Παρατηρούμε τα τελευταία λίγα χρόνια μια μειοψηφική αλλά σταθερά παρούσα τάση, στο θέατρο, αλλά και σε άλλες τέχνες, και στην δημοσιογραφία, που επιφανειακά ειδομένη μπορεί να χαρακτηριστεί ως στροφή προς την παράδοση. Έτσι, σε προγράμματα θεάτρων, φεστιβάλ, αλλά και δημοσιεύματα – ιδίως ιστοσελίδων διεθνιστικού και ταυτοτικού περιεχομένου – βλέπουμε να παρελαύνουν: χαρακτήρες του χωριού, αγροτικές συνήθειες, γριές, δοξασίες, λαϊκές αγορές κ.α. Χαρακτηριστικά πρόσφατα παραδείγματα:

  • Δημοσίευμα σχετικά με την έναρξη λειτουργίας μιας επαρχιακής εφημερίδας από άτομα νεαρής ηλικίας, η οποία χαιρετίστηκε ως σπουδαία περίπτωση “επιστροφής στις ρίζες” και “επανανακάλυψης του αυθεντικού”.
  • Αλλεπάλληλα δημοσιεύματα σχετικά με την πρόσφατη τάση πολλών νέων να απορρίπτουν άλλες μορφές διασκέδασης και αντ’ αυτού να συρρέουν στις λαϊκές πανηγύρεις.

Παρατηρώντας ωστόσο λίγο κάτω από την επιφάνεια βλέπουμε πως ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται όλα αυτά τα γεγονότα δεν σημαίνει ποτέ ότι όσοι τα επιλέγουν προς δημοσίευση κινούνται από ειλικρινές ενδιαφέρον, από μεράκι για την παράδοση. Αυτό που στ’ αλήθεια τους ενδιαφέρει είναι η οικειοποίηση παραδοσιακών στοιχείων, είτε για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μερίδας του κόσμου με παραδοσιοκεντρικά- συντηρητικά αντανακλαστικά που είναι εκτός του συνηθισμένου τους ακροατηρίου, είτε για να βρουν κάτι καινούργιο να πουλήσουν στους τακτικούς αναγνώστες τους, προσποιούμενοι πως αναζητούν το αυθεντικό.

Έτσι προβάλλοντας την κυκλοφορία της επαρχιακής εφημερίδας από νέους, από τη μία προωθούν ένα από τα αγαπημένα τους αφηγήματα, τον νεολαιισμό, την ιδέα δηλαδή πως οτιδήποτε κάνουν, λένε, ή πιστεύουν οι νέοι είναι η αδιαμφισβήτητη κινητήριος δύναμη όλων των εξελίξεων και παράδειγμα προς μίμηση, γιατί αυτοί, με τον αυθορμητισμό της ηλικίας τους, δεν μπορεί παρά να ξέρουν καλύτερα, αντιτιθέμενοι στον “οπισθοδρομισμό”, στην “μούχλα” μεγαλύτερων ηλικιών. Από την άλλη, αγνοούν πολλές άλλες παρόμοιες εκδόσεις που λειτουργούν επί δεκαετίες, και με σημαντικό προσωπικό κόπο και θυσίες, αλλά που δεν ταιριάζουν στα προοδευτικά τους γούστα, αφού μπορεί να δημοσιεύουν θέματα απαγορευμένα για το προοδευτικό εκσυγχρονισταριάτο όπως τα εθνικά, τα θρησκευτικά κ.α.

Ακολουθώντας κατά πόδας τους νέους στα πανηγύρια, οι δημοσιολογούντες σημειώνουν την κίνηση αυτή ως άλλο ένα χάπενινγκ, μια μόδα που μπορεί ή όχι να διαρκέσει, χωρίς να αναφερθούν στους βαθύτερους λόγους που την προκαλούν. Στην πραγματικότητα, πολλοί νέοι γυρίζουν την πλάτη στην επίπλαστη διασκέδαση, και στα πρότυπα ζωής που τα μεγάλα ΜΜΕ έχουν κάνει τα πάντα για να προωθήσουν και να κανονικοποιήσουν, και πηγαίνουν στα πανηγύρια όχι γιατί αξιωματικά, ως νέοι, “γνωρίζουν καλύτερα”, αλλά γιατί επιθυμούν να γνωρίσουν, να λάβουν τη γνώση από τους παλιούς, να συνδεθούν ουσιαστικά με την παράδοση. Και τα ΜΜΕ τους παρακολουθούν με έκπληξη, τρέχοντας κυριολεκτικά από πίσω τους, σε μια προσπάθεια να μην χάσουν όλη τους την πελατεία.

Ομοίως και στο θέατρο, παραδοσιακοφανή θέματα ξεφυτρώνουν κατά καιρούς στη μία ή στην άλλη παράσταση, συχνά με την μορφή concept ή πρότζεκ, σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί στο μπουχτισμένο από ξένο έργο και από επαναλήψεις κοινό κάτι το φαινομενικά πρωτότυπο, χωρίς ωστόσο καμία πρόθεση ή και ικανότητα για εμβάθυνση στην λαϊκή ψυχή, την οποία οι… δημιουργοί, δεν γνωρίζουν, δεν αγαπούν, και δεν θέλουν στην πραγματικότητα να προσεγγίσουν.

Όσοι λοιπόν προσέλθουν σε τέτοιου είδους θεάματα ας είναι υποψιασμένοι πως δεν θα δουν οτιδήποτε που έχει να κάνει με την λαϊκότητα. Μπορούν να το καταλάβουν εύκολα με μια απλή ανάγνωση της περιγραφής του “έργου”, αναζητώντας λέξεις κλειδιά όπως συμπερίληψη, έμφυλο/η, ταυτότητα, σκηνική προσέγγιση του σώματος, βιωμένη εμπειρία κ.α. Αυτό το κενολογικό newspeak είναι ακριβώς η ουδόλως αθώα εννοιολογική εργαλειοθήκη όσων στην πραγματικότητα τρέφουν μόνο απέχθεια για τον λαϊκό πολιτισμό, τον χρησιμοποιούν ωστόσο ως επίχρισμα για να προσπαθήσουν να επιπλεύσουν.