Γράφει ο Νικόλαος Μπάγκαβος – Φιλόλογος

Μελετώντας τα έργα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, πέρα από τις πιο γνωστές μυθιστορηματικές του απόπειρες, οι οποίες συγκεντρώνουν το σύνολο σχεδόν της προσοχής του αναγνωστικού κοινού, στάθηκα στην ανάγνωση και ερμηνεία ενός παράδοξου και ανατρεπτικού κειμένου, το οποίο δεν έχει ίσως λάβει την απαιτούμενη προσοχή από τους μελετητές. Δύο βασικούς λόγους για την παραγκώνιση του κειμένου μπορεί ίσως να εντοπίσει κανείς από τη μία πλευρά στην παραδοξότητα της γραφής του συγγραφέα, καθότι ο τελευταίος επιλέγει να ενσωματώσει συνειδητά στο κείμενό του περισσότερες από μία φορές ένα λόγο παραληρηματικό και φαινομενικά ασυνάρτητο στην περίπτωση της ηρωίδας, ο οποίος θα παίξει κατά τη γνώμη μου ρόλο-κλειδί στην αποκρυπτογράφηση της εξέλιξης της πλοκής. Μιλώντας για αποκρυπτογράφηση περνώ στον δεύτερο λόγο, για τον οποίο το κείμενο απαξιώθηκε ήδη από τους συγχρόνους του συγγραφέα κριτικούς και στάθηκε αφορμή έντονης και εν πολλοίς άδικης κριτικής στο πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι από τον μαικήνα του, Βησσαρίωνα Μπελίνσκι.[1] Ο λόγος αυτός είναι η ανατρεπτικότητα του έργου και συνάμα η μυστηριώδης αχλή, με την οποία προικίζει ο συγγραφέας τη συγκεκριμένη νουβέλα του. Το χαρακτηριστικό αυτό του μυστηρίου, ενδεδυμένο με τον μανδύα του αποκρυφισμού ιδιαίτερα στην απεικόνιση του γέρου-πρωταγωνιστή, τις αλληλοσυγκρουόμενες προσωπικές εκμυστηρεύσεις των ηρώων και την σκόπιμη ασάφεια πάνω σε θεμελιώδη για την πρόσληψη του κειμένου θέματα,[2] καθιστούν το κείμενο δυσερμήνευτο και τις αναγνώσεις του ποικίλες. Πάνω σε αυτό το βασικό για την κατανόηση της νουβέλας, παιχνίδι, το οποίο συνιστά ουσιαστικά ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο-εφιάλτη και την πραγματικότητα, επάνω στην αλήθεια, η οποία δεν είναι εύκολο να διακριβωθεί μέσα από τα λεγόμενα των ηρώων και το ψέμα, δομείται ο ουσιαστικός και εννοιολογικός πυρήνας του έργου.

Η ρευστότητα και υποκειμενικότητα κάθε ερμηνείας σε ένα τέτοιο έργο, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το εγχείρημα αυτό, αν και αρκετά θελκτικό για έναν προσεκτικό αναγνώστη, είναι αρκετά επικίνδυνο, συνιστά κατ’ ουσίαν μια πορεία σε κινούμενη άμμο. Παρόλα αυτά, το σύντομο ταξίδι της ερμηνείας του κειμένου, ελπίζω να μας ανταμείψει.

  1. i) Λίγα λόγια για την πλοκή

Η νουβέλα εξιστορεί κατά βάση μια τρυφερή ιστορία ενός εν τέλει ανεκπλήρωτου έρωτα δύο νέων, που συναντιούνται τυχαία κατά τη διάρκεια του εσπερινού σε μια εκκλησία και εκεί γνωρίζονται για πρώτη φορά. Ο νέος ονομάζεται Ορντίνοφ, έχει μόλις εγκαταλείψει το σπίτι που διέμενε, τη «γωνιά»[3] για την ακρίβεια, επιδιώκει και καταφέρνει να μετακομίσει για σύντομο διάστημα στο σπίτι της νεαρής, που έχει ερωτευτεί και του γέρου που ζει μαζί της.

  1. ii) Οι βασικοί χαρακτήρες της νουβέλας

Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Ντοστογιέφσκι είχε εκπληκτική ικανότητα στο να σκιαγραφεί με λεπτομέρεια και φοβερή πιστότητα ρεαλιστικούς χαρακτήρες στα έργα, που δημιουργούσε. Έτσι και σε αυτή τη νουβέλα δίνεται μεγάλη έμφαση στην απεικόνιση-διαγραφή των προσωπικοτήτων των ηρώων, η οποία στηρίζει με τον καλύτερο τρόπο την προτεινόμενη μέσω του παρόντος κειμένου, ερμηνεία της νουβέλας. Ο Ορντίνοφ, λοιπόν, είναι το πρότυπο του ονειροπόλου-οραματιστή, ο οποίος εν πολλοίς εκφράζει τον συγγραφέα. Πρόκειται για έναν εσωστρεφή αντικοινωνικό νέο, ο οποίος είναι πάντοτε απορροφημένος από την ιδεολογία του και το όραμά του, εκφράζοντας μάλιστα ανάγλυφα στο άκαμπτο, σκληρό, χλωμό και καταβεβλημένο πρόσωπό του τον πνευματικό αγώνα, στον οποίο είναι παραδομένος. Απομακρυσμένος από τους ανθρώπους, δημιουργεί μέσα από τη φαντασία του έναν παράλληλο κόσμο, πιο ευχάριστο γι’ αυτόν από τον πραγματικό και βυθίζεται σε αυτόν.  Το αντικείμενο του πόθου του στη νουβέλα, η Κατερίνα βρίσκεται παγιδευμένη στη θανάσιμη αγκαλιά του πατέρα (;) της, χαρακτηρίζεται από αθωότητα, καλοσύνη, αβουλία και αναποφασιστικότητα και εμφανίζεται πλήρως υποταγμένη στη βούληση του δυναστικού κηδεμόνα της. Εδώ ο Ντοστογιέφσκι παρατηρεί με ενθουσιασμό τον τρόπο, με τον οποίο ο γέρος-πατέρας(;) ασκεί στην ψυχή της νεαρής μια μυστηριακή γοητεία-εξουσία. Ο γέρος Μούριν, όπως λέγεται χαρακτηρίζεται από μια έμφυτη κακότητα, είναι επιβλητικός, επιθετικός, χειριστικός με την «κόρη» του και ιδιαίτερα ανταγωνιστικός με τον Ορντίνοφ, στοιχείο που μας ξενίζει λίγο σε σχέση με τη διακηρυγμένη ιδιότητα του πατέρα, που φέρει ο γέρος. Για τη διαγραφή του πορτρέτου του ο Ντοστογιέφσκι ξέρουμε ότι άντλησε λεπτομέρειες από κείμενα και δοξασίες της Ρωσίας γύρω από τους μάγους,[4] άλλωστε ο ίδιος ο Μούριν ήταν παλαιότερα μάγος, όπως λέγεται ρητά στο έργο. Ακόμη και το όνομά του είναι παρμένο από έναν δημοφιλή Βίο Αγίου, ο οποίος ενώ ήταν αρχικά ληστής (Μούριν), στοιχείο που θα μας αποβεί εξαιρετικά χρήσιμο στη συνέχεια, μετανόησε και αγίασε.

Στη νουβέλα, ο Μούριν, ο οποίος εμφανίζεται διπρόσωπος και παρουσιάζει μια υποκριτική συμπεριφορά, ανήκει στους τύπους των ανθρώπων που ο Ντοστογιέφσκι θεωρούσε διαβολικούς, μια φιγούρα ίσως στα πρότυπα των Δαιμονισμένων του, οι οποίοι έχουν μια έμφυτη ροπή προς την κακία και το έγκλημα. Η υποκριτική συμπεριφορά του συνίσταται στη διάσταση πράξεων μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής του. Στην ιδιωτική ζωή του, είναι δυνάστης και κακούργος, καθώς φτάνει στο σημείο να απειλήσει τη ζωή τόσο του Ορντίνοφ με το όπλο, όσο και της Κατερίνας με μαχαίρι, σε μια σκηνή, που η δράση του ανακαλεί έντονα τη μορφή του Ραγκόζιν από τον Ηλίθιο, άλλωστε το όνομα της γυναίκας είναι κοινό και στα δύο έργα (Κατερίνα). Στη δημόσια ζωή του, στην εκτίμηση δηλαδή, που έχουν οι άλλοι για αυτόν, όπως εμφαίνεται κυρίως από τη συμπεριφορά του Γιαροσλάβ Ίλιτς, ενός αγαθιάρη αστυνομικού, πληροί τα πρότυπα του φιλήσυχου οικογενειάρχη.

Η νουβέλα μπορεί ωστόσο να αναλυθεί και με πολιτικούς όρους, ούτως ώστε ο Μούριν να εκπροσωπεί τη θρησκοληψία, τον μεσαιωνισμό, την οπισθοδρομικότητα και την καταπίεση, ενώ η Κατερίνα με την αθωότητα και την αγνότητά της, τον εξιδανικευμένο ρωσικό λαό, τον οποίο καλείται να απελευθερώσει από τα δεσμά της άγνοιάς του ο Ορντίνοφ, ο διανοούμενος άνθρωπος, ο οποίος θα τραβήξει τη μάσκα της υποκρισίας και του καθωσπρεπισμού από τον Μούριν και θα αποκαλύψει την αλήθεια στον λαό[5]. Πίσω από τον Μούριν μπορεί κάποιος να δει και την Εκκλησία υπό την μορφή του δυνάστη, που υποβάλλει κανονιστικές συμπεριφορές στο άτομο, που κηδεμονεύει άκριτα την ανθρώπινη ύπαρξη και την περιορίζει σε κανονιστικά ελεγχόμενες συμπεριφορές.

Η συνηθισμένη στα έργα του Ντοστογιέφσκι, πνιγηρή ασθενική ατμόσφαιρα κυριαρχεί και σε αυτή τη νουβέλα. Η σύντομη συναναστροφή των δύο νέων συνοδεύεται από τις λιποθυμικές τάσεις και το παραλήρημα πρώτα του Ορντίνοφ, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικό ως προς το περιεχόμενό του και δεν βοηθά ιδιαίτερα την ερμηνεία μας, και εν συνεχεία της Κατερίνας, στο οποίο θα εστιάσουμε αμέσως μετά. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα όρια μεταξύ του παραληρήματος και της κυρίως πλοκής είναι ανύπαρκτα, δεν είναι πάντοτε δυνατόν δηλαδή να ξεχωρίσει ο αναγνώστης το όνειρο από την πραγματικότητα του έργου και αυτό ίσως να οφείλεται στην ψυχοσύνθεση του συγγραφέα, ο οποίος είδε στη σύνθεση της νουβέλας μια δημιουργική διέξοδο, προκειμένου να ξεπεράσει προβλήματα υγείας του, δικούς του συγκεχυμένους οραματισμούς και εφιάλτες, προερχόμενους από την ασθενική κράση του.

iii) Το παραλήρημα― εξομολόγηση της Κατερίνας ― κλειδί για την ερμηνεία του έργου-ομοιότητες του γέρου της διήγησης και του Μούριν

Το παραλήρημα της Κατερίνας, όπως ειπώθηκε και παραπάνω συνιστά μια εκ βαθέων (de profundis) προσωπική  εξομολόγηση της ζωής της, επηρεάζει βαθύτατα τον Ορντίνοφ, ο οποίος είναι ο αποδέκτης της ιστορίας, ενσωματώνει ωστόσο αρκετά φαντασιακά και μεταφυσικά στοιχεία, τα οποία κάνουν την πιστότητά της αμφισβητήσιμη.

Ένα από τα βασικά προβλήματα της ιστορίας, το οποίο επιτείνει τη σύγχυση,που ενυπάρχει στη διήγηση της Κατερίνας είναι η ασάφεια σχετικά με την ταυτότητα του συμπρωταγωνιστή της ιστορίας της. Στο πλαίσιο της διήγησής της, δίπλα στην Κατερίνα, εμφανίζεται ένας γέρος, του οποίου η ταυτότητα δεν αποκαλύπτεται ποτέ, βάσει όμως των συμπεριφορικών αντιδράσεών του, των ενδυματικών του συνηθειών, κάποιων γενικών ομοιοτήτων του με έναν από τους πρωταγωνιστές της νουβέλας, γίνεται δυνατή έστω και πιθανολογικά η αποκάλυψή της ταυτότητάς του.

Α) Πρώτο μέρος της διήγησης της Κατερίνας

Η διήγηση της Κατερίνας ξεκινά με την εμφάνιση στο προσκήνιο ενός γέρου (πρώτη βασική ομοιότητα με τον Μούριν), ο οποίος φορά σκούφο κατά τα πρότυπα των μάγων, επισκέπτεται το σπίτι της Κατερίνας και για αδιευκρίνιστους εν πολλοίς λόγους τραβά μαχαίρι και τραυματίζει την κοπέλα, σκηνή που ξαναβλέπουμε αργότερα όταν ο Ορντίνοφ βαστά στα χέρια του ένα παλιό μαχαίρι ιδιοκτησίας του Μούριν. Ο παράξενος γέρος της ιστορίας φαίνεται να ασκεί την ίδια εξουσιαστική δύναμη με τον Μούριν επάνω στην Κατερίνα, ενώ παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της και τους δικούς της ενδοιασμούς, δέχεται τις επισκέψεις του γέρου και τα δώρα του. Ο γέρος της ιστορίας είναι επίσης δολερός και χειριστικός απέναντι στην Κατερίνα, τα λόγια του φαίνεται πως κάμπτουν τις αντιστάσεις της και τη χειραγωγούν. Ακολουθεί η αφήγηση του θανάτου του πατέρα, ο οποίος αναφέρεται πως έπεσε θύμα εργατικού ατυχήματος. Ωστόσο, οι εργάτες, που κουβαλούν το πτώμα του έχουν την εντύπωση πως κάποιος τον έσπρωξε μέσα στη φλεγόμενη κάμινο για να τον σκοτώσει. Αναφέρουν χαρακτηριστικά: «ο διάβολος τον έσπρωξε εκεί μέσα»[6] και στην αμέσως επόμενη σκηνή επιβεβαιώνονται οι υποψίες τους, αφού βλέπουμε τον γέρο, που διατηρεί την ανωνυμία του σε όλη την ιστορία, να καταφθάνει στην Κατερίνα ντυμένος με καφτάνι, ακριβώς όπως εμφανίζεται και ο Μούριν, όταν πρωτοσυστήνεται στη νουβέλα και «καψαλισμένος από την κορφή ως τα νύχια».[7] Βάσει του σαφούς υπαινιγμού του συγγραφέα, νομιμοποιούμαστε να ισχυριστούμε ότι ο θάνατος του πατέρα της Κατερίνας δεν ήταν ατύχημα, αλλά δολοφονία από τον γέρο θύτη της.

Παρακάτω γίνεται επίσης νύξη στα δυνατά χέρια του γέρου (σ.176),[8] που έχει σφίξει στην αγκαλιά του την Κατερίνα, όπως ακριβώς κάνει ο Μούριν και σε μια σκηνή προς το τέλος του έργου (σ.204) και απομακρύνεται από το σπίτι της σαν κυνηγημένος, φοβούμενος την εμπλοκή στην υπόθεση του πατέρα της. Το τελευταίο τμήμα του πρώτου μέρους της εξομολόγησης κλείνει με  μια σκηνή, η οποία νομίζω ότι συμβάλλει τα μέγιστα στη διακρίβωση της ταυτότητας αυτού του ανώνυμου γέρου της ιστορίας. Αρχικά, ο γέρος καλείται από την Κατερίνα κλέφτης «αυτός που σαν τον κλέφτη καμαρώνει…..»(σ.178), θυμόμαστε ότι ο Μούριν ήταν υπαρκτό στο πλαίσιο της ρωσικής παράδοσης πρόσωπο (κλέφτης), ενώ ο Μούριν, ως ήρωας της νουβέλας εμφανίζεται μπλεγμένος σε υπόθεση ληστειών στο τέλος της αφήγησης.

Στην επόμενη σκηνή εμφανίζεται έντονα χειριστικός, εμπαίζει την Κατερίνα λέγοντάς της ότι αρκεί ένα νεύμα της για να την αφήσει ήσυχη, ερεθίζοντας την απάθεια και τη στωικότητα με την οποία του έχει παραδοθεί άνευ όρων. Ο προσεκτικός αναγνώστης ανακαλεί σε αυτό το σημείο στη μνήμη του τη συμπεριφορά, που ακολουθεί σε όλη τη νουβέλα ο Μούριν και διαπιστώνει μια διόλου τυχαία συμπεριφορική συνταύτιση μεταξύ των δύο χαρακτήρων.

Β) Το δεύτερο μέρος της διήγησης της Κατερίνας

Το δεύτερο μέρος της ιστορίας έχει αισθητά μικρότερη έκταση και αφορά τη συνάντησή της Κατερίνας με έναν πρώην αρραβωνιαστικό της, τον Αλιόσια και το ταξίδι, που παρά το φουσκωμένο ποτάμι επιθυμούν να πραγματοποιήσουν. Η εμφάνιση του γέροντα αιφνιδιάζει το ζευγάρι, το τέλος όμως της ιστορίας είναι και πάλι σκοτεινό. Όλα ξεκινούν όταν ο γέρος, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει τρυπώσει στη βάρκα μαζί με την Κατερίνα και τον Αλιόσια, διαπιστώνει ότι λόγω του έντονου ρεύματος του ποταμού η ευστάθεια της βάρκας απειλείται και υπάρχει κίνδυνος ανατροπής της, πιέζει την Κατερίνα να διαλέξει ποιος θα μείνει στη βάρκα και ποιος θα κληθεί να κολυμπήσει, στην πραγματικότητα όμως το ζήτημα που εγείρεται είναι ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Δεν είναι και πάλι σαφής η κατάληξη της ιστορίας, αυτό που συμπεραίνουμε όμως μέσω της θρηνητικής επίκλησης στον Αλιόσια, που κάνει η Κατερίνα στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου (σ. 204), είναι ότι αυτός είναι που τελικώς χάθηκε.

Πάρα την ανακόλουθη και φαντασιακή φύση του παραληρήματος-εφιάλτη της Κατερίνας με αποδέκτη τον Ορντίνοφ, σημειώσαμε μια σειρά από περιστατικά, που έχουν ευλογοφανή δομή και αλληλουχία. Μέσα από αυτά τα περιστατικά οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι ο γέρος της ιστορίας εμφανίζει διόλου ευκαταφρόνητες ομοιότητες κάθε είδους, συμπεριφορικές, προτίμηση στα ρούχα, σε προσωπικά αντικείμενα με τον Μούριν του κυρίως σώματος της νουβέλας. Στην πραγματικότητα, πιστεύω πως μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, ο γέρος της ιστορίας και ο Μούριν ταυτίζονται.

  1. iv) Ασάφεια στη συγγενική σχέση Μούριν-Κατερίνας

Στην αρχή της νουβέλας, ο Μούριν εμφανίζεται ως πατέρας της κοπέλας, προς το τέλος του έργου υποστηρίζει ότι είναι μακρινός συγγενής της, «είναι μακρινή συγγενής μου», λέει στη σ. 210, όταν επισκέπτεται τον Ίλιτς, φορώντας το προσωπείο του αλληλέγγυου κηδεμόνα της Κατερίνας. Ο Ίλιτς εδώ αντικατοπτρίζει την κοινή γνώμη, που δεν μπορεί να διακρίνει την πραγματικότητα πίσω από τις πράξεις και τα λόγια των ανθρώπων, μένει στην επιφάνεια και δεν γνωρίζει πώς να αξιολογήσει τους ανθρώπους και μοιραία εξαπατάται. Η εικόνα του φιλήσυχου οικογενειάρχη είναι μια καλοφορεμένη μάσκα, πίσω από την οποία κρύβεται ένας παρανοϊκός, εγκληματίας-δολοφόνος του πατέρα της Κατερίνας, από τον οποίο την έκλεψε χωρίς τη φανερή συγκατάθεση της και του Αλιόσια, του αρραβωνιαστικού της, έχοντας καθαρά ερωτικά κίνητρα, αν λάβει υπόψη την ατμόσφαιρα που δημιουργείται μεταξύ τους στην εξομολόγηση της Κατερίνας στον Ορντίνοφ.

  1. v) Το τέλος του δράματος― η διπροσωπία εγγυάται την ατιμωρησία του γέρου

Παρά την ένταξή της σε ένα είδος παραληρήματος, η ιστορία της Κατερίνας είναι πιθανότατα πραγματική, το άβουλο και αδύναμο του χαρακτήρα της όμως την καθιστά ανυπεράσπιστη μπροστά στον δυνάστη της και αποδυναμώνει την ισχύ της εκμυστήρευσής της. Είναι τέτοια η πειθώ και η πονηριά του γέρου, ούτως ώστε καταφέρνει να πείσει τον Ορντίνοφ ότι η Κατερίνα είναι τρελή, σε ένα επεισόδιο ενδεικτικό της διπρόσωπης φύσης του.  Μέχρι πρότινος στη νουβέλα εμφανιζόταν επιθετικός και απειλητικός εις βάρος του Ορντίνοφ, εδώ στο επεισόδιο με τον Ίλιτς, εμφανίζεται μειλίχιος, προσηνής, γλυκομίλητος, προκειμένου να χειραγωγήσει τον νεαρό. Είναι τόσο πανούργος, ώστε τολμά να ενημερώσει τον Ίλιτς για την πρόθεση του νοικάρη του να αποχωρήσει πριν ακόμη το αποφασίσει ο ίδιος, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποχώρηση του ερωτικού ανταγωνιστή του από το πλευρό της Κατερίνας. Έχοντας καταφέρει να πείσει για την αξιοπιστία του λόγου του μέσω του γαλήνιου προφίλ, που έχει δείξει, επιστρατεύει την ψεύτικη εκμυστήρευσή του για τα ψυχολογικά προβλήματα της νεαρής για να ολοκληρώσει το σχέδιό του, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ειλικρινή εξομολόγηση της Κατερίνας. Βάσει  της οπτικής γωνίας από την οποία ο Ντοστογιέφσκι φωτίζει τις εκμυστηρεύσεις των ηρώων, διαγράφεται η φαυλότητα της απατηλής και ψευδεπίγραφης φύσης της εξομολόγησης του Μούριν και η αληθινή γεμάτη εκφραστικότητα και δυναμικές εικόνες εξομολόγηση της Κατερίνας.

Όταν αργότερα ο Ορντίνοφ υπερβεί τους ενδοιασμούς του και αποφασίσει να επισκεφτεί την οικία του Μούριν, θα πληροφορηθεί ότι το σπίτι κατοικούσε ομάδα ληστών, οι οποίοι συνελήφθησαν με πρώτο τον σπιτονοικοκύρη, έναν επίσης φιλήσυχο οικογενειάρχη, ενώ ο Μούριν είχε εγκαταλείψει ήδη την περιοχή. Το κείμενο κλείνει με τον Ορντίνοφ να διερωτάται αν ο Μούριν ανήκε στη σπείρα και τον Ίλιτς να τον διαβεβαιώνει για το αντίθετο και να επαναλαμβάνει τον μύθο του φιλήσυχου οικογενειάρχη. Με βάση την προϊστορία του γέροντα, όπως την είδαμε παραπάνω, αλλά και την καταφανέστατη ειρωνεία, που επιστρατεύει ο Ντοστογιέφσκι στην τελευταία σκηνή του έργου, ειρωνεία που την απευθύνει στην αξιολογική κρίση του Ίλιτς για τον Μούριν, ο οποίος τον έχει εξαπατήσει ήδη μια φορά, ενθυμούμενοι επίσης ότι ο Μούριν υπήρξε γνωστός ληστής στην αγιολογική παράδοση της Ρωσίας, συνάγουμε το ότι ο γέρος ήταν πιθανόν ο ιθύνων νους της σπείρας, πληροφορήθηκε εγκαίρως την εξάρθρωση της σπείρας και εγκατέλειψε τον τόπο του εγκλήματος για δεύτερη φορά, μένοντας ατιμώρητος ξανά.

  1. vi) Συμπέρασμα

Ολόκληρη η νουβέλα αποτελεί ένα εκκρεμές μεταξύ της λογικής και της παράνοιας, της τιμιότητας και του εγκλήματος, κανείς εκτός από τον Ορντίνοφ και τον Ίλιτς δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ο Μούριν είναι ο φιλήσυχος πιστός στα θεία οικογενειάρχης, ή ο πανούργος κατά συρροή δολοφόνος και εραστής –δυνάστης της κοπέλας, η κοπέλα η ίδια είναι μια τρελή μυθομανής, ή ένα τραγικό θύμα του διαβολικού γέρου; Όλα είναι θέμα ερμηνείας και ανάγνωσης της νουβέλας. Ο συγγραφέας όμως φροντίζει να υποβάλει, πιστεύω με πληθώρα υπαινιγμών τη σωστή ερμηνεία του έργου.


[1] Ο ίδιος τον είχε επαινέσει ενωρίτερα για το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή, «τους Φτωχούς».

[2] Ακόμη και στην κατάληξη της νουβέλας διατηρείται αυτή η ασάφεια, ώστε το κείμενο να επιδέχεται πάντοτε δύο τουλάχιστον ερμηνειών.

[3] Στη Ρωσία, όπως και σε αρκετές χώρες, υπήρχε η δυνατότητα για τους υπερβολικά φτωχούς να νοικιάσουν μια γωνιά στο διαμέρισμα , που νοίκιαζε κάποιος με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια.

[4] Για τις χρήσιμες πληροφορίες γύρω από την ανάλυση του έργου βλ. Φ. Ντοστογιέφσκι Νουβέλες και Διηγήματα (τ.Ἀ), εκδ. Ροές, Αθήνα, 2005, σ. 97-103.

[5] Αυτό ωστόσο δεν συμβαίνει ποτέ στη νουβέλα.

[6] Φ. Ντοστογιέφσκι Νουβέλες και Διηγήματα, εκδ. Ροές, σελ. 175

[7] Ό.π.

[8] Οι παραπομπές σε σελίδες αφορούν την προαναφερθείσα έκδοση.