Δημοσιεύθηκε, σχετικά πρόσφατα, ένα ιδιαίτερο άρθρο στην Καθημερινή, με τον τίτλο «Ζούμε, αλήθεια, την παρακμή της Δύσης;», όπου περισσότεροι του ενός συγγραφείς σχολίασαν και παρέθεσαν ενδιαφέρουσες σκέψεις σχετικά με τη γνωστή άποψη ότι ο δυτικός πολιτισμός παρακμάζει. Περισσότερο όλων, το κείμενο που τράβηξε την προσοχή μου ήταν το πρώτο, το οποίο υπέγραφε ο γνωστός συγγραφέας Σταύρος Ζουμπουλάκης. Στο κείμενό του αυτό, με τίτλο «Κοινή λέξη, επικίνδυνη ιδέα», ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ισχυρίζεται ότι το «σημερινό κήρυγμα για την παρακμή της Ευρώπης είναι ένας λόγος αντιδραστικός, μισαλλόδοξος και ακροδεξιός». «Οι αναγνώστες του βιβλίου του Σπένγκλερ, ιδίως του Β΄ μέρους», εξηγεί ο Ζουμπουλάκης, «είναι οι αυριανοί ενεργοί ναζιστές». Όσο για τους μεσοπολεμικούς «παρακμιολόγους», με την ευρύτερη έννοια, «ήταν όλοι τους αντιδημοκράτες». Οι παραπάνω δηλώσεις προκαλούν οπωσδήποτε ενδιαφέρον και προβληματισμό, αλλά και μερικές αντιρρήσεις. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως οι σπενγκλεριανές και χαϊντεγκεριανές ιδέες ευνόησαν ουκ ολίγον την επικράτηση του φασισμού, αλλά το θέμα της παρακμής τότε είχε γίνει θέμα συζήτησης ευρύτερα, και από πολλούς άλλους διανοητές. Ωστόσο, ένα σημαντικό σφάλμα το οποίο διαπράττουν όσοι καταγγέλλουν τους «παρακμιολόγους» για αντιδημοκρατική στάση (όπως π.χ. ο Ζουμπουλάκης εδώ), είναι ότι τείνουν ταυτίζουν (συνειδητά ή μη) τη Δύση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, λησμονώντας όμως έτσι αφενός το ότι η Δύση έχει βιώσει πλήθος διαφορετικών μορφών διακυβέρνησης και, το σημαντικότερο, το ότι  η συζήτηση περί παρακμής αφορά όχι την πολιτική αλλά πρωτίστως τον πολιτισμό.  H «παρακμιολογία», όμως, ουδέποτε κατά τον Μεσοπόλεμο αποτέλεσε αποκλειστικό ιδεολογικό «φέουδο» της Άκρας Δεξιάς. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, «υπεριδεολογική». Ναι μεν αληθεύει πως οι ρητορείες για το δήθεν αναπότρεπτο τέλος της Δύσης, είναι συνήθως πολύ αόριστες και υπεραπλουστευτικές για να φωτίσουν το οτιδήποτε, έχουν κατά κάποιον τρόπο μετατραπεί σε μια τσίκλα που πιπιλίζεται ασταμάτητα, παρότι αυτή πλέον έχει χάσει προ πολλού τον γευστικό της πυρήνα. Εδώ ο Ζουμπουλάκης έχει κάποιο δίκιο. Ωστόσο, αυτό το δίκιο το χάνει, όταν στη συνέχεια επιχειρεί μια βιαστική εξομοίωση των σημερινών εναντιώσεων απέναντι στην ανεξέλεγκτη μετανάστευση, με τις ρητορικές του Μεσοπολέμου. Αντίθετα με τις τελευταίες, που συχνά (αλλά όχι πάντα, όπως θα δούμε στη συνέχεια) ήταν ρητά αντιδημοκρατικές και ελάμβαναν έναν μοιρολατρικό τόνο, οι πρώτες έχουν συνήθως έναν προειδοποιητικό χαρακτήρα, υποστηρίζοντας όχι μια ριζική αντίθεση ενάντια στην τεχνολογία, τη δημοκρατία και την εκβιομηχάνιση, αλλά έναν λελογισμένο και δημοκρατικό έλεγχο της μετανάστευσης, αίτημα που γίνεται ιδιαίτερα πιεστικό σήμερα, με το 40% των συζυγοκτονιών να λαμβάνει χώρα από αλλοδαπούς, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Πού πάει, αλήθεια, μια Ευρωπαϊκή Ένωση που σκέφτεται να καταργήσει τον όρο «Χριστούγεννα», ως δυνάμει προσβλητικό για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, καθώς και να αφαιρέσει το «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν», αντικαθιστώντας τα με τα «Προ Κοινής Εποχής» και «Προ Κοινής Χρονολογίας»; Κοινώς, πού πάει μια Ευρώπη η οποία σκέφτεται σοβαρά να καταργήσει τις ρίζες πάνω στις οποίες κάποτε θεμελιώθηκε; Κανένα από τα παραπάνω ερωτήματα δεν τίθεται στη συλλογιστική του Ζουμπουλάκη, ο οποίος σπεύδει να στιγματίσει ως ακροδεξιούς και αντιδημοκράτες όσους τυχόν εκφράζουν τέτοιους προβληματισμούς, ώστε περνάει αβίαστα από την έννοια της «παρακμής της Δύσης» στην «ιδέα της παρακμής», με παραδείγματα τους κοινωνιολόγους Mosca, Vilfredo Pareto και Ferrero, λησμονώντας ίσως ότι, με αυτόν τον δεύτερο τρόπο (δηλ. ως μετάβαση) μίλησαν για παρακμή και πλήθος άλλοι στοχαστές, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν υπήρξαν «ακροδεξιοί»: ενδεικτικά, ο Nicolas Berdyaev (υπήρξε από τους πρώτους αντιφασίστες και προειδοποίησε έντονα για τον ολοκληρωτικό κίνδυνο κάθε μορφής), οι φιλελεύθεροι λογοτέχνες Thomas Mann και Hermann Hesse (μάλιστα, ο τελευταίος έδωσε μεγάλη έμφαση στην «παρακμή», μέσα στο μυθιστόρημά του Ο λύκος της στέπας, και έγραψε και το συναρπαστικό διήγημα Ο τελευταίος Ευρωπαίος), αλλά και ο Ortega Y Gasset, ένας από τους μεγάλους φιλελεύθερους στοχαστές (υμνητής του θεσμού της αντιπολίτευσης) και τους πρώτους υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αλλά και όταν μιλάμε για αντιδημοκράτες, καλό θα είναι να μην μπαίνουμε στον πειρασμό να τους ταυτίζουμε μανιχαϊστικά με τον φασισμό: ο Spengler δεν ήταν σε καμιά περίπτωση «φασίστας», ούτε φυσικά ο Pareto (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, κάποτε αρνήθηκε τη θέση, που του προσέφερε ο Mussolini, στην ιταλική Γερουσία). Αξίζει επίσης να θυμηθούμε ότι σε αμφισβήτηση της Δύσης και του Διαφωτισμού επιδόθηκαν και διάφοροι Χριστιανοί διανοητές, όπως οι T.S. Eliot, Karl Löwith και Leo Straus, καθώς και οι μαρξιστές (της πρώτης γενιάς) της Σχολής της Φραγκφούρτης, Max Horkheimer και Theodor Adorno, οι οποίοι στο έργο τους Διαλεκτική του Διαφωτισμού είναι οι πλέον αυστηροί επικριτές του δυτικού πολιτισμού. Ο Feyerabend είναι επίσης μια χαρακτηριστική περίπτωση. Ο αιρετικός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein υπήρξε ακόμη ένας από εκείνους που εξέφραζαν ρητά απαισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον της Δύσης. Αλλά ακόμη και ο Heidegger, ο κατεξοχήν εκφραστής της μεσοπολεμικής παρακμιολογίας, που ως πρύτανης, έφθασε να στηρίξει ευθαρσώς το χιτλερικό καθεστώς στη Γερμανία, υπήρξε κατά γενική ομολογία όχι μόνο επιδραστικός πολύ πιο πέρα από την Άκρα Δεξιά, αλλά και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τον ταυτίσει με τα ναζιστικά συνθήματα περί ράτσας και “Lebensraum”. Αν λοιπόν περάσουμε από την αμφισβήτηση σε μιαν άρνηση τύπου Ζουμπουλάκη, τότε τι θα μας απομείνει για να διαβάζουμε; Δεν θα περιοριστεί δραστικά ο κατάλογος των φιλοσόφων και διανοητών που θα γνωρίζουμε, περιορίζοντας έτσι και τους ορίζοντές μας; Αν κάποτε ορισμένοι στοχαστές υμνήθηκαν και ακολουθήθηκαν τυφλά σαν προφήτες, μήπως αυτό διορθώνεται με το να τους απορρίψουμε τώρα, εξίσου τυφλά, σαν (ή ως) αντιδημοκράτες; Και μήπως μια τέτοια στάση θα μας ωθούσε, σε τελική ανάλυση, να απορρίψουμε και τον μεγάλο επικριτή της δημοκρατίας, Πλάτωνα; Οι απαισιόδοξοι προβληματισμοί για το μέλλον της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται απόλυτα με τους φασίστες και τους κάθε λογής πολωμένους ακροδεξιούς. Μάλιστα, η επαφή με το έργο τους μπορεί να προσφέρει και άφθονο υλικό για προβληματισμό, ακόμη και για την αυτοκριτική της Δύσης, την οποία ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, λίγο παρακάτω στην ίδια στήλη της Καθημερινής, δικαίως εγκωμιάζει. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να αδυνατούμε να μιλήσουμε για τον πολιτισμό μας δίχως να «λιβανίζουμε τα γένια μας», καθώς λέει και ο λαός. Όσο για την «επικίνδυνη ιδέα», όπως ο Ζουμπουλάκης χαρακτηρίζει την παρακμιολογία, καλύτερα να είναι κανείς πιο επιφυλακτικός στο να χαρακτηρίσει μια ιδέα έτσι. Ο λόγος είναι ότι το να κρούει κανείς τον κώδωνα του κινδύνου, μάλλον ενισχύει τον ανθρώπινο φόβο και αποκοιμίζει την κριτική σκέψη. Στο κάτω κάτω, αν κάτι ξέρει καλά να κάνει ο δυτικός πολιτισμός, είναι να μη φοβάται τις όποιες ιδέες. Τις όποιες ιδέες.