«Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα  ηλιακά συστήματα σύμπαντος, υπήρξε μια φορά κι έναν καιρό ένα αστέρι, πάνω στο οποίο ευφυή ζώα επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο υπερφίαλη και η πιο απατηλή στιγμή της “Παγκόσμιας Ιστορίας”, αλλά ήταν βέβαια μονάχα μια στιγμή. Έπειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν. Κάπως έτσι θα μπορούσε κάποιος να σκαρφιστεί ένα μύθο, και μολαταύτα δεν θα είχε εικονογραφήσει με επάρκεια το πόσο αξιοθρήνητος, πόσο σκιώδης και φευγαλέος, πόσο άσκοπος και τυχαίος φαντάζει ο ανθρώπινος νους μέσα στη φύση».

Friedrich Nietzsche

«Ο αριθμός μας βγήκε στο καζίνο του  Monte Carlo. Τι το παράξενο αν, όπως αυτός που κερδίζει ξαφνικά στο καζίνο ένα δισεκατομμύριο, έτσι κι εμείς νιώθουμε το παράδοξο της κατάστασής μας»;

Jacques Monod

«Οι ιδέες μιας αυτόβουλα σχεδιασμένης κοινωνίας και ενός οικουμενικού πολιτισμού στηριγμένου στην επιστημονική γνώση αποτελούν ουσιώδη χαρακτηριστικά εκείνης της θρησκείας της ανθρωπότητας που εκδηλώνεται τόσο στον μαρξισμό όσο και τον φιλελευθερισμό. Εκφράζουν, με έναν ιδιότυπα μοντερνιστικό τρόπο, αξίες και αντιλήψεις –ορθολογιστικές και αισιοδοξιστικές– αντλούμενες τόσο από την ελληνορωμαϊκή κλασική παράδοση όσο και τις ιουδαιοχριστιανικές παραδόσεις που συνυφάνθηκαν με τον δυτικό πολιτισμό».

John Gray

Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998), υπήρξε ένας αιρετικός Έλληνας διανοητής και αναγνωρίσθηκε ως ένας από τους επιφανέστερους ιστορικούς των ιδεών, ενώ παραμένει μέχρι σήμερα μια μάλλον αμφιλεγόμενη μορφή, που άλλοτε θαυμάζεται, άλλοτε ερμηνεύεται μα και ενίοτε παρερμηνεύεται. Η αυστηρή σαφήνεια, το πυκνό ύφος, οι εκδηλώσεις αντιπαλότητας απέναντι σε άλλους διανοητές, η διασταύρωση του φιλοσοφικού στοχασμού με ιστορικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις, αλλά και η συχνή χρήση της βιτριολικής ειρωνείας, καθιστούν την επαφή τα γραπτά του Κονδύλη μια απαιτητική μα και στο βάθος της ελκυστική εμπειρία. Εδώ θα αποπειραθούμε μια σύντομη εισαγωγή στη σκέψη του μεγάλου Έλληνα διανοητή, όσο το δυνατόν πληρέστερα και αμερόληπτα.

Αρχικά, το έργο του Κονδύλη θα μπορούσε να διαιρεθεί σε τρεις κύριους άξονες, που συνδέονται στενά μεταξύ τους: ο πρώτος, ο φιλοσοφικός/ανθρωπολογικός, μπορεί να συνοψιστεί στις λέξεις «απόφαση» και «ισχύς». Αυτό σημαίνει ότι, κατά τον Κονδύλη, η απόκτηση ισχύος (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου) αποτελεί το πρωταρχικό για κάθε ανθρώπινη δράση: ιδέες, θρησκείες, φιλοσοφικά συστήματα, πολιτικές, όλα αυτά λειτουργούν ως «ψιμύθια» των ωμών αξιώσεων ισχύος του κάθε ανθρώπου. Οι ιδέες έχουν πολεμική φύση και καμία ιδέα δεν υπάρχει σε «καθαρή» μορφή (χωρίς ιστορικό πλαίσιο). Αντίθετα, κάθε ιδέα γεννιέται αρχικά ως «αντίθεση», όντας αντίθετη σε κάποια άλλη, την οποία επιδιώκεται να εξουδετερώσει. Έτσι, μεταβαίνουμε στον δεύτερο άξονα του κονδυλικού έργου, που είναι ο μεθοδολογικός/επιστημολογικός: οποιοσδήποτε επιθυμεί να κατανοήσει ένα πνευματικό δημιούργημα/ιδέα, το πρώτο ερώτημα που οφείλει να θέσει και να απαντήσει, είναι «σε ποια άλλη ιδέα αυτή η ιδέα αντιπαρατίθεται». Με τα λόγια του ίδιου:

«Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε μια φιλοσοφία μέσα από το πρίσμα της ιστορίας των ιδεών είναι, επομένως, να καθορίσουμε με σαφήνεια τον αντίπαλό της και να σταθμίσουμε τι πρέπει και τι θέλει να αποδείξει, για να θέσει αυτόν τον αντίπαλο εκτός μάχης. Στην πολεμική όλων εναντίον όλων (δηλ. των φιλοσοφικών κομμάτων συναμεταξύ τους) γεννιέται- ανάλογα με τον στόχο της πολεμικής και το εκάστοτε ιδεώδες της- η πολλαπλότητα των θεμάτων πάνω σε ένα και μόνο θέμα, δηλ. πάνω στο θεμελιώδες πρόβλημα, που γύρω του στρέφεται η πολεμική. Η λογική του θεμελιώδους αυτού προβλήματος αποτελεί το σταθερό και αναγκαίο μέγεθος, οι θεμελιώδες ατομικές στάσεις και οι πολεμικές αποτελούν τους μεταβλητούς και εναλλάξιμους παράγοντες: έτσι δημιουργείται η γενική πνευματική εικόνα της εποχής».

Τρίτος και τελευταίος άξονας του συγγραφικού έργου του Παναγιώτη Κονδύλη, είναι τα ειδικά ερευνητικά του ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα, ο Κονδύλης μελετάει και εφαρμόζει τις δύο παραπάνω αρχές του (φιλοσοφική, μεθοδολογική) στην ιστορική περίοδο που είναι ευρύτερα γνωστή ως «Νεωτερικότητα», την οποία μάλιστα εξετάζει συγκριτικά, τόσο με την εποχή που προηγήθηκε αυτής στη Δύση (Μεσαιωνικοί χρόνοι), όσο και με την εποχή η οποία τη διαδέχτηκε: πρόκειται για τη «μεταμοντέρνα» εποχή (από αρχές 20ού αιώνα και ύστερα), στην οποία ουσιαστικά ζούμε σήμερα. Οι πολυποίκιλες αλλαγές που συνέβησαν σε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα στη Δύση και, μέσω εκείνης, τελικά σε ολόκληρο τον κόσμο αποτελούν το επίκεντρο των ερευνητικών ενδιαφερόντων του Κονδύλη, τα οποία αν έπρεπε να συνοψιστούν αναγκαστικά με μια περιεκτική φράση, αυτή ίσως θα ήταν «η παρακμή του αστικού πολιτισμού», που αποτελεί και τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα έργα του.

Ο Κονδύλης αποπειράται να δείξει τους τρόπους που ο «συντηρητισμός», δηλαδή η ιδεολογία που προασπιζόταν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της κληρονομικής αριστοκρατίας στην Ευρώπη, από τον 13ο έως περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα, αντιπαρατέθηκε με τους υποστηρικτές του νεώτερου απολυταρχικού και εθνικού κράτους αρχικά, και με τους ιδεολογικά φιλελεύθερους εκπροσώπους της αστικής τάξης στη συνέχεια. Ο Κονδύλης αναδεικνύει, παράλληλα, τη γέννηση της μαθηματικοποιημένης φυσικής επιστήμης, ως τον αποφασιστικό παράγοντα εκτοπισμού της παραδοσιακής μεταφυσικής σκέψης (σχολαστικισμός) στο παρασκήνιο της ιστορίας των ιδεών, καθώς και την οριστική διάλυσή της από τους διανοητές του Διαφωτισμού, οι οποίοι όμως, υποδεικνύοντας τη φύση ως πηγή των κανονιστικών αξιών, έφεραν ακούσια στο προσκήνιο το πρόβλημα του μηδενισμού.

Αυτό φαίνεται και στο πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού, η συντριπτική πλειονότητα των εκπροσώπων του οποίου είναι αναγκασμένη να μάχεται αφενός τη θεολογική μεταφυσική και αφετέρου τις μηδενιστικές συνδηλώσεις που προκύπτουν από την ίδια (με τα λόγια του Κονδύλη: «ενάντια στον γνήσιο αντίπαλο και ενάντια στον νόθο αδελφό»). Αυτή η στάση της την εγκλωβίζει σε μιαν αντίφαση ανάμεσα σε αιτιώδες και κανονιστικό στοιχείο, την οποία προκειμένου να απαλύνει, προβαίνει στον διαχωρισμό τους. Όσον αφορά το πρόβλημα του Θεού, συναντάται το παράδοξο ότι ενώ η πλειονότητα των Διαφωτιστών αντιτίθεται στον αθεϊσμό, ωστόσο το αποτέλεσμα των πνευματικών αλλαγών που επέφεραν στη Δύση ήταν η εξασθένιση της έννοιας του Θεού και ο τελικός «θάνατός» του, κατά τη γλαφυρή διατύπωση του Nietzsche. Αυτή η διαδικασία, τονίζει ο Κονδύλης, συμπορεύτηκε με αντίστοιχες ιστορικές ήττες της Εκκλησίας από το νεώτερο εθνικό κράτος, δηλαδή μια αρχή που εκπροσωπούσε όχι κάτι υπερβατικό αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο και την ευδαιμονία του, για τις οποίες είχε αποφασιστική σημασία ο 18ος αιώνας στους τομείς της γαιοκτησίας, της δικαιοδοσίας και της εκπαίδευσης. Ο κύριος λόγος για τον οποίον οι Διαφωτιστές δεν ήθελαν να εξαλείψουν τον Θεό παρόλο που ήθελαν κάτι τέτοιο για την Εκκλησία, ήταν το γεγονός ότι η ύπαρξή Του ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένη με την προστασία των αξιών και της αξιοπρεπούς ζωής του ανθρώπου γενικότερα, κάτι που μετρούσε για τους ίδιους, δεδομένου ότι ήταν παιδιά μιας εποχής που διατηρούσε ακόμη πολλά κατάλοιπα του χριστιανικού παρελθόντος. Για τον ίδιο, η υποψία του μηδενισμού βάραινε από πολύ νωρίς και τη σκέψη του Διαφωτισμού, και λίγο-πολύ όλοι οι εκπρόσωποί του αναγκάστηκαν να αμυνθούν εναντίον της ήδη προτού καταφέρουν να εκτοπίσουν τον θεολογικό τους «αντίπαλο».

Ο Κονδύλης, όντας ο ίδιος πρώην μαρξιστής και νυν άθεος και μηδενιστής, θεωρεί εαυτόν ως τον γνησιότερο και συνεπέστερο συνεχιστή της δικής τους σκέψης. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους Έλληνες διανοητές (π.χ. Καστοριάδης, Παπαϊωάννου), που άσκησαν κριτική στον μαρξισμό υπό το κανονιστικό ιδεώδες του σοσιαλισμού, ο Κονδύλης δεν είναι ιδεολόγος και δεν έχει κανένα ιδανικό, για να το θέσει ως βάση της κριτικής του. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, η επιστημονική παρατήρηση και η εύρεση της αντικειμενικής αλήθειας στην καταγραφή της ιστορίας των ιδεών, είναι εφικτές, με την προϋπόθεση ο ερευνητής να έχει κατορθώσει να διατηρήσει μια στάση «αποχής» απέναντι στους ανθρώπινους αγώνες για ισχύ, τους οποίους, σε τελική ανάλυση, εξυπηρετούν τα κάθε λογής κανονιστικά ιδεώδη.  Πιο απλά, ο αμερόληπτος ερευνητής δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να παρασυρθεί και να ασπασθεί καμία κανονιστική αξία. Το τίμημα είναι ο αναπόδραστος παραγκωνισμός του: ο ερευνητής μετατρέπεται, με αυτόν τον τρόπο, σε μια περιθωριακή φιγούρα, σε έναν «λεπτογεύστη του περιθωρίου», χωρίς καμία προοπτική ενεργού συμμετοχής στο ιστορικό γίγνεσθαι (αφού έχει απαρνηθεί προκαταβολικά την ιδεολογική ψευδαίσθηση, που αποτελεί το αναγκαίο «διαβατήριο» για κάθε ενεργό ιστορική δράση).

Παράλληλα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Κονδύλης ανέλαβε να σκιαγραφήσει την κατάσταση του δυτικού πολιτισμού σήμερα, μετά το τέλος της πρώτης περιόδου του (Νεωτερικότητα), την οποία αποκαλεί επίσης «αστικό πολιτισμό». Μέσα από ενδελεχείς αναλύσεις κάθε πτυχής του σύγχρονου βίου (π.χ. πολιτική, κοινωνία, φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνες, έρωτας, ψυχαγωγία κ.λπ.), ο Κονδύλης διαπιστώνει τη σταδιακή και σταθερή εδραίωση του μεταμοντέρνου πολιτισμού της Δύσης, στη θέση του αστικού. Ενώ ο αστικός πολιτισμός χαρακτηριζόταν από έναν ολιγαρχικό φιλελευθερισμό και έναν συνθετικό τρόπο σκέψης που έτεινε να ενώνει τις ποικίλες ιδέες και τάσεις σε μια ενότητα, ο μεταμοντέρνος διακρίνεται από τη μαζική δημοκρατία, δηλαδή τη σταδιακή κατάλυση κάθε ιεραρχικής δομής και την ισοπεδωτική κατάτμηση της κοινωνίας σε ένα σύνολο ατόμων, καθώς και τον αναλυτικο-συνδυαστικό τρόπο σκέψης, ο οποίος τείνει στη συγχώνευση διαφόρων τάσεων και συνδυασμού, δίχως την προοπτική της εναρμόνισης, όπως ακριβώς τα «μαζικοδημοκρατικά» άτομα διαπλέκονται μεταξύ τους με κάθε δυνατό τρόπο.

Σύμφωνα με τον Κονδύλη, η κύρια αιτία της μετάβασης από τον αστικό πολιτισμό στον μαζικοδημοκρατικό, περίπου στις αρχές του 20ού αιώνα, στάθηκε η υπέρβαση της σπανιότητας των αγαθών, δηλαδή η μαζική παραγωγή αγαθών, χάρη στην τεχνολογική πρόοδο, αλλά και η μετατροπή της μεγάλης μάζας των ανθρώπων σε καταναλωτές. Αυτή η διαδικασία στη Δύση επιταχύνθηκε ραγδαία μέσα στο ιστορικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, προκειμένου να καταστούν μη ανταγωνιστικά τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπως και τελικά συνέβη. Η παρακμή και κατάρρευση του σοσιαλισμού στην πράξη, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κονδύλη, τοποθέτησε τον κόσμο μας στην ιστορική φάση της «πλανητικής» (παγκόσμιας) πολιτικής, υπό την ηγεσία της Δύσης γενικότερα (και των Η.Π.Α. ειδικότερα). Αν κατά τη διαπάλη των τριών μεγάλων ιδεολογιών, ο συντηρητισμός εξέλιπε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και ο σοσιαλισμός νικήθηκε οριστικά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού, μοναδικός κυρίαρχος στο πολιτικό παιχνίδι απομένει ο φιλελευθερισμός. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την οριστική εδραίωση της ειρήνης και την κατάργηση της φτώχειας παγκοσμίως. Εντελώς το αντίθετο: είναι πιθανό να οδηγηθούμε τελικά σε μια πολύ χειρότερη κατάσταση. Τι σημαίνει αυτό; Αρχικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κύρια ιδεολογική αξίωση κυριαρχίας της Δύσης από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών ως τις μέρες μας, είναι αναγκαστικά εξαρτημένα στην πράξη από τις υλικές προϋποθέσεις τους. Αυτό σημαίνει πως οι μη δυτικές χώρες του κόσμου επιδιώκουν και θ συνεχίσουν να επιδιώκουν τη «μετάφραση» των ιδεολογικών διακηρύξεων της Δύσης σε έμπρακτα υλικά οφέλη για τους ίδιους. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, σύμφωνα με τον Κονδύλη, αν οι δυτικές χώρες θα παραχωρήσουν πρόθυμα στις υπόλοιπες τα έμπρακτα υλικά οφέλη που εκείνες τους ζητούν. Ακόμη και στην περίπτωση που επιθυμούν να το πράξουν, ο υπερπληθυσμός και ο κίνδυνος μιας επικείμενης οικολογικής κατάρρευσης καθιστούν αδύνατη την επέκταση της κατανάλωσης αγαθών που κάνει ο μέσος δυτικός άνθρωπος, στον υπόλοιπο κόσμο. Κατά συνέπεια, συμπεραίνει ο Κονδύλης, δεν προβλέπεται η έλευση του πολυπόθητου σε πολλούς «τέλους της ιστορίας», παρεκτός και αν η λέξη «τέλος» λάβει μια καινούργια και απροσδόκητα ανησυχητική σημασία. Σε αυτό το σημείο, ο Κονδύλης καταλήγει κατά κάποιον τρόπο «μάντης κακών» και «προφήτης» ενός απροσδόκητα ζοφερού μέλλοντος. Σύμφωνα με τον ίδιο, δύο είναι τα πιθανότερα σενάρια: είτε οι άνθρωποι θα καταλήξουν να ζουν με ομόνοια κάτω από απελπιστικές συνθήκες φτώχειας και πληθυσμιακής πυκνότητας (με την πιθανή αναζωπύρωση ενός θρησκευτικού και επαναστατικού χιλιασμού μεσαιωνικού τύπου), είτε μερικές σφοδρές συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας, στις οποίες οι άνθρωποι θα βρεθούν αντιμέτωποι κυριολεκτικά όχι πια για ιδέες (αν και δεν αποκλείεται να διαδραματίσουν και αυτές κάποιον συγκυριακό ρόλο) αλλά πλέον για στοιχειώδη αγαθά, όπως ο αέρας, το ψωμί και το νερό.

Στις σύγχρονες, μαζικοδημοκρατικές κοινωνίες, ο πόλεμος θα είναι επίσης «μαζικοδημοκρατικός». Έχοντας εμβαθύνει στη μελέτη της στρατηγικής και του πολέμου, ερμηνεύοντας την κλασική πολεμολογική παράδοση του Πρώσου στρατηγού Carl von Clausewitz (1780-1831) και υιοθετώντας έναν Ρεαλισμό στις Διεθνείς Σχέσεις, ο Κονδύλης ισχυρίζεται πως ο πόλεμος της μαζικοδημοκρατικής εποχής αφενός θα αποτελεί επιστροφή από τον ολοκληρωτικό πόλεμο (του 20ού αιώνα) σε εκείνον της εκμηδένισης (του 19ου, δηλαδή επάνοδος των επαγγελματικών στρατών), και αφετέρου μετατόπιση του κέντρου μάχης από την ξηρά στον αέρα, με τη χρήση υψηλής ηλεκτρονικής τεχνολογίας, καθώς και την όλο και ασαφέστερη διάκριση των ορίων ανάμεσα σε ειρήνη και πόλεμο, προς όφελος του τελευταίου. Επιπλέον, ο Κονδύλης παρατηρεί την παρακμή του παραδοσιακού ανταρτοπολέμου, λόγω της αυξημένης αστικοποίησης και αποψίλωσης των δασών, και την πιθανή εμφάνιση μιας νέας τεχνολογικής τρομοκρατίας από το ένα κράτος στο άλλο, όπου hackers θα μπορούν να πλήττουν τις πηγές ενέργειας των μοντέρνων πόλεων, με δυνάμει εφιαλτικές συνέπειες για όλους μας. Ισχυρότερη μορφή τρομοκρατίας μέλλει όμως να είναι εκείνη που θα σχοινοβατεί ανάμεσα σε (κανονική) τρομοκρατία και μη παραδοσιακό ανταρτοπόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, η παντοδυναμία της Δύσης φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της και οι νέες αναδυόμενες δυνάμεις θα της αντιπαρατίθενται διαρκώς περισσότερο, προβάλλοντας τις πολιτισμικές τους διαφορές ως όπλο στον αγώνα τους για ισχύ (με αυτή τη σημασία και μόνον ο Κονδύλης θεωρεί τη θεωρία περί «σύγκρουσης πολιτισμών» θεμελιωδώς ορθή).

Ωστόσο, ποια η θέση της Ελλάδας σε όλα τα παραπάνω; Ο Κονδύλης ενδιαφέρεται για τη χώρα του, αλλά παραμένει απαισιόδοξος. Συγκεκριμένα, παρατηρεί ότι η μονομερής οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Ελλάδος από τη συμμαχική της Ευρώπη θα αποβεί εις βάρος της πρώτης, με δύο κυρίως τρόπους: αφενός η Ευρώπη θα της επιβάλλει τελικά μιαν «αυστηρή δίαιτα» (μέτρα οικονομικής λιτότητας κ.λπ.) και αφετέρου θα προβάλλει ενάντια στην Ελλάδα τις τουρκικές διεκδικήσεις, καθότι η Τουρκία είναι ουσιαστιλά δικός της σύμμαχος. Ο Κονδύλης θεωρεί ως πιθανότερο σενάριο μα διαρκώς παρατεινόμενη υποχώρηση της Ελλάδας στις τουρκικές απαιτήσεις (αυτό που σήμερα λέμε «φινλανδοποίηση»), υπό την πίεση των ευρωπαϊκών κρατών, ωστόσο δεν δίστασε να υπολογίσει παράλληλα τις παραμέτρους και την έκβαση μιας ενδεχόμενης πολεμικής σύρραξης ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κονδύλη, επειδή η διαφορά στο γεωπολιτικό δυναμικό κλίνει αναμφισβήτητα υπέρ της τελικής τουρκικής νίκης σε περίπτωση πολέμου, και δεδομένων των σχετικών γεωγραφικών μειονεκτημάτων της χώρας μας (νησιωτική μορφολογία κ.λπ.), ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί η ελληνική νίκη, θα ήταν να ακολουθήσει αναγκαία και συνδυαστικά τέσσερεις θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Αρχικά, ως θέατρο του πολέμου πρέπει να επιλεγεί η Θράκη (όχι η Κύπρος ή το Αιγαίο) και ειδικότερα, ο Έβρος, καθώς εκεί μονάχα έχει η Ελλάδα πιθανότητες αξιόλογης κατάκτησης εδαφών. Ευκταία θα ήταν λοιπόν μια γρήγορη παρέλαση τεθωρακισμένων αρμάτων της Ελλάδας στην ανατολική Θράκη. Επίσης αναγκαίες κρίνονται από τον Κονδύλη: η συγκέντρωση των στρατιωτικών δυνάμεων (αποφυγή γεωγραφικού κατακερματισμού) και η εγκατάσταση ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων στην Κύπρου, με δυνατότητες ανεφοδιασμού μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, για την κάλυψη του συνόλου της τουρκικής επικράτειας με δύναμη πυρός. Τέλος, λέει ο ίδιος, όταν επίκειται εχθρική επίθεση, καθίσταται αναγκαία η εξουδετέρωση των επιθετικών δυνάμεων, με τη χρήση βαλλιστικών πυραύλων υψηλής τεχνολογίας και μεγάλου βεληνεκούς. Εδώ συναντάμε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες ιδέες του Κονδύλη: πρόκειται για την ιδέα του «προληπτικού πρώτου πλήγματος», όπως αυτό που χάρισε τη νίκη στο ισραηλινό κράτος, κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967). Ωστόσο, όλα τα παραπάνω μοιάζουν απίθανο να υλοποιηθούν, όσο δεν ρυθμίζονται οι παθογένειες στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος αιώνες τώρα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να υιοθετεί ευρωπαϊκές ιδέες, δίνοντάς τους τελικά μιαν εξαμβλωματική μορφή. Με τα λόγια του ίδιου:

«Αν ο Ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμένη ταυτότητα, το πρώτο που θα έπρεπε να κάμει θα ήταν να παράγει όσα τρώει. Δεν εννοώ διόλου κάποιαν οικονομική “αυτάρκεια” με την παλαιά έννοια, αλλά την απαλλαγή από την πολιτική και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ένα βιώσιμο συλλογικό υποκείμενο οφείλει να εξάγει τουλάχιστον τόσα, όσα εισάγει σ’ έναν ανοικτότερο κόσμο. Ειδάλλως είναι αναπόφευκτη ή πτώση στα κατώτερα σκαλιά του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, ή καταχρέωσα και ή πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση».

Το γενικότερο συμπέρασμα του Κονδύλη είναι το εξής: ο 21ος αιώνας μέλλει να είναι ο πιο κρίσιμος αιώνας της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε για να μάθουμε το γιατί.

Υ.Γ.: ΚΡΙΤΙΚΗ

Όπως θα έλεγε αργότερα για τον εαυτό του, ο Κονδύλης:

«σ’ ό,τι αφορά εμένα προσωπικά, προσπάθησα πάντοτε να παραμείνω ανεπηρέαστος από εξωτερικές συντυχίες και εσωτερικές διακυμάνσεις, κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου τον μίτο της λογικής των προβλημάτων και των εμπειρικών μαρτυριών. Η αποκοπή μου από τη μαρξιστική εσχατολογία δεν γέννησε μέσα μου την επιθετική ψυχολογία του αποστάτη, ο οποίος δαιμονολογεί γιατί δεν θέλει πια να εξηγήσει, αλλά να δικαιωθεί. Απεναντίας, αισθάνθηκα εξ αρχής ότι οι εμπειρίες μου, οι θεωρητικές και οι πρακτικές, ήσαν μια θαυμάσια πρώτη ύλη για να στηρίξω σ’ αυτές μια σοβαρή προσπάθεια κατανόησης του κοινωνικού κόσμου. Δεν υποκατέστησα, λοιπόν, την ηρωίνη του μαρξισμού με την ηρωίνη του φιλελευθερισμού, του ηθικισμού ή του χριστιανισμού, όπως έκαναν πλείστοι όσοι· όταν έκοψα τα ναρκωτικά, τα έκοψα ριζικά και τελειωτικά».

Ο ίδιος, σε άλλη συνέντευξή του, ισχυρίσθηκε ότι:

«Κατά την πεποίθηση μου, η γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι κατ’ αρχήν δυνατή -υπό την προϋπόθεση μιας συνεπούς αποκοπής από την ηθική-κανονιστική σκέψη. Η διαπίστωση της σχετικότητας των κανονιστικών αρχών και των αξιών μονάχα στα μάτια των ηθικιστών αποτελεί έκφραση σκεπτικισμού. Για μένα η ίδια αυτή διαπίστωση αποτελεί απλώς εμπειρικά τεκμηριωμένη και αποδείξιμη γνώση. […] Η περιγραφική αξιολογικά ελεύθερη έρευνα θα γινόταν ασυνεπής μόνον εάν θα προσπαθούσε να αυτονομιμοποιηθεί με τον ισχυρισμό ότι η επιστήμη και η αξιολογικά ελεύθερη αλήθεια αποτελεί, εν γένει και καθ’ εαυτήν, την ύψιστη αξία. Όμως μονάχα οι ηθικές-κανονιστικές θέσεις αυτονομιμοποιούνται με την αντίληψη ότι οι δικές τους κανονιστικές αρχές έχουν γενική ισχύ και δεσμευτικότητα».

Σύμφωνα με την κονδυλική θεωρία, η διαπίστωση της σχετικότητας (όλων) των ανθρώπινων αξιών οδηγεί σε αυτοσαρκαστικό χιούμορ, που αποκαλύπτει τη δυνατότητα να σχετικοποιεί κανείς τον εαυτό του και γελάει μαζί του. Αυτή, όμως, δεν ήταν η αντίδραση του ίδιου του Κονδύλη, όταν υπέστη κριτική από τους ακαδημαϊκούς Θεόδωρο Γεωργίου και Στέλιο Βιρβιδάκη. Το κείμενό του, με τον τίτλο «Οφειλόμενες απαντήσεις», οπωσδήποτε αξίζει να διαβασθεί, διότι αποτελεί ένα αληθινό μνημείο επιθετικότητας, πικρόχολης ειρωνείας, καθώς και προσωπικών επιθέσεων. Έτσι και αλλιώς, τα προβλήματα της κονδυλικής θεωρίας έχουν ήδη επισημανθεί από άλλους: ο Κονδύλης διατύπωσε μια θεωρία την οποία θεωρεί πως πρακτικά σχεδόν όλοι είναι de facto ανίκανοι ν’ αποδεχθούν, ο ίδιος διατείνεται ότι το γνωρίζει, παρόλα αυτά την παρουσιάζει σε βιβλίο και αντιπαρατίθεται μαζί τους, εκτοξεύοντας ξανά και ξανά εναντίον τους τη μομφή ότι είναι ανίκανοι να την αποδεχθούν. Εν ολίγοις, η θεωρία έχει το εξής παράδοξο: αν διαφωνήσεις μαζί της την επιβεβαιώνεις, ενώ αν συμφωνήσεις την ακυρώνεις. Κάπως αντιφατικό, θα παρατηρούσε κανείς. Χαριτολογώντας, θα λέγαμε ότι οι άνθρωποι που λένε στον κόσμο «πικρές» αλήθειες είναι πιο αναμενόμενο να ζουν μέσα στην έρημο, τρεφόμενοι με ορτύκια και μέλι, ή έστω στην εγκατάλειψη και την ερημιά της υπαίθρου, όπως ο αυτόκλητος ηλικιωμένος «προφήτης» Mason Tarwater, από το μυθιστόρημα της Flannery O’ Connor, Και βιαστοί αρπάζουσιν αυτήν (The violent bear it away, 1960, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες), σε αντίθεση με τον άπιστο κυνικό και φιλόδοξο «διανοούμενο», τον δάσκαλο Rayber. Σίγουρα πάντως δεν είναι αναμενόμενο να ζουν σαν αστοί διανοούμενοι και να παρεμβαίνουν στα κοινά με τις καλοπληρωμένες επιφυλλίδες, τα βιβλία και τις μεταφράσεις τους. Πηγαίνοντας τώρα λίγο πιο πίσω, όπως πιθανώς θα έκανε και ο ίδιος ο Κονδύλης (στις ιδέες των άλλων), αν δούμε το ευρύτερο πλαίσιο στην ιστορία των ιδεών, πιθανώς θα κατανοήσουμε καλύτερα τη θέση στην οποία βρίσκεται η θεωρία της απόφασης. Από αφοσιωμένος μαρξιστής  που ήταν αρχικά, ο Κονδύλης στράφηκε στη διεπιστημονική ανάλυση των ιδεολογικών ρευμάτων και τάσεων, για να συγκροτήσει τελική ένα φιλοσοφικό σύστημα σκέψης που ερμηνεύει κάθε ιδεολογική κατασκευή σαν μέσο απόκτησης ισχύος απέναντι σε έναν προδιαμορφωμένο αντίπαλο, για τη διαμόρφωση της αυτοσυντήρησης του ανθρώπου, δηλαδή για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας. Μπορεί κανείς να ιχνηλατήσει το ξεκίνημα αυτής της διαδικασίας ήδη από το πρώτο δημοσιευμένο νεανικό άρθρο του Κονδύλη, με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο «Οι επαναστατικές ιδεολογίες και ο μαρξισμός». Εκεί, έχοντας απαρνηθεί τον μαρξισμό, τον σκιαγραφεί σαν μια ακόμη επαναστατική δύναμη, που γεννήθηκε, κατέστη «συντηρητική» και τελικά παρήκμασε, έχοντας διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο για τη μαζική χειραφέτηση της ανθρωπότητας. Ο μαρξισμός έκλεισε τον ιστορικό του κύκλο ως προοδευτική δύναμη και κατέστη «ιδεολογία», φέρνοντας στο ιστορικό προσκήνιο νέες κοινωνικές δυνάμεις, παρατηρεί ο Κονδύλης, ο οποίος δείχνει να ασπάζεται σε γενικές γραμμές τη μαρξιστική διαλεκτική (ιστορικός υλισμός), παρότι την καταγγέλλει ρητά ως παρηκμασμένη. Επιπλέον, παρά τις επίμονες διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο, ο Κονδύλης, σε γενικές γραμμές προωθεί μιαν απαισιόδοξη ανθρωπολογία, πράγμα που φαίνεται και από το πόσο συχνά επισημαίνει τους «ποταμούς αίματος» που χύνονται στο όνομα των ιδεών, την έννοια της «αυτοσυντήρησης» του κάθε ατόμου εναντίον των υπολοίπων, καθώς και το κίβδηλο των κάθε αξιών, οι οποίες επισημαίνονται από τον ίδιο ως μεταμφιεσμένα συμφέροντα. Ο Κονδύλης συλλαμβάνει τη νεώτερη επιστήμη, στο πλαίσιο της «περιγραφικής» του θεωρίας, ως μια πράξη «απόφασης», κατά την οποία εκείνη εξάλειψε ως αδιάφορο οτιδήποτε αποτελούσε το επίκεντρο της κοσμοθεωρίας των «αντιπάλων» της (ποικιλομορφία αισθητών ιδιοτήτων, ποιοτική ιδιομορφία ουσιών), ποσοτικοποιώντας όλα τα φυσικά συμβάντα. Αυτή η εξάλειψη φαίνεται τόσο στο πείραμα, κατά το οποίο απομονώνεται μια ερευνώμενη διαδικασία από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και στις αξιώσεις της για αντικειμενική αλήθεια. Επομένως, η ίδια η αξίωση της επιστήμης για αντικειμενικότητα, είναι μια ακόμη απόφαση και ένα ακόμη μέσο άντλησης ισχύος. Κοντολογίς, ο Κονδύλης εντοπίζει ακόμη και στη νεωτερική φυσική προθέσεις ισχύος. Πού όμως τότε εδραιώνεται η αξίωση του ίδιου του Κονδύλη για εγκυρότητα της θεωρίας του, τη στιγμή που ο ίδιος συνδέει αυτή την αξίωση με την επιστήμη; Αυτή είναι η βασική αντίρρηση στα όσα λέει, και ουδέποτε έχει καταρριφθεί από κανέναν. Και ο λόγος που δεν μπορεί να καταρριφθεί είναι ένας και απλός: διότι είναι ορθή. Ο Κονδύλης αξιώνει αντικειμενικότητα και η θεωρία του είναι δυνατό να ισχύσει μονάχα με την προϋπόθεση πως δεν ισχύει. Καταλήγοντας, πρέπει να πούμε ότι ο Κονδύλης συχνά θαυμάζεται άκριτα, κάποτε και σε βαθμό λατρείας, από όσους αναγνωρίζουν την περιθωριακή στάση και την απαξίωση που του επεφύλαξε το εν Ελλάδι πανεπιστημιακό κατεστημένο, γι’ αυτό και συχνά επιδεικνύεται ως μια ακόμη περίπτωση της «κακορίζικης» Ελλάδας που πάντοτε «τρώει τα παιδιά της». Παράλληλα, ο άκριτος θαυμασμός του έργου οφείλεται συχνά στη γνωστή θαλπωρή και την ασφάλεια που προκαλεί η πνευματική «οχύρωση» γύρω από έναν διανοητή, είτε αυτός αποτελεί «μηδενιστή», είτε όχι.