I. Ἡ «Ρεαλιστικὴ Οὐτοπία» τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων *
Θὰ δυσκολευόταν κανεὶς νὰ συναντήσει μία πληρέστερη καὶ πλέον ἀπερίφραστη ἔκθεση τῶν βασικῶν ἡθικῶν καὶ δικαιοπολιτικῶν παραδοχῶν τῆς σύγχρονης θεωρίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Χάμπερμας σὲ αὐτὸ τὸ δοκίμιο. Ὁ Κέννεθ Μινὸγκ εἶχε χαρακτηρίσει τὸ Φιλελευθερισμὸ ὡς ἕνα νέο ἅγιο Γεώργιο, ποὺ ἔχει ἐθιστεῖ στὸ κυνήγι δράκων καὶ τὴν ἀπελευθέρωση πριγκιπισσῶν, ὥστε ἀναζητᾶ συνεχῶς νέες ἀδικίες καὶ κακοπάθειες γιὰ να ἐξαλείψει. Πρὸς τοῦτο ὁ Χάμπερμας κλείνει τὸ δοκίμιο μὲ τὴν ὑπογράμμιση τῆς ἀνάγκης νὰ κρατηθεῖ ἄσβεστη ἡ ἀγωνιστικῆ φλόγα τοῦ κινήματος γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, ποὺ τόσο θέρμανε τοὺς πρώτους ἀγῶνες τοῦ 18ου αἰώνα. Τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα δὲ μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν ἐργαλειοποίησή τους ὡς σκοποῦ ποὺ ἁγιάζει τὸ μέσο τῆς πολεμικῆς ἐπεμβάσεως σὲ τρίτα κράτη, δὲ μποροῦν νὰ περιοριστοῦν σὲ ἀπλὴ ὑπὀθεση διεθνοῦς ἐνδιαφέροντος, ἀλλὰ πρέπει ὁ ζῆλος νὰ τροφοδοτεῖ τὸ πολιτικὸ ἐγχείρημα ὥστε τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα νὰ πραγματώνονται ὁλοένα στὸ ἐσωτερικὸ τῶν σὐγχρονων «μισοφιλελεύθερων» κοινωνιῶν. Νὰ πραγματώνεται, δηλαδή, ὁ ἴσος σεβασμὸς ποὺ ὀφείλεται σὲ κάθε πολίτη ὡς ἐλεύθερου καὶ ἴσου μέλους μίας δημοκρατικῆς κοινωνίας.
Ἡ ἔκθεση τῆς σκέψης τοῦ Χάμπερμας περὶ τοῦ νέου δικαιώματος τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας λειτουργεῖ διαφωτιστικὰ ὄχι μόνο πρὸς τὴν θεωρία τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ σύγχρονο «πάντρεμα» τῆς ἀριστερῆς σκέψης μὲ ἔννοιες ποὺ παραδοσιακὰ ἀναγνώριζε ὡς δικές του ὁ φιλελευθερισμός. Ὁ σοσιαλιστικὸς δικαιωματισμός, ἢ δικαιωματιστικὸς σοσιαλισμός, ἔχει προσθέσει μία καίρια σύλληψη στὴν κλασικὴ θεωρία ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ποὺ ἐκφράστηκε μὲ πληρότητα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Χάρτα τοῦ ΟΗΕ γιὰ τὰ δικαιώματα: τὴν ἔννοια τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων. Αὐτὰ ἐπικαλεῖται ὁ Χάμπερμας ὡς ἀπαραίτητα συμπληρώματα, «δεκανίκια», τῶν κλασικῶν δικαιωμάτων, ὥστε ἡ ἔλλειψή τους καθιστᾶ τὰ λοιπὰ δικαιώματα γράμμα κενό. Πῶς θὰ ὑπάρχει ἐλευθερία καὶ ἰσότητα χωρὶς ἴσες (οἰκονομικὲς) εὐκαιρίες; Ἔτσι, ἡ μέριμνα γιὰ τὴν ἀναδιανομὴ τοῦ πλούτου (ἀφοῦ μόνο ἔτσι ἐπιτυγχάνονται οἱ ἴσες οἰκονομικὲς εὐκαιρίες) ἀναγράφεται πλέον μὲ ὅρους δικαιωμάτων, ἐλευθερίας καὶ δημοκρατίας. Τὸ ἴδιο ἔχει συμβεῖ καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἠθικῆς σκέψης τοῦ Χάμπερμας στὰ σύγχρονα προβλήματα τοῦ προσφυγικοῦ καὶ μεταναστευτικοῦ φαινομένου καὶ τῶν φυλετικῶν καὶ θρησκευτικῶν διακρίσεων. Ἐὰν παραμερίσει κανεὶς τὴν ρητορικὴ περὶ ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ παλαιὸ αἴτημα γιὰ ἀπελευθέρωση τῶν ἀδικημένων, φιλοξενία τῶν κατατρεγμένων, ὑπεράσπιση τῶν ἀδυνάτων καὶ πάταξη τῶν ἀφεντικῶν. Ἔτσι, ἡ νεοαριστερὴ ρητορικὴ διατηρεῖ μία ἐπαναστατικὴ σπίθα σὲ καιροὺς ποὺ μοιάζει νὰ φλερτάρει ἔντονα μὲ τὴ γραφειοκρατικὴ ἀτμόσφαιρα ἑνὸς ἐδραίου κατεστημένου.
Ἰδιαίτερα καθοριστικὰ γιὰ τὸν προσανατολισμὸ τῆς κατευθύνσεως ποὺ προτείνει ὁ Χάμπερμας εἶναι ὅσα ἐκθέτει γιὰ τὴν ἀνάγκη καθολικεύσεως καὶ διεθνοποιήσεως τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται γιὰ αἴτημα ποὺ ἐξ ἀρχῆς ὑπονοεῖτο ἀπὸ τὴ φιλελεύθερη πολιτικὴ σκέψη, ὅμως σπανίως γινόταν ἄμεσα παραδεκτὸ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους της, ἐνῶ ὑπογραμμιζόταν ἀπὸ τοὺς ἔχθρούς της, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι τόσο ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βασικοὶ πυλῶνες τῆς σύγχρονης ἠθικῆς, ὅπως αὐτὴ γίνεται νόμος μεταξὺ ἄλλων καὶ με τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, εἶναι ἡ ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ θεμελιώδης τοῦς ὁμοιότητα, ὥστε νὰ εἶναι αὐτοὶ δεκτικοὶ διακυβερνήσεως βάσει τῶν ἐπιταγῶν τῆς προαναφερθείσας ἡθικῆς, αὐτὴ ἡ πίστη δὲ μπορεῖ νὰ ἀνέχεται νὰ παραμείνει στὴ δυνατότητα. Ἕνας φιλελευθερισμὸς ποὺ δὲν ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλλει τὸ συμφέρον καὶ ἀληθὲς δόγμα τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων σὲ ὅλους τοῦς ἀδελφοὺς λαοὺς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἕνας ἀσυνεπὴς φιλελευθερισμός, ἕνας φιλελευθερισμὸς ποὺ νομιμοποιεῖ παρεμβατικοὺς πολέμους καὶ πρόχειρα πακέτα διεθνοῦς βοήθειας (foreign aid). Ὁ φιλελεύθερος ποὺ σέβεται τὸν ἐαυτό του, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ θὰ προέβαινε σὲ αὐτὴ τὴν παραδοχή, θὰ καθιστοῦσε σαφὲς ὅτι τὴν τοποθετεῖ σὲ ἕνα πολὺ μακρινὸ (σιωπηρῶς, ἕνα μετα-πολιτικὸ) μέλλον. Ὁ Χάμπερμας δὲν εἶναι τὀσο ἀπαισιόδοξος. Γιὰ ἐκεῖνον, δὲν μποροῦμε νὰ καμωνόμαστε ὅτι ἀπολαμβάνουμε ἀνθρώπινα δικαιώματα ἐὰν αὐτὰ δὲ διαμοιράζονται σὲ μία «συνταγματικὰ δημοκρατικὴ παγκόσμια κοινωνία». Ὡς πρὸς τὸ ἀληθὲς αὐτοῦ τοῦ στόχου, ὁ ὁποῖος συνάδει μὲ τὴν προσταγὴ τῶν άνθρωπίνων δικαιωμάτων ποὺ νιώθει ὁ Χάμπερμας πρὸς τὴν διόρθωση κάθε ἠθικοῦ προβλήματος τῆς ἀνθρωπότητας, δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία. Ὁ Χάμπερμας σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο κερδίζει σὲ δογματικὴ συνέπεια, μὲ μεγάλη ὑστέρηση ὡς πρὸς τὴν ρεαλιστικὴ πραγμάτωση τοῦ δόγματος. Διότι μία συνταγματικὴ – ἀλλὰ ὄχι ὀργανωμένη σὲ κράτος , δημοκρατικὴ – μεταξὺ ἀγνώστων, παγκόσμια – ἀλλὰ νοητὴ κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ μόνου γνωστοῦ στὴν ἄμεση ἐμπειρία μας τοπικοῦ, κοινωνία – ἀποτελούμενη ἀπὸ ἀπροσδιόριστο πλῆθος διακριτῶν πολιτισμικῶν ὀμάδων, καταδεικνύει τὸ ἐπίμονο χάσμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας ποὺ στέκεται ἀνάμεσα στὸ δέον καὶ τὸ εἶναι τῆς σύγχρονης θεωρίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.
Φτάνοντας στὸν πυρήνα τοῦ ἐπιχειρήματός του, καὶ τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε τὸ δοκίμιο, τὴν ἀνάδειξη δηλαδὴ τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας ὡς ρίζας, προϋποθέσεως καὶ πληρώσεως παντὸς ἄλλου ἀνθρώπινου δικαιώματος, ἀνακαλύπτουμε τὴν ἐξαιρετικὴ θεωρητικὴ ἐργασία ποὺ προσφέρει ὁ Χάμπερμας στοὺς σύγχρονους δικαστὲς ποὺ ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ αὐτὴ τὴ βασικὴ ἀλλὰ δυσχερὴ στὴν ἐρμηνεία νομικὴ ἔννοια στὴν πλειονότητα τῶν Συνταγμάτων καὶ τῶν διεθνῶν κειμένων. Ὁ Χάμπερμας ὑπογραμμίζει τὴν σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ὡς ἀξιώσεως γιὰ ἴσο σεβασμὸ πρὸς ὅλους, ὁ ὁποῖος θεμελιώνεται στὴν αὐτονομία ποὺ διαθέτει κάθε ἄνθρωπος, στὴν ἴδια τὴν ἀνθρωπινότητά του, ὅπως ἀπαίτησε ὁ ἐκφραστὴς τῆς κατηγορικῆς προσταγῆς, Ἰμμάνουελ Κάντ. Κατὰ τὴν ἰστορικὴ ἀναδρομὴ ποὺ ἐπιχειρεῖ τόσο γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀξιοπρέπειας ὅσο καὶ γιὰ τὴν κοινωνικοπολιτικὴ τῆς σημασία, ἀναδεικνύεται ἡ θεμελιώδης διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν παλαιότερη καὶ στὴ σύγχρονη ἀντίληψη περὶ ἀξιοπρέπειας. Ἡ ἀξιοπρέπεια στὸ παρελθὸν εἶχε ἕνα στοιχεῖο ἀποκλειστικότητας, ἦταν μία διάκριση γιὰ τοὺς ἄξιους, ἕνα προνομιο γιὰ τοὺς μυημένους. Συχνὰ περιοριζόταν σὲ μέλη τῆς τάξεως τῶν εὐγενῶν. Ἡ ἀξιοπρέπεια σήμερα ἔχει «ἐκδημοκρατισθεῖ», μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἴσης διαμοιράσεώς της σὲ ὅλους χωρὶς ἐξαιρέσεις, καὶ ἀνεξαρτήτως τῶν πράξεων, προτιμήσεων καὶ γενικοῦ ἀντίκτυπου τοῦ καθενὸς στὴν κοινωνία. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ «δημοκρατικὸς πολίτης» μετέχει τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας, ἔχει δικαίωμα στὸ σεβασμὸ τῆς ἐγγενοῦς ἀξιοπρέπειάς του. Ἀναδεικνύοντας τὴν ἀξιοπρέπεια, ἡ ὁποία συνυφαίνεται στενὰ μὲ τὴν αὐτονομία, ὡς βασικὴ ἠθικὴ ἀξία τοῦ σύγχρονου δικαιοπολιτικοῦ συστήματος, ὁ Χάμπερμας ὅπως καὶ πολλοὶ σύγχρονοι θεωρητικοὶ δὲν προβαίνει στὴν θεμελίωση, σύγκριση ἢ δικαιολόγηση τῆς νέας καθολικεύσεως –ἕως καὶ ἐξουδενώσεως- τῆς ἔννοιας τῆς ἀξιοπρέπειας, οὔτε προχωρεῖ στὶς μεταφυσικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ σύλληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ αὐτὴ προϋποθέτει. Ἄλλωστε, τέτοια ἐρωτήματα στὶς ἡμέρες μας τείνουν νὰ ἐνταχθοῦν στὸν τομέα τοῦ πασιφανοῦς καὶ αὐταπόδεικτου, ὅπως ἔχει καὶ στὸ παρελθὸν συμβεῖ γιὰ θριαμβεύουσες κοσμοθεωρίες ποὺ δὲν εἴδαν τὴν θεμελιώδη ἀμφισβήτησή τους παρὰ ὅταν ἦταν πολὺ ἀργὰ.
II. ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο, ὁ Χάμπερμας ἀναζητεῖ τρόπους ὥστε νὰ διασωθεῖ ἡ Εὐρωπαἱκὴ Ἕνωση καὶ νὰ έπιβιώσει στὸ ἀνταγωνιστικὸ διεθνὲς περιβάλλον. Ἡ λύση εἶναι, ὅπως προοικονομεῖ ὁ τῖτλος τῆς συλλογῆς, ἕνα εὐρωπαϊκὸ Σύνταγμα. Πρὸς ἐπίρρωση τῆς θέσεῶς του, ὁ Χάμπερμας θὰ ἐπικαλεστεῖ τόσο οἰκονομικὰ ὅσο καὶ πολιτικὰ δεδομένα. Συνεπὴς μὲ τὴν ἰστορικοϋλιστικὴ ἀνάλυση ποὺ ἀναλύουμε παρακάτω (βλ. ΙΙΙ. παρ. 2), ὁ Χάμπερμας θέλει νὰ ἐλεγχθοῦν πολιτικὰ οἱ διεθνεῖς δυνάμεις τῶν ἀγορῶν, πρὸς τοῦτο δὲ ἐπιδιώκει τὴν πολιτικὴ διεθνοποίηση. Ἰδίως στὴν περίπτωση τῆς Εὐρώπης, ἡ πολιτικὴ διεθνοποίηση ἔχει ἤδη δρομολογηθεῖ μὲ τὶς ἰδρυτικὲς συνθῆκες τῆς Ε.Ε., ὅμως αὐτὲς δὲν εἶναι ἀρκετές. Ἡ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καθιστᾶ τὶς εὐρωπαϊκὲς νομοθετικὲς πρωτοβουλίες θέμα «γούστου» καὶ ἐθνικοῦ συμφέροντος γιὰ τὰ κράτη-μέλη, καθυστερώντας τὴν ἀνάπτυξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς συνειδήσεως. Μόνο ὅταν οἱ εὐρωπαϊκοὶ νόμοι δὲ θὰ ὑπόκεινται σὲ κανένα ἐθνικὸ συνταγματικὸ ἔλεγχο, θὰ μπορέσει ἡ Ἕνωση νὰ ὁλοκληρωθεῖ.
Ὡς πρὸς τὴν ἀνάγκη συμπορεύσεως καὶ συμπληρωματικότητας τῶν οἰκονομικῶν καὶ πολιτικῶν θεσμῶν ἀξίζει νὰ γίνουν ὁρισμένες προεκτάσεις ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς πολιτειακῆς ὀργανώσεως. Ἀνέκαθεν οἱ κατὰ τόπους ἐξουσίες δὲν ἦταν ἀπολύτως αὐτόνομες καὶ ἀνεξάρτητες μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ ὑπολογίζουν σὲ συμφωνίες μὲ γειτονικὲς ἐξουσίες καὶ στὴν δική τους ἰσχὺ ἂν ἤθελαν νὰ διατηρήσουν τὴν κυριαρχία τους. Ὅμως ἦταν τυπικὰ αὐτόνομες, μὲ τὴ δυνατότητα νὰ ρυθμίζουν τὰ τοῦ βίου τους, τὰ οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ μεγέθη τους, νὰ ἀνεβοκατεβάζουν τοὺς δικούς τους βασιλιάδες χωρὶς τὴν παρέμβαση ξένων δυναστειῶν καὶ νὰ κηρύσσουν τὸν πόλεμο ἢ νὰ συνάπτουν τὴν εἰρήνη κατὰ βούληση. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλὰ ἀπὸ τὰ παλαιὰ γνωρίσματα τῆς κυριαρχίας ἔχουν πλέον ἀναληφθεῖ – τουλάχιστον θεωρητικῶς – ἀπὸ τὸν ΟΗΕ καὶ ἄλλα διεθνὴ μορφώματα, ὥστε νὰ νοηματοδοτεῖται ὁ ἐγγενῶς ἀντιφατικὸς ὅρος «περιορισμένη κυριαρχία». Ἡ πραγματικὴ ἀλληλεξάρτηση τῶν κρατῶν μεταφράζεται πλέον σὲ νομικοὺς ὅρους καὶ άποκτᾶ θεσμικὴ πλαισίωση – ἡ συνταγματοποίηση τοῦ διεθνοῦς δικαίου εἶναι τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι αὐτῆς τῆς διαδικασίας. Δὲν εἶναι αὐτονόητο ὅτι αὐτὴ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς κατάργησης τῶν τοπικῶν ἐξουσιῶν ἀποτελεῖ ἀναγκαίο κακό, μιᾶς καὶ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ προβληθεῖ κάποια ἀντίσταση ἀπὸ τὶς τοπικὲς ἐξουσίες μέσω τῆς ἐξασθενημένης ἀλλ’ἔτι ὑφισταμένης κυριαρχίας τους, ἢ σὲ κάθε περίπτωση νὰ μὴν ἐπιλεγεῖ ὁ δρόμος τῆς πλήρους συνθηκολογήσεως μὲ τὶς νέες «ἀνώτερες δυνάμεις». Σημασία ἐν προκειμένῳ ἀποκτᾶ ἡ διάκριση ἀνάμεσα σὲ πραγματικὴ καὶ νομικὴ κυριαρχία. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ ἕνα κυρίαρχο ἀλλ’ οὐσιαστικὰ ἐξαρτημένο κράτος καὶ σὲ ἕνα κράτος ὑποκείμενο σὲ διεθνὲς Σύνταγμα, δηλαδὴ σχεδὸν ἕνα μὴ κράτος. Οἱ πρόμαχοι τῆς ἀπο-ἀποικιοκρατικοποίησης τὸ γνωρίζουν καλὰ αὐτό. Ἡ μεγαλύτερη συνέπεια τῆς καταργήσεως τῶν ἐθνικῶν Συνταγμάτων παράγεται στὸ συμβολικὸ πεδίο, διότι ἕνας λαὸς χωρὶς Σύνταγμα δὲν εἶναι ἐλεύθερος λαός, καὶ ἕνας λαὸς μὲ ἔξωθεν καὶ διεθνῶς ἐπιβαλλόμενο Σύνταγμα νιώθει – καὶ δικαίως – ὅτι δὲν ἔχει Σύνταγμα.
Τὸ Σύνταγμα ποὺ θὰ τεθεῖ γιὰ τὴν Εὐρώπη σαφῶς θὰ πρέπει νὰ ἔχει δημοκρατικὲς βάσεις, γιὰ αὐτὸ ὁ Χάμπερμας ἐξερευνᾶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ δημοκρατία σὲ μία ὑπερ-ἐθνικὴ ἕνωση. Βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀξιολογήσεῶς του, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ὑποτίμηση τοῦ δυσεπίτευκτου τῶν δημοκρατικῶν διαδικασιῶν ἐντὸς τῆς Ε.Ε., εἶναι ἡ ρευστότητα καὶ συνεπῶς τὸ εὐμετάβλητο τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν. Φαίνεται νὰ ἀξιολογεῖ τὸν 19ο αἰώνα ὡς μήτρα τῶν σύγχρονων εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν, καὶ ἐνῶ αὐτὸ βεβαίως εἶναι ἀληθές, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ κανεὶς ὅτι οἱ ρίζες γιὰ τὴν ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ἐθνῶν χάνονται στὰ βάθη τοῦ ἰστορικοῦ χρόνου, παγιώνονται μὲ τοὺς γλωσσικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ τροφοδοτοῦνται ἀπὸ αἰῶνες ἔχθρας, συμφιλιώσεως καὶ ἀνταγωνισμοῦ. Δὲν πλάστηκαν τόσο τυχαία ὅσο θὰ θέλαμε, ἐνῶ τὰ ἔθνη ποὺ ὅντως ἀποτελοῦν ἀυθαίρετα μορφώματα συχνὰ διακρίνονται ἀπὸ μεγαλύτερη ἐθνικὴ ἀφοσίωση. Τὸ ἐλλεῖπον στοιχεῖο τῆς ὑπερ-ἐθνικῆς ἑνότητας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ συντρέχον ἀντίβαρο τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας ποὺ λειτουργεῖ ὡς βάση ἐνδο-ἑνωσιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, καθιστᾶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς δημοκρατίας μᾶλλον δυσχερὴ στὰ πλαίσια τῆς Ε.Ε. Ἐπιπλέον τῶν τριῶν στοιχείων τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας ποὺ παραθέτει ὁ Χάμπερμας, εἶναι ἀνάγκη νὰ συντρέχει ἡ αἴσθηση μίας κοινῆς μοίρας, κοινοῦ παρελθόντος καὶ μέλλοντος, ἕνα προ-πολιτικὸ ἑμεῖς ποὺ ἐπιτρέπει τὶς δημοκρατικὲς κοινωνικὲς ζυμώσεις. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ δημοκρατία ἔχει ἀναπτυχθεῖ ὡς τώρα μόνο σὲ ἔθνη-κράτη, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὰ τὰ ἔθνη-κράτη θυμίζουν σὲ πολλά, ἀλλὰ ὄχι στὰ σημαντικότερα, τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.
Οἱ δημοκρατικὲς διαδικασίες παρουσιάζονται ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν, ἐνῶ αὐτὴ ἡ ἐξασφάλιση θεωρεῖται ὅτι θὰ νομιμοποιεῖ στὰ μάτια τους τὴν Ε.Ε. καὶ τὴν ἐκχώρηση τῆς κρατικῆς κυριαρχίας σὲ αὐτήν. Ὅσο ὅμως ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα παραμένει στὴ θέση της, οἱ ἐλευθερίες δὲν εἶναι τὸ μοναδικὸ ποὺ περιμένουν οἱ πολῖτες ἀπὸ τὸ κράτος τους. Στὸ πολιτικὸ πεδίο τοὺς συνδέει ἡ προ-πολιτικὴ ἑνότητα γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε παραπάνω. Ὅταν τὸ κράτος ἐπιλέγει πολιτικὲς ἀσύμφορες ἢ περιοριστικὲς τῆς ἐλευθερίας, αὐτὲς δὲ θεωροῦνται μόνο καταπάτηση τῶν ἐγγυημένων ἀπὸ τὸ Σύνταγμα ἐλευθεριῶν ἀλλὰ καὶ ἕνα εἶδος προδοσίας. Τὸ κράτος ὑποτίθεται ὅτι ἀνήκει σὲ «ἑμᾶς», καὶ μᾶς ἐκφράζει. Γιατὶ λοιπὸν δὲ μᾶς βοηθᾶ, δὲ μᾶς ὑπερασπίζεται; Σαφῶς ὅταν ἡ πολιτικὴ ἐξουσία ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ λαὸ ὡς μὴ ἀνήκουσα καὶ ἐκπηγάζουσα ἀπὸ τὸ ἑμεῖς, ἡ ἐσωτερικὴ σχέση πίστεως – προδοσίας δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία ἀντιμετωπίζεται μὲ καχυποψία, χρησιμοθηρία καὶ φόβο, ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωση τῆς ξένης κατάκτησης ἀλλὰ καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων ΜΚΟ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ΟΗΕ. Αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸν ἐκπολιτισμὸ τῆς ἐξουσίας, μέσω τῆς ἐσωτερικεύσεως τοῦ δικαίου, ποὺ ἐπιθυμεῖ ὁ Χάμπερμας. Ἀναδεικνύεται ἡ σημασία τῆς ταυτότητας σὲ ἕνα κόσμο ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὴν ὑποκαταστήσει μὲ τὴν ἐπικοινωνία.
Στὸ ὄραμα τοῦ Χάμπερμας, ἡ Ε.Ε. μοιάζει μὲ τὸ Γερμανικὸ Ὁμοσπονδιακὸ Κράτος καὶ τὰ κράτη μέλη μὲ τὰ γερμανικᾶ κρατίδια ποὺ φέρουν τὸ καθένα δική του πολιτισμικὴ ἰδιαιτερότητα. Καθῶς ἡ Ε.Ε. ἤδη ἀποτελεῖ ὑπερκείμενη ἐξουσία καὶ τείνει νὰ μοιάσει σὲ Ὁμοσπονδιακὸ Κράτος, ἕνα Σύνταγμα ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο στοιχεῖο γιὰ τὸν αὐτοπεριορισμό της ἐξουσίας, τὴν πλήρωση τοῦ ἐλλείμματος λογοδοσίας ποὺ μαστίζει τοὺς ἑνωσιακοὺς θεσμούς, καὶ τὴν διασφάλιση τῶν συμφερόντων τῶν ὑποκείμενων στὴν Ε.Ε. κρατῶν-μελῶν. Καθῶς ὁ Χάμπερμας ἀξιολογεῖ τὴν πολιτισμικὴ ποικιλομορφία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ὡς βασικὸ στοιχεῖο τῆς δυνάμεῶς της, ἐπιθυμεῖ τὴ διατήρηση τῶν ἐντόπιων πολιτισμῶν μέσα ἀπὸ τὴν διασφάλιση μίας κάποιας αὐτονομίας στὰ κράτη-μέλη ποὺ θὰ ἐξυπηρετεῖ αὐτὸ τὸ σκοπό. Μάλιστα, ἡ ταυτότητα τοῦ πολίτη κράτους-μέλους θὰ διατηρηθεῖ, συμβαδίζοντας μὲ τὴν ταυτότητα τοῦ Εὐρωπαίου πολίτη, ὅπως ἤδη συμβαίνει ὡς ἕνα βαθμὸ σήμερα. Ἡ διατήρηση τῶν ἐντόπιων πολιτισμῶν, ἀκόμη καὶ συνδυασμένη μὲ τὴν «ἀραίωση» τοῦ παγκοσμιοποιημένου κώδικα ἡθικῆς τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῶν ἑνωσιακῶν πολιτικῶν διαδιακσιῶν, οὐσιαστικὰ συμβάλλει στὴ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας ποὺ ἐμποδίζει τὴν οὐσιαστικὴ καὶ ἀσφαλὴ ἑνοποίηση. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὰ εὐρωπαϊκὰ ὄργανα ἔχουν ὡς σήμερα ἀναγνωρίσει τὸ πρόβλημα τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων καὶ ἔχουν λάβει μέτρα ὥστε αὐτὲς νὰ ἐξασθενήσουν στοὺς κρατικοὺς θεσμοὺς τῶν κρατῶν-μελῶν. Ὅπως ἕνα συγκεντρωτικὸ κράτος καλεῖται νὰ τιθασεύσει καὶ ἐν άνάγκῃ νὰ ταπεινώσει τὶς ἀπεἰθαρχες τοπικὲς δυναμεις, ἔτσι καὶ ἡ ὀμοσπονδία, ἀντιμέτωπη μὲ πολὺ ἀνταγωνιστικότερες δυνάμεις ἀπὸ κάποιον τοπικὸ ἡγέτη, καταλήγει νὰ ἐφαρμόσει ἀνάλογα κατασταλτικά, μὴ ἐκπολιτιστικά μέτρα. Ὅταν τὸ φεντεραλιστικὸ κράτος τῶν ΗΠΑ ὑπέταξε ὁριστικὰ τὶς πολιτεῖες στὴν ἐξουσία του, ἀνταγωνιζόταν μόλις μερικὲς δεκαετίες ἀνάπτυξης τῆς τοπικῆς συνείδησης, παρ’ὅλα αὐτὰ ἀντιμετωπίζει ἀκόμη τὰ ἀποτελέσματα τῆς παρελθοντικῆς συσπειρώσεως τοῦ Νότου. Ἡ Ε.Ε., καλούμενη νὰ ἀνταγωνιστεῖ ἀνάπτυξη συνειδήσεως ποὺ μετρᾶ αἰῶνες, θὰ χρειαστεῖ νὰ λάβει πολὺ βαρύτερα μέτρα, εἰς βάρος τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν πολιτῶν. Εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα καὶ ἡ δύναμη τῶν τοπικῶν πολιτισμῶν ποὺ καθιστᾶ πολλοὺς ἐν τέλει δύσπιστους ἀπέναντι στὴ βιωσιμότητά της. Ἡ σύγχρονη πρακτικὴ τῆς Ε.Ε. στὴν προσπάθεια νὰ ἐπιτύχει τὴν ὁλοκλήρωση ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ φύση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας δὲν ἔχει ἀλλάξει πολὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ «Ἡγεμόνα», ἡ δὲ σκιὰ τῆς αὐτοκρατορίας συνεχίζει νὰ σέρνεται πίσω ἀπὸ τὰ σύγχρονα κρατικὰ μορφώματα, παρὰ τὶς δημοκρατικὲς ἀξιώσεις τους.
Στὸ βάθος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνοποίησης λανθάνει πάντοτε, ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ Χάμπερμας στὸ καταληκτικὸ μέρος τοῦ δοκιμίου, ἡ σκέψη τῆς Παγκόσμιας Ἑνοποίησης. Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση εἶναι ἕνα σκαλοπάτι γιὰ τὸν Ὀργανισμὸ τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν – ἕνα χρυσὸ σκαλοπάτι γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μίας καλῆς θέσης στοὺς πολῖτες τῆς Ε.Ε. σὲ μία διαδικασία ποὺ ὁ Χάμπερμας φαἰνεται νὰ θεωρεῖ ὡς ἀναπόφευκτη. Αὐτὸ τὸ τμήμα τοῦ δοκιμίου τοῦ Χάμπερμας θὰ μποροῦσε ἐναλλακτικὰ νὰ τιτλοφορεῖται «Ἕνα Σύνταγμα γιὰ τὴ Βαβὲλ» -Σὐνταγμα ποὺ βεβαίως ὁ Καθηγητὴς θὰ ἔχει πολλὰ νὰ εἰσφέρει στὴ λεπτομερὴ τοῦ σχεδίαση σὲ κάποιο αὐτοτελὲς ἔργο. Οἱ μηχανισμοὶ ποὺ ὀραματίζεται μπορεῖ νὰ ἀκούγονται δημοκρατικοί, καὶ νὰ άναπτύσσονται ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς ἀναπτύξεως τῶν τριῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας, στὴ μεγάλη κλίμακα ὅμως καὶ μόνο ἡ σκέψη διστάζει νὰ συμφωνήσει στὴν οὐσιαστικὴ λειτουργία ἑνὸς ἀντιπροσώπου ἀνάμεσα σὲ χιλιάδες ἀντιπροσώπους ποὺ συμβάλλει μία ψῆφο σὲ ἕνα σύνολο ψήφων ποὺ καλοῦνται νὰ ἀντιπροσωπεύσουν τὴ βούληση ἔξι καὶ πλέον δισεκατομμυρίων άνθρώπων… Στὴν προσπάθεια τῆς παγκόσμιας ἑνοποιήσεως ὑπάρχει, καθ’ἡμᾶς, πρακτικὸ ἀλλὰ καὶ δογματικὸ πρόβλημα, τὰ ὁποία διαφαίνονται μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπεριστατωμένη ἀνάλυση καὶ ἐμβάθυνση στὶς σύγχρονες διεθνεῖς σχέσεις ποὺ ἐπιχειρεῖ ὁ Χάμπερμας.
Βεβαίως τὸ πρακτικὸ πρόβλημα ἐντοπίζεται στὴν συνδρομὴ τῶν τριῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας. Ὁ Ο.Η.Ε. ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐθνικὰ κράτη, πρὶν ὅμως ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ποικιλομορφία τους, θὰ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ἀναδείξουμε ὅτι τὰ ἐθνικὰ αὐτὰ κράτη δὲν εἶναι πάντοτε ἐθνικά, κάποτε δὲν εἶναι οὔτε ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ νοοῦμε μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὅρου «κράτος», καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι δημοκρατικὰ στὴν πλειοψηφία τους. Τὸ Δυτικὸ ἀποικιοκρατικὸ παρελθόν, μέσα σὲ ὅλη τοῦ τὴν ἀγριότητα, κατάφερε νὰ μεταφυτεύσει αὐτούσιο τὸν Δυτικὸ πολιτισμὸ σὲ τρεῖς ἠπείρους καὶ προσπαθεῖ ἀκόμη νὰ τὸν μεταμοσχεύσει στὶς ὑπόλοιπες. Αὐτὸ θὰ ἐνδιέφερε ἕναν Ο.Η.Ε. ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ ὁμοσπονδιοποιηθεῖ μὲ δημοκρατικὴ χροιά, καθῶς ἡ δημοκρατία δὲν ἔχει ἀναπτυχθεῖ πλήρως καὶ λειτουργικὰ ἕως τώρα σὲ μὴ Δυτικὲς κοινωνίες, πράγμα ποὺ ἔχει ἀναδείξει τὴ στενὴ συνάφεια τοῦ συγκεκριμένου πολιτικοῦ συστήματος μὲ τὴ Δυτικὴ παράδοση καὶ ὄχι μὲ τὴν καθολικὴ «ἀνθρώπινη φύση». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα», τὰ ὁποία καλοῦνται νὰ παίξουν ἕναν ρόλο γέφυρας ἀνάμεσα σὲ ἠθικὴ καὶ πράξη, ὅπως παίζει σὲ μεγάλο μέρος τοῦ πλανήτη ἡ θρησκεία, καὶ ἔτσι νὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀπαραίτητη κοινὴ πολιτισμικὴ βάση ποὺ μᾶς χρειάζεται πρὶν μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ πολιτικὴ ὀργάνωση. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ἔρχονται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὶς θρησκευτικὲς καὶ πολιτισμικὲς ἀξίες πολλῶν μὴ Δυτικῶν κρατῶν, χωρὶς αὐτὸ ἀπὸ μόνο τοῦ νὰ καθιστᾶ τὰ κράτη αὐτὰ ἄξια ἐπεμβάσεως, καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἀποκλείοντας τὴν πιθανότητα νὰ ἀναπτύξουν κοινὴ συνείδηση καὶ ἐπιθυμία γιὰ πολιτικὴ ἑνοποίηση. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσουμε γιὰ «παγκόσμια κοινωνία», χωρὶς νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἡ κοινωνία μεταξὺ ἀγνώστων γνωρίζει καὶ αὐτὴ κάποια ἀπώτατα ὅρια οἰκειότητας. Σὲ κάθε περίπτωση, τὸ ἰδεῶδες τῶν κυρίαρχων κρατῶν ποὺ ἑνώνονται φαίνεται νὰ ἀποκλείεται, ἀλλὰ καὶ τὸ λιγότερο φιλόδοξο ὄραμα τῆς ἐπιθυμίας γιὰ παγκόσμια ἑνότητα σὲ ἕνα κόσμο ὅπου ἡ ἔχθρα δὲν ἐξέλιπε, οἱ διαφορὲς δὲν ἀφομοιώθηκαν, οἱ συνειδήσεις δὲν μεταμορφώθηκαν καὶ ἡ οἰκονομία δὲν καθόρισε πολλὰ πέρα ἀπὸ τὴν διευθέτηση τῶν οίκονομικῶν συμφερόντων σὲ παγκόσμια κλίμακα – αὐτὸ τὸ ὄραμα φαντάζει πολὺ μακριά.
Τὸ πρόβλημα μὲ τὸν πυρήνα τοῦ ἐγχειρήματος ἐντοπίζεται στὴν μεγάλη ἀμφιβολία γιὰ τὸ ἐὰν πρόκειται γιὰ δημοκρατικὸ καὶ ἠθικῶς νομιμοποιημένο ἐγχείρημα. Πιθανῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χάμπερμας διαισθάνεται αὐτὴ τὴ δυσκολία στὸ ὄραμα γιὰ τὸν Ο.Η.Ε., ἀποφασίζοντας ὅμως νὰ τὴν ἀφήσει στὸ ἀναπόφευκτο κενὸ ἀνάμεσα σὲ δέον καὶ εἶναι ποὺ καμία πολιτικὴ πραγματικότητα καὶ ἰδεολογικὴ κίνηση δὲν ἔχει ἕως τοῦδε κατορθῶσει νὰ κλείσει. Τὸ διαισθάνεται αὐτὸ στὴ σελίδα 138, ὅπου ρητῶς παραδέχεται ὅτι ἡ παγκόσμια ἐσωτερικὴ πολιτικὴ θὰ παραμείνει στὰ χέρια τῶν «μεγάλων παικτῶν» (“global players”). Αὐτὸ εἶναι λογικὸ – πόσο ἐνημερωμένοι μπορεῖ νὰ εἶναι στὴν πράξη οἱ πολίτες γιὰ τὰ ζητήματα τῆς διαχείρισης τοῦ συνόλου τῶν πολιτικῶν ὑποθέσεων, καὶ πόσο γρήγορα καὶ ἀποτελεσματικὰ θὰ μποροῦσε νὰ δρᾶσει τὸ Κοινοβούλιο; Τὸ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ζήτημα ἀφορᾶ τὸ κατὰ πόσον εἶναι θεμιτὸ νὰ θεσμοποιηθεῖ τὸ «δίκαιο τοῦ ἰσχυροῦ». Ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἄτυπο παγκόσμιο ἔλεγχο ἀπὸ μεγάλες χῶρες καὶ οἰκονομικοὺς παράγοντες, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἀλληλεξάρτησης ποὺ εἶναι δεδομένη στὶς διεθνεῖς σχέσεις, καὶ στὴν ρητὴ παραδοχὴ καὶ πλαισίωσή του μὲ ὄργανα ποὺ «ἀντιπροσωπεύουν» ὅλες τὶς χῶρες. Θὰ τὸ ἤθελαν αὐτὸ οἱ πολῖτες; Καὶ ἐὰν τὸ ἤθελαν, θὰ παρέμεναν «δημοκρατικοί»; Ὁ Χάμπερμας βλέπει τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση σὰν κρατικὴ ὀμπρέλα ποὺ συμπεριλαμβάνει τὰ ἔθνη-κράτη ὥστε νὰ συμμετάσχουν καὶ αὐτά, ὡς ὑποκείμενα δικαίου, σὲ μία παγκόσμια ἕνωση μὲ οἰονεῖ κρατικὸ χαρακτήρα. Παραβλέπει ὅμως ὅτι ὅσον ἀφορᾶ τοὺς πολῖτες, αὐτὸ τὸ ὄραμα ἰσοδυναμεῖ μὲ ὄχι μία ἀλλὰ τρεῖς ἐξουσίες ἐπὶ τοῦ ὑποκειμένου τους, ἡ μία πιὸ ἀπόμακρη καὶ ἀπρόσωπη ἀπὸ τὴν ἄλλη. Εἶναι δύσκολο γιὰ τοὺς λαοὺς νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ ἕναν τόσο ἀδυσώπητο «ἐκπολιτισμὸ» τοῦ Δικαίου.
III. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στὸ τελευταῖο μέρος τοῦ βιβλίου ὁ Χάμπερμας, γιὰ νὰ καταστήσει ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρο τὸ ὄραμά του γιὰ τὴν πολιτικὴ ἑνότητα ὡς συνέπεια καὶ ἐπιταγὴ τῆς οἰκονομικῆς ἀλληλεξαρτήσεως, παραθέτει πλάι-πλάι μία ἀνάλυση τοῦ στάτους κβὸ τῆς σύγχρονης οἰκονομίας καὶ μία ἀνάλυση τῶν κεκταινόμενων στὴ Γερμανικὴ καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ πολιτική σκηνή. Περισσότερο ἀπ’ὅτι στὸ ὑπόλοιπο ἔργο, ἐδῶ φαίνονται καθαρὰ τὰ θεμέλια τῆς ὀπτικῆς τοῦ Χάμπερμας, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν ἰστορικὸ ὑλισμό. Ὁ ἰστορικὸς ὑλισμὸς τοῦ Χάμπερμας εἶναι αὐστηρὸς γιὰ ὅσους ἀδυνατοῦν νὰ προσαρμοστοῦν στὶς «ἐπιταγὲς» τῶν οἰκονομικῶν ἐξελίξεων. Ἐὰν ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ βάση καὶ ἡ πολιτικὴ τὸ ἐποικοδόμημα, τότε οἱ πολιτικοὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως εἶναι στὴν καλύτερη περίπτωση κοντόφθαλμοι καὶ στὴ χειρότερη ἀνίκανοι. Τὸ ζήτημα τῆς λαϊκῆς νομιμοποίησης τοῦ ἐγχειρήματος τίθεται σὲ δεύτερη μοίρα ἐφόσον γίνεται δεκτὸ ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση τῆς πολιτικῆς, ἡ «συνταγματοποίηση τοῦ διεθνοῦς δικαίου», εἶναι φορτισμένη μὲ τὸ στίγμα τοῦ ἀναπόφευκτου δυνάμει οἰκονομικῶν παραγόντων. Κάποια στιγμή, τὰ κράτη θὰ καταλάβουν τὸ συμφέρον τους, καὶ ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐπιδιώξουν ἔξω ἀπὸ τὸ «κλουβὶ τοῦ ἐθνικοῦ κράτους», σὲ πολιτικοὺς θεσμοὺς ἀνταποκρινόμενους στὴν παγκόσμια ἀγορά.
Διαπιστώνοντας τὴν ἀνεπαρκὴ ἠθικὴ νομιμοποίηση τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος καὶ τὶς κοινωνικὲς ἀνισότητες, ὁ Χάμπερμας ἀναζητεῖ μὲ τὶς προτάσεις του μία μέθοδο διόρθωσης τῆς διεθνοῦς οἰκονομικῆς λειτουργίας. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλειονότητα τῶν ἀριστερῶν στοχαστῶν – ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μὰρξ – ὁ Χάμπερμας δὲν προβλέπει μία πτώση τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος. Ὁ καπιταλισμὸς ἔχει καταστεῖ ἀναπόφευκτος, μένει μόνο νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν ἐλέγξουμε. Ἔτσι, γίνεται κατανοητὸ ὅτι ἡ συνταγματοποίηση τοῦ διεθνοῦς δικαίου σὲ μεγάλο βαθμὸ θὰ ἀποτελοῦσε νομικὸ ὀπλοστάσιο γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν ἀγορῶν σὲ μία «ἠθικὴ» καὶ «δίκαιη» λειτουργία, βεβαίως καὶ γιὰ τὴν ἀνακατανομὴ τοῦ πλούτου. Τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἐν λόγῳ ὀπτικὴ εἶναι ὅτι ἡ ἐνάρετη αὐτὴ ἐπιδίωξη ἔχει συναντήσει ἀνυπέρβλητα προβλήματα στὶς ποικίλες ἀπόπειρες νὰ ἐφαρμοστεῖ σὲ πολὺ πιὸ ἐλεγχόμενα πολιτικὰ περιβάλλοντα, ὁδηγῶντας εἴτε στὴν ἀποτυχία τοῦ ἴδιου τοῦ οἰκονομικοῦ συστήματος, εἴτε στὴν ἀποτυχία τῶν στόχων γιὰ μεγαλύτερη ἠθικὴ πληρότητα καὶ δικαιοσύνη. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι τὰ ὡς τώρα προβλήματα στὸν ἔλεγχο τῶν ἀγορῶν θὰ ἐξαλειφθοῦν μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἐλέγχου στὸ παγκόσμιο ἐπίπεδο, μάλιστα εἶναι εὐκολότερο νὰ ὑποτεθεῖ ὅτι θὰ αὐξηθοῦν. Ἰδίως ὅταν ληφθεῖ ὑπ’ὄψιν ὅτι οἱ ἀπομονωμένοι ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ πολιτικὸ ἔλεγχο διεθνεῖς θεσμοὶ μποροῦν νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ κλειστοὺς ἐλιτικοὺς κύκλους, ὅπως ἤδη συμβαίνει, οἱ ὁποίοι ὅπως εἶναι φυσικὸ ὁδηγοῦνται σὲ στενότερο ἐναγκαλισμὸ μὲ τὶς οἰκονομικὲς ἐλίτ, ἐπεκτείνοντας τὸ ἔλειμμα οὐσιαστικῆς νομιμοποίησης καὶ δημοκρατικότητας καὶ στὸν πολιτικὸ τομέα.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ πολιτικὸ σκέλος τοῦ παραρτήματος, ὁ Χάμπερμας προβαίνει σὲ εὔστοχες παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἐπικέντρωση τῶν μεγάλων κρατῶν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ ἐγχειρήματος καὶ τὸ ἐπιζήμιο αὐτῆς τῆς πολιτικῆς ὡς πρὸς τὸ ἴδιο τὸ Εὐρωπαϊκὸ ἐγχείρημα. Συνεπὴς στὴν ὀπτική του περὶ ἑνότητας οἰκονομίας καὶ πολιτικῆς καὶ προτεραιότητας τῆς πρώτης ἔναντι τῆς δεύτερης, ὁ Χάμπερμας προτείνει τὴν ἑνοποίηση τῆς οἰκονομικῆς διαχείρισης στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ὥστε νὰ παρακαμφθεῖ καὶ τὸ ἐμπόδιο τῆς προτεραιότητας ποὺ ἀποδίδουν τὰ κράτη στὰ οἰκονομικὰ τοὺς συμφέροντα ὡς ἐθνικῶνκρατῶν καὶ παράλληλα νὰ ἐτοιμασθεῖ ὁ δρόμος γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ ὁλοκλήρωση. Καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στὴν προηγούμενή του ἀνάλυση, ὁ Χάμπερμας ὑπογραμμίζει ἐπίσης τὸ ἔλλειμα λαϊκῆς νομιμοποίησης τῆς Εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, ἡ ὁποία ἀσκεῖται διὰ τοῦ ὀλιγαρχικῆς φύσεως Συμβουλίου καὶ χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τοῦ Κοινοβουλίου. Πηγαίνει ἕνα βήμα παραπέρα, αἰτούμενος τὴν εἰσαγωγὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀπτικῆς στὴν καθημερινότητα καὶ τὴν πολιτικὴ ταυτότητα τῶν πολιτῶν, διὰ δημοψηφισμάτων, οὐσιαστικῆς τοποθετήσεως ἐπὶ τῶν ζητημάτων τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὰ ἐγχώρια κόμματα καὶ στοχευμένης ἐνημερώσεως γιὰ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ἐγχώρια Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως. Προτείνει τὴν ἐνεργὴ συμμετοχὴ τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν στὸ εὐρωπαϊκὸ ἐγχείρημα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὡς τώρα πρακτικὴ τῆς προωθήσεώς του ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τῶν πολιτῶν τους. Αὐτὴ ἡ ἐπισήμανση χτυπᾶ τὴν καρδιὰ τοῦ προβλήματος μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἀκριβῶς ὅτι εἶναι ἕνα σύστημα θεσμῶν ἀνεξάρτητων καὶ ἄσχετων μὲ τὴν λαϊκὴ βούληση, γἐννημα τῶν γραφειοκρατικῶν διαδικασιῶν καὶ τῆς οἰκονομικῆς «ἀναγκαιότητας». Ὅμως ἡ ἰστορία δείχνει ὅτι δὲν οἰκοδομοῦνται ἔτσι ἔθνη, οὔτε κὰν συλλογικὲς ταυτότητες. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ λαϊκὴ βούληση, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ντὲ φάκτο ἑνότητας – ὅπως στὰ νεοσύστατα Μωαμεθανικὰ χαλιφάτα τῶν πρώτων ισλαμικῶν χρόνων, εἴτε τῆς ἐκπεφρασμένης βουλήσεως γιὰ ἑνότητα – ὅπως στὶς ΗΠΑ, ἢ τῆς ταπεινωμένης βουλήσεως ἐξαιτίας μίας βίαιης πολεμικῆς κατάκτησης. Ἡ μυστηριώδης γραφειοκρατία τῶν «Βρυξελλῶν» δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἐμπνεύσει τοὺς πολίτες, ποὺ χρειάζεται νὰ διαγράψουν πολὺ μεγάλο μέρος τοῦ παρελθόντος τους γιὰ νὰ δοῦν ἀλλήλους ὡς ἑνότητα, δὲν ἀρκεῖ οὔτε γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴ βούλησή τους ἀρκετὰ ὥστε νὰ συνθηκολογήσουν σὲ μία ἕνωση. Ἔτσι, οἱ πολίτες ἐγκλωβίζονται σὲ ἕναν ἐνδιάμεσο γκρίζο χῶρο, κινούμενοι ἀνάμεσα στὴν ἰκανοποιημένη κάρπωση τῶν προνομίων τῆς Ἑνώσεως καὶ τὴν ἐξοργισμένη ἀπόρριψη τῶν τάσεων ἐλέγχου τῆς ζωῆς τους ἀπὸ τὴν Ἕνωση.
Ὑπ’ αύτὲς τὶς συνθῆκες, εἶναι δύσκολο νὰ διαδηλώσουν οἱ πολίτες γιὰ περισσότερη Εὐρώπη –λείπει τὸ ἀναγκαῖο κομμάτι τοῦ πὰζλ ποὺ λέγεται ὑπερ-έθνικὴ συνείδηση. Σὲ αὐτὸ συμφωνεῖ ὁ Χάμπερμας, ὅμως πέρα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματά του γιὰ τὴν οἰκονομία δὲν προσφέρει ούσιαστικὴ προσοχὴ σὲ αὐτό τὸ ἔλλειμμα, εὐελπιστῶντας σὲ μία πλήρωσή του ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, τὰ Μέσα καὶ τὴν ἀναγκαιότητα. Ἡ ἀναγκαιότητα ὅμως μπορεῖ πρώτη ἀπ’ ὅλα νὰ άμφισβητηθεῖ, ἀφοῦ ὅ,τι φαίνεται καλύτερο δὲν εἶναι ἀπαραίτητα καλύτερο, οὔτε ἀναπόφευκτο. Ὁ ἐξαναγκασμὸς εἶναι τὸ μοναδικὸ στοιχεῖο ποὺ δύναται νὰ ἰσοπεδώσει τὴν ἔλλειψη τῆς ὁμοφροσύνης τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν καὶ νὰ προχωρήσει σὲ μία ὑλοποίηση τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης. Ἐνάντια στὶς δημοκρατικὲς πεποιθήσεις τοῦ Χάμπερμας, οἱ Εὐρωπαίοι ἡγέτες φαίνεται νὰ βαδίζουν τὸ μοναδικὸ δρόμο γιὰ περισσότερη Εὐρώπη…