
Ο Gilles Kepel, Γάλλος ακαδημαϊκός, πολιτικός επιστήμονας και ειδικός στον αραβικό πολιτισμό, πρόσφατα έγραψε και δημοσίευσε από κοινού με τον Jean-François Ricard, εισαγγελέα της Εθνική Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, το βιβλίο Antiterrorisme: La traque des jihadistes (Αντιτρομοκρατία: η καταδίωξη των τζιχαντιστών). Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο, που προβαίνει σε συνολική αποτίμηση τεσσάρων δεκαετιών ισλαμιστικής τρομοκρατίας στη Γαλλία. Με αφορμή το βιβλίο, ο Kepel παραχώρησε στις 12 Νοεμβρίου συνέντευξη στον Alexandre Devecchio, συντάκτη της εφημερίδας Figaro, μιλώντας για την επικαιρότητα και τις προκλήσεις του μέλλοντος:
«Στο νέο σας βιβλίο, που γράψατε μαζί με τον Jean-François Ricard, εισαγγελέα της Εθνικής Αντιτρομοκρατικής Εισαγγελίας από τη δημιουργία της το 2019, κάνετε έναν απολογισμό τεσσάρων δεκαετιών αντιτρομοκρατικού αγώνα. Δέκα χρόνια μετά τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015, η απειλή έχει υποχωρήσει;
Δυστυχώς, η απειλή εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά έχει διαφοροποιηθεί: δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με έξωθεν συντονισμένη τρομοκρατική δράση, όπως πριν από δέκα χρόνια, όταν το κομάντο, αποτελούμενο από μαχητές τζιχαντιστές μαροκινο-βορειοαφρικανικής καταγωγής από τη Γαλλία και το Βέλγιο, εκπαιδευμένους τότε στα εδάφη του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ, είχε επιστρέψει μέσω των μεταναστευτικών διαύλων των Βαλκανίων και έπειτα από τις Βρυξέλλες για να διαπράξει τις στοχευμένες επιθέσεις στο Μπατακλάν, στις ταράτσες και στο Στάδιο της Γαλλίας. Η σημερινή απειλή είναι ταυτόχρονα εγχώρια, πολύ πιο νεανική και τροφοδοτείται από ένα μείγμα διαδικτυακών επαφών και κοινωνικών δικτύων, χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν “εγκέφαλοι” που δίνουν εντολές σε “εκτελεστές”, όπως συνέβαινε παλιότερα.
-Αν και η απειλή μιας μεγάλης συντονισμένης στρατιωτικής επίθεσης φαίνεται λιγότερο πιθανή, οι τζιχαντιστές έχουν προσαρμοστεί. Το μεγάλο αυτό πέρασμα σε νέο στάδιο χαρακτηρίζεται, όπως είπατε, από την εμφάνιση αυτού που αποκαλέσατε “διάχυτο” τζιχαντισμό;
Ναι, πράγματι, αυτό εντάσσεται σε αυτό που ονόμασα «διάχυτο τζιχαντισμό» — την τελική φάση αυτού του φαινομένου, που διαδέχεται τον GIA, την Αλ Κάιντα και το ISIS. Στο βιβλίο που συνυπογράφω με τον Jean-François Ricard —που υπήρξε ανακριτής και πλέον είναι ο πρώτος εισαγγελέας για τρομοκρατικές ενέργειες στη χώρα μας— εξετάζουμε αυτή την εξέλιξη, την οποία ο ίδιος παρακολουθεί εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια ευρισκόμενος τρόπον τινά στην πρώτη γραμμή της μάχης. Η ριζοσπαστικοποίηση μέσω διαδικτύου σήμερα ελέγχεται αρκετά καλά από τις υπηρεσίες πληροφοριών, που διαθέτουν κρατικά τεχνολογικά μέσα για να εντοπίζουν πολυάριθμες, συχνά όχι ιδιαίτερα οργανωμένες, ατομικές προθέσεις για δράση και να τις καταστέλλουν προτού εκδηλωθούν. Αυτή είναι και η ουσία της πρόσφατης επικοινωνίας της DGSI, που σκοπεύει να καθησυχάσει τους Γάλλους. Ωστόσο, υπάρχει και μια διάσταση πολύ πιο ανησυχητική: η χρονική συμπόρευση της σημερινής απειλής με τις δραματικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ιδίως μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, αλλά και με την κρίση και την πόλωση που βιώνει συγχρόνως η πολιτική ζωή στη Γαλλία. Η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου του 2023, από τη Χαμάς, που σκότωσε πάνω από 1.200 ανθρώπους και πήρε 251 ομήρους, καθώς και οι ισραηλινοί βομβαρδισμοί και ο γενικότερος πόλεμος στη Γάζα —στον οποίο, δύο χρόνια αργότερα, εκτιμάται ότι έχουν σκοτωθεί πάνω από 60.000 άνθρωποι και έχει καταστραφεί πάνω από το 90% των κατοικιών— ήταν τραυματικές εμπειρίες για πολλούς συμπολίτες μας: Εβραίους, Άραβες, Μουσουλμάνους, αλλά και για όλους όσους ταυτίστηκαν με τα θύματα της μιας ή της άλλης πλευράς, γέννησαν μίσος και εκδικητικότητα απέναντι στους “ενόχους” που θεωρούνται ως υπαίτιοι αυτής της τραγωδίας. Αυτή η πρωτοφανής δυσπιστία αξιοποιείται σήμερα από “εμπόρους της οργής”, που προσπαθούν, πέρα από τη δικαιολογημένη συγκίνηση, να τη μετατρέψουν σε εκλογική κινητοποίηση προς όφελος των ακραίων κομμάτων του πολιτικού φάσματος. Αυτή η εβδομάδα μνήμης των γεγονότων της 13ης Νοεμβρίου 2015, που έχει στόχο να ενώσει την κοινωνία μας μέσα απ’ το πένθος και τον φόρο τιμής στα θύματα των τζιχαντιστών τρομοκρατών, δυστυχώς συμπίπτει με μια περίοδο αποσύνθεσης του πολιτικού μας συστήματος. Η δυσλειτουργία των θεσμών της Πέμπτης Δημοκρατίας, με τη μετατόπιση του κέντρου εξουσίας, από την Προεδρία της Δημοκρατίας προς ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο, ευνοεί την άνοδο των ριζοσπαστικών και των ακραίων. Αν όσα μας χωρίζουν αρχίσουν να βαραίνουν περισσότερο απ’ όσα μας ενώνουν, ως Γάλλους, τότε θα δημιουργηθεί ένα χάσμα και η βία θα γίνεται όλο και πιο ανεξέλεγκτη.
-Από τις 7 Οκτωβρίου, μπορούμε επίσης να μιλάμε για έναν “διάχυτο αντισημιτισμό”;
Μ’ εντυπωσίασε το περιστατικό με τα καπνογόνα που ρίχτηκαν στις 6 Νοεμβρίου μέσα στην Αίθουσα της Φιλαρμονικής του Παρισιού, όπου έδινε συναυλία η Ορχήστρα του Ισραήλ — σαν να μην ένοιαζε τους διαδηλωτές αν η αίθουσα έπιανε φωτιά και οι θεατές κινδύνευαν να πάθουν ασφυξία. Και ακόμη κι αν κάποιος θέλει να διαδηλώσει ενάντια στην πολιτική του Benjamin Netanyahu – πράγμα καθ’ όλα θεμιτό σε μια δημοκρατία – γιατί να κρατά ομήρους τους μουσικούς, πολλοί από τους οποίους, όπως εκείνοι της Ορχήστρας West-Eastern Divan που ίδρυσε ο Daniel Barenboim και αποτελείται από Εβραίους και Άραβες, δεν υποστηρίζουν καθόλου τον νυν πρωθυπουργό του Ισραήλ, όπως άλλωστε και ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός Ισραηλινών πολιτών; Στο πρόσωπο ενός νέου αντισιωνισμού, όπως αυτός που προέρχεται από τον λεγόμενο “Παγκόσμιο Νότο”, αρχίζει να ξεπροβάλλει ένας αντισημιτισμός που είναι διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Φοβάμαι, δυστυχώς, ότι το “αναποδογύρισμα του κόσμου”, του οποίου η 7η Οκτωβρίου υπήρξε η πιο εκρηκτική έκφραση, έχει παγιδεύσει σε χάσματα ταυτότητας τα χάσματα που παλαιότερα χώριζαν κοινωνικές τάξεις, την Αριστερά και τη Δεξιά, τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό. Οι δημοκρατικοί θεσμοί επέτρεπαν κάποτε να εκφράζονται ή και να επιλύονται τέτοιες αντιθέσεις, χωρίς χρήση βίας. Η έξαρση των “φονικών ταυτοτήτων”—για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Amin Maalouf — καταστρέφει την ίδια την έννοια του δήμου (démos), της λαϊκής κυριαρχίας, που είναι το θεμέλιο των δυτικών κοινωνιών και η βάση όλων των ελευθεριών.
-Η επίθεση στο νησί Ολερόν εντάσσεται, κατά τη γνώμη σας, σε αυτό το πλαίσιο του “διάχυτου τζιχαντισμού”;
Αυτό που με εντυπωσίασε στην υπόθεση του νησιού Ολερόν είναι ότι ο ύποπτος —που, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, αντιμετώπιζε κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα, και βίωνε εξαρτήσεις— επέλεξε, για να περάσει στη δράση, να χρησιμοποιήσει το λεξιλόγιο και τη σκηνοθεσία του τζιχαντιστικού τρόμου, ουρλιάζοντας “Αλλάχου Άκμπαρ” στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν. Δεν είχε κανένα οικογενειακό ή πολιτισμικό ιστορικό που να σχετίζεται με τον ισλαμισμό, ούτε ανήκε σε κάποιο δίκτυο —γι’ αυτό και η Εθνική Αντιτρομοκρατική Εισαγγελία (PNAT) δεν ανέλαβε την υπόθεση. Θα μπορούσε να είχε επικαλεστεί άλλη ιδεολογία —αναρχική, συνωμοσιολογική ή κάποια από τις πολλές δολοφονικές φράξιες που ευδοκιμούν στα κοινωνικά δίκτυα— στα οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν επίσης “εθισμένος” σε ουσίες. Έχουμε δει παρόμοια φαινόμενα και παλαιότερα. Αυτό που είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, είναι ότι επέλεξε αυτό το εκφραστικό μέσο και τον συγκεκριμένο τρόπο δράσης, που μπορεί κανείς να παρακολουθεί ολημερίς απ’ την οθόνη του κινητού του, με τελικό αποτέλεσμα να γίνει μιμητής του. Και πράγματι, αυτό δεν είναι πρωτίστως ζήτημα αντιτρομοκρατικής δικαιοσύνης, αλλά, πέρα από τα εγκλήματα αυτά καθαυτά, ζήτημα παιδείας και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Φοβάμαι ότι η ικανότητά μας να παράγουμε αντι-λόγο, δηλαδή αντίλογο στις εξτρεμιστικές ιδέες, έχει πλέον διαβρωθεί. Οι άνθρωποι που εργάζονται στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης κάνουν εξαιρετική δουλειά, ιδιαίτερα στα σχολεία. Αφιέρωσα, μάλιστα, αυτό το βιβλίο σε μια νέα γυναίκα τυνησιακής καταγωγής, που επέζησε της επίθεσης στη Νίκαια στις 14 Ιουλίου 2016 —και που σήμερα κάνει εντυπωσιακό έργο στον τομέα αυτό. Αλλά πρόκειται για ένα γιγάντιο έργο, ιδίως όταν ορισμένα πανεπιστημιακά τμήματα προτάσσουν τον ιδεολογικό ακτιβισμό έναντι της ανάλυσης λόγου και κοινωνικών φαινομένων.
-Το καινούργιο στοιχείο των τελευταίων δέκα ετών είναι επίσης η εμφάνιση της France insoumise (LFI), της οποίας ο “ισλαμο-αριστερισμός” είναι σχεδόν απροκάλυπτος. Τι πιστεύετε για την ανάδειξη μιας προσωπικότητας σαν τη Rima Hassan;
Ο λεγόμενος ισλαμο-αριστερισμός – ή, όπως ίσως θα ήταν πιο ακριβές να πούμε, ο “αριστερο-ισλαμισμός”– της LFI, γεννήθηκε από μια ευκαιριακή εκλογική στρατηγική του Jean-Luc Mélenchon. Ο ίδιος, παλιός αντικληρικαλιστής και γνωστός για τις σφοδρές δηλώσεις του εναντίον της μουσουλμανικής μαντίλας, πείστηκε τον Νοέμβριο του 2019 από τον Éric Coquerel – νυν πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών και πρώην τροτσκιστή μαρξιστή– να συμμετάσχει σε μια διαδήλωση “κατά της ισλαμοφοβίας”, που είχε καλέσει το CCIF, οργάνωση συνδεδεμένη με το κίνημα των “Αδελφών Μουσουλμάνων”, που η λειτουργία της έπαυσε με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών. Η κατηγορία της “ισλαμοφοβίας”, υποστηρίζει ο ομιλητής, είναι ιδεολογικό όπλο των υποστηρικτών του πολιτικού ισλαμισμού, που απαγορεύει κάθε πολιτική κριτική προς αυτούς, παρουσιάζοντάς την σαν “ρατσισμό κατά των Μουσουλμάνων”, παράλληλο με τον αντισημιτισμό. Πρόκειται, λέει, για απατηλή ρητορεία: Η κριτική στους Αδελφούς Μουσουλμάνους είναι απολύτως θεμιτή, καθώς πρόκειται για ένα πολιτικό κίνημα που χρησιμοποιεί τη θρησκεία με σκοπό να προωθήσει την ίδρυση ενός “ισλαμικού κράτους”, βασισμένου στη Σαρία, σύμφωνα με την ιδεολογία του ιδρυτή του, του Αιγύπτιου Hassan al-Banna, ο οποίος το δημιούργησε το 1928, σε αντίθεση με τα κοσμικά και δημοκρατικά κόμματα που τότε πάλευαν για την εθνική ανεξαρτησία τους απ’ τη Μεγάλη Βρετανία. Στο όνομα της “μάχης κατά της ισλαμοφοβίας”, οι παλιοί τροτσκιστές ήλπιζαν να κινητοποιήσουν νέους ψηφοφόρους των λαϊκών συνοικιών, οι οποίοι ένιωθαν θύματα κοινωνικών και χωροταξικών διακρίσεων, χρησιμοποιώντας έναν ταυτοτικό λόγο για να τους προσελκύσουν. Ήταν, αναμφίβολα, εκλογική επιτυχία, αλλά με τίμημα μια συμμαχία με τον ισλαμιστικό χώρο – από την οποία δεν είναι διόλου βέβαιο ότι οι μαρξιστές “μαθητευόμενοι μάγοι” θα βγουν νικητές. Οι ίδιοι που στο Ιράν του 1979 αντικατέστησαν το σύνθημα “Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!” με το “Αλλάχου Άκμπαρ” για να προσελκύσουν τις μάζες, κατέληξαν στις φυλακές του Εβίν, στην Τεχεράνη, ή μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα του καθεστώτος Khomeini. Όσο για τη Rima Hassan, τώρα, και αυτή παρόμοιο ρόλο ανέλαβε, απευθυνόμενη όμως κυρίως στη φοιτητική νεολαία, στην οποία και προσέφερε μια εικόνα-σύμβολο που μετέφρασε τη στήριξη στην παλαιστινιακή υπόθεση σε ψήφους υπέρ της LFI, ιδίως όταν ο αριθμός των θυμάτων από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στη Γάζα έφτασε τις δεκάδες χιλιάδες. Είναι, άλλωστε, εντυπωσιακό ότι η παλαιστινιακή σημαία εμφανίζεται πλέον σε κάθε λογής διαδηλώσεις, ακόμη και χωρίς καμία άμεση σχέση με τη Γάζα, επειδή έχει μετατραπεί σε σύμβολο αδικίας — κάθε είδους αδικίας. Αν και αυτό ανταποκρίνεται σ’ ένα πραγματικό συναίσθημα, το πρόβλημα είναι ότι έτσι εισάγονται και προβάλλονται στη Γαλλία τα διχαστικά σχήματα της Μέσης Ανατολής, με κίνδυνο να επικεντρωθεί η προσοχή στο “εβραϊκό πρόσωπο”, σύμβολο του υποτιθέμενου καταπιεστή. Και έτσι, επιστρέφουμε στα χειρότερα αντισημιτικά στερεότυπα των σκοτεινών σελίδων της ιστορίας μας.
-Θα φτάνατε ως το σημείο να πείτε ότι ο ισλαμισμός κερδίζει την “πολιτισμική μάχη” στη Γαλλία;
Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος με τον οποίο η woke ιδεολογία, που σήμερα κυριαρχεί στα πανεπιστήμιά μας και έχει αντικαταστήσει τον παλιό αριστερισμό των δεκαετιών μετά τον Μάη του ’68 – έχει νομιμοποιήσει τον πολιτικό ισλαμισμό και του έχει παραχωρήσει χώρο χωρίς ίχνος κριτικής αποστασιοποίησης. Αυτό συνδέεται και με τη “καλή συνείδηση” των παιδιών της μπουρζουαζίας της γενιάς των baby boomers, για τα οποία η “μεσσιανική” φιγούρα του μετανάστη έχει αντικαταστήσει εκείνη του παλιού προλετάριου, προσφέροντας έναν νέο τρόπο λύτρωσης από τις ενοχές του να ζεις μέσα στον καπιταλισμό. Αν οι εργάτες των περασμένων δεκαετιών ήταν πράγματι θύματα του εκμεταλλευτικού συστήματος, η “κοινωνικο-θρησκευτική εξιδανίκευση” των Μουσουλμάνων μεταναστών είναι, κατά τη γνώμη μου, μια πλάνη: πολλοί και πολλές από αυτούς έχουν πετύχει εντυπωσιακές διαδρομές κοινωνικής ανόδου, αποδεικνύοντας την περηφάνια της ένταξής τους στη γαλλική κοινωνία, της οποία αποτελούν ουσιαστικό τμήμα. Αυτό ακριβώς είναι το πεδίο της “πολιτισμικής μάχης”: η ισλαμιστική κίνηση επιδιώκει να τους εγκλωβίσει σε μια ταυτότητα για να τους μετατρέψει σε πολιτικοθρησκευτικά όργανα. Δεν είναι τυχαίο ότι για τους τζιχαντιστές, ο χειρότερος εχθρός είναι ο “αποστάτης” (mourtadd) – δηλαδή, σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, κάθε άτομο μουσουλμανικής καταγωγής που δεν είναι ισλαμιστής. Αυτό αναφέρεται ρητά στα κείμενα του Abu Musab al-Suri , του θεωρητικού ιδεολόγου του τζιχαντισμού του ISIS, ο οποίος πρότεινε την εξόντωσή τους, επειδή έδιναν το “κακό παράδειγμα” στους νέους στρατολογημένους του ιερού πολέμου. Αυτό ακριβώς έπραξαν οι Abdelkader Merah και οι αδελφοί Kouachi, σκοτώνοντας στρατιωτικούς και έναν αστυνομικό με μουσουλμανική καταγωγή – ανθρώπους που θεωρήθηκαν από τους ίδιους σαν “προδότες της πίστης”.
-Προχωρώντας τώρα στην εξωτερική πολιτική, εσείς τι γνώμη έχετε για τη νίκη του Zohran Mamdani στη Νέα Υόρκη;
Με εντυπωσίασε η που αυτοπαρουσιάστηκε πρωτίστως και εμφατικά ως “Μουσουλμάνος” – θρησκεία του πατέρα του, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, καταγόμενου από τη Σιιτική κοινότητα της Ινδίας, που μετανάστευσε πρώτα στην Ουγκάντα και κατόπιν στις ΗΠΑ· όχι όμως και της μητέρας του, της σκηνοθέτιδας Mira Nair, ινδουιστικής καταγωγής, γνωστής για την ταινία “Mississippi Masala”. Αυτό του επέτρεψε να συγκεντρώσει σχεδόν το 90% των κοινοτικών ψήφων, καθώς οι Μουσουλμάνοι ψηφοφόροι της Νέας Υόρκης ανέρχονται σε περίπου 800.000 και αναμένεται σύντομα να ξεπεράσουν αριθμητικά τους Εβραίους, που είναι λίγο κάτω από ένα εκατομμύριο. Η LFI χαιρέτισε αυτή τη νίκη, βλέποντάς την σαν προμήνυμα δικής της επιτυχίας! Υπήρξε, όμως, και άλλος ένας παράγοντας: με την κατάρρευση του Δημοκρατικού Κόμματος και τον Trump στην εξουσία, καθώς τα αρνητικά αποτελέσματα της πολιτικής του γίνονται αισθητά (μαζικές απολύσεις, κυβερνητικό shutdown, μαζικές απελάσεις μεταναστών, κλείσιμο εργοστασίων κ.λπ.), ο Mamdani κάλυψε το πολιτικό κενό από πλευράς αντιπολίτευσης. Στις ΗΠΑ, όπου ο όρος “σοσιαλιστής” ήταν άλλοτε συνώνυμος του “μπολσεβίκος”, ο Mamdani του έδωσε ένα νέο κύρος — ακόμη και για μια περιοχή όπως η Νέα Υόρκη, όπου η μεσαία τάξη πλέον δεν αντέχει το τεράστιο κόστος στέγασης και τη γενικευμένη ακρίβεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ένα τρίτο των Εβραίων ψηφοφόρων, κυρίως των πιο νέων ηλικιακά, ψήφισε υπέρ του, παρότι ο ίδιος έχει καταστήσει την παλαιστινιακή υπόθεση έναν από τους κεντρικούς πυλώνες του πολιτικού του λόγου. Μιλώντας άπταιστα την αραβική διάλεκτο της Δαμασκού – τη γλώσσα της Σύριας συζύγου του – κατέκτησε μεγάλο μέρος των Αραβόφωνων ψηφοφόρων, ενώ ένας από τους κύριους χρηματοδότες της καμπάνιας του ήταν το CAIR (Συμβούλιο Αμερικανο-Ισλαμικών Σχέσεων), το οποίο εντάσσεται στη διεθνή σφαίρα επιρροής των Αδελφών Μουσουλμάνων. Έτσι, η νίκη του Mamdani έχει και μια συμβολική διάσταση, τουλάχιστον διφορούμενη — μόλις ένα τέταρτο του αιώνα μετά την 11η Σεπτεμβρίου».
