Ο σπουδαίος ιστορικός και φιλόσοφος, Ρενέ Ζιράρ, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό, διάφοροι φιλελεύθεροι και αριστεροί, έχουν μισήσει τη συνεκτική θεωρία του, κυρίως γιατί το φτωχό και ακατάλληλο θεωρητικό τους οπλοστάσιο, δεν καταφέρνει να την καταρρίψει. Πρόκειται για μια θεωρία που εκκινεί από την αρχαιότητα και βρίσκει το πραγματικό της υπόβαθρο στον Λόγο του Θεού και στον Χριστιανισμό. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ζιράρ βρίσκεται στους αντίποδες των νεωτερικών φιλοσοφικών ρευμάτων που μέχρι σήμερα συνεχίζουν ακάθεκτα – εκτός τόπου και χρόνου – να πιθηκίζουν τις «ορθολογικές» και εκκοσμικευμένες ιδέες ενός κακοχωνεμένου και ιστορικά εξαντλημένου Διαφωτισμού. Ενός Διαφωτισμού που, εν τέλει, οδήγησε στον μεταμοντερνισμό, που σημαίνει στον σχετικιστικό ευδαιμονισμό, δηλαδή στο διανοητικό ξεχείλωμα του μοντερνισμού ο οποίος, παρά τα κακώς του κείμενα, ως ένα σημείο τουλάχιστον, διατηρούσε τα αστικά κατάλοιπα της χριστιανικής πίστης και της αντικειμενικής αλήθειας.

Η μιμητική επιθυμία στον Ρενέ Ζιράρ

Ο Ζιράρ θα υποστηρίξει ότι ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που δεν ξέρει τι να επιθυμήσει και γι’ αυτό στρέφεται στους άλλους, ώστε να αποφασίσει τί θέλει επιτέλους. Επιθυμούμε αυτό που επιθυμούν οι άλλοι, επειδή μιμούμαστε τις επιθυμίες τους. Η σοφία της 10ης εντολής στην Παλαιά Διαθήκη – ουκ επιθυμήσεις τα του πλησίον (την οικία, την γυναίκα κ.ο.κ) – βρίσκεται στον πυρήνα της ζιραρικής θεωρίας. Η θεωρία του δεν περιορίζεται στον υλικό κόσμο: δεν επιθυμούμε μόνο ένα αντικείμενο, όπως ένα ακριβό κόσμημα, επειδή το βλέπουμε να διαφημίζεται στο λαιμό μια ωραίας γυναίκας – στο λαιμό του διαμεσολαβητή. Επιθυμούμε και πράγματα που ανήκουν στον κόσμο των ιδεών. Ποθούμε ακόμη και αφηγήματα ή ιδεολογήματα με τα οποία, στην πραγματική τους διάσταση, δεν έχουμε έρθει ποτέ σε επαφή. Ασφαλώς, η μίμηση, όπως κάθε τι άλλο που εμπλέκει τον άνθρωπο, δεν είναι απλή υπόθεση, έχει ποιότητες, επίπεδα έντασης και ποικιλία εκφάνσεων. Υπάρχει λ.χ. εκείνος που βλέπει ένα πανάκριβο αυτοκίνητο και, ενδεχομένως, θα ήθελε να το αποκτήσει, ενώ υπάρχει κάποιος άλλος που δεν θα δίσταζε να το αρπάξει από τον νόμιμο ιδιοκτήτη για να το κάνει δικό του, άμεσα και χωρίς κόπο. Υπάρχουν και όλοι οι ενδιάμεσοι.

Η ανθρωπολογία του Ζιράρ δεν προβλέπει εύκολες αρμονίες ή έμφυτες τάσεις που οδηγούν, με τρόπο φυσικό, στη ανθρώπινη συνεργασία και ομαλότητα· αντιθέτως, το πλεόνασμα μίμησης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, σε σύγκριση με άλλα είδη, είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά τού επιτρέπει την ανάπτυξη εκλεπτυσμένων δεξιοτήτων, από την άλλη τον εκθέτει σε κίνδυνο απώλειας οποιασδήποτε ικανότητας να ελέγξει τα γεγονότα και τελικά να υποπέσει στο χάος της βίας. Να γίνει δηλαδή ένα ον άβουλο και τραγικό.

Συνεπώς, δεν επιθυμούμε μόνον αντικείμενα, πρόσωπα ή ιδέες, αλλά τη φήμη και τον πλούτο εκείνων που οι αποφάσεις τους αποδείχτηκαν καλύτερες στην πράξη, πιο καίριες και αποδοτικές από τις δικές μας. Στο βαθύτερο επίπεδο της ανάλυσης, αυτή ενδέχεται να είναι η περίπτωση του εκτελεστή του Τσάρλι Κερκ, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πράγματι ο Ζιράρ πάει την ανάλυση πολύ βαθύτερα. Μας εξηγεί ότι όχι μόνο μιμούμαστε την επιθυμία του Άλλου, αλλά ότι αυτό το κάνουμε γιατί θέλουμε να είμαστε ο Άλλος. Ο Άλλος δηλαδή είναι το πρότυπο στο οποίο θα θέλαμε να μοιάσουμε και επειδή δεν μπορούμε, στρέφουμε την επιθυμία μας στα αντικείμενα εκείνα που μας υπόσχονται τη Μετοχή στο Είναι του Άλλου. Θα αγοράσω το ξυραφάκι με το οποίο ξυρίζεται καί ο Ρονάλντο γιατί ενδόμυχα θα ήθελα καί εγώ να είμαι Ρονάλντο ή έστω να ζήσω για λίγο την αυταπάτη. Τί είναι όμως αυτό που με κάνει να επιθυμώ τόσο πολύ να γίνω Ρονάλντο; Είναι το γεγονός ότι ο πλούτος και η δόξα του, τον καθιστούν ίνδαλμα, δηλαδή ανώτερο ον. Στην αρχαιότητα ίνδαλμα σήμαινε ακριβώς θεϊκή εικόνα. Ο πλούτος και η δόξα παρέχουν εικόνα τελειότητας και ισχύος. Η ισχύς με τη σειρά της είναι καθαρά θεϊκή ιδιότητα, μπροστά στην οποία ο κοινός θνητός αισθάνεται μικρός, αδύναμος και γονατίζει. Κι αυτό ακριβώς αναζητεί ο νεωτερικός άνθρωπος: τη θεϊκή ισχύ. Να γονατίζουν οι άλλοι μπροστά του – στην επαφή με τη θεότητα – και όταν εκείνος το αποφασίσει οι άλλοι να μορφοποιούνται, κατά τις βουλές του, σαν ξύλα απελέκητα. Αυτή δεν είναι άλλωστε η ουσία του ολοκληρωτισμού σε όλες τις φρικιαστικές εκφάνσεις του;

Όταν όμως στη ζωή σου πειστείς ότι είσαι μηδαμινός και μικρός, τότε έρχεται η πραγματική ζηλοφθονία για τον Άλλο. Ζηλοφθονία και αλαζονεία είναι τα δύο κυρίαρχα συναισθήματα του νεωτερικού ανθρώπου, τα οποία πολλές φορές συνυπάρχουν στον ίδιο διαταραγμένο ψυχισμό. Όταν αντίθετα διαχωρίζονται μεταξύ τους οδηγούν είτε στον σαδισμό, όπως είδαμε με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, είτε στον μαζοχισμό.

Γιατί όμως αυτή η ψυχολογία είναι τόσο χαρακτηριστική στον μοντέρνο άνθρωπο; Γιατί, υποστηρίζει ο Ζιράρ, έχει εκλείψει η προστασία που προσέφερε στον ψυχισμό του η θρησκεία: Όταν το ανώτατο πρότυπο είναι ο Θεός, η υπερέχουσα όλων Αρχή, τότε δεν μπορεί το άτομο να μπει σε μιμητική αντιπαλότητα μαζί Του. Δεν μπορείς να ζηλεύεις το Θεό σου, ιδίως όταν αυτός είναι ο Χριστός που διδάσκει την ανιδιοτελή αγάπη. Ξέρεις ότι η προσπάθειά σου να γίνεις κατ’ εικόνα Του είναι μια συνεχής διαδικασία. Είναι τρόπος ζωής χωρίς κάποιον τερματισμό, όπου τα πλήθη θα σε χειροκροτήσουν επειδή τα κατάφερες. Ξέρεις ότι είσαι ον ατελές και δεν θα τερματίσεις «θεϊκά». Ωστόσο προσπαθείς με βελτιοδοξία, γιατί η Ιθάκη σου είναι ο Θεός. Ο σκοπός σου, όπως θα πει ο Elémire Zolla, είναι η καλλιέργεια και η αναζήτηση του ανώτερου όντος μέσα από την Παράδοση.

Όταν όμως δεν πιστεύεις σε Θεό, όταν τα «ιερά» σου είναι κενά και οι ρίζες σου αποκομμένες, τότε συχνά μετατρέπεις τους συνανθρώπους σου σε είδωλα: τους θαυμάζεις, τους ζηλεύεις και τους μισείς ταυτόχρονα. Ο δολοφόνος του Κερκ έψαχνε τη διάκριοση μέσα από ινδάλματα με τρόπο άρρωστο και απεγνωσμένο. Μεγάλωσε σε μια ρεπουμπλικανική οικογένεια όπου οι ιδέες του Κερκ ήταν αυτονοήτως αντικείμενο αποδοχής και μίμησης. Κατά πάσα πιθανότητα, ο φονιάς είχε ήδη προσπαθήσει να μιμηθεί τον Κερκ, πριν τον μισήσει και τον σκοτώσει. Γιατί η μίμηση δεν οδηγεί στην ποθητή εξομοίωση, κι όταν δεν γίνεις εσύ ο Άλλος ή όταν δεν σου αρκέσει η αυταπάτη, τότε μπορεί να οδηγηθείς σε μιμητική αντιπαλότητα. Αντί δηλαδή να αναζητήσεις τη δική σου ταυτότητα, να στραφείς στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση και το πρώην πρότυπο να γίνει ο σημερινός σου εχθρός.

Το εξιλαστήριο θύμα

Σε αυτό το τελικό και ακραίο στάδιο, το υποκείμενο εγκλωβίζεται σε μία διαλεκτική αγάπης και μίσους, αλαζονείας και εξευτελισμού, που οδηγεί αναπόφευκτα στη βία. Μια βία που μπορεί να ξεκινάει σε διαπροσωπικό επίπεδο – να καταλήγει ακόμη και σε φόνο – αλλά δεν μένει εκεί: διαποτίζει σιγά σιγά την κοινότητα, υπνωτίζει ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και καταλήγει σε συλλογική βία μέσα στην Κοινωνία. Τότε, λέει ο Ζιράρ, για να εξαγνιστεί η βία εκκινείται ο θυσιαστικός μηχανισμός που περιλαμβάνει το εξιλαστήριο θύμα. Έτσι η διαλυτική δύναμη της βίας μετατρέπεται – μέσα από το εξιλαστήριο θύμα – σε ενοποιητικό κοινωνικό θεμέλιο και φέρνει την ειρήνη, όταν υπάρχει εμφύλια σύγκρουση.

Στην περίπτωση των ΗΠΑ – που τώρα βιώνουν έναν εμφύλιο χαμηλής έντασης – το εξιλαστήριο θύμα είναι ακόμη άγνωστο. Ενδεχομένως θα γίνουν και άλλες, μη θυσιαστικές, απόπειρες εκτόνωσης της βίας, όπως αυτή που έκανε η χήρα του Κέρκ, συγχωρώντας τον εκτελεστή, γιατί αυτό θα ήθελε το θύμα. Ωστόσο, όταν η βία έχει φωλιάσει επί μακρόν και τόσο βαθιά μέσα στην κοινότητα, η ενεργοποίηση του εξιλαστήριου θύματος είναι μάλλον αναπόφευκτη – η συλλογική αμνηστία δεν μπορεί να χαριστεί δωρεάν. Το εξιλαστήριο θύμα μπορεί να είναι αθώο ή ένοχο, δεν έχει πραγματική σημασία για τον απώτερο σκοπό που είναι η συμφιλίωση. Μπορεί να είναι οι χυδαίοι και ένοχοι antifa ή κάποιος ηλίθιος και «αθώος» παρουσιαστής, που επιβεβαιώνει τη λειτουργία της θείας δίκης. Για τον Ζιράρ, μόνον ο Χριστός κόμισε κάτι πραγματικά καινούργιο, κάνοντας ο ίδιος τον εαυτό του το, εκ προιμίου αθώο, εξιλαστήριο θύμα.

Καταλήγοντας, ο δρόμος του Κερκ ήταν ο δύσκολος δρόμος. Ο δρόμος του καλού πάντα είναι πιο δύσκολος και πιο αργός. Αντιθέτως ο δρόμος της εχθροπάθειας και του φθόνου, μπορεί να φέρει γρήγορα αποτελέσματα. Να σε κάνει δολοφόνο του κάποτε προτύπου και «Θεού» σου. Όμως μπορεί, από την άλλη, ο φονιάς του Κερκ να μην εντάσσεται στη ζιραρική θεωρία. Μπορεί να μοιάζει περισσότερο με τον αγράμματο χωρικό – τον διαποτισμένο με φθόνο και αποστροφή – που εξοστράκισε τον Αριστείδη τον Δίκαιο χωρίς να γνωρίζει, τον ίδιο ή τις ιδέες του, μόνο και μόνο επειδή κάποιοι, οι αντίπαλοί του, έλεγαν πολύ άσχημα πράγματα για εκείνον.

Ωστόσο, όπως μας διδάσκει ο Ζιράρ, ο νεωτερικός άνθρωπος, διψασμένος για ινδάλματα και πεπεισμένος ότι μπορεί ο ίδιος να τοποθετηθεί στη θέση του Θεού, δεν κλείνει τα αυτιά του στις μεφιστοφελικές σειρήνες και αυτό έχει σημασία. Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σατανικό από το φαινομενικά αθώο, «εγώ θα αλλάξω τον κόσμο», που ξεστομίζουν κάποιοι νεαροί ακτιβιστές και φαντασιοκόποι επαναστάτες: Σατανικό, διότι ο συνεπαρμένος από την φλογερή επιθυμία, όταν δει ότι ο κόσμος (του) δεν αλλάζει με λανθασμένες και κακές ιδέες, ότι ο ίδιος δεν ζει καλύτερα στην ουτοπία, μέσα στην άρνηση και την παρέκκλιση, ούτε αισθάνεται ολοκληρωμένος, τότε ο χωρίς ταυτότητα βυθίζεται στη ζηλοφθονία και παραδίδει το πνεύμα του στο κακό. Μισεί όλα όσα και όλους όσους βλέπει ως εμπόδια στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, και τότε η φίμωση, η βία ή ακόμη και ο αφανισμός, ο θανατος του Άλλου, μπορεί να γίνουν λύτρωση, σκοπός και νόημα ζωής.