Μτφρ.:  Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης

Ακολουθεί μετάφραση και σύντομος σχολιασμός του άρθρου The Urgent Relevance of Hannah Arendt που έγραψε ο Richard J. Bernstein για το The Philosophers’ Magazine.

Η Χάνα Άρεντ, μέχρι και το θάνατό της, τον Δεκέμβριο του 1975, ήταν γνωστή κυρίως λόγω της αμφιλεγόμενης έρευνας που είχε εκπονήσει αναφορικά με τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, και για τη φράση «η κοινοτοπία του κακού». Μόνο ένας μικρός κύκλος θαυμαστών και κριτικών, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία, γνώριζε τα υπόλοιπα έργα της· ενώ ελάχιστοι την είχαν λάβει υπόψη τους ως μια σημαντική πολιτικό στοχαστή. Από το θάνατό της και έπειτα το σκηνικό θα αλλάξει ριζικά. Τα βιβλία της έχουν πλέον μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Σε όλο τον κόσμο άνθρωποι ενδιαφέρονται με πάθος για το έργο της. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει τέλος σε εκδόσεις βιβλίων και άρθρων, ή σε συνέδρια που επικεντρώνονται στην Άρεντ και στις ιδέες της. Πρόσφατα άρχισαν να εμφανίζονται εντόνως στα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης συζητήσεις και αναφορές στο έργο της Άρεντ. Πού οφείλεται τούτο το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το έργο της; Η Άρεντ υπήρξε ιδιαίτερα οξυδερκής σχετικά με τα βαθύτερα προβλήματα, τα αδιέξοδα και τις επικίνδυνες τάσεις της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Πολλά από αυτά τα προβλήματα συνεχίζουν να υφίστανται· έχουν γίνει πιο έντονα και περισσότερο επικίνδυνα. Όταν η Άρεντ μιλάει για «σκοτεινούς καιρούς»1, δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στη φρίκη του ολοκληρωτισμού του εικοστού αιώνα. Πράγματι λέει: «Αν μια από τις βασικότερες λειτουργίες της δημόσιας σφαίρας είναι να ρίχνει φως στις υποθέσεις των ανθρώπων, παρέχοντας ένα τόπο κοινών εμφανίσεων στον οποίο μπορούμε να δείχνουμε, με τον λόγο και την πράξη, καλώς ή κακώς, ποιοι είμαστε πραγματικά και τι μπορούμε να προσφέρουμε, τότε το σκοτάδι έρχεται όταν σβήνει αυτό το φως λόγω αναξιοπιστίας και ακυβερνησίας, όταν η ομιλία δεν αποκαλύπτει την πραγματικότητα όπως είναι, αλλά την κρύβει κάτω από το χαλί, με παραινέσεις, με ηθικά και άλλου είδους προσχήματα περί διατήρησης παλαιών αληθειών, υποβαθμίζοντας όλη την αλήθεια σε κοινοτοπίες κενές νοήματος».

Είναι δύσκολο να μην παραδεχτούμε πως ζούμε σε σκοτεινούς καιρούς οι οποίοι κατακλύζουν ολόκληρο τον κόσμο. Η Άρεντ ισχυρίζεται ότι ακόμα και στις πιο σκοτεινές εποχές μπορούμε να ελπίζουμε να βρούμε κάποιο φως, το οποίο δεν προέρχεται από θεωρίες και έννοιες, αλλά από την ατομική ζωή και τα έργα μας. Ισχυρίζομαι εδώ ότι η σκέψη της Άρεντ είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, καθότι βοηθά να αποκτήσουμε μια κριτική άποψη για τα σημερινά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα και τις αβεβαιότητές μας. Η ίδια ασκεί αυστηρή κριτική στις επικίνδυνες τάσεις της σύγχρονης ζωής και μας δείχνει πώς μπορούμε να αποκτήσουμε τις δυνατότητες για την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας στην πολιτική. Αυτός είναι ο λόγος που το έργο της χρίζει συνεχόμενης μελέτης.

Ποιά ήταν όμως η Χάνα Άρεντ; Η ίδια πίστευε ότι όλες οι σκέψεις πρέπει να βασίζονται και να ριζώνονται στις εμπειρίες μας. Έτρεφε βαθιά καχυποψία για τη θεωρία και τον στοχασμό που δεν βρίσκεται σε συνεχόμενη επαφή με τις πραγματικές εμπειρίες. Ποιες ήταν όμως οι δικές της μορφοποιητικές εμπειρίες; Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούσε στην Άρεντ η έκκληση του Μακιαβέλι στη θεά fortuna («τύχη», ή «ευκαιρία», με βάση μια πρόχειρη μετάφραση, ή «ενδεχομενικότητα»). Η fortuna, όπως γνωρίζουμε, μπορεί να αποβεί είτε θετική είτε καταστροφική. Αντίθετα με τον στενό φίλο της, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος φάνηκε να βρίσκεται κάτω από τις πιο αρνητικές επιρροές της «τύχης», και τελικά αυτοκτόνησε, η fortuna για την Άρεντ υπήρξε ευνοϊκή σε κρίσιμες στιγμές της ζωής της. Γεννήθηκε το 1906 σε μια γερμανική-εβραϊκή κοσμική οικογένεια και κατέστη εξέχουσα προσωπικότητα μιας γενιάς γερμανο-εβραίων διανοουμένων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 σπούδασε με τους σημαντικότερους φιλοσόφους και θεολόγους της Γερμανίας, μεταξύ των οποίων οι Έντμουντ Χούσερλ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Καρλ Γιάσπερς και ο Ρούντολφ Μπούλτμαν. Με τη δυσοίωνη άνοδο των Ναζί στην εξουσία και τον φρικτό αντισημιτισμό τους, η Άρεντ συμφώνησε να βοηθήσει τους Σιωνιστές φίλους της, διεξάγοντας έρευνες στη κρατική βιβλιοθήκη του Βερολίνου για τη ναζιστική αντισημιτική προπαγάνδα. Το 1933 συνελήφθη και τέθηκε υπό ανάκριση για οκτώ ημέρες. Ποτέ δεν αποκάλυψε τι έκανε, αλλά τελικά απελευθερώθηκε. Τούτο το γεγονός αποτελεί απόδειξη μιας ευνοϊκής τύχης, διότι γνωρίζουμε ότι πολλοί άλλοι υπό παρόμοιες συνθήκες δολοφονήθηκαν στα υπόγεια της Γκεστάπο.

Αμέσως μετά την ανάκρισή της, η Άρεντ αποφάσισε να εγκαταλείψει παράνομα τη Γερμανία, με τελικό προορισμό το Παρίσι. Η ευαισθησία που έδειχνε προς τη δυσμένεια των ανιθαγενών και προς την ταραγμένη κατάσταση των προσφύγων οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδια επισήμως ήταν ανιθαγενής για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Οι παράνομοι γερμανοί εξόριστοι στο Παρίσι αντιμετώπισαν το πρόβλημα της μη κατοχής επίσημων εγγράφων που θα τους επέτρεπαν να εργάζονται, με αποτέλεσμα οι ζωές πολλών από αυτούς να είναι εξαιρετικά επισφαλείς. Αλλά η τύχη στάθηκε ευνοϊκή για την Άρεντ καθώς η ίδια είχε διασυνδέσεις με αρκετές εβραϊκές και σιωνιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της νεολαίας Aliyah, μια οργάνωση που έστειλε απειλούμενους Ευρωπαίους εβραίους νέους στην Παλαιστίνη. Η ζωντανή εμπειρία της Άρεντ ως ανιθαγενής πρόσφυγας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πρώιμης σκέψης της. Μας εξιστορείται ότι ως παιδί, μετά βίας μπορούσε να κατανοήσει την εβραϊκότητά της, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 αντιλήφθηκε την μοχθηρότητα του ναζιστικού αντισημιτισμού. Σε μια συνέντευξη που αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο της ζωής της, εξηγεί ότι ακριβώς τη στιγμή εκείνη συνειδητοποίησε αυτό που κατά καιρούς έλεγε: «όταν κάποιος δέχεται επίθεση ως Εβραίος, πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του ως Εβραίος. Όχι ως Γερμανός, όχι ως πολίτης του κόσμου, όχι ως υποστηρικτής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή οτιδήποτε άλλο». Το Μάιο του 1940, λίγο πριν την εισβολή των Ναζί στη Γαλλία, οι γαλλικές αρχές διέταξαν να σταλούν στα στρατόπεδα κράτησης όλοι οι εχθροί-ξένοι μεταξύ 17 και 55 ετών. Η Άρεντ εστάλη στο Γκαρς (στρατόπεδο στη νότια Γαλλία κοντά στα ισπανικά σύνορα).

Σε άρθρο που αναρτήθηκε λίγο μετά την άφιξη της Άρεντ στη Νέα Υόρκη, η ίδια αναφέρεται ειρωνικά σε ένα νέο τύπο ανθρώπου, ένα είδος το οποίο δημιούργησε η σύγχρονη ιστορία: «αυτό που φυλακίζεται από τους φίλους του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και αυτό που από τους εχθρούς του τοποθετείται σε στρατόπεδα κράτησης». Η Άρεντ κατάφερε να ξεφύγει από το Γκαρς όταν οι Ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία. Πολλές από τις γυναίκες που δεν διέφυγαν από το Γκαρς τελικά στάλθηκαν στο Άουσβιτς με τις εντολές του Άντολφ Άιχμαν. Όταν ήταν υπό κράτηση, η Άρεντ είχε χωριστεί από τον σύζυγό της, Χάινριχ Μπλίχερ και τη μητέρα της. Για μια ακόμη φορά, ωστόσο, θα σταθεί τυχερή, επειδή τελικά κατόρθωσε να επανασυνδεθεί μαζί τους.

Από εδώ και στο εξής, η φυγή της από την Ευρώπη, όντας ανιθαγενής παράνομη γερμανο-εβραΐα πρόσφυγας, θα γίνει για την ίδια μια ακόμη πρόκληση. Το πρόβλημα ωστόσο είναι διττό: πώς να αποκτήσει κανείς βίζα στις Ηνωμένες Πολιτείες και πώς να βγει από τη Γαλλία, να διασχίσει την Ισπανία και να μεταβεί στη Λισαβόνα ώστε με βάρκα να καταφτάσει στην Αμερική; Υπάρχουν ανατριχιαστικές αναλογίες μεταξύ των κάφκικων δυσκολιών που αντιμετωπίσαν οι Ευρωπαίοι Εβραίοι και των φρικιαστικών εμποδίων που αντιμετωπίζουν τώρα οι Σύριοι πρόσφυγες στην αναζήτηση νόμιμης εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η fortuna (από την οποία η Άρεντ ήταν σχεδόν προστατευμένη) παρενέβη ξανά. Η Χάνα και ο Χάινριχ κατάφεραν να εξασφαλίσουν βίζα με την παρέμβαση του Βάριαν Φράυ, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Επιτροπής Διάσωσης Έκτατων Αναγκών στη Μασσαλία. Έχοντας ξεφύγει από τη γαλλική αστυνομία που τους αναζητούσε, κατάφεραν να διαφύγουν από τη Γαλλία και ταξίδεψαν στην Πορτογαλία, όπου περίμεναν τρεις μήνες μέχρι να επιβιβαστούν σε πλοίο με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Μάιο του 1941, η Άρεντ και ο σύζυγός της έφθασαν στη Νέα Υόρκη.

Αναδρομικά, μπορούμε να δούμε πόσο τυχερή υπήρξε η Άρεντ και πώς συγκεκριμένες συγκυρίες τη γλύτωσαν από το θάνατο. Ίσως να είχε δολοφονηθεί στο Βερολίνο κατά την ανάκρισή της. Ίσως να μην είχε κατορθώσει να δραπετεύσει ποτέ από το Γκαρς και τελικά να είχε σταλεί στο Άουσβιτς. Μπορεί να μην είχε εξασφαλίσει τη βίζα, όπως και τόσοι άλλοι Εβραίοι που έφτασαν στη Γαλλία, και εστάλησαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Άρεντ έφθασε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 35 ετών, και μετά βίας γνώριζε αγγλικά. Η μητρική της γλώσσα ήταν η γερμανική· αγαπούσε τη γλώσσα αυτή και ιδιαίτερα τη γερμανική ποίηση. Πριν το 1941 δεν είχε βρεθεί ποτέ σε αγγλόφωνη χώρα. Παρ ‘όλα αυτά, η Άρεντ προτίμησε να μάθει αγγλικά. Υποστηριζόμενη από φίλους που τη βοήθησαν με την αγγλική γραφή, άρχισε να δημοσιεύει άρθρα σε τοπικά εβραϊκά περιοδικά.

Ένα από πιο πρόσφατα άρθρα της Άρεντ, με τίτλο «Εμείς οι πρόσφυγες», δημοσιεύθηκε σε ένα «σκοτεινό» εβραϊκό περιοδικό το 1943. Αυτό καταπιάνεται με τη δυσχερή κατάσταση των προσφύγων, με διορατικότητα, οξύνοια, ειρωνεία και μια βαθιά μελαγχολία. Πολλοί πρόσφυγες δήλωσαν ότι είναι αισιόδοξοι όσον αφορά την αφομοίωσή τους από νέο έθνος, αλλά η Άρεντ υποστήριξε ότι αυτή η αισιοδοξία συχνά συγκαλύπτει μια σιωπηρή απαισιοδοξία. Ανέλυσε με τρόπο περιγραφικό τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι σου, τη γλώσσα σου και το επάγγελμά σου, καταλήγοντας στο εξής συμπέρασμα: οι πρόσφυγες – με τη γενική έννοια του όρου (πέρα από το πολιτικό πλαίσιο στο οποία αναπτύχθηκε αυτό το φαινόμενο) – αποτελούν «δημιουργήματα» μαζών ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τη χώρα τους. «Οι πρόσφυγες που οδηγούνται από χώρα σε χώρα, αντιπροσωπεύουν τη νέα πρωτοπορία των λαών τους – αν διατηρήσουν την ταυτότητά τους. . . . Η αναγνώριση δικαιοδοσίας των ευρωπαϊκών λαών καταρρακώθηκε, όταν, και επειδή, επέτρεψε τον αποκλεισμό και την δίωξη των πιο αδύναμων μελών της.»

Το «Εμείς οι πρόσφυγες» βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες της Άρεντ με τους πρόσφυγες συνανθρώπους της και θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τους απάτριδες και τους πρόσφυγες. Ερωτήματα που ανάπτυξε στο έργο της Το ολοκληρωτικό σύστημα. Εκεί μας λέει ότι η ανιθαγένεια είναι «το νεότερο μαζικό φαινόμενο στη σύγχρονη ιστορία, και μας μιλά για την ύπαρξη ενός συνεχώς αυξανόμενου νέου λαού αποτελούμενου από απάτριδες που συνθέτει την πλέον συμπτωματική ομάδα στη σύγχρονη πολιτική». Για το φαινόμενο της μαζικής ανιθαγένειας «δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί ένας και μόνο παράγοντας, αλλά αν εξετάσουμε τις διαφορετικές ομάδες μεταξύ των ανιθαγενών, φαίνεται ότι κάθε μείζον πολιτικό γεγονός, από το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πρόσθεσε αναπόφευκτα μια νέα κατηγορία ανθρώπων που ζούσαν έξω από τα όρια του νόμου, ενώ καμία από αυτές τις κατηγορίες, ανεξάρτητα από το πώς άλλαξε ο αρχικός αστερισμός, δεν θα μπορούσε να κανονικοποιηθεί ποτέ ξανά».

Όταν η Άρεντ έγραφε τα παραπάνω στα τέλη της δεκαετίας του 1940, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις της για τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Σχεδόν κάθε σημαντικό πολιτικό γεγονός, κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό νέων κατηγοριών προσφύγων. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει τέλος στην αύξηση του αριθμού και των κατηγοριών προσφύγων. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η απελπιστική καταστροφή των Ροχίνγκια (ο λαός των Ροχίνγκια είναι ένας λαός χωρίς πατρίδα από την πολιτεία Ρακίν της Μυανμάρ). Τώρα εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε κατασκηνώσεις προσφύγων με ελάχιστες ελπίδες να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να βρουν ποτέ ένα καινούργιο σπίτι. Η Άρεντ ήταν ένας από τους πρώτους σημαντικούς πολιτικούς στοχαστές που προειδοποίησαν ότι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ανιθαγενών και προσφύγων θα ήταν η «πιο συμπτωματική» ομάδα στη σύγχρονη πολιτική. Η Άρεντ διερευνά ακόμα πιο βαθιά εξετάζοντας τα δεινά των απάτριδων που αναγκάζονται να φύγουν από τις χώρες τους και δεν μπορούν να βρουν ένα άλλο σπίτι: «Η συμφορά όσων δεν έχουν δικαιώματα δεν είναι ότι στερούνται τη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας ή η ισότητα ενώπιον του νόμου και η ελευθερία της γνώμης – φόρμουλες που σχεδιάστηκαν για την επίλυση προβλημάτων εντός συγκεκριμένων κοινοτήτων – αλλά ότι πλέον δεν ανήκουν σε καμία κοινότητα … Μόνο στο τελευταίο στάδιο, μιας μάλλον μακράς διαδικασίας, έχουν το δικαίωμα να ζουν επαπειλούμενοι· μόνο αν παραμείνουν «περιττοί», αν κανείς δεν μπορεί να βρεθεί για να τους «διεκδικήσει», μπορεί η ζωή τους να κινδυνεύει».

Η Άρεντ έδειχνε σκεπτικισμό απέναντι στην επίκληση αφηρημένων ή αναφαίρετων δικαιωμάτων. Αυτά, υποστήριζε, αποδεικνύονται άνευ νοήματος όταν δεν υπάρχουν αποτελεσματικοί θεσμοί για την εξασφάλιση και την προστασία τους. Το πιο θεμελιώδες δικαίωμα είναι το «δικαίωμα κατοχής δικαιωμάτων» (“right to have rights”) – το δικαίωμα να ανήκουμε σε μια κοινότητα όπου οι άνθρωποι μπορούν να ενεργούν και να εκφράζουν τις απόψεις τους και όπου υπάρχει κάποια εγγύηση νομικής προστασίας. Η απώλεια μιας τέτοιας κοινότητας, έχει ως συνέπεια την εξορία ενός λαού από την ίδια την ανθρωπότητα. Στον ολοκληρωτισμό μπορούμε να δούμε τις τρομακτικές συνέπειες της συστηματικής στέρησης των ανθρώπων από το «δικαίωμα κατοχής δικαιωμάτων».

Σε ένα από τα πιο ανατριχιαστικά κεφάλαια του βιβλίου Το ολοκληρωτικό Σύστημα, η Άρεντ εξηγεί τη «λογική» της ολοκληρωτικής κυριαρχίας. Το πρώτο στάδιο είναι ο θάνατος της έννοιας του νομικού προσώπου. Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι αποστερηθούν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Αυτό συνέβη με τους Εβραίους στη Γερμανία πολύ πριν την οριστική λύση. Το δεύτερο στάδιο είναι η δολοφονία του ηθικού προσώπου. Αυτό συμβαίνει όταν ακόμη και ο μαρτυρικός θάνατος καθίσταται αδύνατος. Ο ολοκληρωτικός τρόμος πέτυχε τον πιο τρομερό θρίαμβό του όταν έγιναν αδύνατες οι αποφάσεις με γνώμονα τη συνείδηση. «Όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με την επιλογή ανάμεσα στην προδοσία και επομένως τη δολοφονία των φίλων του ή την επιλογή να στείλει στο θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του, για τους οποίους είναι από κάθε άποψη υπεύθυνος: όταν ακόμα και η αυτοκτονία θα σήμαινε την άμεση δολοφονία της οικογένειάς του – πώς μπορεί να αποφασίσει; Η εναλλακτική λύση δεν είναι πλέον μεταξύ καλού και κακού, αλλά μεταξύ δολοφονίας και δολοφονίας. Ποιος θα μπορούσε να λύσει το ηθικό δίλημμα της Ελληνίδας μητέρας που της επετράπη από τους Ναζί να επιλέξει ποιο από τα τρία παιδιά της, θα ήθελε να θανατωθεί;» Όμως το χειρότερο δεν έχει έρθει ακόμη. Υπάρχει και ένα τρίτο στάδιο αυτής της «λογικής» της απόλυτης κυριαρχίας. Μετά τη θανάτωση του νομικού προσώπου και τη δολοφονία του ηθικού προσώπου, το μόνο πράγμα που εμποδίζει τα ανθρώπινα όντα να γίνουν ζωντανά πτώματα είναι ο αυθορμητισμός και η ατομική διαφοροποίησή τους (ατομικότητα). «Μετά τη δολοφονία του ηθικού προσώπου και την εξαφάνιση του νομικού προσώπου, η καταστροφή της ατομικότητας είναι σχεδόν πάντα επιτυχής. . . . Για να καταστραφεί η ατομικότητα πρέπει να καταστραφεί ο αυθορμητισμός, η δύναμη του ανθρώπου να ξεκινήσει κάτι καινούργιο με δικούς τους πόρους, κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις αντιδράσεις στο περιβάλλον και στα γεγονότα». «Ο απώτερος στόχος του ολοκληρωτισμού είναι να κάνει τα ανθρώπινα όντα περιττά ως ανθρώπινα όντα». «Ο στόχος των ολοκληρωτικών ιδεολογιών δεν είναι η μεταμόρφωση του έξω κόσμου ή η επαναστατική μεταστοιχείωση της κοινωνίας, αλλά η μεταμόρφωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης». Η συστηματική προσπάθεια εξάλειψης κάθε ίχνους ανθρώπινου αυθορμητισμού και ατομικότητας – ώστε να γίνει περιττός ο άνθρωπος ως ανθρώπινο ον, είναι αυτό που ονομάζεται απόλυτο ή ριζικό κακό. Την πιο ανησυχητική φράση στο έργο Το ολοκληρωτικό σύστημα συνθέτει μια προειδοποίηση: «Οι ολοκληρωτικές λύσεις μπορεί να επιβιώσουν της πτώσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων με τη μορφή έντονων πειρασμών που μπορούν να προκύψουν όποτε είναι αδύνατο να ανακουφιστεί η πολιτική, κοινωνική και οικονομική δυστυχία κατά τρόπο αντάξιο του ανθρώπου». Σε αυτούς τους «έντονους πειρασμούς» δεν υπήρξε αντίσταση στις σφαγές, τις γενοκτονίες, τους βιασμούς, τα βασανιστήρια και τα συστηματικά ψέματα των κυβερνήσεων τα τελευταία εβδομήντα πέντε χρόνια.

Με την «κατοχή της φρίκης» του ολοκληρωτισμού – κατανοώντας ότι ο στόχος της ολοκληρωτικής κυριαρχίας είναι να καταστρέψει τον ανθρώπινο αυθορμητισμό, την ατομικότητα και την πολυφωνία, η Άρεντ πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της διερευνώντας τι σημαίνει μια πλήρως ανθρώπινη ζωή σε μια πολιτική κοινότητα, τι σημαίνει να είσαι ένας άνθρωπος ο οποίος μπορεί να ξεκινήσει, να αρχίσει κάτι νέο – αυτό που η ίδια ονόμασε γεννησιμότητα. Η Άρεντ επιδίωξε επίσης να διερευνήσει τις απειλές για την αξιοπρέπεια της πολιτικής – με το είδος της πολιτικής όπου τα άτομα αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον ως πολιτικά ίσοι, αποφασίζουν και ενεργούν από κοινού – μια πολιτική στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί η αυτοκυριαρχία και να ευδοκιμήσει η δημόσια ελευθερία χωρίς βία.

Το δοκίμιό της «Αλήθεια και Πολιτική», που δημοσιεύθηκε το 1967, θα μπορούσε να έχει γραφτεί χθες. Η ανάλυση του συστηματικού ψεύδους και ο κίνδυνος που παρουσιάζει για τις «πραγματικές αλήθειες» είναι κάτι το κατεπείγον. Επειδή οι «πραγματικές αλήθειες» είναι απρόβλεπτες και συνεπώς μπορεί να είναι διαφορετικές, είναι πάρα πολύ εύκολο να καταστρέψουμε την «πραγματική αλήθεια» και να την αντικαταστήσουμε με «εναλλακτικά γεγονότα». Οι «πραγματικές αλήθειες» που, για παράδειγμα, παρεμποδίζουν έναν αυταρχικό πολιτικό ηγέτη αντιμετωπίζονται με τεράστια εχθρότητα. «Η ελευθερία γνώμης είναι μια φάρσα, αν δεν είναι εγγυημένα τα πραγματικά στοιχεία και όταν αμφισβητούνται τα γεγονότα». Δυστυχώς, μία από τις πιο επιτυχημένες τεχνικές ώστε να γίνει θολή η διάκριση μεταξύ «πραγματικής αλήθειας» και ψεύδους είναι να ισχυριστεί κανείς ότι οποιαδήποτε, λεγόμενη «πραγματική αλήθεια» είναι απλώς μια ακόμη άλλη γνώμη – κάτι που ακούμε σχεδόν καθημερινά από την κυβέρνηση Τραμπ. Αυτό που συνέβη τόσο απροκάλυπτα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, σήμερα ασκείται από πολιτικούς ηγέτες με μεγάλη επιτυχία – χρησιμοποιώντας τις τεχνικές των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης για να αρνηθούν την «πραγματική αλήθεια» και να διαδώσουν ψέματα, για να δημιουργήσουν έναν πλασματικό κόσμο «εναλλακτικών γεγονότων». Η Άρεντ μας έχει προειδοποιήσει για έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. «Το αποτέλεσμα της συνολικής και συστηματικής αντικατάσταση της «πραγματικής αλήθειας» με ψεύδη δεν είναι ότι τα ψέματα θα γίνουν τώρα δεκτά ως αλήθεια, και ότι η αλήθεια δυσφημίζεται ως ψέμα, αλλά ότι καταστρέφεται η αίσθηση με την οποία βρίσκουμε τον προσανατολισμό μας στον πραγματικό κόσμο – η κατηγορία της αλήθειας εναντίον του ψεύδους είναι το ψυχικό μέσο για να επιτευχθεί αυτή την καταστροφή».

Η Άρεντ είχε βαθιά γνώση της κατάστασης που ζούμε και σήμερα. Οι ίδιες οι κατηγορίες της αλήθειας έναντι του ψεύδους και των γεγονότων εναντίον των ψεμάτων βρίσκονται σε μια διαδικασία εξάλειψης. Κατά συνέπεια, οι δυνατότητες των ψεμάτων γίνονται απεριόριστες και συχνά προβάλλεται μικρή αντίσταση. Τα ψέματα χρησιμοποιούνται συχνά για να εξαπατήσουν σκόπιμα – να παρουσιάσουν ένα ψέμα σαν να ήταν η αλήθεια. Αυτό εξακολουθεί να προϋποθέτει μια διάκριση μεταξύ ψεμάτων και «πραγματικής αλήθειας». Αλλά η Άρεντ τονίζει ότι κάτι καινούργιο συμβαίνει όταν αυτός που εξαπατά φτάνει να πιστέψει τα ψέματά του. Επισημαίνει πόσο δύσκολο είναι να αποφύγει κανείς να καταλήξει να πιστεύει την «αλήθεια» των ιδίων του των ψεμάτων. Πολλοί φιλελεύθεροι έρχονται σε αμηχανία όταν υπάρχει «έλεγχος/διασταύρωση γεγονότων» – όταν είναι σαφώς και οριστικά φανερό ότι ένα ψέμα είναι όντως ψέμα – πολλοί άνθρωποι φαίνονται αδιάφοροι και ανεπηρέαστοι.

Όμως η Άρεντ είχε καταλάβει πώς λειτουργεί η προπαγάνδα. «Αυτό που πείθει τις μάζες δεν είναι τα γεγονότα, ούτε τα κατασκευασμένα γεγονότα, αλλά μόνο η συνέπεια του συστήματος του οποίου είναι κατά πάσα πιθανότητα τμήμα». Οι άνθρωποι που αισθάνονται ότι είναι παραμελημένοι και ξεχασμένοι επιθυμούν ένα αφήγημα – ακόμα και ένα εφεύρημα, μια φανταστική ιστορία – που θα δώσει νόημα στην αγωνία που βιώνουν – μια υπόσχεση για κάποιο είδος λύτρωσης. Σε μια τέτοια κατάσταση, ένας αυταρχικός ηγέτης έχει το τεράστιο πλεονέκτημα να εκμεταλλευθεί τις ανησυχίες και να δημιουργήσει τη μυθοπλασία που έχουν ανάγκη να πιστέψουν οι άνθρωποι. Τα επιχειρήματα και η αναφορές στα γεγονότα έχουν μικρή αποτελεσματικότητα απέναντι σε αυτές τις «πειστικές» τεχνικές – οι οποίες ενισχύονται από τα κοινωνικά δίκτυα που εισβάλλουν στην ιδιωτικότητά μας και αποδεικνύονται τόσο ισχυρά στη διαμόρφωση απόψεων και πεποιθήσεων. Μια φανταστική ιστορία που υπόσχεται να λύσει τα προβλήματα κάποιου είναι πολύ πιο ελκυστική από τα γεγονότα και τα «λογικά» επιχειρήματα. Η Άρεντ μας προειδοποιεί ότι αυτοί οι κίνδυνοι βοήθησαν στο άνοιγμα του δρόμου συμβάλλοντας στην επιτυχία των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Αυτοί είναι οι ιδιαίτερα ανησυχητικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε και σήμερα.

Η Άρεντ δεν ήταν μια δογματική καταστροφολόγος. Η απερίσκεπτη απελπισία και η απερίσκεπτη αισιοδοξία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Για να αντιμετωπιστούν οι προειδοποιήσεις της σχετικά με τους πολιτικούς κινδύνους της σύγχρονης ζωής, η Άρεντ επεξεργάστηκε μια πυκνή σύλληψη της πολιτικής αξιοπρέπειας. Όπως και ο δύτης που αναζητά μαργαριτάρια στην Τρικυμία του Σαίξπηρ, έτσι και εκείνη προσπάθησε να ανακτήσει τα μαργαριτάρια από το παρελθόν, τότε που η πολιτική ελευθερία εκδηλώνεται με συγκεκριμένο τρόπο – στην ελληνική πόλις, στην Αμερικανική Επανάσταση, στην Κομμούνα των Παρισίων ή στην Ουγγρική εξέγερση του 1956. Η Άρεντ ήταν αυστηρή και επικριτική με όλες τις εκκλήσεις περί ιστορικής αναγκαιότητας. Λόγω της γεννησιμότητάς μας, της ικανότητάς μας να ενεργούμε, μπορούμε πάντα να ξεκινήσουμε κάτι νέο: «Το ξεκίνημα πριν γίνει ιστορικό γεγονός είναι η ανώτατη ικανότητα του ανθρώπου, το πολιτικό· είναι απαράλλακτη η ελευθερία του ανθρώπου». Το πιο σημαντικό θέμα στην Άρεντ είναι η ανάγκη ανάληψης της ευθύνης στην πολιτική μας ζωή. Προειδοποίησε για τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τον μηδενισμό, τον κυνισμό ή την αδιαφορία. Αντιστάθηκε στην ψευδή ελπίδα και την ψευδή απελπισία. Είχε την τόλμη να περιγράψει το σκοτάδι της εποχής μας – τα ψέματα, την εξαπάτηση, την αυτο-εξαπάτηση, τη δημιουργία εικόνων και την προσπάθεια να καταστραφεί η ίδια η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Ο ορισμός της περί αξιοπρέπειας της πολιτικής έχει ως στόχο να μας παράσχει ένα κρίσιμο κριτήριο για την αξιολόγηση αυτού που λείπει σήμερα – όπου υπάρχουν τόσο λίγες ευκαιρίες συμμετοχής, δράσης και συνεννόησης. Πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να αποχωρήσουμε από την πολιτική υποθέτωντας ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει ενάντια σε όλη αυτή την σημερινή ασχήμια, την εξαπάτηση και τη διαφθορά. Για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό θα πρέπει να συμμαχήσουμε ακόμα και «με το χειρότερο». Το διαχρονικό έργο της Άρεντ ήταν να γνωρίσει, να κατανοήσει, και να το κάνει αυτό κατά τρόπο που να αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια τόσο το σκότος, όσο και τις πηγές φωτός της εποχής μας. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους η Άρεντ πρέπει να διαβαστεί σήμερα, ξανά και ξανά.

1 Στμφ: Επισήμως η φράση «Men in Dark Times» (από το ομότιτλο βιβλίο της Άρεντ), έχει κυκλοφορήσει στα Ελληνικά κάτω από τον τίτλο: «Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς». Λόγω του ότι το «σκοτάδι / darkness» ως έννοια χρίζει ιδιαίτερης βαρύτητας στο έργο της Άρεντ, προτιμήσαμε την ακριβή απόδοση της λέξης.


Σχόλιο Μιχάλη Θεοδοσιάδη

Δίχως να συμφωνούμε απαραίτητα με όλες τις εκτιμήσεις του συγγραφέα, δημοσιεύουμε την παραπάνω μετάφραση καθότι αποτελεί μια αρχική εκτίμηση των πιο κεντρικών θέσεων της Άρεντ. Παρότι ο Bernstein φαίνεται πως δεν ξεφεύγει από τη λανθασμένη εκτίμηση -που αρκετοί φιλελεύθεροι και αριστεροί στοχαστές επιδιώκουν- αναφορικά με το φαινόμενο Τραμπ, ως δήθεν ένας προπομπός της απόλυτης καταστροφής, την ίδια στιγμή τονίζει ορισμένες βασικές πτυχές της σκέψης της Άρεντ, οι οποίες συχνά επισκιάζονται από αρκετές αναλύσεις που έχουν επικαλεστεί έργα της με στόχο να παρουσιάσουν μια ιδιαίτερα διαστρεβλωμένη εικόνα σε σχέση με τις εκτιμήσεις που η ίδια ενδεχομένως να είχε σήμερα πάνω στα πολιτικά δρώμενα. Αξίζει να κρατήσουμε από τα παραπάνω δύο πολύ σημαντικές παραμέτρους: καμία σωτηρία δεν μπορεί να έρθει από ιδεολογίες και προτάγματα. Μονάχα τα ατομικά έργα μπορούν να φωτίσουν το σκοτάδι, αναφέρει ο Benrstein. Η ιδέα της αυτοδυναμίας, όπως την είχαν κατανοήσει οι Ralph Waldo Emerson, John Stuart Mill και Simone Weil, παραμένει επίκαιρη σε μια εποχή που εν μέσω συνολικής κατάρρευσης αξιών όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκλωβίζονται μέσα στους ιδεολογικούς θαλάμους αντήχησης (echo chamber), σε χώρους που προσφέρουν ψεύτικη ζεστασιά, καλλιεργώντας μια αντίληψη ασφάλειας και προστασίας σε έναν άκαρδο κόσμο. Μας θυμίζει η Άρεντ (κατά τον Bernstein) πως οι ιδεολόγοι του ολοκληρωτισμού δεν προσπαθούν να αλλάξουν την κοινωνία αλλά την ανθρώπινη φύση (δηλαδή το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι μή-τέλεια όντα), διεκδικώντας όχι το εφικτό αλλά το αδύνατο. Χαρακτηριστική προειδοποίηση ενάντια στις αυταπάτες των ουτοπικών ιδεολογιών αποτελεί ο αρχαιοελληνικός μύθος του Ίκαρου. Κατά τον μύθο, ο Ίκαρος πίστεψε ότι μπορεί να πετάξει στον ουρανό, να φτάσει τον θεό ήλιο (με άλλα λόγια την τελειότητα). Κάθε προσπάθεια όμως να παρακαμφθούν οι ανθρώπινες ατέλειες, κάθε προσπάθεια να αγγίξουμε τη θεϊκότητα και την τελειότητα, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ύβρη. Όπως ακριβώς τα φτερά του Ίκαρου λιώνουν από τη ζέστη του ήλιου, και τον οδηγούν στον πνιγμό, παρομοίως κάθε προσπάθεια να αγγίξουμε την τελειότητα, την ουτοπία, τον επίγειο παράδεισο, θα μας βυθίζει σε μια πολύ πιο δυστοπική πραγματικότητα από αυτήν που προσπαθήσαμε να παρακάμψουμε.