Γράφουν: Γιώργος Κουτσαντώνης και Αλέξανδρος Μπριασούλης

Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπήρξε αποκαλυπτικός για την γηραιά ήπειρο. Αποκάλυψε τα μεγάλα άλυτα προβλήματα που οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης, έκρυβαν επιμελώς κάτω από το χαλί. Επί μακρόν, η εξουσία εκείνων που κρατούν τα γκέμια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) διατηρείται με την επικοινωνιακή διαχείριση πληθώρας λανθασμένων, ανεύθυνων και ενίοτε εγκληματικών πολιτικών επιλογών. Η στρατηγική αυτονομία ήταν απλό μυθιστόρημα, η κλιματική αλλαγή ευκαιρία για πράσινες αυτοκαταστροφικές μπίζνες, ενώ η ενεργειακή απεξάρτηση ένα παραμύθι για εύπιστους. Όμως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Η εισβολή της Ρωσίας και η αναζωπύρωση του μεσανατολικού με τις τρομοκρατικές ενέργειες της Χαμάς κατά του Ισραήλ, σε συνδυασμό με την πανηγυρική εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, τράβηξαν βίαια την κουρτίνα που καλλώπιζε τη σπουδαία ευρωκρατία. Και αυτό που φάνηκε δεν ήταν καθόλου ωραίο. Η επιβλητική εικόνα: ισχύος, κύρους, αλληλεγγύης, υψηλών αξιών, το πρεστίζ που φανταζόταν ο τυπικά αδιάφορος πολίτης των κρατών μελών της ΕΕ – πλήρως αποκομμένος από τις Βρυξέλλες – μέσα σε ελάχιστο χρόνο καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα Η πολιτικά χρεοκοπημένη «ιδεολογία» του σύγχρονου Ευρωπαϊσμού αποκαλύπτεται απότομα και ολοκληρωτικά.

Αν έπρεπε να περιοριστούμε σε ένα μόνο χαρακτηριστικό της συστημικής παθογένειας της Ε.Ε., αυτό θα ήταν ότι ο λεγόμενος Ευρωπαϊσμός δεν αποτέλεσε ποτέ ιδεολογία, αλλά ιδεολόγημα, ένα κατασκευασμένο δηλαδή αφήγημα το οποίο, όπως όλα τα ιδεολογήματα, δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά σε κενό αέρος, ιστορικό, κοινωνικό και πνευματικό. Η αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει τις ευρωπαϊκές ελίτ από την πραγματικότητα των κοινωνιών, που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν, αποτελούσε τον ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο, τα τελευταία 30 χρόνια αναπτύσσεται το φαντασιοκόπημα του συνταγματικού πατριωτισμού και ο γραφειοκρατικός λαβύρινθος που τώρα στεγάζει ένα καφκικό σύστημα διαχείρισης χρήματος και εξουσίας. Σήμερα ωστόσο, αυτός ο Ευρωπαϊσμός γίνεται κατ’ ουσία αντιευρωπαϊσμός: το καθεστώς του Μάαστριχτ άλεσε τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και την πνευματική κληρονομιά της Ευρώπης, στο μύλο μιας άλογης και ξέφρενης χρηματοπιστωτικής ενοποίησης. Το αποτέλεσμα αυτής της ηγετικής ανευθυνότητας είναι ότι τώρα η Γηραιά Ήπειρος καλείται να αντιμετωπίσει γυμνή, γεωπολιτικά ασήμαντη και χωρίς ηθική ραχοκοκαλιά, τις γεωπολιτικές καταιγίδες που ετοιμάζονται να ξεσπάσουν τριγύρω της.

Επί τριάντα και πλέον χρόνια εισήγαγε και εφάρμοσε τις χειρότερες πλευρές του παγκοσμιοποιημένου αμερικανισμού, όπως τις εξέφρασε κυρίως το Δημοκρατικό κόμμα, και τις πιο διαβρωτικές πρακτικές της μεταμοντέρνας παρακμής, εις βάρος του δικού της πνευματικού πλούτου. Τώρα, ξαφνικά, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να σταθεί απέναντι στις ΗΠΑ. Όμως με ποιά όπλα; Εδώ και δεκαετίες οι ιθύνοντες της ΕΕ εκπαίδευσαν τον κόσμο σε έναν ηδονικό και τουριστικό κοσμοπολιτισμό, εγκλωβίζοντάς τον στην ειρηνική μακαριότητα του «τέλους της ιστορίας» και, ταυτόχρονα, σε μια φούσκα προγραμμάτων Erasmus και πολυπολιτισμικών επιδοτήσεων – με τη δικαιολογία ότι οι εθνικισμοί έχουν ξοφλήσει κι ότι πλέον όλα είναι οικονομικές διευθετήσεις, πρόοδος και μπίζνες. Τώρα η ΕΕ, ξαφνικά απαιτεί, εντελώς ξεδιάντροπα, από τις κοινωνίες των κρατών μελών της να θυσιάσουν τα παιδιά τους στο πεδίο της μάχης. Στο όνομα ποιών ιδανικών και αξιών; Μπροστά στο αδιέξοδο, το διαχειριστικό σύστημα έχει μόνο μια επιλογή, να αναδιπλωθεί ακόμα πιο βαθιά στον εαυτό του, έτσι ώστε να προστατεύσει τα προνόμιά του και τελικά την ίδια του την ύπαρξη. Και αυτή ακριβώς την κατεύθυνση άρχισε ήδη να παίρνει η ΕΕ, όλο πιο εντατικά, από την οικονομική κρίση του 2008 και έπειτα.

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια το εξαρχής δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ, ως ένα σημείο δικαιολογημένο υπό το πρίσμα των πατέρων της Ένωσης, διευρύνθηκε και βάθυνε τρομακτικά σε όλα τα επίπεδα της πολυδαίδαλης ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας η οποία, ειδικά από την άκρως πειραματική εποχή της πανδημίας Covid και μετά, επιδόθηκε σε έναν άγριο και ύπουλο συγκεντρωτισμό εξουσιών σε ελάχιστα πρόσωπα των Βρυξελλών που δεν εκλέγονται, ούτε λογοδοτούν. Και ενώ η Κομισιόν αποκτούσε αυτοκρατορικά χαρακτηριστικά, οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης, συνειδητοποιούσαν κάτι πολύ ενδιαφέρον για τις ίδιες και το μέλλον τους: η κατάσταση εξαίρεσης – δηλαδή η αγκύλωση της δημοκρατίας – σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, μπορεί να γίνει εργαλείο πολιτικής επιβίωσης. Ειδικά όταν οι πολιτικές αποτυγχάνουν παταγωδώς και χρεοκοπούν, το πάγωμα της δημοκρατίας είναι ένα εξαιρετικό μέσο για να διατηρηθούν οι πολιτικές καρέκλες. Το σημαντικό, όταν κάποιος φοβάται ότι θα κριθεί για τις αποτυχίες του, είναι η δυνατότητα να δικαιολογηθεί και να παραταθεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ανωτέρας βίας. Μια πανδημία, η προφητεία μιας επικείμενης οικολογικής καταστροφής και η κλιματική κατάρρευση, ένας πόλεμος που ενδέχεται να γενικευθεί, μπορούν εύκολα να λειτουργήσουν ως «νομιμοποιητικοί μπαμπούλες», προκειμένου να γίνουν αποδεκτές ή έστω ανεκτές, ακόμη και ιδιαίτερα αντιδημοκρατικές λογικές. Φαίνεται ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να εγκατασταθεί ένα όλο και πιο αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης – ειδικά σε λαούς που έχουν δημοκρατική κουλτούρα – είναι: α) η απόσπαση προσοχής της κοινής γνώμης και β) η σταδιακή εφαρμογή του μοντέλου.

Ένας αυταρχικός δικτάτορας που εισβάλει σε μια – εξαίφνης εξαγνισμένη από κάθε αμάρτημα – Ουκρανία, παρά την τρομακτική διαφθορά που την μαστίζει διαχρονικά, είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για τους ευρωκράτες, να παρουσιαστούν ως υπερασπιστές της δημοκρατίας και τους διεθνούς δικαίου. Το κέρδος είναι πράγματι μεγάλο. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εστιάζει στον αυταρχικό αναθεωρητή και στη συστημική κινδυνολογία από πολιτικούς, αξιωματούχους και ΜΜΕ. Για αρκετό καιρό θα αποσπαστεί η προσοχή από τα ύπουλα τερτίπια, την τρομακτική διαφθορά, τις αλλεπάλληλες λανθασμένες επιλογές, τον αυταρχισμό και την βαθύτατη υποκρισία των Βρυξελλών. Και ενώ το τιμόνι της Τουρκίας κρατάει ένας δεύτερος δικτάτορας, που μάλιστα απειλεί με πόλεμο (casus belli) την Ελλάδα – ένα κράτος μέλος της ΕΕ – από την ανίερη συμμαχία των ευρω-προθύμων η Τουρκία που εισέβαλλε στην Κύπρο, μετατρέπεται σε δυνητικός στρατιωτικός σύμμαχος της Ευρώπης στην μάχη της…δημοκρατίας. Βέβαια η ευρωπαϊκή σούπα, όπου μέσα χουχουλιάζουν οι ανίερες ψευδαισθήσεις ως αλλά βατράχια, γίνεται όλο και πιο καυτή. Η Ένωση από την μια ισλαμοποιείται ραγδαία, και από την άλλη γίνεται όλο και λιγότερο δημοκρατική. Η αυθαιρεσία και η διαφθορά των Βρυξελλών κανονικοποείται με την δουλική συναίνεση σχεδόν όλων των αιρετών ηγετών που υποδύονται ότι ασκούν αυτόνομη πολιτική στις χώρες τους.

Κόμματα που θεωρούνται «απαράδεκτα» για την ιερά ευρωκρατία – επειδή λ.χ. θέλουν κλειστά σύνορα, εθνική ταυτότητα, αξιοπρέπεια και ασφάλεια και δεν πιστεύουν στην πράσινη μετάβαση – αποκλείονται από τις εκλογές. Πολιτικά πρόσωπα, ανά την Ευρώπη, εξουθενώνονται μεθοδικά από ένα σύστημα που έχει ταυτίσει τη δημοκρατία με την επικράτηση ενός μόνο ιδεολογήματος. Η καταγγελία του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς γίνεται καθημερινή πιπίλα, ενδεικτική της δυασανεξίας στην διαφορετική οπτική και γνώμη. Πολιτικοί φιμώνονται, διώκονται νομικά, ακόμη και φυλακίζονται για να προασπιστεί ο κατεστημένος φιλελεύθερος κοινοβουλευτισμός, από αυτόν που σταδιακά γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός του: από τη δημοκρατία. Παράλληλα, σε διάφορες περιπτώσεις ανά την ήπειρο, επιχειρείται η αλλοίωση των εκλογικών σωμάτων με εργαλείο μετανάστες που εν μια νυκτί βαπτίζονται ψηφοφόροι. Επίσης, ας θυμηθούμε τον κο Σβαμπ του Νταβός, ο οποίος πριν από δυο χρόνια δήλωνε ανερυθρίαστα ότι η Ευρώπη θα είχε μεγάλο όφελος αν υιοθετούσε το κινεζικό μοντέλο διακυβέρνησης. Αν δηλαδή αποδεχόταν να απωλέσει τη δημοκρατική της φυσιογνωμία. Ήταν μια στιγμή ειλικρίνειας. Όπως μια στιγμή ειλικρίνειας ήταν κι όταν ο πρώην διοικητής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, δήλωνε ότι η χρήση των υγειονομικών “pass” κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν πολύ χρήσιμη εμπειρία και ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί και σε μελλοντικές κρίσεις. Δικαιολογημένα αναρωτιέται κανείς: με ποιόν τρόπο, σε ποια κρίση και για ποιόν σκοπό αυτή τη φορά; Κάπως έτσι ο τυφλός αντιρωσισμός και η ρωσοφοβία μαζί με μια συστημικά καλλιεργούμενη ευρωλατρεία – που δεν αντέχει την κριτική – γίνονται οι τελευταίες νησίδες ενός χρεοκοπημένου ευρωπαϊσμού που στην πραγματικότητα είναι μασκαρεμένος γερμανισμός.\

Με όλα τα παραπάνω – και δεδομένου ότι με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, οι φιλο-ουκρανικές δεσμεύσεις και οι πολεμικές ιαχές των Ευρωπαίων αποδεικνύονται λόγια του αέρα, προορισμένα αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση – αναρωτιέται κανείς μήπως ο απώτερος στόχος όλης αυτής της ρητορικής δεν είναι τελικά κάποιος εξωτερικός εχθρός, η Ρωσία, αλλά εσωτερικός: η όλο και διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θα επέτρεπε την άμεση και αποτελεσματική αναχαίτηση της πολιτικής κατρακύλας των συστημικών πολιτικών δυνάμεων η οποία, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οδηγεί αναπόφευκτα σε εκλογικό Βατερλό, κάτι που απειλεί άμεσα το οικοσύστημα των Βρυξελλών. Η Γαλλία, η θεωρούμενη πολιτική μηχανή της Ευρώπης, είναι ένα καζάνι που βράζει. Μια Γαλλία που αλλάζει τους πρωθυπουργούς σαν τα πουκάμισα, ώστε να δοθεί παράταση ζωής στον Μακρόν, που δεν θέλει, ούτε υπολογίζει κανείς, και να μετατεθεί στο μέλλον η επίσημη ανακοίνωση της χρεοκοπίας. Η Γερμανία γεωπολιτικά ασήμαντη και αποβιομηχανοποιημένη, πολιτικά ξεπεσμένη και οικονομικά στριμωγμένη – που δεν καινοτομεί ούτε καν στην αυτοκινητοβιομηχανία – φαντασιώνεται μια γερμανευρώπη και στρατιωτικά μεγαλεία, δηλαδή πολεμική οικονομία με το αίμα των άλλων. Μια Γερμανία, ιστορικά κουτοπόνηρη, ανόητη και δόλια, τώρα ποντάρει τα πάντα στη συνέχεια του πολέμου και σε ανίερες συμμαχίες, όπως με την Τουρκία. Και όλα αυτά για να μην λογοδοτήσει μια ανεύθυνη και αποτυχημένη πολιτική τάξη.

Θα μπορούσε όλη αυτή η κρίσιμη κατάσταση να πάρει τη μορφή αναστολής βασικών κοινοβουλευτικών λειτουργιών; Πολύ δύσκολα σε συνθήκες κανονικότητας, πολύ πιο εύκολα όμως αν η Ευρώπη βρισκόταν σε πόλεμο, έστω και εξ αποστάσεως ή τυπικά. Σε αυτή την περίπτωση, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θα δικαιολογούσε (σχεδόν) τα πάντα, όπως είδαμε να συμβαίνει και την περίοδο της πανδημίας. Τη δεδομένη στιγμή είναι σαφές ότι η Ευρώπη δεν έχει πολιτικές δυνάμεις και χρήμα, αλλά ούτε και το απολύτως απαραίτητο έμψυχο υλικό για να μπει σε πόλεμο με τη Ρωσία, ούτε θα είναι σε θέση να πολεμήσει με αξιώσεις νίκης στο άμεσο μέλλον. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας να τορπιλίσουν τις ειρηνευτικές προσπάθειες του Προέδρου Τραμπ ώστε να συνεχίσουν την τροφοδοσία των συγκρούσεων, και μάλιστα σε έναν πόλεμο όπου όλα δείχνουν ότι βαίνει στο τέλος του, δεν μπορούν παρά να αποβλέπουν κάπου αλλού. Γιατί είναι αστείο ακόμα και να υποθέσει κανείς ότι τα πολιτικά ασπόνδυλα και οι μάνατζερ των Βρυξελλών φοβούνται τα τανκς του Πούτιν. Ο άμεσος, πραγματικός κίνδυνος που τους απειλεί είναι οι ίδιες οι κοινωνίες της Ευρώπης που τους αποστρέφονται και τους απεχθάνονται όλο και περισσότερο. Ο βαθύτερος φόβος τους είναι μια ανεξέλεγκτη αντίδραση του κοινωνικού σώματος σε μια ραγδαία οικονομική κρίση, η οποία μπορεί να ξεσπάσει στις κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, από στιγμή σε στιγμή. Αυτό ακριβώς τρέμουν: μην χάσουν την πολιτική τους νομιμοποίηση. Γιατί η νομιμοποίηση, θεμέλιο της σύγχρονης πολιτικής από την εποχή του Ταλεϋράνδου μέχρι σήμερα, είναι ταυτόχρονα κάτι το ιδιαίτερα εύθραυστο: έτσι και χαθεί πολύ σπάνια ξανακερδίζεται. Χώρια που σε κατάσταση αναταραχής, στο βάθος παραμονεύει πάντα η «γκιλοτίνα» της λογοδοσίας.

Όπως ακριβώς τα μέτρα του κορονοϊού είχαν ως σκοπιμότητα να αποσείσουν την ευθύνη της επιδημίας από τις πλάτες των πολιτικών ηγεσιών και να τη μετακυλήσουν στους πολίτες, έτσι και η προστασία, από τον αυταρχικό Πούτιν, μπορεί στην ουσία να μην είναι τίποτε άλλο, πέρα από την προστασία των ευρωπαϊκών ελίτ απέναντι στην ιδιαίτερα δυσάρεστη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα για την οποία ευθύνονται οι ίδιες. Όμως το τέλος των ανίερων ψευδαισθήσεων είναι πάντα οδυνηρό. Διότι όποιος αποκόπτεται από την πραγματικότητα, στο τέλος μένει χωρίς νόημα, με αφηγήματα, μύθους και παραμύθια.