Γράφει ο Γρηγοριάδης Κωνσταντίνος

Η ανάδυση στο πολιτικό προσκήνιο των τελευταίων ετών αντισυμβατικών πολιτικών προσωπικοτήτων και κομμάτων, τα οποία ως προς τη ρητορική τους εκφράζουν την επιστροφή τους στο παλαιό καθεστώς του κλειστού εθνικού κράτους, συνιστά ένα φαινόμενο, το οποίο σηματοδοτεί στο επίπεδο της πολιτικής διαμάχης έναν  νέο βασικό πολιτικό διπολισμό. Στο συγκεκριμένο κείμενο, στόχος είναι η διασάφηση της νέας εγκατεστημένης πολιτικής πραγματικότητας εκκινώντας από την παλαιά ιδεολογική διαμάχη  ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά και ερμηνεύοντας στη συνέχεια το νέο πολιτικό φαινόμενο σε συνάφεια με το πολιτικό σύστημα της νεωτερικότητας, δηλαδή το φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε επισημάνει, ότι τη δεκαετία του 1990 (ίσως και πιο πριν) ο πλανήτης άρχισε να εισάγεται σε μια νέα φάση της ιστορίας, την οποία σφράγιζε η περίφημη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η διακρατική επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας και της επικοινωνίας. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 οι δύο πτυχές ήταν περιορισμένες στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, όπου άρχισε η διαδικασία αποτίναξης της απολυταρχίας και της μετάβασης στη κοινωνία, όπου αναγνωρίζεται η ατομική ελευθερία, η οικονομική δραστηριότητα ενός ιδιώτη δεν εξαπλωνόταν εκτός του κράτους. Αυτή η πραγματικότητα μας οδηγεί να διατυπώσουμε ορισμένες διαπιστώσεις σχετικά με τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής,  η οποία άρχισε να διαμορφώνεται από τις απαρχές της νεωτερικότητας.

Αρχικά, επήλθε μια κεφαλαιώδης αλλαγή για την θέση του ατόμου, καθώς υποστασιοποιείται μέσω της κατοχύρωσης της προσωπικής αυτονομίας και των κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων,τα οποία αποτελούν τις νομικές εγγυήσεις ενάντια στην αυθαιρεσία του κράτους. Το πολιτικό σύστημα, το οποίο ανήκε προηγουμένως στην ιδιοκτησία του απόλυτου μονάρχη, περιέρχεται και αποτελεί συστατικό μέρος του νομικού πλάσματος του κράτους. Το πολιτικό προσωπικό συνεχίζει να ασκεί την εξουσία και να αποφασίζει για τις πολιτικές, αλλά στο νέο πολιτειακό περιβάλλον νομιμοποιείται από την κοινωνία δια της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Έτσι, η πολιτική συνεχίζει να ανήκει στο κράτος και να παράγεται από αυτό με τη διαφορά ότι αναγνωρίζεται στο κοινωνικό σώμα ένα minimum ελευθερίας[1]. Δίπλα σε αυτήν την καίρια για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες αλλαγή, εισάγεται η διάκριση των εξουσιών η οποία αποσπά από το πρόσωπο του μονάρχη τη νομοθετική και δικαστική εξουσία.

Στο νεωτερικό πολιτικό πλαίσιο, το οποίο αρχίζει να εγκαθιδρύεται σταδιακά από τις αρχές του 19ου αιώνα, γεννιούνται οι δύο κύριες πολιτικές προτάσεις, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Ο πρώτος τάσσεται υπέρ ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος με όλα τα θεμελιώδη γνωρίσματά του (κράτος δικαίου, ατομικά δικαιώματα, διάκριση των εξουσιών) και στο πεδίο της οικονομίας προτάσσει την ελεύθερη δραστηριοποίηση του ιδιώτη με περιορισμένη την παρεμβατικότητα του κράτους. Η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας ενός ιδιώτη λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της κρατικής πραγματικότητας. Η δεύτερη πολιτική πρόταση δεν υποστήριζε κάποιο άλλο πολιτικό σύστημα (δηλαδή μια άλλη σχέση κοινωνίας και πολιτικής), αλλά πρέσβευε τον αγώνα μέσω εξωθεσμικών παρεμβάσεων για την κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων και καλύτερων εργασιακών συνθηκών[2]. Με άλλα λόγια, οι σοσιαλιστικές  εργατικές δυνάμεις πίεζαν για την συμπερίληψή τους στο πολιτικό σύστημα και τη βελτίωση της θέσης του στον οικονομικό τομέα.

Η παραπάνω παρατήρηση μας οδηγεί στη διαπίστωση, ότι η σχέση κοινωνίας και πολιτικής διέπεται από το γνώρισμα της διαμεσολάβησης, καθώς η συνάντηση των δύο συντελείται στο παρελθόν στο επίπεδο της ιδεολογίας κατά εξωθεσμικό τρόπο[3]. Δηλαδή, καθώς το κεφάλαιο συσσωρευόταν και η εργατική δύναμη παραγόταν εντός του κράτους, ο φιλελεύθερος αστός, ο οποίος επιθυμούσε τη διευκόλυνση της επίτευξης των συμφερόντων του, ψήφιζε ακριβώς τις φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις. Αντίστοιχα, ο σοσιαλιστής εργάτης ψήφιζε τις σοσιαλιστικές πολιτικές δυνάμεις ώστε να πιέσουν για πολιτικές συμβιβασμών, που θα επέφεραν οφέλη για τον εργατικό κόσμο. Επομένως, η ταύτιση πολιτικών και μέρους μιας κοινωνίας σε μια πολιτική ιδεολογία ήταν ο καθοριστικός παράγοντας ο οποίος επηρέαζε το περιεχόμενο των πολιτικών προς εφαρμογή.

Οι εξωθεσμικοί αγώνες του εργατικού κόσμου παρά τις θυσίες και τη βία που υπέστησαν από τις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους, οδήγησαν σε αρκετές κατακτήσεις, που αφορούσαν τη βελτίωση των συνθηκών της εργασίας, τη σταδιακή εγκαθίδρυση του κοινωνικού κράτους, την κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων κλπ. Οι κατακτήσεις αυτές ήταν πολύ σημαντικές, καθώς εξαφάνισαν σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς εκμετάλλευσης των εργατών και δημιούργησαν τους όρους μιας καλύτερης διαβίωσης. Άρα, ο βασικός πολιτικός διπολισμός αφορούσε τη σύγκρουση των δύο κυρίαρχων πολιτικών προτάσεων, οι οποίες συνέβαλαν στη μετάβαση του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου από τη φεουδαρχία στον κοινοβουλευτισμό, δηλαδή σε μια πρώιμη φάση αναγνώρισης της ελευθερίας. Επομένως, οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις της κοινωνίας και οι πιέσεις ενάντια στο πολιτικό προσωπικό ήταν αποτελεσματικές και καρποφόρες όσο το κεφάλαιο και η εργατική δύναμη παράγονταν εντός του κράτους.

Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αλλάζει περίπου από τη δεκαετία του ‘90. Η παγκοσμιοποίηση, η οποία συνίσταται στην πλανητική (ή κοσμοσυστημική) επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας και τεχνολογίας, οδήγησε στη διατάραξη των προηγούμενων συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος και την αγορά. Η δυνατότητα κάποιου να επεκτείνεται οικονομικά στο διεθνές στερέωμα του έδωσε το πλεονέκτημα να μην υπόκειται στις κρατικές υποδείξεις, αλλά να τις υπερβαίνει και να γίνεται ανεξάρτητος από αυτές. Η ανεξαρτησία του αυτή από τις παρεμβάσεις του κράτους του δίνει περαιτέρω τη δυνατότητα να υπαγορεύει και πολιτικές με αντάλλαγμα την ευνοϊκή δραστηριοποίηση στο εσωτερικό μιας χώρας. Άρα, το πολιτικό σύστημα που γέννησε η νεωτερικότητα συναινεί στη νέα κατάσταση και μάλιστα οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να περιορίσουν την ανεξέλεγκτη επέλαση των οικονομικών δυνάμεων με αποτέλεσμα να δημιουργείται το εν λόγω χάσμα δύναμης. Η πολιτική εξουσία γνωρίζει τα όριά της αδυνατώντας να αναμετρηθεί με όσους έχουν καταφέρει να αυτονομηθούν από την πραγματικότητα του κράτους.

Επίσης, η νέα πραγματικότητα η οποία προέκυψε από την αυτονόμηση της αγοράς επέφερε μια σημαντική μεταβολή στον παλαιό πολιτικό διπολισμό. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις, οι οποίες ευνοούσαν προηγουμένως τους παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου, πλέον τάσσονται υπέρ της ελεύθερης κίνησης του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Η οβιδιακή μεταβολή συνέβη ωστόσο στην περίπτωση της Αριστεράς. Ενώ παλαιότερα υποστήριζε την παρεμβατικότητα του κράτους στην οικονομία και την εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής μέσω εξωθεσμικών αγώνων, πλέον παραμένει δέσμια της νέας πραγματικότητας χωρίς να στοχάζεται για τη δυνατότητα αλλαγής του προτάγματός της. Η εμμονή της Αριστεράς στις μεθόδους του παρελθόντος δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα, διότι η εξισορρόπηση της διαρραγείσας σχέσης κοινωνίας, κράτους και αγοράς δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξωθεσμικές παρεμβάσεις. Συνεπώς, η Αριστερά μένοντας προσκολλημένη στο παρελθόν αδυνατεί να ανατρέψει την εις βάρος των κοινωνιών κατάσταση, καθώς δεν παρουσιάζει εναλλακτική πρόταση αντιμετώπισης πέραν των εξωθεσμικών κοινωνικών διεκδικήσεων.

Η αδυναμία της Αριστεράς να κατανοήσει τη μετάβαση σε άλλη εποχή με τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί αφορά ωστόσο την πολιτική της συμπεριφορά όσο η ίδια είναι αντιπολιτευόμενη δύναμη. Όταν όμως αναδεικνύεται σε διαχειρίστρια της εξουσίας (η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστική), προσφέρει νομιμοποίηση στις δυνάμεις των αγορών προκρίνοντας όχι μόνο την ελεύθερη κινητικότητα του κεφαλαίου αλλά και αυτήν της εργασίας, δηλαδή την απεριόριστη μετακίνηση πληθυσμών. Ως προς αυτήν την παρατήρηση, η περίπτωση της άρχουσας εκδοχής της Αριστεράς στην Ελλάδα, του ΣΥΡΙΖΑ, είναι χαρακτηριστική. Το εν προκειμένω πολιτικό κόμμα στο όνομα του ανθρωπισμού επέτρεψε την είσοδο χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, σύμφωνα με τη λογική των ανοικτών συνόρων, χωρίς να έχει ετοιμάσει ένα οργανωμένο σχέδιο ελέγχου των ροών αυτών και κυρίως της ομαλής ένταξης και ενσωμάτωσής τους. Αντιθέτως, οι πρόσφυγες αφέθηκαν απελπισμένοι στα περίφημα hotspots σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Η τακτική της ελληνικής αριστεράς να καλεί μεγάλες ροές πληθυσμών χωρίς να συνεκτιμά την ενσωμάτωσή τους αλλά και την ευημερία της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας είναι κάτι που την ταξινομεί σε όσους συναινούν στη ζοφερή πραγματικότητα χωρίς να αντιτάξουν άλλο επιχείρημα.

Επίσης, η διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες, οι οποίες θα εμφανιστούν λόγω της απουσίας πολιτικών ενσωμάτωσης. Για παράδειγμα, η συνοχή μιας κοινωνίας μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο, όταν η Πολιτεία δεν καταφέρει να θέσει τους κανόνες της συνύπαρξης μιας νέας πολιτισμικής ομάδας με την κοινωνία που ζει ήδη στο εσωτερικό μιας επικράτειας. Οι αποκλεισμένες εθνοτικές ομάδες μπορεί να καταφύγουν μέχρι και στη δημιουργία γκέτο, τα οποία διαφεύγουν του ελέγχου του κράτους. Επομένως, η αποτυχία ή ελαττωματική διαχείριση του εν λόγω προβλήματος θα έχει αρνητικές επιπτώσεις μελλοντικά. Ακόμα, η συνθήκη αυτή φέρνει μεταβολές στην εργασία, καθώς η αξία της διολισθαίνει από αντικείμενο δημοσίου δικαίου που τελεί υπό προστασία σε αντικείμενο αξίας ενός τυπικού εμπορεύματος. Ήδη η αλλαγή αυτή στην εργασία επήλθε με την αυτονόμηση της αγοράς από τον έλεγχο του κράτους. Άρα, η οικονομική μετανάστευση επηρεάζει αρνητικά τις ήδη υπάρχουσες συνθήκες, κυρίως σε χώρες όπου η αξία της εργασίας είναι σχετικά υψηλή.

Γίνεται αντιληπτό, ότι η Αριστερά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, μπροστά στις ιστορικές αλλαγές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να προτείνει λύσεις, οι οποίες να αποτελούν μέρος ενός διαφορετικού προβληματισμού και προτάγματος, το οποίο να στοχεύει στην υπέρβαση των θεμελίων του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Ο ρόλος της παραμένει αυτός της παρακολούθησης των εξελίξεων, της συναίνεσης στη νέα πραγματικότητα και δυστυχώς της ευνοϊκής μεταχείρισής της. Επομένως, ο παλαιός πολιτικός διπολισμός, κατά τον οποίο η Αριστερά διεκδικούσε εναντίον των φιλελεύθερων δυνάμεων μια καλύτερη θέση για τον εργατικό κόσμο, έχει εξαφανιστεί, διότι η χρήση των πρωτο-ανθρωποκεντρικών εργαλείων δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Άρα, τολμώ να φρονώ, ότι και οι όποιες διαφορές υπήρχαν μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς δεν υφίστανται πλέον λόγω των αλλαγών που περιγράψαμε.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εξελίξεις, παρατηρείται συνάμα τα τελευταία χρόνια (από το 2008 και μετά) η σταδιακή άνοδος πολιτικών κομμάτων και προσώπων, που κατατάσσονται στο χώρο της ακροδεξιάς (το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, ο Trump στις ΗΠΑ κ.λ.π). Ως προς τη ρητορική τους, οι πολιτικές δυνάμεις αυτού του χώρου προβάλλουν μια εναντίωση προς την παγκοσμιοποίηση, εγκρίνουν τον απομονωτισμό και τον οικονομικό προστατευτισμό, επικαλούνται συνεχώς την έννοια του έθνους και επίσης αποστρέφονται τα ομοσπονδιακά προτάγματα, τα οποία σχετίζονται και με τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πολιτικός λόγος  με τα ανωτέρω γνωρίσματα σαφώς και δεν επαγγέλλεται κάτι νέο[4], αλλά την επιστροφή στο παλαιό εθνικό κράτος του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Δηλαδή, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε στο σημείο αυτό και τη μεταβολή που έχει επέλθει στο περιεχόμενο των πολιτικών όρων, καθώς αυτοί που επιθυμούν την καθεστηκυία τάξη του 19ου αιώνα (συμφωνώντας με τους παρελθοντικούς κατόχους του πολιτικού συστήματος) σήμερα αποκαλούνται «εθνολαϊκιστές» και «ακροδεξιοί». Ακροδεξιός δε θεωρείται μόνο όποιος επαγγέλλεται ιδέες του φασισμού και του αντικοινοβουλευτισμού, αλλά όποιος επιθυμεί το κλειστό εθνικό κράτος[5] ή ακόμα και όποιος αναφέρεται αφηρημένα στην έννοια του έθνους.

Επίσης, οφείλω να τονίσω, ότι η ανάδειξη αυτών των αντισυμβατικών (και όχι αντισυστημικών) κομμάτων σε ποσοστά, τα οποία τους επιτρέπουν να αναμετρώνται στην πολιτική αντιπαράθεση επί ίσοις όροις, δεν οφείλεται κυρίως σε κάποια ξαφνική και ραγδαία άνοδο του εθνικισμού στο κοινωνικό σώμα. Είναι αληθές, ότι υπάρχουν τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, τα οποία ανέπτυξαν την πεποίθηση επιστροφής στο κλειστό εθνικό κράτος, της εναντίωσης στην Ε.Ε και της αόριστης αναφοράς στο έθνος, όμως οι πεποιθήσεις αυτές εμμένουν στην νεώτερη προσέγγιση του έθνους, που αφορά την κρατική του διαχείριση. Η πλειοψηφία των ψήφων, ωστόσο, που λαμβάνουν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις προέρχεται από ένα αίσθημα διαμαρτυρίας απέναντι στις δυσμενείς συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί εις βάρος των κοινωνιών λόγω της διατάραξης της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς. Η ανάδειξη των αντισυμβατικών σχηματισμών από τις κοινωνίες υποκρύπτει την πεποίθηση ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στο συμφέρον τους, καθώς οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να προτείνουν καίριες λύσεις για τα θεμελιώδη προβλήματά τους.

Το χάσμα, λοιπόν, το οποίο υπάρχει ανάμεσα στην αυτονόμηση της οικονομίας από το κράτος και το πολιτικό σύστημα, του οποίου οι αρχές ανάγονται ήδη στη μετάβαση από τη φεουδαρχία στο νεώτερο κόσμο, έχει γεννήσει έναν νέο πολιτικό διπολισμό, ο οποίος συνοπτικά συνίσταται στην υπεράσπιση δύο αντίθετων πολιτικών: των κλειστών συνόρων από τη μια, των ανοικτών από την άλλη. Οι μεν θιασώτες των κλειστών συνόρων ονειρεύονται την επιστροφή σ’ ένα παρελθόν, το οποίο ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, οι δε υπερασπιστές των ανοικτών συνόρων επιθυμούν τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν το αίτημα της ένταξης μιας άλλης πολιτισμικής ιδιαιτερότητας με ομαλό τρόπο σε μια συγκεκριμένη επικράτεια, καθώς ενδιαφέρονται απλώς και μόνο για τη ελεύθερη μετακίνηση φτηνού εργατικού δυναμικού.

Η ανάδυση του νέου πολιτικού διπολισμού θίγει τον χαρακτήρα του νεώτερου πολιτικού συστήματος και κυρίως αγγίζει το πρόβλημα της αλλαγής του. Δηλαδή, η ανάδειξη των αντισυμβατικών πολιτικών προσώπων σε σημαντικά εκλογικά ποσοστά υποκρύπτει όχι την αληθινή ταύτιση της βούλησης της κοινωνίας με τις απόψεις των πρώτων, αλλά τη δυσπιστία και τη διάθεση διαμαρτυρίας απέναντι στους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι αδυνατούν να αναμετρηθούν με το συμφέρον των αγορών. Άρα, το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι το ακόλουθο: εάν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν τη θεσμική δυνατότητα να αποφαίνονται για πολιτικές που θα εφαρμοστούν ή αν ήταν όντως εντολείς του πολιτικού προσωπικού με δυνατότητα τακτικής έκφρασης βούλησης, το μείγμα των αποφασισμένων πολιτικών θα ήταν το ίδιο; Η αρνητική απάντηση στο ερώτημα υποδεικνύει ότι για να υπάρχει η εξισορρόπηση ανάμεσα στο συμφέρον των αγορών και σε εκείνο των κοινωνιών, μόνη λύση είναι η μετατροπή των τελευταίων σε θεσμικούς εταίρους της πολιτείας. Η μετάβαση της οικονομίας στο μέλλον καθιστά επιτακτική την ανάγκη παραίτησης των κοινωνιών από το αξιακό και ιδεολογικό περιβάλλον του 19ου αιώνα και τη διεκδίκηση της τακτικής παρουσίας τους στα πολιτικά πράματα.

Συμπερασματικά, οι κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί πλανητικά, κατά τη γνώμη μου, έχουν ως συνέπεια μια κρίση στο επίπεδο της ευημερίας των λαών, η οποία έχει προσωρινό χαρακτήρα. Η διαδικασία μετάβασης από το κλειστό εθνικό κράτος στην εποχή της θεσμικής ενσωμάτωσης της κοινωνίας αντιστοιχεί στην εμφάνιση ενός πολιτικού διπολισμού, ο οποίος συνίσταται στη σύγκρουση δύο πολιτικών, οι οποίες συμπίπτουν σε ό,τι αφορά το ρόλο της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα (αυτός του ιδιώτη). Ούτε αυτή τη φορά η εναλλακτική πρόταση δεν αποβλέπει στην αλλαγή των συσχετισμών δύναμης, αλλά στην προσπάθεια οπισθοδρόμησης της παγκοσμιοποίησης. Σίγουρα το μέλλον παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς μένει να δούμε πόσο ακόμα θα διαρκέσει η αρχή της ενιαίας σκέψης σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής.

[1] Η πρωταρχική σημασία που έχει η ατομική ελευθερία φαίνεται στο θεωρητικό υπόβαθρο του νεώτερου πολιτικού συστήματος, το οποίο προέρχεται από τα καίρια έργα των κλασικών φιλελεύθερων πολιτικών φιλοσόφων (Locke, Kant, Constant, Tocqueville, Mill).

[2] Μην ξεχνάμε ότι η έντονη παρεμβατικότητα του κράτους στην περίπτωση των ανατολικών χωρών οδήγησε στην εκτροπή της υποταγής του οικονομικού παράγοντα στο κράτος με αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό συγκεντρωτισμό του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Βέβαια το αν η εκτροπή αυτή ήταν τόσο απομονωμένη από τη μαρξιστική θεωρία, είναι ένα ζήτημα που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αλλά με αυτό δε θα καταπιαστούμε εδώ.

[3] Κοντογιώργης Γεώργιος, Η δημοκρατία ως ελευθερία:Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη: Αθήνα, 2007,σ. 417-424

[4] Χαρακτηριστικές ήταν οι εξαγγελίες του Donald Trump για τις μεταρρυθμίσεις των πρώτων 100 ημερών της διακυβέρνησής του.

[5] Επίσης έχει ενδιαφέρον το γεγονός, ότι τον τελευταίο καιρό στην πολιτική ατζέντα των φιλελευθέρων επιστρατεύεται η κατηγορία του εθνολαϊκισμού για όσες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ανεξαρτήτως προθέσεως αναφέρονται στο συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας. Η στοχοποίηση εκ μέρους των ηγεμόνων όσων αντιτείνουν διαφορετικό πολιτικό λόγο είναι και απόδειξη της κρίσης της συναίνεσης στο φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα.