Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Ενώ ο τρόπος διασύνδεσής μας με τον κόσμο έχει αλλάξει ριζικά, το πρόβλημα παραμένει πάντα το ίδιο: η κατανόηση όσων συμβαίνουν γύρω μας. Τα σύγχρονα μεγάλα θέματα είναι πάνω κάτω γνωστά: η εθνική ταυτότητα και η κοσμόπολη, το έθνος κράτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το πολιτικό Ισλάμ, o Τουρκικός πανεθνικισμός και οι στόχοι του, η πανδημία, το μεταναστευτικό, οι κοινωνικές και σεξουαλικές ταυτότητες, η νεοφτωχοποίηση (neo-pauperism), η λειτουργία των ελεύθερων αγορών, η σχέση μας με την τεχνολογία και κανείς δεν γνωρίζει τι άλλο θα προκύψει στο μέλλον. Αξίζει να ειπωθεί εξαρχής ότι, κατά τη γνώμη μας, οι προσεγγίσεις που παραμένουν αγκιστρωμένες σε ιδεολογικά ρεύματα, ή σε αντιλήψεις που πηγάζουν μέσα από ομάδες οι οποίες προωθούν μια συγκεκριμένη “X” κοσμοθεωρία, έχουν λιγότερες πιθανότητες να δουν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αντικειμενικά αληθές». Από την άλλη, άτομα που διαμορφώνουν γνώμη δίχως να εξαρτώνται από ομάδες, ενδεχομένως καταφέρνουν να υπερπηδήσουν τα εμπόδια της ομαδικής σκέψης (groupthink) και συνεπώς έχουν περισσότερες πιθανότητες να κατανοήσουν όσα πραγματικά συμβαίνουν γύρω τους. Αυτό ισχύει διότι ο άνθρωπος έχει προικιστεί με σημειολογικές ικανότητες· μπορεί, με άλλα λόγια, να εντοπίζει και να ερμηνεύει εκείνα τα σημεία (του καιρού του) που του δίνουν μίαν αντίληψη και αίσθηση του κόσμου που τον περιβάλλει. Αν και η «μικροσκοπική», θα λέγαμε «τοπική αντίληψη» της πραγματικότητας, δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με την συνολική «μακροσκοπική» εικόνα, ωστόσο είναι η μόνη που διαθέτει πραγματικές αξιώσεις αλήθειας και σε κάθε περίπτωση αποτελεί τη βάση για την εκδίπλωση της κριτικής σκέψης – ακόμη και στο μακροσκοπικό επίπεδο. Ο άνθρωπος διαθέτει επομένως ικανότητες τις οποίες «μεταφράζει» σε λέξεις, ώστε αυτές στην συνέχεια να διατυπωθούν ελεύθερα και δημόσια. Πιο συγκεκριμένα, ο Carl Gustav Jung μιλά για αρχέτυπα και ασυνείδητες διαδικασίες του νου που δεν είναι κοινωνικές κατασκευές αλλά, αντιθέτως, κληρονομούνται και συνδέονται με την ανάγκη[1]. Τα αρχέτυπα εντοπίζονται στο βαθύτερο στρώμα αυτών των ασυνείδητων διαδικασιών και διαμορφώνουν τον τρόπο αντίληψής μας βάσει συγκεκριμένων προτύπων τα οποία παρότι είναι εκτοψυχικά (δηλαδή αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών) την ίδια στιγμή φιλτράρονται και επεξεργάζονται από ενδοψυχικούς καθοριστικούς παράγοντες, ενώ στο τέλος εκφράζονται μέσω του λόγου. Τα ένστικτα και τα αρχέτυπα αποτελούν, από κοινού, το λεγόμενο «συλλογικό ασυνείδητο». Έτσι, παρότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη το σύνολο και την ομάδα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει νοητική ή άλλη σύλληψη, την ίδια στιγμή διαθέτει ενδοχυψικούς μηχανισμούς ώστε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που μια ομάδα του διοχετεύει (ασχέτως και αν αυτοί οι μηχανισμοί βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον) δίχως να βρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση από την ίδια αυτή την ομάδα. Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν υποδηλώνει ότι το άτομο είναι αποδεσμευμένο από οποιαδήποτε ομάδα, κάθε άλλο· ακόμα και η πιο ανεπτυγμένη μορφή αυτοδυναμίας είναι ακατανόητη (και ανούσια) δίχως το σύνολο.

Καθώς λοιπόν διαθέτουμε τις προηγούμενες σημειολογικές ικανότητες και μηχανισμούς, μπορούμε να πάρουμε θέση πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, έχοντας ως βάση ορισμένα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, δηλαδή κάποιες αρχικές βεβαιότητες. Αυτό γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει μια εσωτερική «ομιλία» ή ένας διάλογος. Αν και ο σύγχρονος άνθρωπος έχει πρόσβαση σε πλήθος πληροφοριών, ιδίως λόγω της επέκτασης του διαδικτύου, η αγελαία σκέψη (groupthink) και σειρά αντιλήψεων που είναι προϊόντα τυφλής ομαδοποίησης όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρεί, αλλά αντιθέτως, ενισχύεται και επιδεινώνεται. Σε μια εποχή που τη διακρίνει ο κτητικός ατομικισμός, η αποσύνθεση του κοινού κόσμου και η υποχώρηση κάθε πραγματικής ταυτότητας και αξιακής ιεραρχίας, αντί για ατομική δόξα (γνώμη), παραδόξως βλέπουμε όλο και περισσότερο τα δρώμενα να γίνονται αντικείμενο κριτικής με όρους αγελαίας σκέψης. Ενδεχομένως η τυφλή προσχώρηση στην ομάδα να εξυπηρετεί την ανάγκη εύρεσης νοήματος και «ανήκειν» σε έναν κόσμο ανίκανο να συνθέσει ταυτότητα δεδομένης της διάβρωσης των συλλογικών του αναπαραστάσεων. Ίσως αυτού του είδους η «αγελαιότητα» -που μας ωθεί να ερμηνεύσουμε τον κόσμο αυστηρά κάτω από το πρίσμα ενός συμπλέγματος ιδεών οι οποίες (υποθετικά και μόνο) ικανοποιούν μια συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας- να προσφέρει μια ικανοποιητική απάντηση στα αδιέξοδα του σήμερα. Ωστόσο, πολύ συχνά, το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου σκέψης οδηγεί σε μια γνωστή λογική πλάνη τον αναγωγισμό: το άτομο που έχει κατακυριευτεί από την κυρίαρχη τάση, που διαμορφώνει η ομάδα, δεν χρησιμοποιεί τα γεγονότα ή κάποια θεωρία ως εργαλείο με στόχο να ερμηνεύσει τον κόσμο. Αντίθετα, γίνεται μια αναστροφή και όλος ο κόσμος ανάγεται στην κυρίαρχη αυτή τάση, την οποία (το άτομο) οφείλει να προστατέψει από κάθε αντίθετη γνώμη, χρησιμοποιώντας συχνά αθέμιτα μέσα και ιταμό ύφος.

Ας λάβουμε ως παράδειγμα την περίπτωση της πανδημίας. Η εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση, στο κράτος, στους θεσμούς, στις γραφειοκρατίες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους «ειδικούς», κοινώς στο «κατεστημένο», συχνά πυκνά οδηγούν σε απόρριψη οποιασδήποτε γνώμης συγκλίνει με την ανάγκη υπεράσπισης των μέτρων κατά της διασποράς του ιού μόνο και μόνο επειδή η γνώμη αυτή συμφωνεί με τα μέτρα που έχουν παρθεί από θεσμικούς παράγοντες που αντιπροσωπεύουν το ίδιο το «κατεστημένο». Έτσι, στα πλαίσια της αγελαίας σκέψης, ένα άτομο που τάσσεται κατά της παγκοσμιοποίησης θα πρέπει αυτόματα να είναι και ενάντια στα μέτρα (ανεξαρτήτως από το πόσο αυτά είναι ορθά ή εσφαλμένα) που στοχεύουν στον έλεγχο της πανδημίας, όπως η υποχρεωτικότητα της μάσκας, οι αποστάσεις, η προσωρινή αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων. κ.α. Έτσι, η αγελαιοποίηση της σκέψης σπάνια επιτρέπει στα άτομα να μην ασπάζονται «πακέτα ιδεών», δηλαδή καθ‘ ολοκληρία όλα όσα υποστηρίζονται από μια ομάδα/ρεύμα. Υπό αυτή την έννοια η εναντίωση στα μέτρα θα πρέπει να συνοδεύεται και από εναντίωση στον εμβολιασμό κατά του κορονοϊού, εφόσον και τα προγράμματα εμβολιασμού είναι κομμάτια του ίδιου του προβλήματος, μια ακόμα συνωμοσία των ανθρώπων του «κατεστημένου» ενάντια στις ατομικές μας ελευθερίες. Επομένως, η περίπτωση ενός ανθρώπου που συμφωνεί με τα μέτρα ανάσχεσης της πανδημίας δίχως να τρέφει καμία συμπάθεια στους ανθρώπους του «κατεστημένου», απορρίπτεται σχεδόν αυτομάτως. Κάθε φωνή που υπερασπίζεται τα μέτρα, νομοτελειακά εντάσσεται στη «μαύρη λίστα». Επίσης η πιθανότητα κάποιοι άνθρωποι να συμφωνούν με ορισμένα και όχι με όλα τα μέτρα, συχνά δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Το χειρότερο, ωστόσο, που επιφέρει η προσκόλληση στην ομαδική σκέψη είναι ότι μας δίνει την εντύπωση ότι όλοι όσοι δεν ασπάζονται τις δικές μας θέσεις είναι «πρόβατα» που «καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα του συστήματος» ή «χρηματίζονται από το κατεστημένο». Είναι, με άλλα λόγια, «κομμάτι της συνωμοσίας». Έτσι όμως, αυτό που αγνοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μια αβάσιμη κατηγορία περί «χρηματισμού» είναι δείγμα κακοήθειας- είναι το ενδεχόμενο οι πληροφορίες που ασπαζόμαστε από μέσα ενημέρωσης (δήθεν εναλλακτικά) τα οποία «δεν αναπαράγουν την κυρίαρχη αντίληψη» να «χρηματίζονται» εξίσου και/ή να εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, ενδεχομένως το ίδιο νοσηρές με αυτές που δηλώνουμε ότι απεχθανόμαστε. Αν δηλαδή κάποια πανεπιστημιακά προγράμματα χρηματοδοτούνται από τον George Soros, αν μέσα ενημέρωσης έχουν «αγοραστεί» από ταγούς της παγκοσμιοποίησης με στόχο να προωθούν τις δικές τους θέσεις, ενδέχεται εξίσου και τα λεγόμενα «αντισυστημικά» μέσα (όπως λ.χ. το Βρετανικό περιοδικό Spiked) να χρηματίζονται από δισεκατομυριούχους μεγαλοεπιχειρηματίες. Επιπλέον, κάποιοι χώροι οι οποίοι απορρίπτουν μια γνώμη ως «προβατοποιημένη» και «του συρμού» επειδή φαινομενικά συγκλίνει με το κυρίαρχο αφήγημα, δεν σημαίνει ότι είναι και χώροι «ελεύθερης» και «αντικειμενικής έρευνας». Μπορεί αυτά τα ίδια άτομα που επικαλούνται την ανυπακοή και την αντισυστημικότητα να έχουν απωλέσει εξίσου την ατομικότητά τους, είτε γιατί επιθυμούν να ταυτιστούν με άλλους ανθρώπους οι οποίοι έχουν έναν στόχο κοινό (λ.χ. να «ανατρέψουν» το ισχύον πολιτικό παράδειγμα), είτε διότι, πιθανότατα λόγω ναρκισσισμού, προσπαθούν να ξεχωρίσουν από τη «μάζα» και την «κοινωνική αγέλη», τη στιγμή που όμως ενσωματώνονται σε μια άλλη αγέλη. Αυτή η αγελαιοποίηση είναι ένα φαινόμενο που συναντά κανείς έντονα σε υποκουλτούρες και πολιτισμικά ρεύματα. Έτσι, στην προσπάθειά μας να ξεχωρίσουμε από την «ακρισία που μαστίζει τον γενικό μέσο όρο» θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο σημείο να αναπαράγουμε «αμάσητες» πληροφορίες οι οποίες δεν είναι απαραίτητα ορθότερες από αυτές του «κατεστημένου», ωστόσο όμως ικανοποιούν αυτή μας τη βούλησή μας να «δραπετεύσουμε» από τη «μάζα».

Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα θυμούμενοι τις συζητήσεις για το μακεδονικό ζήτημα οι οποίες βασίστηκαν ακριβώς πάνω στην ίδια λογική: οι εθνικιστές έβλεπαν όσους υιοθετούσαν τη «σύνθετη ονομασία» ως κατεξοχήν «προδότες», ενώ οι «αντι-εθνικιστές» λοιδορούσαν ως «εθνίκια» όσους εξέφραζαν σκεπτικισμούς για ένα τόσο σοβαρό εθνικό θέμα. Με αυτή με τη «λογική» αποκλείεται λοιπόν ένα άτομο να επιθυμεί επίλυση του ζητήματος με σύνθετη ονομασία (ανεξαρτήτως αν αυτή η θέση είναι σωστή ή λάθος) δίχως ταυτόχρονα να στηρίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και τον τρόπο που αυτή κατέληξε σε μια, κατά τη γνώμη μας, επιζήμια συμφωνία.

Παρόμοια είναι και η περίπτωση των κινητοποιήσεων για την κλιματική αλλαγή. Αν κάποιος δέχεται τις αποδείξεις ότι ο πλανήτης υφίσταται κλιματική αλλαγή, ότι τα επόμενα χρόνια θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε μια απειλή, θα πρέπει αναγκαστικά να συμφωνεί με το νεολαιϊσμό της Γκρέτας Τούνμπεργκ. Δηλαδή να θεωρεί τις προηγούμενες γενιές, ιδίως τους «άπληστους λευκούς δυτικούς άνδρες», υπαίτιους για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, επειδή το «πράσινο κίνημα» δεν είναι παρά ένα προοδευτικό κίνημα, υπέρ της «κοινωνικής δικαιοσύνης» και της πολιτικής των ταυτοτήτων, θα πρέπει τα άτομα που το ασπάζονται να δέχονται και την ιδέα ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, να είναι υπέρ του κράτους πρόνοιας (γενικά) και να μισούν τον Τραμπ (παράφορα). Οι αντίπαλοι της Γκρέτας Τούνμπεργκ, από την άλλη, θα πρέπει να απορρίπτουν με κατηγορηματικό τρόπο την πιθανότητα ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να τρέφουν συμπάθεια για τον Τραμπ, να απεχθάνονται την Πολιτική Ορθότητα (ΠΟ) της εποχής μας και να ανήκουν στο χώρο της Δεξιάς. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα ένα άτομο να μην συμφωνεί με το συναισθηματικό νεολαιϊσμό της Γκρέτα, αλλά να απεχθάνεται εξίσου τους Τραμπιστές, αγνοείται σαν να μην υπάρχει. Άλλωστε, την ύπαρξη αυτής της αγελαιοποίησης μπορούμε να τη δούμε σε συζητήσεις και σε καυγάδες στο facebook και άλλα παρόμοια μέσα «κοινωνικής δικτύωσης». Στην περίπτωση που ένα άτομο «της ομάδας» που τάσσεται κατά των μέτρων ανάσχεσης της πανδημίας, αναρτήσει κάτι που ασκεί κριτική στους λεγόμενους «αρνητές» (τους «αντισυστημικούς»), αυτόματα θα δεχθεί κατηγορίες ότι «χρηματοδοτείται προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα του κατεστημένου» ή θα υποστεί «ιεροεξεταστική» αντιμετώπιση.

Ένα ακόμα παράδειγμα αποτελούν οι θεωρίες των Ομάδων Πίεσης που συνήθως εμπνέουν ριζοσπάστες ακτιβιστές. Αν, για παράδειγμα, μελετήσουμε τη ρητορική και τη φρασεολογία δύο ή περισσότερων ομάδων ριζοσπαστών της (μεταμοντέρνας) Αριστεράς σε δύο μέρη του κόσμου, μία στο Βερολίνο και μια στον Καναδά. Εκεί θα δούμε πως ασπάζονται τις ίδιες ακριβώς απόψεις, χρησιμοποιώντας (πάνω-κάτω) το ίδιο λεξιλόγιο. Κοινώς πρόκειται για μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές ομαδοποίησης της σκέψης και του λόγου. Επιπλέον, οι περισσότερες κινητοποιήσεις τέτοιων ομάδων -όπως πάνω κάτω στην περίπτωση των κινητοποιήσεων για την κλιματική αλλαγή- διατυπώνουν ακριβώς τα ίδια αιτήματα. Η καταγγελία του ρατσισμού αποτελεί πάγια θέση των μεταμοντέρνων αριστερών ριζοσπαστών. Η αγελαιοποίηση, ωστόσο, κάτω από τις συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις που ασπάζονται αυτές οι ομάδες, οδηγεί σε παρόμοια αδιέξοδα: αν, για παράδειγμα, ένα άτομο δεν συμφωνεί με την αντίληψη που ενοχοποιεί όλο τον δυτικό κόσμο για τον ρατσισμό, τότε αυτόματα θα πρέπει να απορρίπτεται ως «εχθρός της κοινωνικής δικαιοσύνης». Αν ένα άτομο δεν πιστεύει ότι το ξεπέρασμα των φυλετικών διακρίσεων αναγκαστικά θα έρθει μέσα από τις πολιτικές των ταυτοτήτων και φρονεί ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, τρόποι οι οποίοι δεν εγκρίνει η μεταμοντέρνα αριστερή ιδεολογία, τότε θεωρείται αυτόματα «υπερασπιστής της λευκής υπεροχής». Όπως οι, εκ δεξιών, «αρνητές της πανδημίας», ή κάποιες ομάδες που καταγγέλλουν την ΠΟ, τον George Soros και την παγκοσμιοποίηση (άτομα που δεν αποκλείεται να ανήκουν σε ένα «ομογενοποιημένο» γκρουπ αρνητών της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής που απορρίπτουν την πολυπολιτισμικότητα και αποκαλούν «πρόβατα» την πλειοψηφία της κοινωνίας) ενδεχομένως υποστηρίζουν κάποιες από τις πολιτικές που έχουν επιβληθεί από το «κατεστημένο», με τον ίδιο τρόπο οι ριζοσπάστες της Αριστεράς βαφτίζουν μια ολόκληρη κοινωνία «οχετό ρατσισμού», θεωρώντας ότι ο μέσος άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μίασμα, ένα απαίδευτο ον ανίκανο να εκτιμήσει και να κρίνει. Εικάζουν ότι ο «ρατσιστικός» ή «σεξιστικός» λόγος ενός σαχλού ομιλητή θα βρει ώτα ευήκοα στην κοινωνία, η οποία εφόσον άγεται και φέρεται από «ρατσιστικές νόρμες», δεν έχει την ικανότητα να κρίνει και να απορρίψει έναν τέτοιο λόγο. Εδώ συναντάμε ένα ακόμα θεωρητικό σφάλμα της Αριστεράς και του φιλελευθερισμού (και ίσως της ευρύτερης κατανόησης των πραγμάτων που διακρίνει το δυτικό φαντασιακό): ο λόγος αντιμετωπίζεται ως βάση πάνω στην οποία οργανώνονται οι ανθρώπινες συλλογικότητες. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες σφάλμα που συχνά συνδυάζεται με τον ισχυρισμό ότι ο λόγος είναι βία, όπως διατείνονται οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί. Στην πραγματικότητα, ο λόγος είναι το αντίδοτο στη βία. Υπάρχουν δύο μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με στόχο να πειστεί ένας άνθρωπος: είτε μέσω της άσκησης σωματικής βίας, είτε μέσω της πειθούς (δηλαδή του λόγου). Η Πολιτική Ορθότητα που θεωρεί ότι ο λόγος είναι βία –και όχι αντίδοτο- αντιφάσκει καθότι χρησιμοποιεί την ίδια τη βία ενάντια στη βία που υποτίθεται ότι πολεμά: τη σιδηρά πυγμή του νόμου.

Σε γενικές γραμμές, η λογική της ομαδικής σκέψης (group think), η πολιτική των ταυτοτήτων και η θεραπευτική κουλτούρα, συνθέτουν ένα κράμα που διαμορφώνει τη σύγχρονη τάση της Αριστεράς, όπου όλα κρίνονται με βάση το συναίσθημα, όπου κάθε αντίληψη περιχαρακώνεται στον μικρόκοσμο του εκάστοτε κοινωνικού status. Αντί να μιλάμε για κάποια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων και σύνδεσης διαφορετικών ταυτοτήτων και ανθρώπων, η εμμονή της μεταμοντέρνας Αριστεράς με τις «ταυτότητες» – που a priori θεωρεί «καταπιεσμένες»- δημιουργεί στο δημόσιο διάλογο συνθήκες ασφυκτικής λογοκρισίας, καθώς προωθεί την τακτική του «check your privilege». Με άλλα λόγια, κανείς δεν θα πρέπει να μιλά για έναν άλλο άνθρωπο αν, πρώτα από όλα, δεν κοιτάξει «το δικό του προνόμιο» (check your privilege), δηλαδή αν ανήκει σε περισσότερο προνομιακή ομάδα από αυτή που ανήκει το άτομο που «καταπιέζεται». Διαφορετικά ενδέχεται, ακόμα και άθελά του, το άτομο που ασκεί κριτική να προσπαθεί να επιβάλει «καταπιεστικές νόρμες» σε μια ήδη «περιφρονημένη υποκειμενικότητα». Όμως, μια τέτοια τακτική μας ωθεί σε ποικίλα ad hominem λογικά σφάλματα, γιατί μας καλεί να απορρίψουμε το επιχείρημα ενός ανθρώπου ως αξιωματικά εσφαλμένο βασιζόμενοι στην προκατάληψη ότι εκφράζει μια προνομιακή θέση, αντί να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο περιεχόμενο αυτής της άποψής του.

Σε ό,τι αφορά τη λογοκρισία (και την αυτολογοκρισία), αξίζει να θυμηθούμε ένα γνωστό και σοβαρό ατόπημα στο οποίο είχε υποπέσει λίγο πριν πεθάνει ο διάσημος Ιταλός σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο. Ο Έκο είχε υποστηρίξει, με κακόπιστο τρόπο απέναντι στην ιταλική κοινή γνώμη, ότι η ελευθερία του λόγου σήμερα είναι υπερβολική, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και πρέπει να περιοριστεί. Όμως σε μια δημοκρατία ή ελευθερία λόγου δεν μπορεί να είναι επιλεκτική. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι αυτονόητο: η ελευθερία του λόγου ή υπάρχει απολύτως ή δεν υπάρχει. Το πώς θα ειπωθεί κάτι είναι ασφαλώς αντικείμενο της αισθητικής και αποτελεί ζητούμενο αυτό το κάτι (οτιδήποτε) να μπορεί να διατυπωθεί το δυνατό με έναν ευπρεπή τρόπο, με την προϋπόθεση όμως να  μην χάνεται ο εννοιολογικός πυρήνας και η ουσία του. Για παράδειγμα, εάν κάποιοι πιστεύουν ότι με μια απόφαση του Αρείου Πάγου, που καταργεί τη χρήση της ελληνικής λέξης «λαθρομετανάστης» από κάθε νομική χρήση της, αναβαθμίζεται και η ποιότητα του νομικού μας πολιτισμού, ή γινόμαστε πιο ευπρεπείς προφανώς είναι βαθιά γελασμένοι ή υποκριτές.

«Λαθραίος» σημαίνει ο μυστικός, ο κρυφός, ο αδήλωτος και αυτό ισχύει από την αρχαιότητα. Έτσι λαθραίο μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα, αλλά μπορεί να είναι και ένας άνθρωπος που κάνει παράνομο εμπόριο (λαθρέμπορος). Εκτός κι αν ο επιβάτης που τρυπώνει κρυφά σε ένα πλοίο χωρίς να πληρώσει εισιτήριο δεν είναι λαθραίος (λαθρεπιβάτης). Επομένως στην ελληνική γλώσσα (και όχι μόνο) το πρώτο συνθετικό αυτής της λέξης δεν είναι αποκομμένο από τον άνθρωπο. Ασφαλώς πάντα υπάρχει μια αισθητική φόρτιση, όμως όπως έχουμε τονίσει και σε άλλες περιπτώσεις όπου ασκούμε κριτική στην ΠΟ, όλες οι λέξεις είναι φορτισμένες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι σωστή επιλογή η κατάργησή τους. Η αλήθεια δεν μεταβάλλεται με εκφραστικές απαγορεύσεις, ούτε μέσα από παρεμβάσεις αισθητικής φύσης και ωραιοποιήσεις. Οι λέξεις «παράνομος», «παράτυπος», «κρυφός», «λαθραίος» λένε την αλήθεια και αυτή δεν αλλάζει εάν απλώς αρχίσουμε να ονομάζουμε αυτούς τους ανθρώπους “sans papier” (δηλ. οι «μη έχοντες χαρτιά») όπως προτείνουν κάποιοι στη Γαλλία. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κατά βάση δεν υπάρχουν αμιγώς άσχημες λέξεις. Υπάρχει άσχημο πλαίσιο χρήσης των λέξεων που μπορεί να κάνουν κάποιοι, ενδεχομένως άσχημοι άνθρωποι, για παράδειγμα ρατσιστές. Ας μην ξεχνάμε ότι οι λέξεις γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες για να εξηγήσουν τον κόσμο, να «αγγίξουν» την πραγματικότητα και να πουν την αλήθεια, όχι για να την αποκρύψουν και να την σκεπάσουν, ώστε να ξεχαστεί από κάποιους υπερευαίσθητους, καθεστωτικούς ανθρωπιστές ή αλλεργικούς στην πραγματικότητα.

Τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά της ΠΟ μένουν εγκλωβισμένες στην πολιτική αγελαιοποίηση. Συστηματικά επιχειρούν να διαγράψουν από το δημόσιο πεδίο, με τρόπο αυταρχικό, απόψεις που θεωρούν «προβληματικές». Από την άλλη, ούτε το λεγόμενο πολιτικό Κέντρο, της «λογικής» και της «μετριοπάθειας», είναι απαλλαγμένο από τις λογικές πλάνες. Κατά βάση, όταν διάφοροι ισχυρίζονται ότι «είμαστε δυνάμεις του Κέντρου ενάντια στα άκρα» κοροϊδεύουν πρώτα τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτό γιατί κάτι που τώρα παρουσιάζεται ως κεντρώο (και επομένως «λογικό») μπορεί κάλλιστα να εκλαμβάνεται ως ακροδεξιό ή ακροαριστερό σε κάποια άλλη χρονική στιγμή και μάλιστα πολύ σύντομα. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι δυνάμεις του λεγόμενου «μετριοπαθούς κέντρου» δεν αποτελούν με το ζόρι τους εγγυητές αντικειμενικότητας. Στην πραγματικότητα εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη λογικό σφάλμα (moderation fallacy)· πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια μαθηματικού τύπου υπεραπλούστευση που θεωρεί ότι η «μέση οδός» (η αλλιώς ενδιάμεση απόσταση ανάμεσα σε δυο σημεία Α και Β) είναι πάντα προτιμότερη. Όμως αυτή η οπτική είναι αφελής: αγνοεί ότι κατά βάση ότι η έννοια «μέση οδός» είναι άκρως ευμετάβλητη και μόνο όταν αυτή συγκεκριμενοποιηθεί επαρκώς μπορεί την επικαλεστεί κανείς και πάντα εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και ορισμένου πλαισίου. Κατά τη γνώμη μας οι προσεγγίσεις που βρίσκονται πιο κοντά στο αντικειμενικό δεν πηγάζουν μέσα από το άξονα που ορίζει το τρίπτυχο Αριστερά/Κέντρο/Δεξιά, διότι όλοι αυτοί οι πολιτικοί χώροι, για κομματικούς/ψηφοθηρικούς και άλλους λόγους, προάγουν την ιδεολογική ομαδοποίηση (group thinking), με άμεση συνέπεια τον αναγωγισμό. Η Simone Weil[2] είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που εγκυμονεί η προσπάθεια να κρίνουμε τα πράγματα κάτω από τη λογική της κατηγοριοποίησης του τύπου «εγώ αυτό το λέω/πιστεύω ως σοσιαλιστής» ή «εγώ ως καθολικός θεωρώ ότι…». Αυτού του είδους η λογική -που δημιουργεί φράξιες, σέχτες και υπο-ομάδες, εντός των οποίων όλη η πραγματικότητα ανάγεται με στόχο να περισωθεί η ιδεολογία- αυτοπεριορίζει και εγκλωβίζει τη σκέψη μας. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο να κρίνουμε με βάση το ακαταμάχητο φως των αδιάσειστων αποδείξεων, οι οποίες μας αναγκάζουν να δούμε τι είναι λάθος και τι σωστό.

Ανακεφαλαιώνοντας, μια σκέψη «κόντρα στο ρεύμα» δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, ενδεχομένως για να εξυπηρετήσουμε μια δήθεν «επαναστατικότητα», όπως εξίσου δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός η στάση υπέρ του ισχύοντος πολιτικού παραδείγματος, ούτε υπέρ κάποιας σαγηνευτικής ιδεολογίας (αριστερής, δεξιάς, libertarian ή άλλης). Βασικός σκοπός, σε κάθε περίσταση, θα πρέπει να είναι η κατανόηση των καταστάσεων και των φαινομένων. Επομένως, μια σωστή προσέγγιση δεν μπορεί να στοχεύει στην ανατροπή μιας «κυρίαρχης λογικής», ούτε όμως και στην υπεράσπισή της με το ζόρι. Εξίσου, η ανεξαρτησία της σκέψης μας δεν πρέπει να μας οδηγεί στο μηδενισμό και στην τυφλή απόρριψη (συλλήβδην), μόνο και μόνο για να διατυπώσουμε απόψεις οι οποίες δε συμφωνούν με καμία ομάδα ή ιδεολογία, ώστε να φανούμε «διαφορετικοί» και «εκτός μόδας». Η ανεξάρτητη σκέψη προσπαθεί (και οφείλει) να περιγράψει την πραγματικότητα ως έχει, ανεξαιρέτως αν αυτή συνταιριάζει στο μυαλό μας με το status quo ή όχι. Στην εποχή μας η ορθή περιγραφή μιας πραγματικότητας, όσο αυτή είναι εφικτή, απαιτεί απαγκίστρωση τόσο από την εγωπάθεια και τον ναρκισσισμό, όσο και από την ομάδα, ειδικά όταν αυτή η τελευταία λειτουργεί σαν μια αυστηρά ομογενοποιημένη κοινότητα με άκαμπτο ιδεολογικό ή πολιτικό προσανατολισμό.


[1] Βλ. Carl Jung. 1960. The Structure and Dynamics of the Psyche: Vol 8 (Collected Works of C.G. Jung). 1st Edition. Routledge: London (ιδίως μέρος 3).

[2] Βλ. Simone Weil. 2013. On The Abolition Of All Political Parties. New York: nyrb (σσ.17-18)