Boccaccio Giovanni (1313-1375)

«Κάνοντας πολύ θόρυβο για κάτι που μας αδίκησε, δεν μειώνεται ο πόνος, αλλά αυξάνεται η ντροπή» (Βοκκάκιος).

Ο Βοκκάκιος γνώρισε καλά την αδικία και κατάλαβε ότι αυτή είναι αναπόσπαστο στοιχείο του κόσμου μας. Για τον ίδιο η υπερβολική αντίδραση, σε καθετί, οδηγεί σε άκρως ντροπιαστικές καταστάσεις, πολύ περισσότερο όταν αυτό που νομίζουμε ότι μας αδίκησε παράφορα δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Σε αυτό το συμπέρασμα, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν έφτασε δωρεάν ούτε θεωρητικά, αλλά με βίωμα και υψηλό προσωπικό κόστος.

Αυτές τις ημέρες που καλούμαστε, στο μέτρο του δυνατού, να μείνουμε σπίτι και να σταθούμε με σύνεση και προσοχή απέναντι στην πανδημία, οι σκέψεις μας αναπόφευκτα πηγαίνουν ξανά στο «Decameron» και στον μεγάλο Ιταλό συγγραφέα. Έναν άνθρωπο που, όπως εκατομμύρια άλλοι, αντιμετώπισε μια τρομερή μολυσματική ασθένεια, την πανούκλα, η οποία οδήγησε σε πάνω από είκοσι εκατομμύρια θανάτους, μόνο στην Ευρώπη. Ο Βοκκάκιος επέζησε, όμως είδε πολλούς ανθρώπους του να πεθαίνουν στην Φλωρεντία: τον πατέρα του, τη μητριά του, τον αγαπημένο του θείο και αρκετούς φίλους όπως τους ποιητές Matteo Frescobaldi και Franceschino degli Albizzi καθώς και τον ιστορικό Giovanni Villani. Στο τέλος έμεινε μόνο με τον μικρό Jacopo, τον εννιάχρονο αδελφό του. Ωστόσο, είχε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του παρά την τεράστια θλίψη και την τρομακτική δοκιμασία. Και όχι μόνο, βρήκε την έμπνευση κατά την πενταετία 1348 – 1353 μ.Χ. να δημιουργήσει ένα πραγματικό αριστούργημα, τη διάσημη συλλογή με τα εκατό διηγήματα (Decamerοn) που επί δέκα μέρες εξιστορούν επτά κορίτσια και τρία νεαρά αγόρια τα οποία για να γλυτώσουν από την πανούκλα αποσύρονται στην εξοχή. Για τον Βοκκάκιο το μυαλό σε περιόδους μακράς δοκιμασίας πρέπει να διατηρείται απασχολημένο διότι αυτό είναι χρήσιμο ώστε να μην πέσει κανείς σε απόγνωση. Αναλύοντας τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από σχεδόν επτά αιώνες, μπορούμε να βρούμε ορισμένες ομοιότητες, αλλά και σημαντικές διαφορές με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα.

Πρώτα απ’ όλα καί οι δύο ασθένειες ξεκίνησαν από την Κίνα: το 1346 η πανούκλα, από τα βόρεια της Κίνας, διέσχισε τη Συρία, την Τουρκία, την Ελλάδα και όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο. Ακολουθώντας πιστά τους εμπόρους έφτασε και σε μια από τις αποικίες της Γένοβας στην πόλη Κάφα της Κριμαίας. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1347 έμποροι κόλλησαν πανούκλα στο λιμάνι της Μεσσήνης (Ιταλία), από εδώ η νόσος έφτασε στην Καλαβρία και σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο. Ωστόσο η τότε πορεία εξάπλωσης, σε σχέση με την σημερινή πανδημία, υπήρξε διαφορετική: η πανούκλα ξεκίνησε από το Νότο και μετά εισέβαλε στο Βορρά. Πολύ γρήγορα ο Βοκκάκιος, όπως γράφει ο ίδιος, κατάλαβε ότι οι έλεγχοι στα λιμάνια και στα τελωνεία δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν το κακό. Μάλιστα τον πρώτο καιρό υπήρξαν αντιδράσεις – στους ελέγχους και περιορισμούς – από ανέμελους και ανεύθυνους οι οποίοι υποτιμώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης άργησαν πολύ να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι όμως όχι μόνο διεύρυναν και επιτάχυναν τη μετάδοση της πανούκλας, αλλά ζώντας μέσα στην ψευδαίσθηση, στην άρνηση και την ελαφρότητα δεν πρόλαβαν να προετοιμαστούν ψυχικά για όσα θα ακολουθούσαν.

Στον Βοκκάκιο, η πανούκλα δίδαξε πολλά. Πρώτα απ’ όλα του έμαθε ότι ο άνθρωπος δεν είναι ανίκητος, αλλά ον ατελές και θνητό. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη γνώμη μας, είναι λανθασμένη η θέση ότι μόνον ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται παντοδύναμος, εξαιτίας κυρίως των ιατρικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων του. Και τότε, σε εκείνο το επίπεδο τεχνικής ανάπτυξης και κοσμοθέασης, πολλοί άνθρωποι αισθάνονταν κυρίαρχοι της φύσης και παντοδύναμα όντα. Η βαθύτερη φύση του ανθρώπου, όποια κι αν είναι αυτή και παρά τις διαφορετικές εκφάνσεις της ανά τους αιώνες, όπως έχουν καταγραφεί από την ιστορία, την τέχνη και την λογοτεχνία, παραμένει αναλλοίωτη. Όλοι γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε, αλλά ελάχιστοι είναι πραγματικά προετοιμασμένοι για αυτή τη συνάντηση με τον θάνατο τόσο για τους ίδιους, όσο και για εκείνους που νοιάζονται και αγαπούν. Εντούτοις, αν το σκεφτούμε, ο θάνατος είναι που μας δείχνει πόσο απαραίτητη είναι η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Για τον Αριστοτέλη το ανθρώπινο είδος είναι «ζώο κοινωνικό» και η επαφή είναι προϋπόθεση της αγάπης η οποία με τη σειρά της, για τον Δάντη Αλιγκέρι, είναι βασικό θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ασφαλώς η απομόνωση οδηγεί αναπόφευκτα σε μοναξιά και ενίοτε σε σοβαρότερα προβλήματα ψυχής. Τα μέτρα και οι περιορισμοί, οδηγούν ακόμη και σε απολίτιστες συμπεριφορές, όπως οι ξυλοδαρμοί για τη μάσκα σε μέσα μαζικής μεταφοράς και αλλού. Και τότε, επί πανούκλας, υπήρξαν απάνθρωπες στάσεις. Άρρωστοι εγκαταλείφθηκαν τελείως από τους δικούς τους να πεθάνουν εντελώς μόνοι λόγω του φόβου της μετάδοσης. Οι άρχοντες και οι κυβερνήτες εκείνης της εποχής δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την ακραία κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κάποιοι από αυτούς, ενδεχομένως, εκμεταλλεύτηκαν τον ανθρώπινο φόβο και πόνο: επέδειξαν τυχοδιωκτισμό ή βρήκαν την ευκαιρία να κορέσουν τη δίψα τους για εξουσία. Σήμερα, από άποψη γνώσης και οργάνωσης, ίσως ο άνθρωπος τα πάει κάπως καλύτερα και αυτό αποτελέσει μια σημαντική διαφορά – μένει να αποδειχθεί. Αναμφισβήτητα, όπως πάντα, η έρευνα για θεραπευτικά πρωτόκολλα και εμβόλια είναι ισχυρός σύμμαχος της ανθρωπότητας.

Ίσως το πιο εντυπωσιακό κοινό στοιχείο, ανάμεσα στις δυο εποχές, είναι ότι και τότε, ξαφνικά και με έναν εντελώς ανεξήγητο τρόπο[1], αρκετοί πολίτες μετατράπηκαν σε ιατρούς και επιστήμονες επί του θέματος. Έγιναν «ειδικοί» για ένα ζήτημα που ήταν, όπως και σήμερα, εκ των πραγμάτων πρωτίστως ιατρικής φύσης (υγειονομικής). Ένα πρόβλημα δηλαδή που, πέρα από την κοινή λογική, απαιτούσε προκαταρκτικές γνώσεις και συγκεκριμένα βιώματα, με τη μορφή της κλινικής εμπειρίας, ώστε να βρεθεί μια άκρη. Ο καθένας είχε και τη δική του «πολιτική» άποψη απέναντι στην πανούκλα, επομένως δεν έλλειψαν θεωρίες συνωμοσίας, φήμες και ψευδείς ειδήσεις – ένα άλλο είδος ινφοδημίας.

Ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, κάποιοι εγείρουν ζητήματα δημοκρατίας. Ανέκαθεν η σχέση των ειδικών με τους υπόλοιπους πολίτες υπήρξε αντικείμενο αντιπαράθεσης και πηγή προβληματισμού. Ωστόσο, η δημοκρατία, κατά τη γνώμη μας, ενώ συνεπάγεται ελευθερία της έκφρασης, δεν ταυτίζεται και με την αποδοχή κάθε εκφρασμένης άποψης, απλά και μόνο επειδή αυτή ακούστηκε στο δημόσιο πεδίο. Η ελευθερία του λόγου δεν είναι συνώνυμη ενός δογματικού και μυωπικού πλουραλισμού και της αντίληψης ότι η «πραγματικότητα είναι σχετική», ότι δεν υπάρχουν «απόλυτες αλήθειες», παρά μόνο ερμηνείες. Η ιεραρχία των αξιών και των πρότυπων αποτελεί βάση οργάνωσης κάθε κοινότητας, η οποία προκειμένου να αποφύγει τον διαλυτικό μηδενισμό, θέτει προτεραιότητες σε νόρμες, αξίες, προτιμήσεις και, πάνω από όλα, στον τρόπο που αντιμετωπίζει μια αντικειμενική συνθήκη. Αυτό το σκεπτικό θα πρέπει να μας απασχολήσει, προπάντων τώρα στην εποχή του διαδικτύου, γιατί οδηγεί κάποιους στο να «καταπίνουν» καθετί, πολύ συχνά ατεκμηρίωτο. Αντιθέτως δημοκρατία σημαίνει, εκτός από τις αρχές της πλειοψηφίας και της εντολής, διαβούλευση και συνεργασία με τους ειδικούς επί συγκεκριμένων, ειδικών, θεμάτων. Χωρίς αμφιβολία, για ορισμένα τεχνικά ζητήματα, υγειονομικής φύσης ή στρατιωτικής οργάνωσης, η γνώμη των ειδικών είναι πολύτιμη. Για παράδειγμα στην αρχαία Αθήνα της δημοκρατίας για τη στρατιωτική οργάνωση φρόντιζαν οι αιρετοί άρχοντες και οι επαγγελματίες οπλίτες και όχι ο Δήμος. Το αν η Πόλις θα κηρύξει τον πόλεμο ή όχι ήταν απόφαση των πολιτών, αλλά η οργάνωση του στρατού ήταν αρμοδιότητα των ειδικών. Άλλωστε οι καταγγελίες ορισμένων (αρνητών), που μιλούν για «αντίσταση στους ειδικούς», αποκαλώντας τους πάντες «πρόβατα» ή θύματα του συστήματος, είναι κατά βάση υποκριτικές. Αυτό γιατί και οι ίδιοι θεοποιούν, επιλεκτικά, κάποιους «δικούς τους» ειδικούς, δηλαδή εκείνη τη μειοψηφία που ταιριάζει περισσότερο στις πεποιθήσεις τους. Δημοκρατία, επίσης, δεν σημαίνει άκριτη μετατροπή κάθε πράγματος σε αντικείμενο ιδεολογικής, και άρα πολιτικής, διαμάχης. Αυτή τη στιγμή, δεν έχει καμία σημασία αν ο ιός που μας ταλαιπωρεί είναι «προϊόν» ενός εργαστηρίου ή καθαρό γέννημα της φύσης, ούτε κατά πόσο συνέβαλλε ο άνθρωπος στην δημιουργία του. Αυτό που έχει σημασία είναι η αντιμετώπιση της κρίσης που κατά βάση σημαίνει: α) πρώτα απ’ όλα περιορισμό των ανθρώπινων απωλειών (υγειονομικό σκέλος) και β) όσο γίνεται καλύτερη διατήρηση της ποιότητας ζωής των ζωντανών, που αφορά κυρίως το οικονομικό σκέλος της κρίσης και την κοινωνική ισορροπία.

Σε κάθε περίπτωση το ηθικό δίδαγμα είναι υψηλό: η ζωή δεν πρέπει να υποτιμάται και για να μην υποτιμηθεί πρέπει πρώτα να έχουμε επίγνωση τόσο της θνητότητας, όσο και της αδυναμίας μας απέναντι στην ισχύ και τις βουλές της φύσης. Οι άβιοι ιοί όπως και τα έμβια βακτήρια, κατά την επιστημονική έρευνα, την οποία, απουσία άλλων αποδεικτικών, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε, ήρθαν στον κόσμο πριν από εμάς με σκοπό να συμβιώσουν μαζί μας, αλλά και επιτεθούν (στους ιστούς και στο γενετικό μας υλικό) ακριβώς όπως κάνουν και με άλλους ανώτερους και κατώτερους οργανισμούς. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα προχωρήσει στο μέλλον η σχέση του ανθρώπου με τους μικροοργανισμούς, ούτε πόσες ζωές θα χαθούν εξαιτίας αυτού του ιού και άλλων.

Όταν τελειώσει αυτή η περίοδος δοκιμασίας, που κατά τα φαινόμενα θα είναι μακρά, σχεδόν όλοι μας θα βλέπουμε τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Ίσως κάποιοι από εμάς προσαρμοστούν καλύτερα – αποδεχόμενοι καί την τραγική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης – σε μια άλλη ισορροπία μέσα στον κόσμο. Όσοι βιάζονται να σκιαγραφήσουν ένα καλύτερο ή ένα χειρότερο μέλλον, είναι πολύ πιθανό ότι, αμφότεροι, θα κάνουν σοβαρά σφάλματα στις προβλέψεις τους. Η μόνη βεβαιότητα, επί του παρόντος, είναι ότι ο κόσμος αλλάζει με ρυθμούς πιο γοργούς από χθες. Ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει, αλλά κανείς δεν γνωρίζει πώς θα μοιάζει η επόμενη μέρα.

Προτείνοντας το έργου του, ας ευχηθούμε ότι με τη μελέτη θα γευθούμε έστω κάποια από όσα συνειδητοποίησε με βαρύ βιωματικό κόστος ο Βοκκάκιος. Εκείνος έμελλε να επιζήσει και με την πένα του προσπάθησε να ανοικοδομήσει συμβολικά μια κοινωνία που είχε σχεδόν καταρρεύσει. Μια κοινωνία που ήρθε αντιμέτωπη με ένα δεινοπάθημα πολύ χειρότερο από τη σημερινή κρίση. Ας προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τις όποιες δυσκολίες με ευπρέπεια και ψυχραιμία, χωρίς υπερβολές και φανφάρες για τις οποίες κάποιοι αύριο θα έχουν κάθε λόγο να ντρέπονται ή να αισθάνονται ενοχές. Σε επίπεδο ανθρώπινου είδους, ας σκεφτούμε με βελτιοδοξία θυμούμενοι αυτό που έγραψε ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, στο Ημερολόγιο του 1834: υπάρχει, σε κάθε άνθρωπο, κάτι που αντιστέκεται περισσότερο κι απ’τον πιο ανθεκτικό γομφίο, κάτι περισσότερο κολλημένο από ένα χέρι ή ένα πόδι: η επιθυμία του να ζήσει.


[1] όπως εξιστορεί ο Βενετός ιατρός Alvise Zen, σε επιστολές του προς τον φίλο του Monsieur d’Audreville.