Aristotle ‑ Philosophy & Life | HISTORY

Αν οι κλάδοι του επιστητού διαιρούνται στις φυσικές επιστήμες, τις κοινωνικές επιστήμες και τις ανθρωπιστικές σπουδές, τότε η φιλοσοφία ανήκει στην τρίτη και τελευταία ομάδα. Φιλοσοφία, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, είναι η ορθολογική επιχειρηματολογία για την ευρύτερη κατανόηση του επιστητού, καθώς και η καταγραφή των σημαντικότερων επιχειρημάτων που έχουν δοθεί στην ιστορία. Οι βασικοί της κλάδοι, σύμφωνα με κάποιους, είναι: η Μεταφυσική, η Γνωσιολογία, η Ηθική, και τέλος, η Αισθητική. Σήμερα, οι ηθικοί φιλόσοφοι μελετούν τόσο τη συστηματική ηθική (συζήτηση για το τι ορίζεται ως καλό), όσο τη λεγόμενη μεταηθική (συζήτηση για το τι ορίζεται ως ηθικό). Οι τρεις μεγάλες παραδόσεις στη συστηματική ηθική φιλοσοφία είναι η αρετολογία, η δεοντοκρατία, και τέλος, συνεπειοκρατία (ωφελιμισμός). Εδώ θα δούμε τον σημαντικότερο ίσως εκπρόσωπο εκάστης, αρχής γενομένης με τον Αριστοτέλη και την αρετολογία του. Παρότι μαθητής του Πλάτωνος, ο Αριστοτέλης δεν δίστασε να πάρει αποστάσεις από μερικές θεμελιώδεις αντιλήψεις του δασκάλου του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακόμη και αν οι πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πραγματικά, δεν είναι σε θέση να μας μάθουν τίποτε για τον πολύμορφο κόσμο της εμπειρίας. Κατά συνέπεια, δεν έχουν τίποτε κοινό με ό,τι συνήθως ονομάζουμε «πραγματικότητα». Μόνο τα επιμέρους πράγματα του εμπειρικού κόσμου μας είναι όντως υπαρκτά. Χαρακτηριστικό του Αριστοτέλη είναι επίσης ότι αφορμάται από τις εμπειρικές γνώμες, τις οποίες κατόπιν αναλύει και κρίνει, για να προχωρήσει στα συμπεράσματά του. Εντοπίζει πρώτα τα επιμέρους όντα της εμπειρίας μας, για να αναζητήσει στη συνέχεια την ουσία τους.

IMG_5473.PNGΣύμφωνα πάλι με τον Αριστοτέλη, πως ο άνθρωπος είναι πλασμένος απ’ τη φύση του να ζει μέσα σε πόλεις (δηλ. πολιτικές κοινωνίες). Η πόλη είναι μια κοινωνία όμοιων ανθρώπων, με σκοπό την κατά το δυνατόν άριστη ζωή. Ωστόσο, τίποτα καλό δεν μπορεί να κάνει ούτε ο άνθρωπος ούτε και η πόλη δίχως αρετή και φρόνηση. Οι άνθρωποι τείνουμε γενικά να επιδιώκουμε όχι αυτό που είναι όντως καλό, αλλά αυτό που φαίνεται σ’ εμάς καλό. Όσοι τυχόν αστοχούν και πράττουν το κακό, το κάνουν λόγω της έλλειψης αυτοελέγχου. Στην ηθική του φιλοσοφία,  ο Σταγειρίτης θέτει αρχικά το ερώτημα του ποιο είναι το ανώτατο αγαθό για το έλλογο ον που ονομάζεται άνθρωπος. Εξετάζοντας όλα τα αγαθά που υπάρχουν, συμπεραίνει ότι ανώτατο όλων δεν μπορεί να είναι παρά αυτό που το επιλέγουμε για χάρη του ίδιου, που είναι δηλαδή αληθινός αυτοσκοπός. Αυτό δεν είναι άλλο απ’ το να είμαστε ευτυχισμένοι. Πώς μπορούμε να το πετύχουμε λοιπόν; Πρέπει να υπάρχει κάτι που να ολοκληρώνει τον άνθρωπο, εκπληρώνοντας τον δικό του προορισμό (πρόκειται για την περίφημη αριστοτελική εντελέχεια). Αυτό είναι η αρετή. Οι αρετές, όταν αποκτηθούν, οδηγούν τον άνθρωπο στην ευτυχία. Στον άνθρωπο, συνεχίζει, οι αρετές διακρίνονται σε διανοητικές (π.χ. φρόνηση) και ηθικές (π.χ. ανδρεία). Οι πρώτες προκύπτουν ως αποτέλεσμα γνώσης και μάθησης, ενώ οι δεύτερες έρχονται μ’ έμπρακτη άσκηση (και πολλές επαναλήψεις). Τις ηθικές αρετές τις αποκτούμε δηλαδή αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη. Αν λόγου χάρη θέλει κανείς να γίνει γενναίος, πρέπει πρώτα να κάνει γενναίες πράξεις, μέχρις ότου η γενναιότητα να γίνει κτήμα (έξις) του, μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του. Τα ξαφνικά πράγματα αντιμετωπίζονται κατά την έξη και γι’ αυτό σημάδι αποδεικτικό των έξεων πρέπει να θεωρούμε την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας. Αν νιώθει κανείς ωραία κάνοντας γενναίες πράξεις, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι έχει αποκτήσει την αρετή της γενναιότητας. Είναι καλό να θυμάται κανείς ότι το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους. Το σωστό, όμως, γίνεται μ’ έναν μόνον τρόπο. Εδώ συναντάμε την αριστοτελική μεσότητα. Η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν το σωστό, ενώ ο μεσότητα το διασώζει. Αν το ένα κακό άκρο (η υπερβολή) είναι το «θράσος», και το άλλο κακό άκρο (η έλλειψη) είναι η «δειλία», η αρετή δεν μπορεί παρά να στέκεται στη μέση και να είναι το «θάρρος». Με τα λόγια του Αριστοτέλη:

«Έτσι, λοιπόν, η αρετή έχει σχέση με τις πράξεις και τα πάθη. Και σχετικά με την αρετή η υπερβολή είναι ελάττωμα και η έλλειψη κατακρίνεται, αντίθετα η μεσότητα επαινείται και η έκβασή της έχει διπλό αποτέλεσμα. Άρα η μεσότητα είναι είδος αρετής, αφού ο σκοπός που επιδιώκεται από την αρετή έγκειται στη μεσότητα. Άλλωστε οι κακίες μας είναι πολλές και διάφορες […] Για να κάνει κανείς το καλό υπάρχει ένας και μόνο τρόπος, γι’ αυτό το κακό είναι εύκολο, ενώ το καλό δύσκολο. Γι’ αυτό εύκολα αποτυγχάνει κανείς στον σκοπό του και δύσκολα τον κατορθώνει. Για τον λόγο αυτό, τόσο η υπερβολή όσο και η έλλειψη φέρνουν μαζί τους την κακία, ενώ η μεσότητα οδηγεί στην αρετή».

Ο καλύτερος άνθρωπος, πάντα κατά τον Αριστοτέλη, είναι αυτός που κατέχει όλες τις επιμέρους αρετές και ονομάζεται «μεγαλόψυχος», το ανώτερο είδος αυτού όμως, μας λέει ο Σταγειρίτης, είναι η αφιέρωση στον θεωρητικό βίο του φιλοσόφου, ο οποίος βρίσκεται σε γαλήνια απραξία και στοχάζεται τον Θεό. Ευτυχισμένη ζωή έχουν όσοι άνθρωποι κοσμούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από πνεύμα ανώτερο, κατέχουν όμως και μέτρια υλική περιουσία. Οι αρετές μοναχές τους δεν αρκούν και μια επαρκής έστω υλική περιουσία καθίσταται, για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, εκ των ων ουκ άνευ για την απόκτηση της ευτυχίας απ’ τον άνθρωπο.  Να σημειωθεί πως ο Αριστοτέλης, θεωρεί την ψυχή τριμερή και αποτελούμενη από το λογικό τμήμα, το άλογο τμήμα, καθώς και εκείνο που μετέχει σε αμφότερα. Οι αρετές επίσης τείνουν να σχηματίζουν πάντα τριάδες, όπου τα δύο άκρα είναι κακά, πρόκειται για την έλλειψη και την υπερβολή αντίστοιχα, ενώ η μεσότητα καλή. Ο Έλληνας φιλόσοφος θεωρεί επίσης πως και τα φυτά έχουν κατά κάποιον τρόπο «ψυχή» (θρεπτική), όπως και τα ζώα (θρεπτική και αισθητική), ενώ η «ψυχή» του ανθρώπου (θρεπτική, αισθητική, λογική) τον καθιστά ανώτερο των υπολοίπων.

Geisteswissenschaften feiern den 300. Geburtstag Immanuel Kants | Staatsanzeiger BW

Ο δεύτερος, χρονικά, σπουδαίος ηθικός φιλόσοφος είναι ο Immanuel Kant. Η φιλοσοφική σκέψη του φιλοσόφου από την Κενιξβέργη θεμελιώνεται στο δυϊσμό για τον κόσμο των φαινομένων, τον οποίο ο άνθρωπος προσεγγίζει και γνωρίζει, και τον κόσμο των πραγμάτων καθαυτών (νοούμενα), που του είναι εντελώς απρόσιτος. Ο φαινομενικός κόσμος διέπεται από άτεγκτους φυσικούς νόμους (όπως τους συμπύκνωσε ο Newton), σ’ αντίθεση με τον νοούμενο, που χαρακτηρίζεται από την ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι το ον που συγκεφαλαιώνει την αντίθεση αλλά και τη βαθύτερη συνάφεια αυτών των δύο κόσμων: από τη μια εγκλωβισμένος στη φυσική νομοτέλεια μαζί με τα υπόλοιπα όντα, από την άλλη ελεύθερος, δηλαδή ικανός να θεσπίζει ο ίδιος τους «νόμους», δηλαδή τις κανονιστικές αρχές που καθορίζουν τις πράξεις του. Αυτές οι κανονιστικές αρχές, τις οποίες ο Kant ονομάζει προσταγές, διακρίνονται σε υποθετικές και κατηγορικές. Οι υποθετικές έχουν τη μορφή «αν επιδιώκεις έναν σκοπό, οφείλεις να κάνεις τις πράξεις που απαιτούνται για την επίτευξή του». Σύμφωνα με τον Kant, κάθε υποθετική προσταγή εξυπηρετεί ένα σκοπό και κάθε τέτοιος σκοπός αποτελεί μέσο για έναν άλλο σκοπό, μέχρι που φτάνουμε στον τελικό σκοπό κάθε έλλογου όντος: την ευδαιμονία. Κάθε έλλογο ον επιδιώκει πάνω από όλα να είναι ευτυχισμένο. Ωστόσο, συνεχίζει ο Kant, υπάρχει και μια διαφορετική προσταγή, η οποία είναι απολύτως ανεξάρτητη από τιμωρίες και ανταμοιβές. Αυτή είναι η κατηγορική προσταγή και, κατά την κλασική διατύπωση του Kant, επιτάσσει στον άνθρωπο: «πράττε έτσι, ώστε ο γνώμονας της θέλησής σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει συγχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας». Σύμφωνα πάντα με τον Kant, o άνθρωπος, και μαζί μ’ αυτόν και κάθε έλλογο ον, αποτελεί είναι σκοπό καθ’ εαυτόν και ουδέποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον, ούτε καν απ’ τον ίδιο τον Θεό, αποκλειστικά σαν ένα μέσο. Θεμέλιο της ηθικής είναι η λεγόμενη «κατηγορική προσταγή». Η κατηγορική προσταγή ονομάζεται έτσι επειδή είναι άνευ προϋποθέσεων. Όταν λοιπόν βρισκόμαστε ενώπιον ηθικού διλήμματος, πρέπει, σύμφωνα με το Γερμανό φιλόσοφο, να αναρωτηθούμε αν η επιλογή μας θα μπορούσε να γενικευτεί σ’ ολόκληρη την έλλογη ηθική ανθρωπότητα. Αν οδηγήσει σε λογική αντίφαση, τότε είναι παράλογο και άρα ηθικά μη αποδεκτό. Για παράδειγμα, ο Kant αποδοκιμάζει την αυτοκτονία, διότι αν αυτή γινόταν κανόνας και γνώμονας κάθε έλλογου όντος, τότε η έλλογη ανθρωπότητα θα έπαυε να υπάρχει και θ’ αφανιζόταν. Κατά συνέπεια, η αυτοκτονία καθίσταται ηθικά καταδικαστέα. Για τον Kant, η ανθρωπότητα στο πρόσωπό μας πρέπει να είναι «ιερή» και ο άνθρωπος, όντας το υποκείμενο του ηθικού νόμου, είναι αυτός χάριν του οποίου, και σε συμφωνία με το οποίο και μόνον, μπορεί κάτι να ονομασθεί ιερό. Στο καντιανό σύστημα, ο άνθρωπος τίθεται στο επίκεντρο. Θεμέλιό της είναι το καθήκον:

«Καθήκον! Όνομα, εσύ, μεγάλο και υψηλό, που δεν περιλαμβάνεις τίποτα προσφιλές το οποίο να συνεπάγεται κολακεία, αλλά απαιτείς υποταγή, και εντούτοις ούτε απειλείς τίποτε που να προξενεί φυσική αποστροφή στην ψυχή και να φοβίζει, για να παρακινήσει την ψυχή, αλλά μόνο θεσπίζεις ένα νόμο που βρίσκει μόνος του την πρόσβαση στην ψυχή και μολαταύτα αποκτά ακόμη και παρά τη θέλησή μας σεβασμό (μολονότι όχι πάντοτε υπακοή), μπροστά στον οποίο βουβαίνονται όλες οι κλίσεις, ακόμη και αν αντιδρούν κρυφά εναντίον του».

Αντίθετα με την αριστοτελική ηθική, η καντιανή πρεσβεύει πως η ηθική δεν μας καθοδηγεί το πώς να γίνουμε ευτυχισμένοι, παρά μόνο για το πώς να γίνουμε μονάχα άξιοι για την ευτυχία. Οι κλίσεις μας είναι οι επιθυμίες μας, η εκπλήρωση των οποίων μας καθιστά χαρούμενους και τελικά ευτυχείς. Η ηθική, στον Kant, είναι απολύτως λογικό ζήτημα και δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τα πάθη/κλίσεις:

«Το αξιοσέβαστο του καθήκοντος δεν έχει καμία σχέση με την απόλαυση ης ζωής· το καθήκον έχει τον ιδιαίτερο νόμο του, και επίσης το ιδιαίτερο δικαστήριό του· και όσο και αν ήθελε κανείς να τα αναμείξει μαζί, για να προσφέρει ανακατωμένα σαν φάρμακο στην άρρωστη ψυχή, όμως αυτά θα χωρίζονταν σε λίγο από μόνα τους, κι αν δεν χωρίσουν, τότε δεν θα δράσει το πρώτο καθόλου· αλλά ακόμη και αν κέρδιζε έτσι κάποια δύναμη η φυσική ζωή, εντούτοις η ηθική ζωή θα εξαφανιζόταν χωρίς σωτηρία».

Την ίδια στιγμή, ο Kant ορίζει πως ύψιστο αγαθό δεν είναι άλλο από τη σύμπτωση ηθικότητας και ευδαιμονίας. Πώς θα γεφυρωθεί η απόσταση μεταξύ τους και θα επιτευχθεί ο στόχος; Για να γεφυρωθεί η απόσταση ανάμεσα σε ευτυχία και ηθική, ο Kant επικαλείται τη θρησκευτική ελπίδα (ο ίδιος είπε κάποτε ότι περιόρισε τη γνώση για να κάνει χώρο στην πίστη), αν και δίνει στη θρησκευτικότητα ένα συγκεκριμένο (ως επί το πλείστον ηθικό) περιεχόμενο, πολύ διαφορετικό απ’ το παραδοσιακό. Αν και δεν μπορούμε ν’ αποδείξουμε ότι υπάρχει Θεός, μπορούμε να θεωρήσουμε ως προϋπόθεση ότι θα έπρεπε να υπάρχει και να ζούμε σαν να υπάρχει ένα τέτοιο ον που σε κάποιον υπερκόσμιο χώρο θα καλύψει το χάσμα. Η ύπαρξη του Θεού εξασφαλίζει την ύπαρξη δύο θεμελιωδών αξιών, που στέκονται στη βάση της ηθικότητας: αυτές είναι η ελευθερία και η αθανασία της ψυχής. Η πρώτη εξασφαλίζει ότι μπορούμε να δράσουμε αυτόνομα, άρα ότι είμαστε ηθικοί δρώντες, ενώ η δεύτερη μας προσφέρει ελπίδες για τη μεταθανάτια δικαίωση του καλού που πράξαμε. Συνοψίζοντας, ο Θεός είναι η εγγύηση των αξιών και η πίστη απαντά στο ερώτημα που ετέθη ως αφετηρία της φιλοσοφίας του Kant. Αυτό δεν είναι άλλο από το «τι δύναμαι να ελπίζω;».

Over himself, over his own body and mind, the individual is sovereign”: John Stuart Mill, freedom of speech, and the harm principle - ABC Religion & EthicsΑν στο ένα φιλοσοφικό «άκρο» στέκεται η καντιανή ηθική με την κατηγορική προσταγή της, που καθιστά την ηθική ανεξάρτητη απ’ την ανθρώπινη ευτυχία, το αντίθετο ηθικό άκρο είναι ο ωφελιμισμός, ο  οποίος ορίζει ότι μια πράξη είναι ηθικώς καλή ή κακή ανάλογα με το κατά πόσον αυτή συμβάλλει στην ευτυχία. Αντικείμενο της ωφελιμιστικής ηθικής είναι ο πολλαπλασιασμός της ευτυχίας. Οι «πατέρες» του ωφελιμισμού, Bentham και John Stuart Mill, ουδέποτε έλαβαν τη θρησκεία στα σοβαρά, γι’ αυτό και τα φιλοσοφικά συστήματά τους αδιαφορούν πλήρως για το υπερβατικό. Σύμφωνα με την ωφελιμιστική ηθική, η αρετή δεν είναι κάτι που αξίζει να το επιδιώκουμε καθαυτό και για το ίδιο. Είναι κάτι που έχει τη δυνατότητα να καταστεί μέρος και συστατικό του σκοπού, που είναι πάντα η ευτυχία του βίου. Αν δηλαδή μια πράξη συμβάλλει στη μείωση της γενικής δυστυχίας, τότε προωθεί τη συλλογική ευτυχία. Πηγές ευτυχίας είναι, φυσικά, οι ηδονές. Ο Stuart Mill υποστηρίζει πως υπάρχουν δύο μεγάλες παραδόσεις στην ηθική φιλοσοφία. Η πρώτη, που στηρίζεται στον Σωκράτη, είναι η απαγωγική/παραγωγική: οι ηθικοί νόμοι είναι γι’ αυτή μη προφανείς. Η δεύτερη σχολή είναι εκείνη του αρχαίου σοφιστή Πρωταγόρα και είναι  βασικά διαισθητική: οι ηθικοί νόμοι, ορίζει, είναι προφανείς. Για παράδειγμα, όταν ο Επίκουρος προέκρινε τη σταθερότητα και τη συστατική ηρεμία έναντι της κίνησης, θεωρώντας καλές ηδονές τις ήπιες και σχετικά σταθερές, αυτό που έκανε ήταν η σιωπηρή παραδοχή της αρχής της ωφελιμότητας. Εντελώς το αντίθετο δηλαδή από εκείνο που υποστήριζε ο Kant. Στη συνέχεια της δεύτερης και «πρωταγόρειας» παράδοσης τοποθετεί τον ωφελιμισμό ο Mill. Για τον ωφελιμιστή, μας λέει, η αρετή δεν είναι αυτοσκοπός. Ο λόγος που επιθυμεί την αρετή ένας ωφελιμιστής, είναι διότι αυτή συμβάλλει στην ηδονή (ευτυχία). Ειδικότερα, η αρετή συντελεί στην προστασία απ’ το αντίθετο της ηδονής, που είναι ο πόνος. Ως ευτυχία, ο Mill ορίζει την ηδονή και την απουσία πόνου. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για ευτυχία, δεν εννοείται μόνο η κατ’ εξοχήν ευτυχία αλλά και, γενικότερα, η περιστολή της δυστυχίας. Έτσι, η δυστυχία δεν είναι παρά ο πόνος και η στέρηση της ηδονής. Λίγο παλιότερα, ένας άλλος ηθικός ωφελιμιστής, ο Jeremy Bentham, που δεν έκανε ποιοτική διάκριση ανάμεσα στις πηγές ευτυχίας, εισήγαγε το σύνθημα «μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων», θέτοντας παράλληλα επτά παραμέτρους που συμβάλλουν στην απόφαση για μια πράξη. Αντίθετα, οι ηδονές διαιρούνται απ’ τον Mill στις «ανώτερες» και τις «κατώτερες». Ο Mill φαίνεται ενάντιος στην επονομαζόμενη «χυδαία» ωφελιμότητα και διακρίνει όχι μόνο ποσοτικά τις ηδονές, όπως ο Bentham, αλλά και ποιοτικά. Σύμφωνα με τον Mill:

«Είναι προτιμότερο να είναι κανείς ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι· ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένας ικανοποιημένος ηλίθιος. Και εάν ο ηλίθιος ή το γουρούνι έχουν διαφορετική γνώμη, είναι επειδή βλέπουν μόνο τη μία όψη του ζητήματος, τη δική τους. Η άλλη, όμως, πλευρά σε αυτή τη σύγκριση και τις δύο όψεις του».

Είναι παλιά ιστορία η καταγγελτική διάθεση ενάντια στην ηδονοθηρία. Ήδη στην Αρχαιότητα συνέβαινε αυτό με τους τόσο συκοφαντημένους Επικούρειους. Οι σοφοί Επικούρειοι απαντούσαν όμως, μας λέει ο Mill, ότι αιτία των μομφών είναι πως οι ηδονές ταυτίζονται στο μυαλό πολλών με τις χυδαίες και χαμερπείς ηδονές, πράγμα που αποκαλύπτει περισσότερα για τους ίδιους τους καταγγέλλοντες, παρά για τους ηδονοθήρες φιλοσόφους. Βέβαια, οι επικρίσεις συνεχίζονται και στον σύγχρονο κόσμο. Πάντως, ο Mill πιστεύει ακράδαντα πως η κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι παρά ένας αγώνας για την κατάκτηση της ευτυχίας. Στους περισσότερους ανθρώπους τα ευγενέστερα αισθήματα είναι σαν ένα λεπτεπίλεπτο φυτό, το οποίο κινδυνεύει να μαραθεί, αν δεν το φροντίζουμε κατάλληλα. Είναι εύκολο να χαθεί η ικανότητά μας για καλύτερες, ανώτερες και πιο εκλεπτυσμένες ηδονές, αν ζούμε έναν καθημερινό βίο που δεν μας επιτρέπει να την τροφοδοτούμε. Πολλοί άνθρωποι ζουν έτσι και γι’ αυτό καθίστανται προοδευτικά ανίκανοι να βιώσουν απολαύσεις ανώτερες. Το αποτέλεσμα; Επικεντρώνονται στις κατώτερες ηδονές, αφού αυτές είναι πλέον και οι μόνες που μπορούν ν’ απολαύσουν. Αυτές είναι, σχηματικά, οι τρεις σημαντικότερες παραδόσεις στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και ο διάλογος ανάμεσά τους δεν έχει κοπάσει. Η φιλοσοφία συνεχίζεται διότι, όπως μας έχει πει ο Anthony Kenny:

«Η φιλοδοξία της φιλοσοφίας είναι να ανακαλύψει μία αλήθεια που θα υπερβαίνει τα στενά χωρικά και χρονικά όρια· αλλά ακόμη και οι μείζονες των φιλοσόφων ούτε καν έχουν πλησιάσει στην επίτευξη αυτού του στόχου. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ελαχιστοποιήσει τη δυσκολία της φιλοσοφίας ορίζοντας εκ νέου το θέμα της, έτσι ώστε ο στόχος της να φαίνεται πιο εύκολα επιτεύξιμος. Εμείς, όμως, οι φιλόσοφοι, πρέπει να αντισταθούμε σε αυτόν τον πειρασμό· πρέπει να συνδυάσουμε την αδιάντροπή έπαρση για το υψηλό του στόχου μας, με η χωρίς αυταπάτες σεμνότητα για την κατωτερότητα του επιτεύγματός μας».