Eva Illouz : "Les vies contemporaines se consument dans l'attente de quelque chose qui nous sauvera mais ne vient pas"

Αποσπάσματα βιβλίων/μεταφράσεις

Ο εκδοτικός οίκος που είχε εκδώσει στα ελληνικά, μεταξύ άλλων, το βιβλίο της Γαλλίδας κοινωνιολόγου Eva Illοuz Ψυχρή τρυφερότητα (2017), ανακοίνωσε ότι το αποσύρει και δεν θα το επανεκδώσει, διότι η συγγραφέας στο πρόσφατο άρθρο της για τον αντισημιτισμό εξέφρασε προβληματικές ιδέες. Μεταφράζουμε εδώ το άρθρο, για να μπορέσει ο αναγνώστης να κρίνει μόνος του.

«Όταν τα αξιώματα με τα οποία η εκάστοτε πλευρά μιας διαμάχης εισέρχεται στον διάλογο παραμένουν υπόρρητα, φράσσουν τις διόδους της σκέψης μας και μας θολώνουν την κρίση. Ας διατυπώσω λοιπόν ξεκάθαρα τις δικές μου παραδοχές, προκειμένου ν’ απαντήσω σε ένα ερώτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων, από τις 7 Οκτωβρίου ή και νωρίτερα: είναι άραγε ο αντισιωνισμός μια μορφή αντισημιτισμού;

ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Ο πρώτος μου ισχυρισμός είναι ότι το εθνοτικό ή φυλετικό μίσος βασίζεται σε δυαδικές διακρίσεις και ιεραρχήσεις – Χριστιανοί-Εβραίοι, πολιτισμένοι-πρωτόγονοι, λευκοί-μαύροι. Αυτά τα δυαδικά σχήματα είναι βαθιά ριζωμένα στη γλώσσα, στις αφηγήσεις και στις εικόνες μας και δεν έχουν εκλείψει εντελώς απ’ τις φαινομενικά εξισωτικές κοινωνίες μας. Αντιθέτως, πλεονάζουν μέσα τους. Για παράδειγμα, ο αντισημιτισμός έχει κάνει για τα καλά την επανεμφάνισή του, ιδιαίτερα μετά την 7η Οκτωβρίου. Έτσι, κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει ρατσιστικά, σεξιστικά ή αντισημιτικά στερεότυπα, χωρίς καν να έχει συνειδητή πρόθεση να προσβάλει. Η δεύτερη παραδοχή μου είναι ότι, όσο και αν πολεμάμε την ουσιοκρατία και το μίσος που αυτές οι κατηγοριοποιήσεις παράγουν, επιβιώνουν με έμμεσους και περίπλοκους τρόπους. Όταν καταργήθηκαν οι νόμοι του Jim Crow, οι μαύροι ταυτίστηκαν με το έγκλημα. Όταν ο φεμινισμός επέφερε γενναίες νομοθετικές αλλαγές, δημιουργήθηκε το στερεότυπο της ‘δαιμονικής φιλόδοξης γυναίκας’. Αυτές οι ιεραρχημένες δυάδες έχουν μακροχρόνια ζωή, επειδή οι γνωστικές και συναισθηματικές τους δομές αναγεννώνται περιοδικά, παίρνοντας νέες μορφές. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί πιθανώς και ο αντισιωνισμός. Η τρίτη μου παραδοχή είναι ότι αυτές οι ιεραρχήσεις είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένες στον τρόπο που σκεφτόμαστε, ώστε απαιτείται κάτι παραπάνω περισσότερη από αυτογνωσία για ν’ απαλλαγούμε από αυτές. Απ’ το συλλογικό ασυνείδητο δεν γλυτώνει κανείς – ούτε και τα μέλη των στιγματισμένων ομάδων. Έτσι, ορισμένες γυναίκες μπορεί να είναι μισογύνισσες, κάποιοι Εβραίοι αντισημίτες, κάποιοι αντι-αποικιοκράτες ρατσιστές. Άρα, το επιχείρημα ‘δεν μπορώ να είμαι σεξιστής/ρατσιστής/αντισημίτης επειδή είμαι γυναίκα/μαύρος/Εβραίος’ είναι άκυρο. Το γεγονός ότι πολλοί αντισιωνιστές είναι Εβραίοι δεν αποδεικνύει ότι η αντισιωνιστική ιδεολογία δεν αναπαράγει αντισημιτικά μοτίβα.

ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ

Η αυτοπροσδιοριζόμενη σαν προοδευτική Αριστερά – εδώ έχω κατά νου άτομα όπως η Judith Butler, ο Pankaj Mishra και η Masha Gessen (της οποίας το πρόσφατο άρθρο στους New York Times με τίτλο “Drawing the Line on Antisemitism” ξεσήκωσε ολόκληρη θύελλα αντιδράσεων) – έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να διαχωρίσει τον αντισιωνισμό ως πολιτική ιδεολογία από τον αντισημιτισμό ως αποτρόπαιη και παράλογη προκατάληψη. Αυτό έγινε για δύο, φαινομενικά εύλογους, λόγους:

  1. Πρέπει να μπορούμε να καταδικάζουμε τις πολιτικές του Ισραήλ, όταν αυτές είναι ηθικά επιλήψιμες, χωρίς να μας σκιάζει η αποπνικτική υποψία ότι θα θεωρηθούμε «αντισημίτες».
  2. Ορισμένα μέλη της εβραϊκής και ισραηλινής ελίτ (με προεξάρχοντα τον Netanyahu) έχουν πράγματι εκμεταλλευθεί κυνικά τις κατηγορίες περί αντισημιτισμού, για να φιμώσουν τυχόν επικρίσεις κατά του Ισραήλ, όπως το ότι παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, ότι διαπράττει εγκλήματα πολέμου ή ότι δεν σκοπεύει να τερματίσει την ανήθικη κατοχή του.

Αλλά δεν νομίζω πως αυτοί είναι οι μοναδικοί λόγοι για τους οποίους επιμένουν τόσο πολύ στο να κρατηθούν ξεχωριστά ο αντισιωνισμός και ο αντισημιτισμός. Μετά τις 7 Οκτωβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι και αριστερίζοντες Εβραίοι Σιωνιστές έχουν αρχίσει να νιώθουν ολοένα και πιο άβολα με τον τρόπο που χρησιμοποιείται ο αντισιωνισμός. Αναρωτιούνται:

  • γιατί το κίνημα απελευθέρωσης των Εβραίων είναι το μόνο που ακόμη και σήμερα, 120 χρόνια μετά τη γέννησή του, τίθεται υπό αμφισβήτηση και δαιμονοποιείται;
  • γιατί το Ισραήλ είναι το μόνο κράτος στον κόσμο του οποίου η ύπαρξη θεωρείται διαπραγματεύσιμη, ακόμα και σε χαλαρές συζητήσεις σε δείπνα;
  • γιατί η κατηγορηματική απόρριψη του Σιωνισμού αποτελεί τόσο κεντρικό στοιχείο της προοδευτικής ταυτότητας;

Σε έναν κόσμο γεμάτο διώξεις, πολέμους, γενοκτονίες και εμφύλιες συρράξεις, η εμμονή με την οποία καταγγέλλονται τα εγκλήματα του Ισραήλ – σαν να είναι μοναδικά – δημιουργεί εύλογες υποψίες: μήπως κάτι βαθύτερο διακυβεύεται πέρα από τις ίδιες τις πράξεις του Ισραήλ; Για να απαντήσουμε σε αυτή την υποψία, χρειάζεται μια μεθοδολογία που θα απαντά σε δύο ερωτήματα:

  1. Κάνει ο αντισιωνισμός διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων, δηλαδή τους μεταχειρίζεται διαφορετικά από άλλες ομάδες;
  2. Απανθρωποποιεί ο αντισιωνισμός τους Εβραίους;

Όταν προσπαθούμε να κρίνουμε αν μια λέξη, μια συμπεριφορά ή μια ιδέα είναι διακριτική, σεξιστική, ρατσιστική ή ισλαμοφοβική, η «προοδευτική» Αριστερά συνήθως βασίζεται στη μαρτυρία των ίδιων των μειονοτήτων. Αυτό είναι και το λογικό: αν μια ομάδα ωφελείται εις βάρος μιας άλλης, δεν μπορούμε να αφήσουμε την πρώτη να κρίνει μόνη της το αν η συμπεριφορά της είναι βλαβερή. Αν, για παράδειγμα, οι άντρες σχολιάζουν την εμφάνιση μιας γυναίκας στη δουλειά, δεν είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν αν πρόκειται για απλή φιλοφρόνηση ή για σεξουαλική παρενόχληση – μόνο οι ίδιες οι γυναίκες μπορούν να το πουν αυτό. Αυτή η αρχή έχει γίνει καθολικά αποδεκτή – με εξαίρεση μονάχα μία περίπτωση: την περίπτωση των Εβραίων. Πολλοί Εβραίοι υποστηρίζουν ότι η γλώσσα και η εχθρότητα του αντισιωνισμού είναι συχνά αντισημιτική. Ωστόσο, αυτές οι μαρτυρίες έχουν αγνοηθεί – και συνεχίζουν να αγνοούνται – από την ίδια Αριστερά που επιτρέπει σε όλες τις άλλες μειονότητες να ορίζουν τι προσβάλλει την αξιοπρέπειά τους. Για παράδειγμα, σε πολλές δυτικές δημοκρατίες, οι Μουσουλμάνοι κατάφεραν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι συζητήσεις για την επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ή για την καταπίεση των γυναικών μέσω της μαντίλας είναι «ισλαμοφοβικές» και «δυτικοκεντρικές». Είναι λοιπόν εύλογο να αναρωτηθούμε: γιατί άραγε δεν ισχύει το ίδιο και για τους Εβραίους; Γιατί η Αριστερά παραμένει κωφή στις εκκλήσεις των Εβραίων ότι ο αντισιωνισμός είναι, αν όχι ταυτόσημος με τον αντισημιτισμό, τότε εξαιρετικά όμοιος με αυτόν; Επιπλέον, εξ όσων γνωρίζω, οι Εβραίοι είναι η μόνη μειονότητα που κατηγορείται ανοιχτά και συστηματικά ότι εργαλειοποιεί το παρελθόν της (δηλ. το Ολοκαύτωμα ή τον αντισημιτισμό) για να κερδίσει πολιτικά οφέλη. Δεν έχω ακούσει αντίστοιχη μομφή για άλλες εθνοτικές ή φυλετικές ομάδες – τουλάχιστον όχι από liberals. Θα μας ανατρίχιαζε όλους αν ακούγαμε κάποιον να λέει πως οι σημερινοί απόγονοι των παλιών σκλάβων εκμεταλλεύονται το παρελθόν της δουλείας για ν’ αποσπάσουν για λογαριασμό τους διάφορα πολιτικά προνόμια. Κι όμως, αυτό ακριβώς υποστηρίζουν συχνά οι «προοδευτικοί» για τους Εβραίους και τον αντισημιτισμό – πολλές φορές κοροϊδεύοντας και λοιδορώντας τον φόβο και τη θλίψη τους. Γιατί λοιπόν υπάρχει τόσο έντονη ασυμμετρία μεταξύ των εβραϊκών και των μη εβραϊκών ‘φωνών’ ως προς το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν την ιστορική τους μνήμη και να προσδιορίζουν τι αποτελεί προσβολή για τους ίδιους; Υποθέτοντας ότι οι προοδευτικοί δεν κινούνται από συνειδητό και εκπεφρασμένο μίσος για τους Εβραίους, πιστεύω ότι υπάρχει μόνο μία εύλογη απάντηση: παρόλο που οι Μουσουλμάνοι (για να συνεχίσουμε με το ίδιο παράδειγμα) είναι δημογραφικά, εδαφικά και οικονομικά (σε συνολικό συσσωρευμένο πλούτο) σε πολύ καλύτερη θέση από τους Εβραίους, θεωρούνται ευάλωτη και τάχα διωκόμενη μειονότητα, ενώ στους Εβραίους – ειδικά όταν αυτοί συνδέονται με το Ισραήλ – δεν αποδίδεται αυτή η ιδιότητα. Αν οι μουσουλμάνοι αποτελούν δύο δισεκατομμύρια στον κόσμο, σχεδόν το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού, και οι Εβραίοι μόλις 15 εκατομμύρια, δηλαδή το 0,2% των ανθρώπων που κατοικούν σ’ αυτόν τον πλανήτη, οι τελευταίοι θα ήταν σαφώς πιο εύλογο να θεωρηθούν μια ευάλωτη μειονότητα σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο, στις δυτικές δημοκρατίες, οι Εβραίοι αντιμετωπίζονται σαν μια κυρίαρχη (και «λευκή») ομάδα, αντίληψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι συνδέονται νοητικά με το Ισραήλ, ένα στρατιωτικό κράτος που έχει νικήσει σε πολυάριθμους πολέμους. Σ’ όσες έρευνες έχουν διεξαχθεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, διαπιστώθηκε ότι το ένα τρίτο ή περισσότερο του πληθυσμού πιστεύει ότι οι Εβραίοι έχουν υπερβολική εξουσία.[i] Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι νέοι, που είναι πιο πιθανό να είναι προοδευτικοί από τους ηλικιωμένους, είναι επίσης πιο πιθανό να πιστεύουν ότι οι Εβραίοι ελέγχουν υπερβολικά την οικονομία και τα μέσα ενημέρωσης. Αυτή η ασυμμετρία μεταξύ της αριστερής μεταχείρισης των Μουσουλμάνων και των Εβραίων προδίδει μια διπλή διάκριση: θεωρεί ότι ο Ισλάμ χρειάζεται προστασία, παρά την εδαφική του επέκταση και τη θρησκευτική του δύναμη, αποκαλύπτοντας μια οριενταλιστική συγκαταβατικότητα (η προστασία του Ισλάμ διαφέρει από την προστασία των μουσουλμανικών μειονοτήτων που ζουν σε δυτικές χώρες από πραγματικές και παρούσες διακρίσεις). Και συνάμα ακυρώνει το καθεστώς μειονότητας των Εβραίων, επειδή τάχα συνδέονται σιωπηρά με την εξουσία και την κυριαρχία. Πολύ περισσότερο, για να νομιμοποιήσουν την κρατική ύπαρξη του Ισραήλ, οι Εβραίοι συνήθως επικαλούνται το επιχείρημα του επίμονου αντισημιτισμού, και αυτό το επιχείρημα, στην προοδευτική ηθικολογική γραμματική, ακυρώνεται ipso facto. Απορρίπτεται και αναδιατυπώνεται σαν ‘εκμετάλλευση’ ή (‘εργαλειοποίηση’, για να χρησιμοποιήσουμε έναν πιο μοντέρνο όρο) μιας τραγικής ιστορίας για να ‘εξωραΐσει’ τα εγκλήματα του Ισραήλ. Ο φόβος ή η καταγγελία του αντισημιτισμού από τους Εβραίους μετατρέπεται ταυτολογικά σε ‘απόδειξη’ ή σε ένδειξη πονηρής χειραγώγησης, με αποτέλεσμα να αποκλείεται αυτόματα. Σημειώστε ότι οι πονηρές μανούβρες του Ιράν και άλλων μουσουλμανικών χωρών για ν’ απορρίψουν και ν’ αποκλείσουν, σαν ‘ισλαμοφοβική’, την οποιαδήποτε κριτική στο πολιτικού Ισλάμ , δεν έχουν συναντήσει ποτέ τέτοια εκ των προτέρων καχυποψία απ’ την προοδευτική Αριστερά.’

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΤΙΣΙΩΝΙΣΜΟΣ

Μπορούμε λοιπόν να πούμε με βεβαιότητα ότι δύο βασικά μοτίβα του παραδοσιακού αντισημιτισμού «τυχαίνει» να είναι τα ίδια που αποδίδονται στους Σιωνιστές και στον Σιωνισμό: η εκτεταμένη καταστροφική ισχύς και ο δόλιος σχεδιασμός για την αποφυγή λογοδοσίας. Αυτά τα δύο κεντρικά αντισημιτικά μοτίβα έχουν αποσπαστεί από τον αντισημιτισμό και επικολληθεί πάνω στον Σιωνισμό. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από κείμενο που δημοσίευσε η οργάνωση Dyke March της Νέας Υόρκης το 2025. Το κείμενο απαριθμεί τα διάφορα σημαντικά αιτήματα που υποστηρίζουν οι λεσβίες ακτιβίστριες:

> Για τη σωματική αυτονομία και τη δικαιοσύνη στην αναπαραγωγή·

> Για την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων·

> Υπέρ των μεταναστών·

> Υπέρ της ουδετερότητας σώματος και της αποδοχής κάθε σώματος·

> Συμπερίληψη όλων των θρησκειών και πνευματικών παραδόσεων·

> Στήριξη των εργαζομένων στο σεξ·

> Θετικότητα στο σεξ και στις ερωτικές διαφορετικότητες·

> Διαγενεακή συμμετοχή·

> Χώρος για αυτοεξερεύνηση·

> Μη ιεραρχική δομή·

> Χώρος για κοινότητα και queer ενθουσιασμό·

> Συμπεριληπτικότητα.

Μέσα σε αυτή τη μακροσκελή λίστα θετικών διεκδικήσεων, μόνο ένας όρος αναφέρεται με αρνητικό πρόσημο: ο Σιωνισμός. Δείτε πώς διατυπώνεται:

Αντισιωνιστές: εναντιωνόμαστε στην εθνικιστική πολιτική ιδεολογία του Σιωνισμού, ιδιαίτερα όπως αυτή προωθείται στους θεσμούς των ΗΠΑ, καθώς συνεχίζει να χρησιμοποιείται για να υποτάσσει, να εκτοπίζει και να περιθωριοποιεί τον παλαιστινιακό λαό. Ο αντισιωνισμός απορρίπτει την ιμπεριαλιστική ιδέα ότι η αυτοδιάθεση ενός λαού μπορεί να δικαιολογήσει τη θεσμική ανισότητα, τον εξαναγκαστικό εκτοπισμό ενός τοπικού πληθυσμού ή την εθνοκάθαρση και γενοκτονία μιας άλλης εθνοτικής και πολιτισμικής ομάδας. Κάνουμε σαφή διάκριση μεταξύ της αντίθεσης στον Σιωνισμό ως πολιτική ιδεολογία και του αντισημιτισμού. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφή αντισημιτισμού και αναγνωρίζουμε ότι οι Εβραίοι έχουν υποστεί ιστορικές και συνεχιζόμενες καταπιέσεις. Η κριτική μας στρέφεται σε ένα πολιτικό σύστημα και μια ιδεολογία, όχι στους Εβραίους ή τον Ιουδαϊσμό. Να σημειωθεί ότι η τυπική αυτή διάκριση μεταξύ αντισιωνισμού και αντισημιτισμού επαναλαμβάνεται εδώ, μόνο και μόνο για να προλάβει κατηγορίες αντισημιτισμού και να φιμώσει τους Εβραίους που μπορεί να νιώσουν προσβεβλημένοι από το γεγονός ότι, μέσα σ’ όλα τα κακά του κόσμου μας, μόνο το Ισραήλ και ο Σιωνισμός αξίζουν τέτοια ειδική καταδίκη.

Όχι η κλιματική αλλαγή,

Όχι ο πυρηνικός πόλεμος,

Όχι η βάρβαρη καταπίεση των γυναικών στο Αφγανιστάν,

Όχι ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία,

Όχι η παγκόσμια πείνα και οι ιάσιμες ασθένειες,

Όχι τα εκατομμύρια εκτοπισμένων και σκοτωμένων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Μόνο το Ισραήλ και ο Σιωνισμός.  Αυτό θα έπρεπε να μας αφήνει όλους άναυδους. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το πώς μέσα στο κείμενο ο Σιωνισμός ταυτίζεται με τις πολιτικές του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ο Σιωνισμός που ταυτίζεται με το Ισραήλ, αλλά ο αντισιωνισμός συγχέει τις πολιτικές ενός κράτους με μια ολόκληρη ιδεολογία, παρουσιάζοντας τον Σιωνισμό περίπου σαν μια σατανική ιστορική δύναμη, μια μοχθηρή ουσία. Με βάση τα όσα γνωρίζω εγώ, κανένα άλλο εθνικό κίνημα που εκπροσωπεί έναν λαό δεν έχει αντιμετωπιστεί σαν η γενεσιουργός αρχή του κακού. Η διχοτόμηση της Ινδίας και η δημιουργία κρατών στην Ανατολική Ευρώπη οδήγησαν σε εκατομμύρια εκτοπίσεις – ωστόσο αυτές οι εθνικιστικές κινήσεις δεν έχουν δαιμονοποιηθεί, ούτε οι χώρες που προέκυψαν από αυτές θεωρούνται ‘διαβολικές’ οντότητες. Κομουνιστικά κράτη όπως η Καμπότζη ή η Κίνα, υπεύθυνα για ανείπωτα εγκλήματα, δεν έχουν ουσιαστικά απονομιμοποιηθεί απ’ τη δημοκρατική Αριστερά με τον τρόπο που ο Σιωνισμός και το Ισραήλ έχουν στιγματιστεί από συνθήματα όπως ‘ο Σιωνισμός είναι ρατσισμός’ ή με την κατηγορία για ‘γενοκτονία’ που άρχισε να διακινείται μόλις τρεις ημέρες μετά τις 7 Οκτωβρίου (βλ. ενδεικτικά τον Παλαιστίνιο εκπρόσωπο στον ΟΗΕ, Riyad H. Mansour). Ο Βρετανός πανκ τραγουδιστής Bob Vylan περιέγραψε απερίφραστα πώς αντιλαμβάνονται πολλοί τους Ισραηλινούς, με το σύνθημα του επί σκηνής: ‘Θάνατος, Θάνατος στον IDF’. Το Ισραήλ είναι το μοναδικό κράτος του οποίου οι πολίτες υφίστανται μποϊκοτάζ (το οποίο έχει παλιές ρίζες – τα ‘γκέτο’ ήταν πρώιμες μορφές αποκλεισμού) και του οποίου τον αφανισμό ζητά και χειροκροτεί το κοινό. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Σιωνισμός έχει καταστεί στίγμα ντροπής, και ο αντισιωνισμός έχει εξελιχθεί – με τα λόγια του μαρξιστή διανοούμενου Steve Cohen – σε μεταφυσική αρχή, μια καταρχήν εχθρότητα προς το Ισραήλ, ανεξάρτητα από τις πράξεις του. Ο σιωνισμός έδωσε στους Εβραίους υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια – να περπατούν με το κεφάλι ψηλά. Η μετατροπή του σε έγκλημα είναι για τους Εβραίους ισοδύναμη με το να θεωρείται η ‘gay pride’ ή η ‘μαύρη αξιοπρέπεια’ πηγή ντροπής. Ίσως γι’ αυτό οι προοδευτικοί επιμένουν στον διαχωρισμό μεταξύ Σιωνιστών και Εβραίων, μεταξύ αντισιωνισμού και αντισημιτισμού. Ξέρουν – έστω διαισθητικά – ότι ο αντισιωνισμός δαιμονοποιεί μια βασική πηγή εβραϊκής περηφάνιας, και έτσι προσπαθούν να αποφύγουν την προφανή σύνδεση. Όμως, ένας τέτοιος διαχωρισμός προϋποθέτει γερές δόσεις κακοπιστίας και αυταπάτης. Ο Σιωνισμός και η εβραϊκή ταυτότητα είναι τόσο βαθιά αλληλένδετοι που μόνο με έντονη ιδεολογική τύφλωση μπορεί κανείς να τους διαχωρίσει με τέτοια σιγουριά.

ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Ο ΕΒΡΑΪΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΙΩΝΙΣΜΟ;

Ωστόσο, η προοδευτική Αριστερά έχει καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να μας πείσει ότι οι αντισιωνιστές Μπουντιστές του παρελθόντος – που πίστευαν ότι οι Εβραίοι θα ξεπερνούσαν τον αντισημιτισμό μέσω πολιτιστικής αυτονομίας στην Ευρώπη – είναι το ίδιο με όσους σήμερα τραγουδούν συνθήματα για τον θάνατο του Ισραήλ. Πολλοί από τους Μπουντιστές, σημειωτέον, δολοφονήθηκαν από τον Hitler ή τον Stalin, κάτι που έθεσε ένα τραγικό και τελεσίδικο τέλος στη ‘συμπεριληπτική’ τους νοοτροπία. Αυτή η προσπάθεια να χαραχθεί μια γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στον αντισιωνισμό και τον αντισημιτισμό, αφενός, και να παρουσιαστούν οι σύγχρονοι αντισιωνιστές που ζητούν τη διάλυση του Ισραήλ ως καλοπροαίρετοι ιδεολόγοι τύπου Bund, αφετέρου, έχει προκαλέσει τεράστια και ηθελημένη σύγχυση, με τέσσερις έμπρακτες συνέπειες:

Οι Εβραίοι χάνουν το δικαίωμα να καθορίζουν τα όρια και ακόμα και την ίδια την πραγματικότητα των προσβολών εναντίον τους – δικαίωμα που έχει δοθεί σε όλες τις άλλες μειονοτικές ομάδες. Η διάκριση μεταξύ αντισιωνισμού και αντισημιτισμού καθιστά τους Εβραίους αποδεκτούς μόνο αν αποκηρύξουν οι ίδιοι τον Σιωνισμό, όπως άλλοτε οι Χριστιανοί απαιτούσαν απ’ τους Εβραίους ν’ αρνηθούν την πίστη τους, για να γίνουν κοινωνικά αποδεκτοί. Η υποψία ότι κάθε καταγγελία αντισημιτισμού είναι ‘στρατήγημα υπέρ του Ισραήλ’ δημιουργεί το εξής κλειστό ιδεολογικό σύστημα: η προοδευτική Αριστερά απαλλάσσει εαυτήν προκαταβολικά από κάθε κατηγορία για εθνοτικό, φυλετικό ή θρησκευτικό μίσος κατά των Εβραίων, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγει το παραδοσιακό αντισημιτικό στερεότυπο του ‘ύπουλου και δόλιου Εβραίου’. Η φαινομενική διάκριση μεταξύ πολιτικής άποψης (αντισιωνισμού) και μίσους (αντισημιτισμού) διευρύνει το εννοιολογικό πεδίο του αντισημιτισμού: υποτίθεται πως διαχωρίζει τις δύο έννοιες, αλλά στην πράξη τις θολώνει και επιτρέπει την αναγέννηση του αντισημιτισμού μ’ ένα πιο μοντέρνο λεξιλόγιο. Αυτό ακριβώς κατάφερε το άρθρο της Gessen. Σύμφωνα με εκείνη, η ένοπλη επίθεση εναντίον δύο Ισραηλινών εργαζομένων στην πρεσβεία μπροστά από το Εβραϊκό Μουσείο στην Ουάσινγκτον (21 Μαΐου), καθώς και ο εμπρησμός φιλοϊσραηλινής συγκέντρωσης στο Μπόλντερ, δεν ήταν αντισημιτικά επεισόδια, αλλά συνδεδεμένα “αναπόφευκτα” με τη Γάζα – δηλαδή, πολιτικές ενέργειες, όχι εκδηλώσεις μίσους. Αυτό που διακυβεύεται ολοφάνερα εδώ είναι ο κίνδυνος ‘ξεπλύματος’ του εθνοτικού μίσους σε μιαν αποδεκτή πολιτική άποψη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οφείλουμε να βάλουμε ένα τέλος στο διπλό μύθευμα ότι τάχα:

  1. Ο Σιωνισμός ταυτίζεται απόλυτα με τις πολιτικές του Ισραήλ
  2. Ο αντισιωνισμός και ο αντισημιτισμός είναι ριζικά διαφορετικοί – ο ένας θεμιτός, ο άλλος αποτρόπαιος.

Στην πραγματικότητα, αν και οι δύο όροι δεν είναι ταυτόσημοι, μοιράζονται μια ‘οικογενειακή’ ομοιότητα. Ο αντισημιτισμός προσφέρει στον αντισιωνισμό το λεξιλόγιο του και τη βασική μοραλιστική του δομή. Ο αντισημιτισμός είναι οι ‘ράγες’ πάνω στις οποίες το ‘τρένο’ του αντισιωνισμού κυλά με άνεση. Η πλειονότητα του οργανωμένου αντισιωνισμού δεν βασίζεται σε κάποια πολιτική θεωρία. Ούτε καν σε ιδεολογία. Είναι μια μορφή μίσους. Πολλοί Εβραίοι – κι εγώ ανάμεσά τους – δεν έχουμε καμία αντίρρηση να δηλώνουμε Σιωνιστές και ταυτόχρονα να καταδικάζουμε με τον πλέον έντονο τρόπο τη βαρβαρότητα του πολέμου στη Γάζα και την ανηθικότητα της ισραηλινής κατοχής. Δεν έχουμε πρόβλημα να επισημαίνουμε τον κυνισμό και τη δηλητηριώδη πολιτική του Netanyahu, χωρίς όμως ν’ αμφισβητούμε την κρατική ύπαρξη του Ισραήλ. Ο Netanyahu δεν ακυρώνει τη δυνατότητα της πολιτικής ύπαρξης του Ισραήλ, όπως αντίστοιχα ο Putin δεν ακυρώνει τη δυνατότητα της πολιτικής ύπαρξης της Ρωσίας. Οι Εβραίοι λοιπόν δεν ‘εργαλειοποιούν’ τον αντισημιτισμό για να προωθήσουν τους σκοπούς τους περισσότερο απ’ ό,τι οι Μουσουλμάνοι ‘εργαλειοποιούν’ την ‘ισλαμοφοβία’ για στρατηγικά οφέλη. Το να μετατρέπεται αυτή η εργαλειοποίηση σε άρνηση της ύπαρξης του αντισημιτισμού και σε καλέσματα για την εξαφάνιση του Ισραήλ αποτελεί καθαρή προκατάληψη και μίσος. Δεν υπάρχει καμία λογική σύνδεση ανάμεσα στην καταδίκη της απάνθρωπης ισραηλινής πολιτικής ή του κυνισμού του Netanyahu, και στον αντισιωνισμό. Το να είσαι Σιωνιστής σημαίνει να μην αμφισβητείς καν τη νομιμότητα του Ισραήλ, όπως δεν αναρωτιόμαστε για τη νομιμότητα της Πορτογαλίας, του Πακιστάν ή της Βραζιλίας (και όπως οι προοδευτικοί δεν αμφισβητούν την ύπαρξη χωρών όπως η Ρωσία και η Κίνα, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου). Ο αντισιωνισμός, όμως, κάνει ακριβώς αυτό: θεωρεί ότι το μοναδικό εβραϊκό κράτος είναι το μόνο κράτος που πρέπει να καταστραφεί – είτε πραγματικά είτε συμβολικά – και το μόνο κράτος του οποίου οι πολίτες πρέπει να αποκλειστούν απ’ τη συμμετοχή στην ανθρώπινη κοινότητα, δηλαδή να μποϊκοταριστούν. Ο αντισιωνισμός παρουσιάζει το μίσος για τους Ισραηλινούς σαν αρετή. Η θέση ότι ο αντισιωνισμός είναι κάτι απολύτως διαφορετικό απ’ τον αντισημιτισμό είναι άστοχη και ηθικά ύποπτη. Φανταστείτε ένα ολόκληρο διανοητικό κίνημα που υποστηρίζει τη διάλυση των αφρικανικών κρατών, τον αποκλεισμό τους, τη μετατροπή τους σε παρίες, τη συστηματική δαιμονοποίησή τους, με το πρόσχημα των εμφυλίων πολέμων τους – και να ισχυρίζεται ότι δεν είναι ρατσιστικό. Δύσκολα θα έπειθε κανέναν. Κι όμως, αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον αντισιωνισμό. Και το καταφέρνει γιατί οι Σιωνιστές είναι Εβραίοι και γιατί υπάρχει μια μακρά παράδοση δαιμονοποίησης και περιθωριοποιήσεων των Εβραίων. Ο αντισιωνισμός αρνείται στους Εβραίους μια θεμελιώδη διάσταση της ύπαρξής τους και της αυτοκαθοριζόμενης ταυτότητάς τους. Απαιτεί από τους Εβραίους ν’ αποκηρύξουν έναν βαθιά ουσιαστικό τμήμα της ύπαρξής τους. Περισσότερο ακόμη: Όπως έδειξαν οι αντιδράσεις μετά την 7η Οκτωβρίου, και όπως κάνει ξεκάθαρο το άρθρο της Gessen, το διακύβευμα του αντισιωνισμού είναι – ενδεχομένως – να κάνει τον φόνο των Εβραίων όχι απλώς αποδεκτό, αλλά λιγότερο ανεπίτρεπτο. Υπάρχει σημασιολογική συνέχεια ανάμεσα στην εικόνα του Εβραίου στον χριστιανικό κόσμο ως δολοφόνου του Χριστού, ως αιμοσταγούς βιαστή και παιδοκτόνου, και στην σύγχρονη αντίληψη του Ισραήλ ως απόλυτου κακού και πηγής παγκόσμιου εγκλήματος. Μια κοσμική ιδεολογία, ο Σιωνισμός, της οποίας ο σκοπός ήταν να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία των Εβραίων, έχει στοχοποιηθεί ως ο φορέας μιας ριζικής ενοχής και απόλυτου κακού, όπως καμία άλλη ιδεολογία. Καμία συνθηματολογία δεν μπορεί να το κρύψει: ο αντισημιτισμός παρέχει στον αντισιωνισμό το πάθος και τα αρχέτυπά του, το λεξιλόγιο και τα νοήματά του. Αν η woke ιδεολογία έχει πραγματοποιήσει ένα ηθικό άλμα προόδου, είναι γιατί μας έκανε να αντιληφθούμε ότι ο μισογυνισμός, η ομοφοβία και ο ρατσισμός έχουν ρίζες βαθιές. Αν αυτό ισχύει γι’ αυτές τις μορφές μίσους, τότε δεν μπορεί να μην ισχύει για τον αντισημιτισμό. Ήρθε η ώρα να ξεσκεπάσουμε την απάτη. Γιατί ο ‘μεταφυσικός’ αντισιωνισμός είναι βαθιά προσβλητικός για τους περισσότερους Εβραίους και δεν εξυπηρετεί την παλαιστινιακή υπόθεση. Μας εμποδίζει να φέρουμε σε πέρας τις επείγουσες αποστολές του καιρού μας:

* να σταματήσει η καταστροφική μανία του Ισραήλ στη Γάζα,

* να ξαναχτιστεί η Λωρίδα της Γάζας,

* να δοθεί ένας ανθρώπινος μέλλον στους Παλαιστίνιους,

* να δημιουργηθεί ειρήνη στην περιοχή,

* ν’ αναδειχθεί μια νέα ηγεσία στη Γάζα, χωρίς φιλοδοξίες γενοκτονίας απέναντι στο Ισραήλ.

Όσο η γλώσσα μας είναι διαποτισμένη με αντισημιτισμό, και όσο ο αντισιωνισμός συγχέει ύπουλα την κριτική με τη δαιμονοποίηση, τόσο πιο πολύ θ’ απομακρυνόμαστε από αυτούς τους στόχους.


Στην ανάλυσή της, η Eva Illouz, Διευθύντρια Σπουδών στην École des hautes études en sciences sociales, στη Γαλλία, εξετάζει τις προσπάθειες της αντισιωνιστικής Αριστεράς να διαχωρίσει τις ιδέες και τις στάσεις της από τις κατηγορίες για αντισημιτισμό. Η Illouz διερευνά τη διαχρονική παρουσία ρατσιστικών μορφών στις σύγχρονες κοινωνίες και θέτει το ερώτημα: γιατί, ενώ η Αριστερά γενικά υπερασπίζεται την αρχή ότι οι μειονοτικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν τι συνιστά κακομεταχείριση ή διάκριση εις βάρος τους, στην περίπτωση του αντισημιτισμού αρνείται κατηγορηματικά να το πράξει; Η Illouz έρχεται επίσης αντιμέτωπη με τη φύση του ίδιου του αντισιωνισμού, διερωτώμενη γιατί ‘μια κοσμική ιδεολογία που στόχευε να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία των Εβραίων έχει στιγματιστεί, όσο καμία άλλη, σαν ο κύριος υπεύθυνος και ο εκτελεστής του απόλυτου κακού».