερίας της βούλησης, που περιλαμβάνουν όλα εκείνα τα δεδομένα των φυσικών επιστημών τα οποία δείχνουν το πόσο εξαρτημένο είμαστε από τον φυσικό κόσμο, μέρος του οποίου αναγκαστικά αποτελούμε. Όπως έχει πει όμως ο ίδιος αλλού, όταν πηγαίνουμε σε ένα εστιατόριο και ο σερβιτόρος έρχεται στο τραπέζι μας και μας ρωτάει τι θα θέλαμε, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, λέγοντας απλά πως είμαστε «αιτιοκράτες». Οφείλουμε να πάρουμε μιαν απόφαση. Και αυτό συμβαίνει σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής: είμαστε αναγκασμένοι να λαμβάνουμε αποφάσεις, μερικές όχι τόσο σημαντικές, μερικές άλλες καίριας σημασίας, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε και υπεύθυνοι γι’ αυτές, ακόμη και ένοχοι ενίοτε. Αναγκαζόμαστε λοιπόν να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε ελεύθερη βούληση. Πώς αυτό συμβιβάζεται με την αιτιοκρατία που κυριαρχεί στον φυσικό κόσμο; Ο Searle έχει υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάψουμε να χρησιμοποιούμε την καθημερινή μας ορολογία (π.χ. «σήμερα αποφάσισα να..», «είμαι ελεύθερος να..») και αργότερα θα πει ότι ίσως ο νους μας προέρχεται από τον χώρο του κβαντικού πεδίου, όπου δεν υπάρχει ακριβής πρόβλεψη και αιτιοκρατία. Η επίγνωση της συνειδητότητάς μας, θεωρεί, είναι το κεντρικό στοιχείο που δείχνει το τι συμβαίνει: θεωρητικά, μπορεί η πεποίθηση ότι έχει 38 βαθμούς Κελσίου ή ότι θα βρέξει να είναι εσφαλμένη, εφόσον όμως δρούμε σαν να έχουμε συνείδηση και να είμαστε ελεύθεροι, τότε όντως έχουμε συνείδηση και είμαστε ελεύθεροι. Συνοψίζοντας λοιπόν, ο Searle θεωρεί ανέφικτα τα οράματα περί μιας «ισχυρής» τεχνητής νοημοσύνης και (ή μάλλον επειδή) αρνείται ότι ο ανθρώπινος νους είναι όμοιος με έναν υπολογιστή. Συνάμα θεωρεί το βασικό εγχείρημα της λεγόμενης «γνωστικής επιστήμης», όπως επίσης εκείνο του συμπεριφορισμού και το αντίστοιχο της κλασικής ψυχανάλυσης, ως καταδικασμένα. Έχει όμως επισημανθεί ότι η άρνηση του Searle να αναγάγει τα γεγονότα της κοινωνικής πραγματικότητας σε άλλα, πιο «στοιχειώδη» και υλικά, είναι αναδιατύπωση των αντιαναγωγιστικών θέσεων του κοινωνιολόγου Durkheim, ο οποίος επεδίωκε με αυτόν τον τρόπο να θεμελιώσει την κοινωνιολογία, ως επιστήμη ανεξάρτητη από άλλες (π.χ. ψυχολογία) και μη αναγώγιμη στα δικά τους πορίσματα, παρότι όμως ο Searle μάλλον αγνοούσε μεγάλο μέρος του έργο του. Σε ένα παραδοσιακό δυϊστικό πλαίσιο, αυτό ίσως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την αναφορά σε πνεύμα/ψυχή. Πώς μπορεί να σταθεί όμως μια τέτοια διάκριση και ανεξαρτησία σαν αυτή του Searle (και του Durkheim) όταν ο νους και η δραστηριότητά του έχουν αναχθεί απόλυτα στις βιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου;
[1] Το 2000, ο Searle έλαβε το γαλλικό βραβείο “Jean Nicod”, το οποίο δίνεται σε φιλοσόφους του νου ή νευροεπιστήμονες, για τη συνεισφορά τους στην κατανόηση του ανθρώπινου νου, για το βιβλίο του Rationality in action.
[2] Όταν χαρακτηρίζει «αποτυχημένο» το βασικό σχέδιο της ψυχανάλυσης και του συμπεριφορικής ψυχολογίας, προφανώς ο Searle εννοεί ότι αυτά απέτυχαν να ανταποκριθούν στις αρχικές προσδοκίες των ιδρυτών τους, προσδοκίες που υπήρξαν ιδιαίτερα φιλόδοξες και «ολιστικές»: η ψυχανάλυση, από τον Freud και τους πρώτους μαθητές του, είχε αρχικά θεωρηθεί ένα εργαλείο αναγωγικής σύλληψης λίγο-πολύ ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού μας, το οποίο θα επρόκειτο τάχα να αναχθεί τελικά στη νευροφυσιολογία, ενώ αντίστοιχα οι πρώτοι συμπεριφοριστές, μετά τα πειράματα του Pavlov, έτειναν να βλέπουν τον άνθρωπο ως απόλυτα εξαρτημένο αποκλειστικά από τις περιβαλλοντικές επιδράσεις (περιβαλλοντική αιτιοκρατία): «μπορώ να κάνω τα παιδιά σας οτιδήποτε, αν μου τα φέρετε: γιατρούς, δικηγόρους και επιστήμονες, αλλά και εγκληματίες», έλεγε ο πρωτοπόρος συμπεριφοριστής ψυχολόγος John Watson (βλ. π.χ. το κλασικό πείραμα με τον μικρό Albert, στη δεκαετία του 1920, και το σοβαρό ηθικό δίλημμα που αυτό προκάλεσε). Ο νους και τα κοινωνικά φαινόμενα όμως, μέχρι στιγμής, ανθίστανται απέναντι σε τέτοιες απόπειρες συνολικής κατανόησης, άρα και εξουσιαστικού ελέγχου.
[3] Βλ. John Searle, Νους, εγκέφαλος, επιστήμη (μτφρ. Κώστας Χατζηκυριάκου), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1994, σελ. 91. Το παρόν, συνοπτικό βιβλίο, που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια κατατοπιστική εισαγωγή στη σκέψη του γενικότερα, προέρχεται από μια σειρά ραδιοφωνικών διαλέξεων που έδωσε ο Searle, το 1984, στο BBC (“Reith Lectures”). Μπορεί κανείς να δει επίσης την επίσης κατατοπιστική ομιλία του στο Ted (2013).