Video meliora proboque, deteriora sequor. (Ovidio, Met. VII, 20-21).
Χθες ο Συνασπισμός της Κεντροδεξιάς κέρδισε τις ιταλικές εκλογές και η Τζόρτζια Μελόνι ετοιμάζεται να γίνει η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός στην Ιταλία. Τις εκλογές, στο ένα επίπεδο της ανάλυσης, κέρδισε «προσωπικά» η Ιταλίδα πολιτικός, διότι μέσα από το πρόσωπό της – και με τον προεκλογικό της αγώνα – βάφτηκε γαλάζια, μετά από πολύ καιρό, όλη η ιταλική μπότα από το Μπολτσάνο μέχρι τις Συρακούσες. Την άποψη ότι κέρδισε η Μελόνι τις εκλογές, ενισχύουν τα ίδια τα εκλογικά αποτελέσματα που δείχνουν το κόμμα της (Fratelli d’Italia) να φτάνει το 26%, την «Lega» του Σαλβίνι να πέφτει κάτω από το 10%, ενώ η «Forza Italia» του Μπερλουσκόνι να βρίσκεται κοντά στο 8%. Λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό και εκλογικό σύστημα της χώρας, πρέπει να ειπωθεί ότι το ≈44% της Κεντροδεξιάς, για τα ιταλικά δεδομένα, δεν είναι απλά μια εκλογική νίκη, αλλά θρίαμβος. Στη συνολική αποτίμηση της νίκης, βέβαια, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η μεγάλη αποχή που μάλιστα σημείωσε αύξηση (περίπου 8%) καταμαρτυρώντας την απογοήτευση, τμήματος του εκλογικού σώματος από το ιταλικό πολιτικό σύστημα.
Όσο για την Κεντροαριστερά, μπορούμε να μιλήσουμε για βαριά ήττα. Η λογική λέει ότι αυτή η αποτυχία θα δημιουργήσει σε πολλούς υπαρξιακά ζητήματα, ενώ αναμφισβήτητα θα κινητοποιήσει περισσότερο την μαζικά αναπαραγόμενη κινδυνολογία και λασπολογία, που είδαμε και κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά και τη γνωστή κλαψιάρα αριστερόστροφη μελαγχολία. Δεν έχει όμως νόημα να επιμείνουμε στο πολύ αβέβαιο μέλλον των αποτυχημένων που ηττήθηκαν. Αυτά που αξίζει να εξεταστούν είναι τα «Γιατί» αυτού του θριάμβου της Ιταλικής Κεντροδεξιάς.
Κατά τη γνώμη μου, το κεντρικό «Γιατί» αυτής τη νίκης αντανακλάται σε δυο λέξεις: «Ultima Ratio», που σημαίνει «Τελευταία Λύση». Πράγματι στο πρόσωπο και κυρίως στο πολιτικό πρόγραμμα της Μελόνι, πολλοί Ιταλοί είδαν μια τελευταία ευκαιρία για την αντιμετώπιση χρόνιων και πολύ δύσκολων προβλημάτων. Προβλημάτων για τα οποία φέρουν ευθύνη, από την μια η αδιαφορία, η αδράνεια και η ανικανότητα της ιταλικής Κεντροαριστεράς και από την άλλη οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή η Γερμανική Γραμμή. Για τους Ιταλούς που την ψήφισαν, η Μελόνι είναι επικεφαλής μιας Συμμαχίας Λογικής και τους είναι αδιάφορο αν ανήκει στο χώρο της Δεξιάς ή κάπου αλλού. Άλλωστε. στη εποχή μας, αν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται για να υπάρχει μια στοιχειώδης συνεννόηση, τα δίπολα (Αριστερά – Δεξιά), στην πολιτική ανάλυση είναι ξεπερασμένα. Υπάρχει βέβαια και η «Επιπολής Ανάλυση» που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην μερικά παγκοσμιοποιημένη Ευρώπη. Ανάλυση που βασίζεται σε επικοινωνιακά τρυκ, συχνά κάνει «αισθητικές προσεγγίσεις», λογικά σφάλματα ή ιδεολογικές ακροβασίες με σκοπό να διχάσει ή να τρομάξει, φέρνοντας τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα – ειδικά σε εκείνο τον κόσμο που δεν αρέσει καθόλου να του λες ποιον ΔΕΝ πρέπει να ψηφίσει. Αυτού του είδους η «ανάλυση» αν και αποτελεί επικοινωνιακό/προπαγανδιστικό εργαλείο, δεν έχει κάποια αξία διότι συνήθως αδιαφορεί για τα πραγματικά προβλήματα.
Η πραγματικότητα, αντιθέτως, δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, συντελείται μια Συντηρητική Στροφή, κάτι που είδαμε και στην Σουηδία και στην Γαλλία και θα δούμε και αλλού. Στροφή που από τις λεγόμενες συστημικές φωνές όπως εκφράζονται από τους Μιλανέζους κοσμοπολίτες – που στήριξαν τι άλλο; Tην Κεντροαριστερά – χαρακτηρίζεται: «ακροδεξιά», «νεοφασιστική», «μεταφασιστική», «εθνικιστική», «κίνδυνος για την Ευρώπη», «στροφή στον σκοταδισμό» και πολλά ακόμη που διαβάζονται σε φύλλα και οθόνες.
Ας σοβαρευτούμε όμως. Ποιος είναι αυτός που οδηγεί σε Συντηρητική Στροφή την Ευρώπη; Ποιο είναι το προφίλ του; Το προφίλ των πολιτών που ενισχύουν αυτή την τάση είναι του καθημερινού ανθρώπου που, όπως και στην Ιταλία, ανήκει στη χαμηλομεσαία, παραγωγικά και οικονομικά, βαθμίδα. Ενός ανθρώπου που έχει κουραστεί πολύ. Έχει κουραστεί να ανησυχεί, να φοβάται και να βλέπει τη ζωή του να αλλάζει με το στανιό ή ακόμη και με τη βία. Στην πόλη είναι ο μικροαστός και στην επαρχία/περιφέρεια είναι ο μέσος ξεχασμένος – από τη Ρώμη – πολίτης . Είναι ένας, σε γενικές γραμμές, απλός και καθημερινός άνθρωπος, που βλέπει από παντού μια γενικευμένη επίθεση: στην εργασία και στις αξίες του. Που παρατηρεί ότι με την βία της Πολιτικής Ορθότητας και με άλλα μέσα τού επιβάλλονται νέα πρότυπα ζωής που δεν έχει επιλέξει ο ίδιος και που τον πνίγουν. Που κουράστηκε να δουλεύει σκληρά για να υπερφορολογείται, βλέποντας πολλούς από τους φόρους του να χάνουν την ανταποδοτικότητά τους, πέφτοντας στο μεγάλο πηγάδι της «ανθρωποκεντρικής/ανθρωπιστικής». Ευρώπης. Πόρους που σιτίζουν υδροκέφαλα δημόσια συστήματα και τους μονίμως θεωρούμενους ως «ευάλωτους». Είναι ο μικροαστός Ιταλός που εδώ και πολλά χρόνια ακούει τους ηγέτες του να υπόσχονται λύσεις, αλλά τελικά βλέπει να γίνεται αυτό που λένε οι Γερμανοί. Που καμαρώνει τα κέντρα των πόλεών του να μετατρέπονται σε γκέτο «πολυπολιτισμικότητας» και το μεταναστευτικό να παρουσιάζεται ως αέναο πρόβλημα δίχως λύση. Να ακούει ότι η μπούρκα – μαζί με άλλα ξένα πολιτισμικά στοιχεία και τρόπους – είναι δικαίωμα, ενώ το να συνεχίζει να ζει ως Ιταλός, χριστιανός και οικογενειάρχης, απαγορεύεται για «ανθρωπιστικούς» λόγους ή για να μην προσβάλει με τη υπάρξη και τη στάση του, την (τελικά ομογενοποιητική) ποικιλομορφία. Να μην θίξει, επίσης, τα γούστα μιας ελάχιστης, επηρμένης και ελιτιστικής μειονότητας, αλά μιλανέζα, που έχει κυριαρχήσει, οικονομικά και επικοινωνιακά, και διασκεδάζει την πλήξη της πειραματιζόμενη – με εργαλεία την Οικοφοβία, την Πολιτική Ορθότητα και την Woke Κουλτούρα – την παγκοσμιοποιημένη εποχή μετά τον μεταμοντερνισμό.
Ας δούμε όμως το φεγγάρι και όχι το ερυθροροζουλί-φιλελεύθερο δάκτυλο που το κρύβει: αυτή που εξέλεξε την Μελόνι, είναι μια πλειοψηφία που εδώ και χρόνια γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να πειστεί ότι δεν πρέπει (ή ότι αυτό είναι πλέον αδύνατο), να σκέφτεται τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και να υπερασπίζεται τον τρόπο ζωής της ή να ανησυχεί για την ασφάλειά της, γιατί αυτό θα την τοποθετήσει στο Βασίλειο του Κακού. Ωστόσο, όταν η αίσθηση μόνιμου φόβου και ενοχής, όταν οι γενικές συνθήκες γίνονται τόσο ανησυχητικές που επηρεάζουν σημαντικά την ιδιωτική ζωή, όταν οι δημόσιες υποθέσεις έχουν αφεθεί στον αυτόματο, τότε αργά ή γρήγορα το πολιτικό «παιχνίδι» θα αλλάξει δραματικά και ο ξεχασμένος Ιταλός – ο σιωπηλός μικροαστός και επαρχιώτης – με το άγχος και τον κόμπο στο λαιμό, θα θελήσει να φωνάξει με κάποιο τρόπο το δίκαιό του. Γιατί ακόμη και η εσωτερική μετανάστευση από τον Νότο προς τον Βορρά, που χάρισε στο παρελθόν σε πολλούς Ιταλούς επαγγελματική αποκατάσταση, εξάντλησε τις δυνατότητές της και δεν μπορεί πλέον να «απορροφά» ανθρώπους, σε κρίση ταυτότητας, ούτε να συντηρεί στο διηνεκές το «Εισόδημα του Πολίτη» που εξασφαλίζει βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν προσφέρει ένα επαγγελματικό μέλλον. Γιατί, στην πραγματική ζωή δεν είναι όλα αφηρημένες ιδέες, ιδεολογήματα, συνωμοσίες και κρυφές ρωσικές χρηματοδοτήσεις. Ούτε φυσικά είναι η αύξηση των τιμολογίων του ρεύματος που οδήγησε εξαίφνης στην άνοδο της Μελόνι – διότι ακούστηκε ακόμη και αυτό. Είναι άλλες οι αιτίες, πολύ βαθύτερες και πιο πίσω στο χρόνο. Η εμπιστοσύνη σε πρόσωπα, πολιτικές και θεσμούς έχει πληγεί. Η δράση της ιταλικής μαφίας είναι ένα πρόβλημα για τη χώρα που έχει αντιμετωπιστεί, αλλά δεν έχει επιλυθεί. Η εφαρμογή των νόμων συχνά έχει εγκαταλειφθεί στις ιδιοτροπίες, στην ευνοιοκρατία και στη ρουτίνα μιας γραφειοκρατικής πολιτικής ελίτ, «ιταλοπασοκικού» χαρακτήρα που στο τέλος λέει πάντα Ναι στη Γερμανική Γραμμή. Τα κόμματα, εδώ και δεκαετίες αγωνίζονται για την απλή νομή και απόλαυση της εξουσίας, τοπικής και κεντρικής, και όχι για αυτά που μπορούν να προσφέρουν συλλογικά στο ιταλικό έθνος. Όμως τα έθνη είναι αποδεδειγμένα ανθεκτικοί οργανισμοί, όχι στη θεωρία κάποιου συνταγματικού/δημοκρατικού πατριωτισμού, αλλά στην πραγματική τους ιστορική υπόσταση.
Όλα αυτά λειτουργούν υπόκωφα επί μακρόν, και αλλού όχι μόνο στην Ιταλία, τροφοδοτώντας τα συντηρητικά ένστικτα των ευρωπαϊκών λαών. Ώσπου να έρθει η στιγμή που η φωνή της ανεκτικότητας αποφασίζει και πρέπει να ακουστεί. Πλέον δεν τη (εκ)φοβίζουν τα φαντάσματα του παρελθόντος, ούτε η αριστερόστροφη «νοσταλγία» που στην πραγματικότητα αποτελεί ανάγκη να δείχνουν κάποιοι ότι – αν και ανίκανοι – είναι κάπως χρήσιμοι. Γιατί έχει γίνει κατανοητό ότι σήμερα ο ευρωπαϊκός «ολοκληρωτισμός» έχει βελούδινες μορφές που είναι πολύ πιο υποχθόνιες από εκείνον τον ανοιχτά «δηλωμένο» που έζησε η Ευρώπη σε έναν αιώνα που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και που προσπαθεί ματαίως να αναβιώσει το ρωσικό καθεστώς και η Τουρκία.
Τώρα ήρθε η ώρα να αποδειχτεί, όχι με προφητείες και με τις γνωστές κινδυνολογικές γελοιότητες που ακούμε αριστερά και δεξιά, αλλά στην πράξη: ότι αυτή είναι όντως η «Τελευταία Λύση» για την Ιταλία και ενδεχομένως για την Ευρώπη – δεδομένου του μεγέθους και του πολιτικού εκτοπίσματος της χώρας. Η Συντήρηση μπορεί να δώσει απαντήσεις, χωρίς να εμποδίσει τον εκσυγχρονισμό και την καινοτομία, χωρίς να μηδενίσει την ΕΕ και τα θετικά της, αλλά να την αλλάξει. Όμως χρειάζεται σοβαρότητα, εθνική στοχοπροσήλωση, ανοιχτό νου και κυρίως εντιμότητα. Οι πολιτικοί δεν είναι λουλούδια να τους μυρίσει κανείς, επομένως κρίνονται στην πράξη, στο επίπεδο της Πολιτικής, αλλά και της Γεωπολιτικής. Διότι στην άκρη του μυαλού (πρέπει να) υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο, να αλλάξουν όλα για να παραμείνουν απαράλλακτα και η πολιτική στροφή στην Ιταλία να είναι μια από τα ίδια της γνωστής συνταγής που στο τέλος βάζουν γκολ οι Γερμανοί και οι Αγορές – εκτός των άλλων με εργαλείο τον μερκελικό φιλορωσσισμό ή την απειλή του χρέους. Τη συνταγή δηλαδή που είδαμε και στα καθ’ ημάς με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες καιροσκοπικές δυνάμεις που τράφηκαν από το έκτακτο, τη μη κανονικότητα, το ψέμα και την απάτη. Σε κάθε περίπτωση, τα περιθώρια για μια ακόμη ευκαιρία – (pen)Ultima Ratio – έχουν στενέψει πάρα πολύ καθώς οι συγκεκριμένες πλειοψηφίες θα γίνονται όλο και λιγότερο ανεκτικές και σιωπηλές, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία ακόμη δεν έχει τελειώσει για να γίνει ο απολογισμός.