«[…] η θρησκεία, η δεισιδαιμονία και η αγυρτεία. Τρεις φοβερές δυνάµεις, αγριοπρόσωπες και φιδοπλόκαµες σαν τις Eρινύες του αρχαίου ελληνικού κόσµου, µεταφερµένες στη νεώτερη κοινωνία µε όλη τη φρίκη και την αηδία τους. Mεγάλα πνεύµατα της χριστιανοσύνης, ξάστερα και αµόλυντα σαν τα νερά της Kασταλίας, ποιος ηξεύρει από τι αναγκασμένα –ίσως από χρεία να καταπλήξουν τον λαό τους, ίσως από άστοχη ενέργεια στο θεµέλιωµα της παντοδυναμίας του Όντος που ελάτρευαν–, έρριξαν τον σπόρον άφθονο στα βιβλία τους. H αµάθεια δειλή και ακυβέρνητη άρπαξε τον σπόρο στα γόνιµα χώµατά της, τον ανάστησε καρποφόρον και πικρόχυµο, τον εµεγάλωσε και ήρθεν η αγυρτεία πρόθυµη να θερίση τον καρπό και να τρυγήση τα κέρδη της».
(Από τη νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα Ο Ζητιάνος)
«Το τέλος της θρησκείας και ο θάνατος του Πατέρα άφησαν ένα τεράστιο κενό στο δυτικό πολιτισμό, το οποίο είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως όλοι οι στοχαστές και καλλιτέχνες του 19ου και του 20ού αιώνα[…] Τα υποκατάστατα με τα οποία έσπευσαν να καλύψουν το κενό σύντομα αποδείχτηκαν, για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό, πιο καταστροφικά από τις θρησκείες. Αυτές τις συγκρατούσε τουλάχιστον η ιδέα μιας ανώτερης δύναμης, της διαφθοράς της ανθρωπότητας και των ορών της ανθρώπινης λογικής. Με το τέλος αυτών των μορφών πίστης, που αποτελούσαν και φραγμούς για τη δράση, εμφανίζονται τυραννίες χωρίς όρια, ικανές για κάθε έγκλημα».
Thérèse Delpech
«[…] το φαινόμενο που εμφανίζεται στη δυτική ψυχοθεραπεία, ο ασθενής να καταλήγει να κάνει ό,τι θέλει ο γιατρός του, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη θεωρητική σχολή στην οποία μπορεί να ανήκει κάθε ψυχίατρος […] Σε αντίθεση με την υποβολή, η οποία λειτουργεί σε συνειδητό επίπεδο, η δογματική συμμόρφωση μοιάζει να συνιστά μια ασυνείδητη διεργασία που λαμβάνει χώρα στις μαγικές και τις σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους. Αυτό φαίνεται να ισχύει όλων ιδιαιτέρως στην περίπτωση της αγιαχουάσκα, προπάντων σε σχέση με τον εξορκισμό των ασθενών που αποτελεί μέρος της σύγχρονης θεραπείας στο Ικίτος».
Claudio Naranjo
Σε διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, το 1984, ο φιλόσοφος Hans Jonas υποστήριξε ότι οι τρεις κύριες ιδιότητες που παραδοσιακά αποδίδονταν στο θείο (καταληπτότητα, παντοδυναμία, παναγαθότητα) είναι αδύνατο να συνυπάρχουν, καθώς η ένωση των δύο αποκλείει την τρίτη. Αυτή η απάντηση στο παλιό «παράδοξο του Επικούρου» ύστερα από την πείρα του Ολοκαυτώματος (post holocaust theology) ακυρώνει οριστικά την πίστη στην ιστορικότητα των βασικών γεγονότων της Βίβλου (και του Ταλμούδ αντίστοιχα) ακυρώνοντας, ακολούθως, το δογματικό περιεχόμενο των μονοθεϊστικών θρησκειών. Μεταπολεμικά, ύστερα απ’ τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος, συναντάται μια ευρύτερη κοινωνική δυσπιστία των κανονιστικών ιδεωδών που αξιώνουν να ρυθμίζουν συνολικά τη ζωή του ανθρώπου[1]. Επιπλέον, έχουν πολλαπλασιασθεί και οι αναλύσεις για την ψυχολογία. Στο δοκίμιό του Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας, ο Nobert Elias έγραφε:
«Τη δεκαετία του ’20 και του ’30 οι περισσότεροι άνθρωποι εκτός και εντός Γερμανίας ήταν ελάχιστα προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η εννοιολογική σκευή που διέθεταν τους οδηγούσε στην άποψη ότι, όση κι αν ήταν η φαντασιακή δύναμη του περιεχομένου των διακηρύξεων, σε βάθος χρόνου, οι φορείς εξουσίας- συμπεριλαμβανομένων των ηγετών και των πολιτικών ανδρών της οικουμένης- θα ευθυγραμμίζονταν με τη σκληρή “πραγματικότητα” με το αποκαλούμενο “πραγματικό τους συμφέρον”. Όσο βάναυσα κι αν ήταν τα πιστεύω τους, όσο απόλυτο κι αν ήταν το μίσος που κήρυσσαν, στο τέλος θα αναγνώριζαν τα πλεονεκτήματα μιας μετριοπαθούς στάσης και θα υιοθετούσαν πιο “ορθολογικούς” και “πολιτισμένους” τρόπους διαχείρισης των καταστάσεων […] Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν αντιλαμβάνονταν τον πολιτισμό ως μια συνθήκη που για τη διατήρηση ή τη βελτίωσή της απαιτείται συνεχής και κοπιώδης προσπάθεια βασισμένη σε ένα ορισμένο επίπεδο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας της. Αντ’ αυτού, θεωρούσαν τον πολιτισμό, όπως και την “ορθολογικότητά” τους, κάτι το δεδομένο, ως ένα κεκτημένο, μόνιμο χαρακτηριστικό τους, ως πτυχή της έμφυτης ανωτερότητάς τους: άπαξ πολιτισμένος, εσαεί πολιτισμένος. Το ενδεχόμενο μιας κατάρρευσης του πολιτισμού, μιας παλινδρόμησης στην αγριότητα, εδώ και τώρα, δεν λαμβανόταν ποτέ στα σοβαρά».
Για τον Elias, οι ναζιστικές κτηνωδίες είναι απλώς παλινδρομήσεις στη βαρβαρότητα, όχι παρακμιακά αποτελέσματα του πολιτισμού σ’ ένα ορισμένο του στάδιο ή τροπή[2]. Παραταύτα, η χιτλερική ιδεολογία είναι σχετικά γνωστή. Αξιοποιώντας τον διαδεδομένο κοινωνικό δαρβινισμό, τον φυλετισμό του Γάλλου κόμη Gobineau, τα πρόσφατα ακόμη γεγονότα στο Ανατολικό Μέτωπο, κατά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Γερμανία απέσπασε αγροτική γη απ’ τη Σοβιετική Ένωση αλλά την έχασε με το τέλος της σύγκρουσης και, τέλος, τη σύνδεση του Μπολσεβικισμού με τους Εβραίους, από τον ρατσιστή συγγραφέα Alfred Rosenberg, ο Hitler διαμόρφωσε τη ναζιστική του κοσμοθεωρία: η ζωή αποτελεί αγώνα χώρου για την επικράτηση μεταξύ ανθρώπινων φυλών, βιολογικά ανώτερων (Άριοι) και κατώτερων (Σημιτικοί), για την κατάκτηση «ζωτικού χώρου», και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την εδραίωση της Άριας φυλής είναι οι Εβραίοι, που κυβερνούν στην πραγματικότητα τη Σοβιετική Ένωση, η οποία περιλαμβάνει αγροτική γη αναγκαία για τους Αρίους. Ως εκ τούτου, ο δρόμος για την κατάκτηση του απαραίτητου ζωτικού χώρου, καθώς και για την «αποσόβηση» των Εβραίων και του Μπολσεβικισμού είναι η δημιουργία μιας Άριας γερμανικής αυτοκρατορίας στο πλούσιο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης[3]. Έκτοτε, η έρευνα των μαζικών κινημάτων, όπως το ναζιστικό, έχει προχωρήσει και σε ποσοτικές αναλύσεις και συνεντεύξεις. Μέχρι το 2002, πολυάριθμες συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος «Ιστορία και μνήμη», με πρώην υποστηρικτές του, κατέδειξαν ότι το ναζιστικό καθεστώς μεταχειρίστηκε έξι κύριους παράγοντες: εκμεταλλευόμενο αισθήματα ντροπής, ναρκισσιστικά ελλείμματα, και ψυχικά τραύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσε την παλινδρόμηση σε μια προ-λογική και μαγική συνειδησιακή δομή, προκαλώντας υπνωτιστική έκσταση και καλλιεργώντας μια εξαρτημένη σχέση ανάμεσα στις μάζες και τον ηγέτη τους. Ο Stephan Marks είναι κοινωνιολόγος και, παράλληλα με τα ιστορικά δεδομένα, δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και τα πορίσματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της ψυχανάλυσης. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Ο Εθνικοσοσιαλισμός δεν στόχευσε να πείσει συνειδητά τους ανθρώπους, αλλά να τους προσδέσει στο άρμα του χρησιμοποιώντας το συναίσθημα. Συντηρούνταν και ενδυναμωνόταν μέσα από τις ναρκισσιστικές ανάγκες και την εξάρτηση των οπαδών του, από τα συναισθήματα της ντροπής τους, τα τραύματα του πολέμου, την αναβίωση των εμπειριών και της φαντασίας της βρεφικής ηλικίας τους».
Αυτοί οι έξι παράγοντες, που φυσικά λειτούργησαν συνδυασμένα, μπορούν να θεωρηθούν ως οι κύριοι υπεύθυνοι για την υποστήριξη στον Hitler. Ας δούμε όμως τον κάθε παράγοντα ξεχωριστά. Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος ερευνητικού προγράμματος, ειδικοί ερευνητές πήραν συνεντεύξεις από ηλικιωμένους ανθρώπους, καθημερινές γυναίκες και άνδρες στη Γερμανία, που είχαν κάποτε υποστηρίξει τους ναζιστές. Στόχος: η αποσαφήνιση των κινήτρων, των πραγματικών αιτίων που ώθησαν τόσους ανθρώπους να υποστηρίξουν το ναζιστικό κίνημα και στη συνέχεια του χιτλερικό καθεστώς. Το ζήτημα χαρακτηριζόταν και ως έναν βαθμό χαρακτηρίζεται ακόμη από μίαν αμήχανη σιωπή, η οποία με τη σειρά της οφειλόταν στην έντονη ανικανότητα των άλλοτε συμμετεχόντων, στην προώθηση του Hitler, να εκφράσουν ορθολογικά τα κίνητρα και τις επιθυμίες που τους ώθησαν σε αυτή την επιλογή. Στην πραγματικότητα, κανείς από τους ερωτηθέντες δεν απάντησε ότι στήριξε τον Hitler ύστερα από μια διαδικασία προσεκτικής εξέτασης των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων του, διαβάζοντας προσεκτικά το Ο Αγών μου. Αντίθετα, οι περισσότερες απαντήσεις περιλαμβάνουν αναφορές σε ένα διάχυτο κλίμα ενθουσιασμού, ένα είδος διανοητικής συλλογικής «μέθης»:
«Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το Γ’ Ράιχ οι τότε εμπειρίες τους κατά κάποιον τρόπο ξαναζωντάνεψαν, με συνέπεια να διαμορφώσουν τους δικούς τους όρους επικοινωνίας. Οι πληροφορητές επαναλαμβάνουν ασυνείδητα στους ερευνητές τις τότε εμπειρίες τους. Μέσα από τις υπνωτιστικές επιδράσεις στους πληροφορητές συμπεραίνει κάποιος ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός ήταν μια περίοδος που, συγκρινόμενη με το ομοσπονδιακό δημοκρατικό παρόν, στηρίχθηκε σε μια άλλη συνειδησιακή δομή».
Πιο απλά, ένας από τους κύριους παράγοντες της νίκης του Hitler ήταν η ειδική ανορθολογική συνειδησιακή που επιμελώς καλλιεργούσε και ενθάρρυνε. Πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να περιγραφθεί καταχρηστικά ως «μαγική συνείδηση». Είναι γνωστό ότι η ναζιστική προπαγάνδα δεν στόχευε να πείσει λογικά τους ανθρώπους αλλά να επιδράσει στα βαθύτερα και προ-λογικά επίπεδα του ψυχισμού τους, οδηγώντας τους σε παλινδρόμηση. Ψυχαναλυτικά, παλινδρόμηση έχουμε όταν το άτομο επιστρέφει σε προγενέστερα συναισθηματικά στάδια που με την ωρίμανση όφειλε να έχει υπερβεί. Αλλά η παλινδρόμηση είναι μονάχα ένα μέρος μια ευρύτερης διαδικασίας, που ονομάζεται ύπνωση. Η ύπνωση, ένας ακόμη από τους έξι παράγοντες που αναφέρθηκαν ήδη, κάνει βασικά τα εξής δύο πράγματα, σε συνδυασμό: αφενός σύγχυση συνείδησης και αφετέρου δέσμευση προσοχής. Πιο απλά, ο αποδέκτης της ύπνωσης επικεντρώνει την προσοχή του σε κάτι συγκεκριμένο τόσο έντονα, ώστε του διαφεύγουν πολλά άλλα που βρίσκονται εκτός αυτού. Συγκεκριμένα, εκτός από τη χρήση μουσικής και ερεθιστικών συνθημάτων, οι ναζιστές επιδίδονταν σε μια σειρά τελετουργιών οι οποίες θεωρείται ότι μπορούν να προκαλέσουν έκσταση:
«Αυτές είναι οι μονότονες κινήσεις, όπως ο βηματισμός και η παρέλαση, οι κουραστικές λιτανείες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας με πυρσούς και σημαίες, ο συνωστισμός σε μεγάλες συγκεντρώσεις, η ακινητοποίηση του βλέμματος στο φως των πυρσών ή της φωτιάς που τρεμοπαίζει, οι συγκεντρώσεις σε παλαιούς πολιτισμικούς χώρους, σύμβολα όπως οι Ρούνοι και οι Μάνταλα, ακόμα και στην εθνικοσοσιαλιστική σημαία: Ο αγκυλωτός σταυρός μέσα σε κύκλο».
Η σημαία του Τρίτου Ράιχ αποτελούνταν από μια σβάστικα, σύμβολο που στην αρχαία Ινδία μαρτυρούσε την αέναη ροή του χρόνου, και οι Γερμανοί σοβινιστές το χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν την υπεροχή της Άριας φυλής, κόκκινο χρώμα, το οποίο συμβόλιζε το αίμα των «μαρτύρων» που έχασαν τη ζωή τους στο πραξικόπημα του 1923, καθώς και το λευκό, που δήλωνε την αταλάντευτη προσήλωση στο έθνος. Λέγεται ότι ένας σταυρός κάποιου καμπαναριού ενός ναού, όπου συνήθιζε να ψάλλει όταν ήταν παιδί, ήταν αυτό που έδωσε στον Hitler την ιδέα να χρησιμοποιήσει τη σβάστικα ως σύμβολο του κινήματός του. Όπως ο αναγνώστης έχει ήδη υποψιασθεί, η ύπνωση και η μαγική συνειδησιακή δομή δεν θα λειτουργούσαν αποτελεσματικά αν δεν συνδέονταν αναπόσπαστα με έναν ακόμη παράγοντα, που δεν είναι άλλος από την εξάρτηση των οπαδών από τον “Führer” τους. Ιστορικά, γνωρίζουμε ότι ήδη από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε αυξηθεί σημαντικά η χρήση καπνού, αλκοόλ, μορφίνης, ηρωίνης και κοκαΐνης, με το τελευταίο κυριολεκτικά να εκτινάσσεται στα ύψη. Οι νέοι άνδρες βετεράνοι του πολέμου, περί τα έντεκα εκατομμύρια συνολικά, είχαν βιώσει όχι μόνο έντονες εμπειρίες μάχης (με αποτέλεσμα τη μεγάλη παραγωγή ενδορφινών) αλλά και ζούσαν υπό την ταπείνωση της συνθήκης των Βερσαλλιών, καθώς και υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης και ανεργίας. Τι έκανε ο ναζισμός για όλα αυτά; Αρχικά, χαρακτήρισε την εξάρτηση από ουσίες ως «παρακμή του λαού» και, με νόμους του 1933, επιχείρησε τον δραστικό τους περιορισμό. Συνολικά, στο Τρίτο Ράιχ εξοντώθηκαν σκόπιμα απ’ το κράτος τουλάχιστον 50.000 εξαρτημένοι από ουσίες ή αλκοόλ. Στη θέση αυτών, το ναζιστικό κράτος προσέφερε μια νέα μορφή εξάρτησης: την άνευ όρων λατρεία του Hitler και την εκ νέου παραγωγή ενδορφινών, στο πλαίσιο ενός νέου πολέμου. Όλο αυτό σχεδιάστηκε με επιμέλεια καθώς το ολοκληρωτικό κράτος αναλάμβανε τη διαπαιδαγώγηση των νέων από πολύ μικρή ηλικία, οργανώνοντας εξονυχιστικά το πώς θα περνούν τον χρόνο τους. Έτσι, το καθεστώς εργαλειοποίησε τα αισθήματα εξάρτησης μέσα από τη δυναμική των μικρών ομάδων. Οι άλλοι τρεις παράγοντες που έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο στην αποδοχή του ναζισμού, και που ήταν υποκείμενες αιτίες για τη χρήση ουσιών, αξίζει να επισημανθούν παράλληλα: είναι τα αισθήματα ντροπής, τα ναρκισσιστικά ελλείμματα, και φυσικά, τα ψυχικά τραύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, αναφέρεται, ο ναρκισσισμός και η ντροπή αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ακολουθώντας τον Freud, ο Marks εξηγεί ότι οι άνθρωποι αναζητούμε στις θρησκείες το «ωκεάνιο» αίσθημα αιωνιότητας και απεραντοσύνης που έχουμε βιώσει ως βρέφη μέσα στη μήτρα της μάνας μας, όπου όλες μας οι ανάγκες καλύπτονταν άμεσα και δεν υπήρχε κίνδυνος να μας απειλεί. Αυτό το αίσθημα αναζητούσαν εκατομμύρια Γερμανοί στις ελκυστικές υποσχέσεις του Hitler, ο οποίος ενθάρρυνε μέσα από τους θεσμούς, αλλά και προσέφερε ο ίδιος άμεσα, αναγνώριση στους πιο «άξιους» οπαδούς του. Ιστορικά, η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε διεγείρει τόσο συναισθήματα ντροπής όσο και απογοήτευση σε πλήθος ανθρώπων, προ παντός δε στους βετεράνους που είχαν πολεμήσει. Καταγγέλλοντας την έκβαση αυτή σαν «πισώπλατη μαχαιριά», και αποδίδοντάς τη σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (σοσιαλιστές, Εβραίοι), οι ναζιστές πέτυχαν να «παρασύρουν» κοντά τους αυτά τα απογοητευμένα άτομα. Μπορεί κανείς να προβάλλει εδώ κάποιες αντιρρήσεις. Αρχικά, η ιδέα ότι υπάρχει μια ειδική μαγική και προ-λογική «συνειδησιακή δομή» έχει αμφισβητηθεί απ’ τους ανθρωπολόγους. Τουλάχιστον μετά τις μελέτες του Levi-Strauss, γνωρίζουμε ότι οι «πρωτόγονοι» λαοί δεν στερούνται τη δυνατότητα για αφηρημένη, ακόμη και φιλοσοφική σκέψη. Όσο για τις φροϋδικές θέσεις σχετικά με το «ωκεάνιο» αίσθημα, σήμερα θεωρούνται αμφιλεγόμενες, όπως άλλωστε και τα ίδια τα θεμέλια της ψυχαναλυτικής ερμηνείας του πολιτισμού. Ανεξαρτήτως από το αν κανείς δέχεται τα συμπεράσματα της έρευνας του Marks, μπορεί να καταλάβει ότι οι παραλληλισμοί της σημερινής κατάστασης με αυτή του Μεσοπολέμου, καθώς και οι παραλληλισμοί των συντηρητικών της Αμερικής του αιώνα μας με φασίστες, είναι άστοχοι και επιστημονικά ανακριβείς. Όποιος θέλει να βρει τα αίτια της νίκης του Donald Trump, καλά θα κάνει να ψάξει αλλού. Σύμφωνα με τον Max Scheler, το «τραγικό», από το οποίο αντλεί πολλές φορές και η τέχνη, είναι ένα φαινόμενο της ζωής, και διακρίνεται από μια σύγκρουση δύο ισχυρών θετικών αξιών, αποτέλεσμα της οποίας έρχεται η καταστροφή. Για να υπάρξει τραγωδία, πρέπει να υφίσταται τόσο η προσωπική ελευθερία όσο και η νομοτελειακή καταστροφή κάποιου. Δεν αποτελεί τραγωδία όταν συγκρούεται το καλό με το κακό, αλλά το καλό με το καλό. Μήπως λοιπόν η τραγικότητα αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα της ανθρώπινης ζωής εν γένει; Ένα είναι, πάντως, σίγουρο: το να λες συνεχώς φασίστα τον πολιτικό σου αντίπαλο δεν αρκεί για να τον κερδίσεις, ειδικά όταν δεν έχεις καμία πολιτική αντιπρόταση. Μετά τις ελληνικές εκλογές του 2023, έπρεπε να το είχαμε καταλάβει αυτό καλά.
Υποσημειώσεις
[1] Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, που θεωρείται απ’ τα σημαντικότερα κείμενα του εικοστού αιώνα, έχει πουλήσει τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς και έχει μεταφραστεί τουλάχιστον σε εξήντα πέντε γλώσσες. Πρόκειται για το τετράδιο που η Εβραία μαθήτρια, Anna Frank, κατέγραφε την καθημερινότητά της από το υπόγειο μιας εταιρείας στο Πρίσενγκρατς, όπου κρυβόταν με τους γονείς της και με μια άλλη οικογένεια, για δύο ολόκληρα χρόνια. Η μοναχική Anna αποκαλεί το ημερολόγιο “Kitty”, αντιμετωπίζοντάς το ως μια φανταστική φίλη. Αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν Το παράσπιτο, όπως η νεαρή Anna ονόμαζε αστειευόμενη αυτό το μέρος. Η νεαρή Anna καταγράφει παραστατικά τις στερήσεις, το φόβο και τους συνεχείς κινδύνους να αποκαλυφθούν, την ίδια στιγμή όμως εκφράζει ελπίδα και όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Με μια σπάνια ωριμότητα και ανεξαρτησία, η Anna περιγράφει την ταραγμένη σχέση με την οικογένειά της, αλλά και το νεαρό Peter με τον οποίο αναπτύσσεται μια τρυφερή ερωτική σχέση. Ακριβώς εκεί που η αισιοδοξία της Anna κορυφώνεται, το ημερολόγιο λαμβάνει απότομα τέλος, αφήνοντας στους αναγνώστες ένα αίσθημα μελαγχολίας και αγανάκτησης για την τραγωδία της ζωής της: είναι γνωστό ότι συνελήφθησαν όλοι τους και στάλθηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία μοναδικός επιζών υπήρξε ο Otto Frank. Εκείνος εξέδωσε αργότερα το βιβλίο. Πριν κυκλοφορήσει, στις 25 Ιουνίου 1947, αρκετές από τις σεξουαλικές αναφορές της έφηβης Anna διαγράφηκαν, όπως και κάποια αρνητικά σχόλια για τη μητέρα της, για να μην προκληθούν αντιδράσεις εκ μέρους των συντηρητικών κύκλων της εποχής. Το βιβλίο έγινε αμέσως best seller, κέρδισε το βραβείο Pulitzer και το μέρος εκείνο μετατράπηκε σε μουσείο, το οποίο επισκέπτονται μέχρι σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Γύρω απ’ το ημερολόγιο έχουν ειπωθεί πολλά. Το 1978, ο διαβόητος αρνητής του Ολοκαυτώματος, Robert Faurisson, έγραψε ένα κείμενο με τίτλο Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ: είναι αυθεντικό;, στο οποίο βασισμένος σε λεπτομέρειες του έργου (π.χ. η ηλεκτρική σκούπα) αμφισβητούσε την αυθεντικότητά του, ενώ αργότερα πήρε συνέντευξη ακόμη και απ’ τον ίδιο τον Frank. Προ καιρού, το διοικητικό συμβούλιο του παιδικού σταθμού “Anne Frank”, στη Γερμανία, ψήφισε υπέρ της αλλαγής του ονόματός του, για να είναι πιο συμπεριληπτικό στα παιδιά μεταναστών.
[2] Παρομοιάζοντας την ολοκληρωτική ιδεολογία με τη λειτουργία των νευρωτικών συμπτωμάτων, ο φροϋδομαρξιστής Erich Fromm ισχυρίζεται πως ο «ολοκληρωτικός χαρακτήρας» αποτελεί την ανθρώπινη βάση του φασισμού. Χαρακτηριστικό ενός τέτοιου χαρακτήρα είναι η προθυμία υποταγής στη «μοίρα», λατρεία απέναντι στην εξουσία και σε όσους την ασκούν και βαθιά περιφρόνηση των ανίσχυρων, τους οποίους επιδιώκει να ταπεινώσει. Τον ολοκληρωτικό άνθρωπο χαρακτηρίζει ο πόθος εξουσίας πάνω στους ανθρώπους και επιθυμία υποταγής σε μια εξωτερική δύναμη (Φύση): αυτές οι δύο τάσεις αποκρυσταλλώνονται, σύμφωνα με τον Fromm, στα κείμενα του Hitler. Τόσο ο σαδισμός όσο και ο μαζοχισμός αποτελούν τρόποι «συμβίωσης», δηλαδή της εξόδου του ανθρώπου από το εγώ του, είτε διαλυόμενος σε μια εξωτερική δύναμη είτε μέσω εξωτερίκευσης και εξουσιασμού ενός άλλου. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη αυτών των δύο τάσεων αποτελεί την ουσία του ολοκληρωτικού χαρακτήρα και απεικονίζεται στις σχέσεις του Hitler με τις μάζες που τον επευφημούσαν. Αντίστοιχα, στο δημοφιλές έργο του επίσης φροϋδομαρξιστή Wilhelm Reich, Άκου ανθρωπάκο, απαριθμούνται οι μορφές που ο άνθρωπος της μάζας παίρνει κατά καιρούς: αυστηρός επιστήμονας, συντηρητική νοικοκυρά, πονηρός καταδότης, ίσως και μεγαλομανής δικτάτορας. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο άνθρωπος της μάζας προσπαθεί να καταπνίξει οτιδήποτε ξεφεύγει απ’ τη μετριότητα και τη στασιμότητα. Διαπιστώνοντας ότι οι μάζες έχουν αναλάβει την εξουσία στον σύγχρονο κόσμο, ο Reich υποστηρίζει πως ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο μέσος άνθρωπος είναι σπουδαίος. Ωστόσο, εκείνος δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από αυτό που συνήθιζε να κάνει σε κάθε εποχή: καταδιώκει τις μεγάλες προσωπικότητες της ανθρωπότητας σαν τον Σωκράτη και τον Ιησού Χριστό, ενώ υμνεί δουλικά επικίνδυνους και απάνθρωπους τυράννους σαν τον Stalin και τον Hitler. Κάθε φορά που συμβαίνει να κάνει την εμφάνισή του ένας καινοτόμος στοχαστής (τέτοιες περιπτώσεις είναι ο Marx, ο Freud ή ακόμη και ο ίδιος ο Reich, πιστεύει), ο μαζάνθρωπος κάνει τρία πράγματα: πρώτα υποτιμά τους νεωτερισμούς του, ύστερα τους διαστρεβλώνει και τέλος τους καρπώνεται ο ίδιος, καθυστερώντας έτσι αιώνες ολόκληρους την εξέλιξη του πολιτισμού. Παράλληλα, ο μαζάνθρωπος διαθέτει μεγάλες ικανότητες και μπορεί να γίνει αξιοθαύμαστος. Η συλλογιστική του Reich ασκεί κριτική και επιχειρεί να διδάξει τον αναγνώστη, με μάλλον χιουμοριστικό και καυστικό τρόπο. Μεγάλο τμήμα του βιβλίου δεν είναι παρά η έκφραση δυσαρέσκειας για γεγονότα της προσωπικής του ζωής. Ο Reich, εξοργισμένος που η κοινωνία δεν τον αναγνώριζε, θεωρούσε εαυτό ιδιοφυή επιστήμονα και επαναστάτη, η οργόνη του όμως αποδείχθηκε επιστημονική αποτυχία και η βασική πολιτική ιδέα στάθηκε καταφανώς εσφαλμένη: ο ελεύθερος έρωτας δεν οδήγησε κατά κανέναν τρόπο στη σοσιαλιστική επανάσταση. Απεναντίας, σήμερα είναι απ’ τους ισχυρότερους συμμάχους του καπιταλισμού, που μάλλον μεταχειρίστηκε τη «σεξουαλική επανάσταση» για να περάσει στην επόμενη φάση του, αυτή της μαζική κατανάλωσης και του μετα-φορντισμού.
[3] Το ενδιαφέρον διήγημα εναλλακτικής ιστορίας, στην ανθολογία διηγημάτων Αν το Τρίτο Ράιχ, που αφηγείται τα γεγονότα μετά τη σχεδόν πλήρη καταστροφή του κόσμου από τον ναζισμό, στηρίζεται ακριβώς στο φανταστικό σενάριο ότι ο Hitler παραμένει στην εξουσία περίπου για δύο ακόμη χρόνια.