Η ψυχανάλυση σκοπεύει να βοηθήσει το άτομο να γίνει αυτόνομο, δηλαδή, όπως είπα, ικανό για αυτοστοχαστική δραστηριότητα και διαβούλευση. Από αυτή την άποψη, η ψυχανάλυση ανήκει πλέον πλήρως στο τεράστιο κοινωνικο-ιστορικό ρεύμα και αγώνα για την αυτονομία, στο ελευθερωτικό πρόταγμα, στο οποίο ανήκουν επίσης η δημοκρατία και η φιλοσοφία.

Αλλά, όπως ήδη είπαμε και η παιδαγωγική και η ψυχανάλυση από την αρχή βρίσκονται αντιμέτωπες με το πρόβλημα των υπαρχόντων θεσμών της κοινωνίας. Στην παιδαγωγική αυτό φαίνεται άμεσα και αμέσως. Για την ψυχανάλυση αυτή η συνάντηση είναι πιο κρυμμένη, ίσως γιατί δεν βλέπουμε τα πράγματα αρκετά καθαρά, αλλά είναι κατ’ ουσίαν η συνάντηση με το συγκεκριμένο Εγώ του αναλυομένου. Διότι αυτό το εγώ είναι κατά ένα τεράστιο μέρος, ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Είναι κατ’ αρχήν προσχεδιασμένο για να λειτουργεί μέσα σε μια δεδομένη κοινωνική ρύθμιση και για να τη συντηρεί, να τη συνεχίζει και να την αναπαράγει. Δηλαδή να αναπαράγει τους υπάρχοντες θεσμούς. Αυτοί οι θεσμοί δεν συντηρούνται και δεν αναπαράγονται τόσο με ανοιχτή βια και ρητό εξαναγκασμό εκτός από σπάνιες περιπτώσεις· συντηρούνται και αναπαράγονται διότι ρυθμίζουν και προβλέπουν και οργανώνουν την εσωτερίκευσή τους από τα άτομα τα οποία οι ίδιοι οι θεσμοί κατασκευάζουν.

Αυτό που έλεγε ο Σιμωνίδης θετικά, ισχύει και, αν θέλετε να αξιολογήσετε, αρνητικά, για όλες τις περιπτώσεις: πόλις άνδρα διδάσκει. Το «διδάσκει» εδώ δεν σημαίνει του μαθαίνει γράμματα. Η πόλις φτιάχνει τον άνδρα, και τη γυναίκα φυσικά. Τον άνθρωπο.

Τι είναι αυτοί οι οι θεσμοί και οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες; Είναι δημιουργίες του κοινωνικού φαντασιακού, του θεσμίζοντος ριζικού φαντασιακού. Αυτό το φαντασιακό είναι η δημιουργική ικανότητα της ανώνυμης κοινότητας, έτσι όπως αυτή εμφανίζεται καθαρά π.χ. μέσα στη δημιουργία και την εξέλιξη της γλώσσας, ή των μορφών οικογενειακής ζωής, των ηθών, των ιδεών. Αυτή η κοινότητα δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει παρά ως θεσμισμένη. Αλλά οι θεσμοί της κάθε φορά είναι δική της δημιουργία· αλλά επίσης κάθε φορά, μόλις δημιουργηθούν ή ήδη τη στιγμή της δημιουργίας, εμφανίζονται στην κοινότητα, ή η κοινότητα τους παριστάνει στον εαυτό της σαν δοσμένους. Δοσμένους από τους προγόνους, από τους θεούς, από τον Θεό, από τη φύση, από τον λόγο, από τους νόμους της ιστορίας, από τις διαδικασίες του οικονομικού συναγωνισμού, κ.λπ. Έτσι γίνονται στέρεοι, άκαμπτοι και, κατ’ ουσίαν, παντού και πάντοτε σχεδόν, αντικείμενο λατρείας. Και μέσα σε αυτούς τους θεσμούς υπάρχει πάντα ένα κεντρικό ισχυρό και αποτελεσματικό στοιχείο, αυτοδιαιώνισης ή επανάληψης όπως θα λέγαμε στην ψυχανάλυση. Φυσικά το κύριο όργανο αυτής της διαιώνισης είναι αυτά τα ίδια τα κοινωνικά διαμορφωμένα και συμμορφωμένα υποκείμενα.

Αυτή την κοινωνική κατάσταση την ονομάζω ετερόνομη. Ο έτερος εδώ, ο άλλος, αυτός που έδωσε το νόμο, δεν είναι παρά η ίδια η θεσμίζουσα κοινωνία, η οποία για βαθύτατους λόγους πρέπει να συγκαλύψει αυτό το γεγονός. Και ονομάζω αυτόνομη μια κοινωνία, η οποία όχι μόνο ξέρει ρητά ότι η ίδια δημιούργησε τους θεσμούς της, αλλά έχει θεσμίσει τον εαυτόν της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ελευθερώσει το ριζικό της φαντασιακό, και να είναι ικανή να αλλοιώσει τους θεσμούς της, με μια δραστηριότητα συλλογική αυτοανακλαστική ή αυτοστοχαστική, και διαβουλευτική.

Ονομάζω πολιτική τη διαυγασμένη δραστηριότητα, που έχει σαν αντικείμενο τη θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας και τις αποφάσεις που αφορούν τα συλλογικά εγχειρήματα μιας τέτοιας κοινωνίας. Είναι αμέσως προφανές ότι αυτό το πρόταγμα για μιαν αυτόνομη κοινωνία χάνει κάθε νόημα, γίνεται άτοπο, αν δεν είναι ταυτοχρόνως πρόταγμα που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει αυτόνομα άτομα. Και αντιστρόφως.

Υπάρχει νομίζω, μια αρκετά διαφωτιστική αναλογία με κανένα τρόπο, φυσικά, ταυτότητα ούτε καν δομική ομολογία, ανάμεσα στα ζητήματα και στα καθήκοντα που αντιμετωπίζει το πρόταγμα της αυτονομίας στο ατομικό και στο κοινωνικό πεδίο. Στην περίπτωση της ετερονομίας, η άκαμπτη δομή του θεσμού και η συγκάλυψή του, η συγκάλυψη, του ριζικού κοινωνικού φαντασιακού, που επιτελεί ο θεσμός, αντιστοιχούν στην ακαμψία του κοινωνικά κατασκευασμένου ατόμου και στην απώθηση των έργων της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Μέσα στην προοπτική του προτάγματος της αυτονομίας, προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε τον σκοπό της ψυχανάλυσης και της παιδαγωγικής, ως, πρώτον, την εγκαθίδρυση ενός άλλου τύπου σχέσεως ανάμεσα στο αυτοστοχαζόμενο υποκείμενο, υποκείμενο θελήσεως και σκέψης, και το ασυνείδητό του, δηλαδή τη ριζική του φαντασία, και, δεύτερον, ακριβώς την απελευθέρωση της ικανότητάς του να ποιεί και να πράττει, δηλαδή να σχηματίζει ένα ανοιχτό πρόταγμα για τη ζωή του και να δουλεύει μέσα σε αυτό το πρόταγμα.

Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να ορίσουμε τον σκοπό της πραγματικής, αληθινής πολιτικής, ως, πρώτον, την εγκαθίδρυση ενός άλλου τύπου σχέσεως ανάμεσα στη θεσμίζουσα και στη θεσμιζόμενη κοινωνία, δηλαδή ανάμεσα στους νόμους που είναι κάθε φορά δοσμένοι και στη στοχαστική και διαβουλευτική δραστηριότητα του πολιτικού σώματος, και, δεύτερον, ως την απελευθέρωση της συλλογικής δημιουργικότητας, που επιτρέπει στην κοινότητα να σχηματίσει συλλογικά προτάγματα για συλλογικά επιχειρήματα και να εργαστεί γι’ αυτά.

Και μπορούμε εδώ να σημειώσουμε ότι ο ουσιαστικός δεσμός ανάμεσα στα δυο βρίσκεται ακριβώς στην παιδαγωγική, δηλαδή στην παιδεία, όπως ασφαλώς οι αρχαίοι Έλληνες το ήξεραν. Γιατί πως θα μπορούσε να υπάρξει μια αυτοστοχαστική κοινότητα χωρίς αυτοστοχαστικά άτομα; Μια αυτόνομη κοινωνία, ως κοινότητα που αυτοθεσμίζεται και αυτοκυβερνάται, προϋποθέτει την ανάπτυξη της ικανότητας όλων των μελών της να συμμετέχουν στις δραστηριότητες του συλλογικού στοχασμού διαβούλευσης και απόφασης. Από αυτή την άποψη η δημοκρατία, με την πλήρη έννοια, μπορεί να οριστεί ως το καθεστώς της συλλογικής στοχαστικότητας. Και μπορεί κανείς να δείξει, δεν είναι το θέμα μας εδώ, ότι όλα τα άλλα απορρέουν από αυτήν. Και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς δημοκρατικά άτομα, ούτε μπορούν να υπάρξουν δημοκρατικά άτομα χωρίς δημοκρατία. Και ξαναερχόμαστε στον κύκλο της δημιουργίας.

Επίσης θα μπορούσε να δείξει κανείς, ακόμα πιο καθαρά, την βαθιά συνάφεια ανάμεσα στις κοινωνικές διαστάσεις του προτάγματος της αυτονομίας. Η κοινωνικοποίηση της ψυχής, και ακόμα και η απλή της επιβίωση, της επιβάλλουν να αναγνωρίσει και να παραδεχθεί ότι οι πυρηνικές πρωταρχικές της επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν. Οι ετερόνομες κοινωνίες κατορθώνουν αυτό το αποτέλεσμα, που είναι βασικό για την κοινωνικοποίηση της ψυχής, όχι απλώς απαγορεύοντας τις πράξεις, αλλά απαγορεύοντας τις σκέψεις, δηλαδή δεσμεύοντας τον παραστασιακό ρου και καταδικάζοντας σε σιωπή τη ριζική φαντασία. Η ουσία της ετερόνομης κοινωνίας δεν είναι ότι απαγορεύονται οι πράξεις διότι υπάρχουν χωροφύλακες ή δικαστήρια ή φυλακές. Η ουσία είναι ότι απαγορεύονται οι σκέψεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στις πράξεις τις οποίες η κοινωνία δεν παραδέχεται.

Και εδώ συμβαίνει το εξής αξιοσημείωτο: φαίνεται τα πράγματα να συμβαίνουν σαν η κοινωνία να εφάρμοζε τις ίδιες μεθόδους με αντίστροφο τρόπο απ’ αυτόν που εφαρμόζει το ασυνείδητο και η απώθηση. Δηλαδή, στην παντοδυναμία της σκέψης, στην παντοδυναμία της ασυνείδητης σκέψης, και τελικά της σκέψης απλώς, ως εάν αυτή η πλήρης αδυναμία της σκέψης να ήταν ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν οι πράξεις.

Αυτό πηγαίνει πολύ πιο μακριά από αυτό που ο Φρόιντ ονομάζει «αυστηρό και άγριο υπερεγώ». Η ιστορία δείχνει ότι η διαδικασία απώθησης και αποκλεισμού, που καθιστά αδύνατη για το υποκείμενο και τη σκέψη καν των απαγορευμένων πραγμάτων, συνεπιφέρει έναν ακρωτηριασμό ή έναν ευνουχισμό της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Αυτό που θέλουμε είναι αυτόνομα υποκείμενα, δηλαδή υποκείμενα, άτομα ικανά για αυτή την αυτοστοχαστική δραστηριότητα, αλλά εκτός αν πρόκειται να μπούμε σε μια συνεχή επανάληψη, τα περιεχόμενα και τα αντικείμενα αυτής της δραστηριότητας, και η ανάπτυξη των μέσων της και των μεθόδων της, δεν μπορούν να δοθούν παρά από τη ριζική φαντασία της ψυχής.
Αυτή είναι η πηγή της συμβολής του ατόμου στην κοινωνικο-ιστορική δημιουργία. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια παιδαγωγική που δεν καθιστά τους ανθρώπους ανάπηρους, μια αληθινή παιδεία, έχει την τεράστια σημασία την οποία έχει.

* * *

Επανέρχομαι στο αίνιγμα της πολιτικής. Η αυτόνομη κοινωνία προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτόνομα άτομα. Τα άτομα γίνονται αυτό που είναι απορροφώντας και εσωτερικεύοντας τους θεσμούς. Με μια έννοια, τα άτομα είναι η συγκεκριμένη ενσάρκωση των θεσμών. Ξέρουμε ότι αυτή η εσωτερίκευση είναι κάθε άλλο παρά επιφανειακή. Οι τρόποι σκέψης, οι τρόποι δράσης, οι κανόνες, οι αξίες, όλα εξαρτώνται από αυτή την εσωτερίκευση.

Σε μια ετερόνομη κοινωνία, η εσωτερίκευση των νόμων, με την ευρύτερη έννοια του όρου νόμος, όλων των θεσμών, θα ήταν άσκοπη εάν δεν συνοδευόταν από την εσωτερίκευση αυτού του μετα-νόμου, του υπέρτατου νόμου: δεν θα αμφισβητήσεις ποτέ τους νόμους. Αυτό δεν είναι γραμμένο πουθενά αλλά στηρίζει όλο το οικοδόμημα. Τώρα, σε μιαν αυτόνομη κοινωνία, ο μετα-νόμος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά: θα υπακούεις στους νόμους αλλά έχεις το δικαίωμα να επερωτήσεις τον νόμο και να τον αμφισβητήσεις. Μπορείς να εγείρεις το ερώτημα της δικαιοσύνης του νόμου ή, αν μου επιτρέπεται μια αρχαία λέξη, της επιτηδειότητάς του· δηλαδή, αν είναι ο πρέπων νόμος. Δεν θα μπω στο θέμα των τυπικών ρητρών που μπορούν και πρέπει να συνοδεύουν αυτόν τον μετα-νόμο.

Έτσι μπορούμε ίσως να διατυπώσουμε την απάντηση στο αίνιγμα που θέσαμε, και να διατυπώσουμε και το πρώτο αντικείμενο μιας πολιτικής της αυτονομίας, δηλαδή μιας δημοκρατικής πολιτικής: να βοηθηθεί η κοινότητα για να δημιουργήσει τους θεσμούς των οποίων η εσωτερίκευση από τα άτομα δεν περιορίζει αλλά διευρύνει την ικανότητά τους να γίνουν αυτόνομα.

Είναι φανερό, ήδη από αυτήν τη διατύπωση, αν τη θεωρήσουμε μαζί με την αρχή της ισότητας που εμπεριέχεται στον πληθυντικό όταν μιλάμε για άτομα, ότι μπορούμε να συνάγουμε τους κύριους κανόνες για μια πλήρως δημοκρατική θέσμιση της κοινωνίας. Αλλά δεν συζητάω περισσότερο το θέμα αυτό, διότι δεν μας αφορά σήμερα. Μόνο μια παρατήρηση. Είπα ότι αυτό είναι το πρώτο θέμα και το πρώτο αντικείμενο της πολιτικής, δηλαδή να βοηθηθεί η κοινότητα να δημιουργήσει θεσμούς τέτοιους που, όταν τα άτομα τους εσωτερικεύουν, οι ικανότητες αυτονομίας τους, αντί να στενεύουν, ευρύνονται. Αυτός είναι ο πρώτος από τους σκοπούς. Πρώτος γιατί είναι η προϋπόθεση όλων των άλλων, και διότι δυνάμει τα εμπεριέχει. Φυσικά υπάρχουν και άλλοι σκοποί και άλλα αντικείμενα τα οποία δεν είναι δευτερεύοντα· όπως, για παράδειγμα, η δημιουργία ειδικών θεσμών που ανταποκρίνονται σε αυτό το αξίωμα και το συγκεκριμενοποιούν μέσα στις δεδομένες συνθήκες, όπως είναι φυσικά και η αυτοκυβέρνηση, όπως και οι προτάσεις και οι αποφάσεις που αφορούν τα συλλογικά έργα και τα συλλογικά εγχειρήματα.

Γιατί η αυτονομία δεν είναι αυτοσκοπός· ούτε στο ατομικό ούτε στο κοινωνικό πεδίο· ή μάλλον και είναι αυτοσκοπός και είναι κάτι λιγότερο από αυτοσκοπός. Δηλαδή Θέλουμε την αυτονομία για την ίδια την αυτονομία, θέλουμε την ελευθερία διότι θέλουμε την ελευθερία, αλλά τη θέλουμε επίσης για να είμαστε ελεύθεροι να ποιούμε και να πράττουμε, και να ποιούμε και να πράττουμε συγκεκριμένα πράγματα.

Και σε όλες αυτές τις εργασίες, τα καθήκοντα, πρέπει να συμμετάσχει μια πραγματική, αληθινή πολιτική. Η πολιτική δεν είναι ούτε ο ψυχαναλυτής της κοινωνίας, ούτε ο παιδαγωγός της κοινωνίας, ούτε η συνείδηση της κοινωνίας. Είναι μια βασική και ουσιώδης διάσταση της αυτοστοχαστικότητας της και της αυτοανακλαστικότητάς της.

Και ως τέτοια είναι υποχρεωμένη να δρα πάνω στα ανθρώπινα όντα, θεωρώντας τα ως αυτόνομα και βοηθώντας τα να φτάσουν τα ίδια στην αυτονομία τους, χωρίς ποτέ να ξεχνάει ότι η τελευταία πηγή της ιστορικής δημιουργίας είναι η ριζική φαντασία της ανώνυμης κοινότητας. Με αυτή την έννοια νομίζω μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η πολιτική είναι ένα αδύνατο, ή μή δυνατό επάγγελμα, όπως η ψυχανάλυση, όπως η παιδαγωγική και ίσως ακόμα πιο αδύνατα αδύνατο, δεδομένης της φύσεως και των διαστάσεων του θέματός της.

* * *

Τελειώνω με μερικές παρατηρήσεις απάνω στο πιο σημαντικό από όλα τα ερωτήματα το οποίο είναι κοινό και στην ψυχανάλυση και στην πολιτική.

Οι κοινωνικοί θεσμοί κυριαρχούν πάνω στα άτομα απλώς διότι κατασκευάζουν τα άτομα και τα διαμορφώνουν. Τα κατασκευάζουν και τα διαμορφώνουν, πλήρως στις παραδοσιακές κοινωνίες και τα κατασκευάζουν και τα διαμορφώνουν, σε έναν πολύ σημαντικό βαθμό, στις φιλελεύθερες κοινωνίες στις οποίες ζούμε. Ακόμη μια φορά αυτή είναι η εσωτερίκευση των θεσμών από το άτομο που διαρκεί όλη του τη ζωή. Αυτό που έχει σημασία σε αυτή την εσωτερίκευση είναι η εσωτερίκευση των σημασιών, των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών οι οποίες ενσαρκώνονται μέσα σε αυτούς τους θεσμούς. Η κοινωνία αποσπά το συγκεκριμένο ανθρώπινο ον από το κλειστό σύμπαν της αρχικής ψυχικής μονάδας, το υποχρεώνει με μια έννοια πάντα βιαίως να μπει μέσα στον σκληρό κόσμο της κοινωνικής πραγματικότητας, δηλαδή απλώς της πραγματικότητας, γιατί η πραγματικότητα είναι πάντα κοινωνική πραγματικότητα· αλλά του προσφέρει κάτι σαν αντάλλαγμα.

Αυτό που του προσφέρει σαν αντάλλαγμα είναι, αν μπορώ να πω, ένα ημερινό νόημα, δηλαδή ένα νόημα που δεν είναι για τα όνειρα, ένα νόημα που στέκεται με το φως. Στον πραγματικό κόσμο, τέτοιον που κάθε φορά τον δημιουργεί η κοινωνία, τα πράγματα έχουν νόημα, οι σχέσεις έχουν νόημα, οι άλλοι άνθρωποι, η θέση μας στην κοινωνία, η σχέση με τους άλλους ανθρώπους έχει νόημα. Η ζωή έχει ένα νόημα, υποτίθεται ότι ακόμα και ο θάνατος έχει ένα νόημα. Σκεφθείτε όλες τις κοινωνίες σχεδόν πλην της σημερινής.

Το νόημα είναι ως προς το άτομο, το αντίστοιχο των κοινωνικών σημασιών ως προς το κοινωνικο-ιστορικό. Έτσι γίνεται από την κοινωνία μια Sinngebung, μια νοηματοδότηση, ή ακόμα καλύτερα μια Sinnschöpfung, μια δημιουργία νοημάτων και σημασιών, που είναι το καίριο και δύσκολο σημείο. Διότι προφανώς η ψυχανάλυση δεν δίνει, δεν προσφέρει και δεν διδάσκει κανένα νόημα για τη ζωή· μπορεί μόνο να βοηθήσει τον αναλυόμενο να βρει, να εφεύρει, να δημιουργήσει ο ίδιος ένα νόημα για τη ζωή του. Και αυτό το νόημα που θα μπορεί ο αναλυόμενος να δημιουργήσει για τη ζωή του, αποκλείεται να μπορέσει κανένας να το ορίσει εκ των προτέρων και με καθολικό τρόπο. Σε μιαν από τις πιο απαισιόδοξες ημέρες του, ο πατριάρχης, εννοώ ο Φρόιντ, έγραψε ότι η ανάλυση δεν επιφέρει την ευτυχία, αλλά μπορεί το πολύ να μεταμορφώσει τη νευρωτική μιζέρια σε κοινότυπη δυστυχία, σε συνηθισμένη δυστυχία, σε τετριμμένη δυστυχία. Νομίζω ότι σε αυτό ήταν υπεραπαισιόδοξος. Φυσικά η ψυχανάλυση δεν προσφέρει την ευτυχία αλλά βοηθάει τον αναλυόμενο όχι μόνο να απαλλαγεί από τη νευρωτική μιζέρια, αλλά να διαμορφώσει το δικό του πρόταγμα για τη ζωή του.

Αλλά αυτό δεν εξαντλεί το ζήτημα. Γιατί συχνά, για να μην πω πολύ συχνά, η ανάλυση αποτυγχάνει ή γιατί καθίσταται ατελείωτη-ή απέραντη; Ένα από τα τελευταία γραπτά του Φρόιντ είναι η Περατή και απέραντη ανάλυση, όπου ο Φρόιντ επικαλείται πολλούς λόγους για αυτήν τη σχετική αποτυχία, και τελειώνει επισημαίνοντας αυτό που ονομάζει βράχο, ο οποίος παραδόξως και στις δυο εκφράσεις που του δίνει, ανάγεται στο ίδιο. Ο βράχος είναι η αποκήρυξη της θηλυκότητας, στη γυναίκα με τη μορφή του φθόνου (σημείωση: με την αρχαία ελληνική σημασία: ζήλεια, επιθυμία απόκτησης) του πέους, στον άνδρα με τη μορφή της απόρριψης της παθητικής στάσης, ή «θηλυκής» στάσης, όταν την εκδηλώνει ένας άλλος αρσενικός. Επίσης, στο ίδιο κείμενο, αναφέρει τις καταστρεπτικές και επιθετικές ενορμήσεις και την επιθυμία θανάτου. Νομίζω ότι πράγματι ο θάνατος παίζει έναν τεράστιο ρόλο σε αυτή την ιστορία, αλλά, τολμώ να πω, όχι με τον τρόπο που το σκέφτεται ο Φρόιντ.

Αυτό που χαρακτηρίζει μιαν απέραντη ανάλυση είναι φυσικά η επανάληψη. Είναι σαν μια νεύρωση σε ανώτερο επίπεδο ή μάλλον σαν μια νεύρωση στο τετράγωνο. Γιατί αυτή η επανάληψη; Για να πω συνοπτικά, η επανάληψη με την έννοια που μας ενδιαφέρει εδώ, δηλαδή, the small change of death, τα ψιλά του θανάτου, είναι η μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί ο αναλυόμενος για να αμυνθεί εναντίον της πραγματικότητας του πλήρους θανάτου. Εδώ έχουμε έναν κλασικό ψυχικό μηχανισμό, αλλά σε πολύ μεγάλη διάσταση.

Ο λόγος για τον οποίο η ανάλυση αποτυγχάνει, ή γίνεται απέραντη, είναι βέβαια πρώτα πρώτα η ανικανότητα του αναλυομένου και του αναλυτή, που δουλεύει μαζί του, να δεχθεί τον θάνατο με μια πρώτη μορφή, δηλαδή τον θάνατο αυτού που ήταν προκειμένου να γίνει κάποιος άλλος. Αυτό βέβαια ο Φρόιντ το ήξερε πολύ καλά και το λέει, το περιγράφει με άλλους όρους. Αλλά νομίζω ότι το δεύτερο και το πιο σημαντικό είναι η ανικανότητα του αναλυομένου, και σε αυτό κατ’ ανάγκην είναι αρχικά και τελικά μόνος του, να δεχθεί την πραγματικότητα του πραγματικού, πλήρους θανάτου.

Νομίζω ότι ο θάνατος είναι στην ουσία του ο έσχατος βράχος πάνω στον οποίο η ανάλυση μπορεί να εξοκείλει ή να συντριβεί. Όλοι μας ξέρουμε ότι η ζωή εμπεριέχει τη συνεχώς επικρεμάμενη προσκαιρότητα του νοήματος. Την προσκαιρότητα των επενδυμένων αντικειμένων, την προσκαιρότητα των επενδυμένων δραστηριοτήτων που έχουν νόημα. Αλλά ο θάνατος είναι, όπως το ξέρουμε όλοι μας επίσης, η ανοησία και η α-νοητότητα του ίδιου του νοήματος. Ο χρόνος μας δεν είναι χρόνος, ο χρόνος μας δεν είναι ο χρόνος, ο χρόνος μας δεν έχει κανένα χρόνο. Επάμεροι (εφήμεροι).

Η ανάλυση, όπως και η ωριμότητα, δεν φτάνει εκεί που πρέπει να φτάσει παρά μόνο όταν, και υπό τον όρο να, γίνει το αναλυόμενο άτομο ικανό να ζει συνεχώς στην όχθη της αβύσσου, μέσα σε αυτό το έσχατο και ανυπέρβλητο διπλό δεσμό, αν μπορούμε να μεταφράσουμε έτσι το double bind: ζήσε σαν θνητός, ζήσε σαν να ήσουν αθάνατος. Εδώ πάλι ο Αριστοτέλης είχε καταπληκτικά συνοψίσει την κατάσταση, με το «εφ’ όσον ενδέχεται αθανατίζειν» στα Ηθικά Νικομάχεια.

Αυτές οι θρυλικές κοινοτοπίες, όπως θα έλεγε ο Ζυλ Λαφόργκ, βρίσκουν ένα ουσιαστικότατο ισοδύναμο στο κοινωνικό πεδίο και συνεπώς στο πολιτικό πεδίο. Οι ετερόνομες κοινωνίες επιτελούν μια σηματοδότηση και μια σημασιοδημιουργία, αν μπορώ να πω, για όλους και υποχρεώνουν όλους να την εσωτερικεύσουν. Και αυτές οι ίδιες οι ετερόνομες κοινωνίες θεσμίζουν πραγματικούς ή συμβολικούς εκπροσώπους ενός αιώνιου νοήματος και μιας φανταστικής αθανασίας, λέω φανταστικής όχι φαντασιακή αθανασία, στο οποίο αιώνιο νόημα και στην οποία φαντασιακή αθανασία, όλος ο κόσμος με διάφορους τρόπους υποτίθεται ότι συμμετέχει. Αυτοί οι τρόποι μπορεί να είναι ο μύθος της προσωπικής αθανασίας, ή της μετεμψυχώσεως ή της αναστάσεως νεκρών, αλλά μπορεί επίσης να είναι ο μύθος της αιωνιότητας του θεσμισμένου τεχνουργήματος , π.χ. του βασιλιά, του κράτους, του έθνους, της φυλής, του κόμματος. Το θεσμισμένο τεχνούργημα με το οποίο ο καθένας μπορεί, όσο γίνεται, να ταυτιστεί.

Πιστεύω ότι μια αυτόνομη κοινωνία δεν θα μπορούσε να ανεχτεί τίποτα από όλα αυτά, εννοώ στο δημόσιο πεδίο, το τι καθένας μπορεί να πιστεύει είναι άλλη υπόθεση, και ότι μια από τις κύριες δυσκολίες, αν όχι η δυσκολία, που αντιμετωπίζει το πρόταγμα της αυτονομίας, είναι η δυσκολία για τα ανθρώπινα όντα να δεχθούν χωρίς φιλολογίες, χωρίς στολίσματα και παρηγοριές, τη θνητότητα του ατόμου, τη θνητότητα της κοινότητας και ακόμα και τη θνητότητα των έργων τους.

Ο Χομπς είχε δίκιο, αν και νομίζω όχι για τους σωστούς λόγους. Πράγματι το κύριο στήριγμα των θεσμών είναι ο φόβος του θανάτου, όχι ο φόβος ότι θα με σκοτώσει ο διπλανός, ο δικαιολογημένος φόβος ότι τα πάντα, ακόμα και το νόημα, τελικά θα διαλυθούν. Κανένας φυσικά δεν μπορεί να το λύσει αυτό το πρόβλημα· αυτό δεν θα μπορέσει να λυθεί, αν και όποτε λυθεί, παρά μέσα από μια καινούργια κοινωνικο-ιστορική δημιουργία και μια αντίστοιχη αλλοίωση του ανθρωπίνου όντος και της στάσης του απέναντι στη ζωή και στον θάνατο.

Για όποιον θέλει να σκεφτεί παραπέρα το ζήτημα θα ήταν καλό να στοχαστεί τις μερικές απαντήσεις στο πρόβλημα αυτό που δώσανε οι δυο κοινωνίες όπου το πρόταγμα της αυτονομίας δημιουργήθηκε και συνεχίστηκε, δηλαδή η αρχαία ελληνική και η δυτικοευρωπαϊκή. Και ειδικότερα κανείς δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από την τεράστια διαφορά των απαντήσεων. Τεράστιο θέμα μελέτης και σκέψης. Πως οι αρχαίοι Έλληνες συνεβήβασαν την απέραντη ζωτικότητα και δημιουργικότητά τους με τη βαθιά γνώση της θνητότητάς τους (όλες οι ιστορίες περί αθανασίας κ.λπ., αθανασίας «με ευτυχία», αρχίζουν μετά τον 5ο αιώνα· πριν, υπάρχουν οι φρικτές εκείνες σκιές που συναντάει ο Οδυσσέας στη Νέκυια)· και πως οι Δυτικοευρωπαίοι, όταν σιγά σιγά μισοβγήκαν από τον χριστιανισμό, προσπάθησαν να βρουν άλλα αντίβαρα και άλλες οικονομίες του θανάτου; μια έρευνα που θα προσπαθούσε να δει πως οι πολιτικές προσπάθειες και οι πολιτικοί θεσμοί και οι πολιτικές τύχες αυτών των δυο κοινωνιών είναι βαθιά συνδεδεμένες με τη στάση τους απέναντι στο πρόβλημα της θνητότητας, θα είχε πάρα πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Αλλά αυτό, όπως έλεγε ένας μυθιστοριογράφος, είναι μια άλλη ιστορία.

Βιβλιογραφικό σημείωμα
Τα ζητήματα του κειμένου τα έχω συζητήσει στη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, (σσ. 150-160 και 387-450) και σε δυο κείμενα, «Επιλεγόμενα σε μια θεωρία της ψυχής…» και «Η ψυχανάλυση: πρόταγμα και διαύγαση», που συμπεριλαμβάνονται στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, στις εκδόσεις Ύψιλον.
Η φράση του Φρόιντ για την ψυχανάλυση ως «αδύνατο επάγγελμα» υπάρχει ήδη, πριν απ’ την Περατή και απέραντη ανάλυση (1973), στον πρόλογο που έγραψε ο Φρόυντ για το βιβλίο Verwahrioste Jugend του Aichhom (1925), όπου ο Φρόυντ την παρουσιάζει ως γνωστό ευφυολόγημα.

Από το βιβλίο: Οι ομιλίες στην Ελλάδα