Συνεχίζονται και φέτος το καλοκαίρι οι κακοποιήσεις κλασικών, και όχι μόνο, ​έργων, με την Ανδρομάχη (Ευριπίδη) να είναι η επόμενη που θα παρασταθεί, αυτή τη φορά από την Μαρία Πρωτόπαππα, γνωστή για τις ασυνάρτητες, γεμάτες λογικά άλματα και γενικεύσεις ερμηνείες και δηλώσεις της, που διέπονται απαράλλαχτα από το τρίπτυχο διεθνισμός, φεμινισμός, ακτιβισμός.

Οι δημοσιολογούντες των περιοδικών μεγάλης κυκλοφορίας, που προσποιούνται τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να συμβάλλουν στην διάδοση αυτών των μωρολογιών, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν πως:

  1. Ο Ευριπίδης σε καμία περίπτωση ΔΕΝ “στηλιτεύει την αλαζονεία και την ψευδαίσθηση ανωτερότητας των νικητών του Τρωικού πολέμου”. Αυτή είναι άλλη μία απλουστευτική σύγχρονη “ανάγνωση” που φαντασιώνεται πως το αρχαίο δράμα είναι ένας διαγωνισμός καλού και κακού, και πως σκοπός του καλλιτέχνη – τότε και τώρα – είναι να καταγγέλλει και να διαλαλεί το απανταχού κακό, παριστάνοντας την ακτιβιστική ντουντούκα. Γιατί αυτό επιτάσσει η σύγχρονη, μαρξιστική/φιλελεύθερη αντίληψη περί αυτοκριτικής του “καταπιεστή” απέναντι στο “καταπιεσμένο υποκείμενο”. Όλα αυτά δεν έχουν καμία αξία, ή σύνδεση με το ανά χείρας έργο. Αντίθετα, στην Ανδρομάχη αυτό που κατά βάση παρακολουθούμε είναι μια σειρά από πολύπλοκες συγκρούσεις ισχύος μεταξύ των προσώπων γύρω από τα θέματα της οικογένειας, του γάμου και της εκδίκησης. Παρακολουθούμε επίσης τα θέματα των συνεπειών (αλλά όχι την καταδίκη!) του πολέμου, της δύναμης των θεών, καθώς και την σύγκρουση μεταξύ της μοίρας και της ανθρώπινης βούλησης. Η ύβρις, βασικό θέμα των τραγωδιών εν γένει, δεν είναι κεντρική στο έργο, αφού η εξέλιξη των χαρακτήρων δεν βασίζεται στην κλασική πλοκή όπου το τραγικό πρόσωπο υπερβαίνει τα όρια και τιμωρείται για αυτό.
  2. Η αντίληψη πως η αρχαία αθηναϊκή κοινωνία αποτελούνταν από ανθρώπους δεκτικούς στην κριτική των συγγραφέων και των καλλιτεχνών είναι απλώς μια φαντασίωση, κομμάτι της εσφαλμένης εξιδανίκευσης της αρχαιότητας, σε αντιδιαστολή με το υποτιθέμενο “σκοταδιστικό” και “θεοκρατικό” Βυζάντιο. Στην πραγματικότητα, η αρχαία Αθηναϊκή ήταν μια κοινωνία συντηρητική και παραδοσιοκρατούμενη, που αποδοκίμαζε οτιδήποτε δεν εξυπηρετούσε στα συμφέροντα του Δήμου, καθώς και θεατρικούς συγγραφείς όταν θεωρούσαν ότι αυτοί προσβάλλουν το κοινό αίσθημα. Χαρακτηριστικό είναι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον Φρύνιχο, για την τραγωδία του Μιλήτου Άλωσις, η οποία απαγορεύτηκε ως προσβλητική, ενώ απαγορεύτηκε ακόμα και να παρασταθεί ξανά το ίδιο θέμα σε άλλο έργο. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν καθόλου “προοδευτικοί”, αφού δεν τους άρεσε να ακούν ότι το πολίτευμά τους και οι αποφάσεις που αυτό παίρνει οδηγούν στον όλεθρο, όχι γιατί δεν ενδιαφερόταν για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά επειδή η αφοσίωσή τους στο συμφέρον και στην διατήρηση της Πόλης βρισκόταν στην κορυφή του αξιακού τους κώδικα. 
  3. Η τοποθέτηση αντρών στους γυναικείους ρόλους – όπως αφελώς κάνει εδώ η Πρωτόπαππα – ΔΕΝ προσφέρει κάποια ουσιαστική ανάγνωση, αφού δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με την πλοκή ή το ύφος του έργου, και φυσικά δεν υπάρχει κάτι “συγκινητικό” σε αυτό. Το μόνο που εξυπηρετεί αυτή η επιλογή είναι η ιδεολογική, φετιχιστική εμμονή για οτιδήποτε συγχέει τα χαρακτηριστικά των φύλων, προβάλλοντας το “ανδρόγυνο” ως κατασκεύασμα “δύο σε ένα”, έχοντας την ψευδαίσθηση πως προσφέρει έτσι την πολυπόθητη “μη συμβατική οπτική”, και βρίσκοντας αυτάρεσκη ευχαρίστηση στο να υπερτονίζει την υποτιθέμενη μοναδικότητα και υπεροχή του εγώ, κάτι που ουδεμία σχέση έχει όχι μόνο με το αρχαίο δράμα, αλλά ούτε και με οποιαδήποτε αυθεντική έκφραση της ανθρώπινης κατάστασης μέσω των τεχνών. 
  4. Δεν υπάρχει τίποτα που να συνηγορεί στο ότι βάση των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων είναι οι μπαμπούλες της “ακροδεξιάς”  και του “εθνικισμού”, λέξεις κλειδιά που ρίπτουν ανέμελα στον δημόσιο λόγο τους οι καλλιτεχνίζοντες αιώνιοι έφηβοι, διανθίζοντάς τον και με ολίγο από Τραμπ, από μετανάστες, και από Τέμπη – τις γνωστές “εργολαβίες” που έχουν αναλάβει να διατυμπανίζουν. Αν κανείς τους θέλει να βρει την αιτία της κοινωνικής και καλλιτεχνικής παρακμής, θα την βρει στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που φαντάζονται: όχι στην προσκόλληση στην παράδοση, την οποία μετά βδελυγμίας αποποιούνται, αλλά στην απομάκρυνση από αυτή. Το δυαδικό μυαλό τους δεν μπορεί να συλλάβει την ανάγκη της διαμόρφωσης της προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας μέσω της παράδοσης.

Η όλο και αυξανόμενη έλλειψη σοβαρών καλλιτεχνικών προτάσεων, δείχνει πως η μεγάλη πλειοψηφία του εγχώριου καλλιτεχνικού προσωπικού έχει εκπέσει σε ποιότητα, είναι εγκλωβισμένη σε ιδεολογικά σχήματα που έχουν προ πολλού περάσει τα όρια του γελοίου, και απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε μια μικρή μειοψηφία του κοινού που αποτελεί τον κύκλο τους, και βρίσκει ικανοποίηση παρακολουθώντας ουσιαστικά ένα ιδεολογικοποιημένο μη-θέατρο. Η πλειονότητα των θεατρικών παραγωγών έχει χάσει εδώ και καιρό την επαφή της με το ευρύ κοινό, τους πολλούς, τους οποίους και λοιδορούν, και οι οποίοι δικαίως αδιαφορούν για οτιδήποτε συμβαίνει στα μικρομεσαία θέατρα στο Γκάζι, και ενίοτε στα μεγαλύτερα θέατρα του κέντρου, δεν ξέρουν κατά πού πέφτει το Εθνικό Θέατρο, και προτιμούν άλλου είδους ψυχαγωγία. Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία που μεγάλα κομμάτια της καλλιτεχνικής ελίτ έχουν να επιδείξουν μικρότερη αντιληπτική ικανότητα και πνευματικό εκτόπισμα από το ίδιο τους το κοινό. Και ας μην φαντάζονται πως η νεοπτολέμιος τίσις είναι κάτι που δεν μπορεί να συμβεί στον καθένα.