3_Mayıs_1968_Renault_fabrikasında_işgal_oylaması2

Αυτή η φυσική τάση της ανταλλακτικής αξίας –ύστερα από έναν ορισμένο βαθμό ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος– να χειραφετείται σιγά-σιγά από κάθε πραγματική αξία χρήσης μετατρέπει το εμπόρευμα σε απλό τεχνούργημα (gadget), η κατανάλωση του οποίου γίνεται καθαρά επιδεικτική και η ψευδής ανάγκη του οφείλεται κατ’ αρχήν στο ότι κατασκευάστηκε από τη βιομηχανία της μόδας, της διαφήμισης και της ψυχαγωγίας – πριν βρει τη βάση της εξάπλωσής του στους αιώνιους νόμους της μιμητικής επιθυμίας. Αυτό εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και τις αυξανόμενες πολιτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα το παλαιό κίνημα χειραφέτησης των ατόμων και των λαών. Όσο η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου έβρισκε ακόμα τα πρωταρχικά στηρίγματά της στην παραγωγή στέρεων εμπορευμάτων, επισκευάσιμων και, τις περισσότερες φορές, σχεδιασμένων για να ικανοποιούν αληθινές ανθρώπινες ανάγκες –ή πραγματικές προσωπικές επιθυμίες– (ανάγκες και επιθυμίες των οποίων ο συγκεκριμένος ορισμός απαιτεί, σε κάθε περίπτωση, μια ελάχιστη φιλοσοφική συμφωνία ως προς την έννοια της ευτυχίας και της καλής ζωής), παρέμενε, όντως, δυνατό να δεχτούμε, σε γενικές γραμμές, την υπάρχουσα τεχνολογική πρόοδο και, κυρίως, να συλλάβουμε με όλη την απαιτούμενη ενάργεια το νόημα της συνδικαλιστικής πάλης και του σοσιαλιστικού αγώνα. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι που ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν εναντίον του κλεισίματος μιας επιχείρησης που κατασκεύαζε ποιοτικά έπιπλα, εξαιρετικά συστήματα φωτισμού ή ανθεκτικές συσκευές θέρμανσης, απλές και αποτελεσματικές, δεν είχαν την παραμικρή δυσκολία να πεισθούν ότι υπερασπίζονταν, έτσι, περήφανα, το επάγγελμά τους και τη δεξιότητά τους, καθώς και ότι προάσπιζαν, ταυτόχρονα, το συμφέρον ολόκληρης της κοινότητας (γεγονός για το οποίο είχαν απόλυτο δίκιο). Και στην πλειονότητά τους ήταν απόλυτα ικανοί να φανταστούν έναν κόσμο όπου, κάποια μέρα, θα μπορούσαν να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους και να ελέγχουν συλλογικά αυτή την παραγωγή, με τρόπο ώστε να αναπροσανατολίσουν τις μεθόδους της προς το συμφέρον όλων και όχι απλώς για το κέρδος μερικών (δεν είναι τυχαίο που η διεκδίκηση της αυτονομίας από τους πρώτους σοσιαλιστές εργάτες είχε ακριβώς ανακύψει σε μια εποχή όπου η συσσώρευση του κεφαλαίου διατηρούσε ακόμα μια προφανή σχέση με τις έννοιες της τέχνης και της αξίας χρήσης).

Από τη στιγμή, αντίθετα, που το καπιταλιστικό σύστημα –για να μπορέσει να ξεπεράσει την εγγενή του «κρίση αγορών» (καθώς επίσης και για να εκτρέψει τους εργαζόμενους της εποχής από την αυξανόμενη επαναστατική κριτική τους)– αναγκάστηκε να μπει στην εποχή της μαζικής κατανάλωσης και της πίστωσης (που στοχεύει, κυρίως, στο να μεταθέσει στο μέλλον τα προβλήματα που συνδέονται με αυτή τη δομική κρίση των αγορών), τα πολιτικά δεδομένα έπρεπε υποχρεωτικά να μεταβληθούν. Ο καπιταλισμός (έχοντας απελευθερωθεί από όλους τους αρχικούς ηθικούς και θρησκευτικούς του περιορισμούς) κατέληξε να μετασχηματιστεί σε ένα σύστημα αξιολογικά ουδέτερο, όπου ο καθένας –σύμφωνα με τη ρήση του Φρίντριχ Χάγιεκ– πρέπει να είναι «ελεύθερος να παράγει, να πουλάει ή να αγοράζει ό,τι είναι δυνατόν να παράγεται ή να πωλείται» (με άλλα λόγια, να πουλά το οτιδήποτε στον οποιονδήποτε). Αυτή η νέα του μορφή ανάπτυξης καθιστά κάθε μέρα και πιο απατηλή την ιδέα (πάντα το ίδιο ελκυστική, στις μέρες μας, στον Αντόνιο Νέγκρι και τον Αλέν Μπαντιού) σύμφωνα με την οποία η «φυσική» ανάπτυξη της εμπορευματικής κοινωνίας τείνει αφ’ εαυτής να προετοιμάζει την «υλική βάση του σοσιαλισμού».

Πρώτον, επειδή η «πτωτική τάση της αξίας χρήσης» (Γκυ Ντεμπόρ) οδηγεί μοιραία στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας που όλο και απομακρύνεται από τις πραγματικές προϋποθέσεις μιας ανθρώπινης ζωής αντάξιας του ονόματός της: Τι είδους χειραφέτηση θα μπορούσε, πράγματι, να γίνει, σε έναν κόσμο εντελώς ρημαγμένο από το μπετόν, τη βιομηχανική γεωργία, τα πυρηνικά απόβλητα, την πανταχού παρουσία του αυτοκινήτου και των αερομεταφορών ή τον αδιάκοπο πολλαπλασιασμό τεχνουργημάτων, τόσο εξεζητημένων όσο και άχρηστων και αλλοτριωτικών;

Δεύτερον, επειδή η αυξανόμενη ανάγκη να επιβληθεί στους ανθρώπους, που έχουν γίνει απλοί «καταναλωτές» –και ιδίως στους πιο νέους–, η χρήση προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες δεν έχουν την παραμικρή πραγματική ανάγκη (εκτός από το να αντισταθμίζουν το ψυχολογικό κενό μιας ύπαρξης αφιερωμένης στην κατανάλωση)1, απαιτούσε λογικά τη διαμόρφωση μιας καινούργιας μεσαίας τάξης. Αρκεί να αναλογιστούμε τη φιγούρα του «νεαρού δυναμικού στελέχους» στη λογοτεχνία της δεκαετίας του 60 –από Τα πράγματα (Les Choses) του Ζωρζ Περέκa ως Τις ωραίες εικόνες (Les Belles Images) της Σιμόν ντε Μπουβουάρ–, η θεαματική ανάπτυξη αυτής της νέας μεσαίας τάξης, που –στη Γαλλία– ξεκινά ήδη την επαύριο της Απελευθέρωσης, αντιστοιχεί πάνω απ’ όλα στην «τεράστια επέκταση των τμημάτων της στρατιάς διανομής και εγκωμιασμού των σύγχρονων εμπορευμάτων» (Γκύ Ντεμπόρ). Όμως, οι «μοντέρνες» και «διατέμνουσες» ικανότητες, που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία αυτών που ανήκουν στις καινούργιες μεσαίες τάξεις –αν εξαιρέσουμε τους αληθινούς ερευνητές, τεχνικούς ή καλλιτέχνες–, δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να έχουν οποιαδήποτε πραγματική χρησιμότητα έξω από μια κοινωνία βασισμένη στην υπεροχή της ανταλλακτικής αξίας (όπως είναι, προφανώς, η περίπτωση, όσων εργάζονται σήμερα στη διαφήμιση, στο «νέο μάνατζμεντ» ή στη βιομηχανία των «μέσων μαζικής αποπληροφόρησης» και της mainstream κουλτούρας). Επιπλέον, αυτές οι καινούργιες μεσαίες τάξεις –οι οποίες αναπτύσσονται, σήμερα, σε όλες τις μεγάλες μητροπολιτικές ζώνες του πλανήτη– τείνουν κατ’ ουσίαν να συμπεριλάβουν όλους τους «υποκείμενους στην καπιταλιστική ηγεμονία φορείς της» (Αντρέ Γκορζ). Αναπόφευκτα, λοιπόν, καταλήγουν σταδιακά να μεταβληθούν –υπό την επίδραση της αντιφατικής κοινωνικής τους θέσης και της ένοχης συνείδησης που συνήθως τη συνοδεύει– σε μία από τις προνομιακές εκλογικές βάσεις της νέας φιλελεύθερης αριστεράς2. Ως εκ τούτου, αποτέλεσαν το κύριο κοινωνιολογικό στήριγμα αυτού του πολιτισμικού φιλελευθερισμού που υπήρξε το –αδιαφιλονίκητο και αναντίρρητο– πνεύμα της εποχής της Κοινωνίας του Θεάματος3.

Το πρόβλημα είναι ότι η καταστατική πίστη της αριστεράς σε ένα «νόημα της ιστορίας» (την αυτόματη, μεγαλειώδη προέλαση του ανθρώπινου είδους, από την εξοργιστική αρχική «βαρβαρότητα» –τους Ντογκόν και τους Γιανομάμιb– στη θαυμαστή δυτική νεωτερικότητα – τον Στηβ Τζομπς, τους πυρηνικούς αντιδραστήρες και τις Techno Parade) αυτής της, τόσο λογικής παρά ταύτα, εξέλιξης του καπιταλισμού. Πράγματι, ήταν ήδη ψυχολογικά δύσκολο, για έναν «άνθρωπο της προόδου», να δεχτεί την παλιά σοσιαλιστική ιδέα σύμφωνα με την οποία τα άτομα «υποχρεώθηκαν να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης ιδιότητάς τους για να επιτελέσουν τα θαύματα του (σύγχρονου βιομηχανικού) πολιτισμού» (Ένγκελς).

Αλλά κανένας «συνεπής» προοδευτικός (δηλαδή, βαθιά πεπεισμένος πως στο παρελθόν τα πάντα ήταν χειρότερα, σε όλους τους τομείς) δεν θα μπορούσε να δεχτεί δίχως τρόμο την –ωστόσο καινούργια– ιδέα ότι, στο εξής, ένα αποφασιστικό και, κυρίως, διαρκώς αυξανόμενο μέρος του υλικού «πλούτου», του παραγόμενου από τον νέο καπιταλισμό της κατανάλωσης (προφανώς δε, και από τον «απελευθερωμένο» τρόπο ζωής, που αποτελεί την κρυμμένη πολιτισμική όψη του, και η οποία είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ μερικές δεκαετίες νωρίτερα), στην πράξη, υπονομεύει καθημερινά όλο και περισσότερο τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας αξιοπρεπούς σοσιαλιστικής κοινωνίας. Εξ ου και η ακλόνητη, σήμερα, βεβαιότητα –που βρίσκεται στα θεμέλια κάθε σύγχρονης αριστερής ευαισθησίας– ότι κάθε αρνητική κριτική στις συνέπειες αυτού του μόνιμου οικονομικού, ηθικού και πολιτιστικού εκσυγχρονισμού, τον οποίο προκαλεί αναγκαστικά ο καπιταλισμός της κατανάλωσης –με εναρκτήριο λάκτισμα το σχέδιο Μάρσαλ και την «ένδοξη τριαντακονταετία»c– δεν μπορεί παρά να προέρχεται από μια ένοχη «νοσταλγία» για έναν κόσμο «εξαφανισμένο» ή από μια θλιβερή «αντιδραστική» τάση προς την «αναδίπλωση» και τον «φόβο του άλλου». Σα να λέμε ότι ο Ζακ Τατί ή ο Ζαν-Ζακ Σανπεd έχουν γίνει σύμβολα όλων αυτών των «εμετικών» ιδεών που θα μπορούσαν, κάποια μέρα, να μας οδηγήσουν στις «πιο σκοτεινές ώρες της ιστορίας μας»! Είναι μάταιο, λοιπόν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, να αναζητήσουμε αλλού την κύρια φιλοσοφική αιτία της προσχώρησης, σήμερα οικουμενικής, της μοντέρνας αριστεράς στη λατρεία της ανάπτυξης, της «ανταγωνιστικότητας» και της παγκοσμιοποίησης. Και κατά συνέπεια, να αναζητήσουμε και τον λόγο της συνακόλουθης εγκατάλειψης κάθε κριτικής –έστω και μερικής– στον κόσμο του Εμπορεύματος και του Θεάματος. Αυτή ακριβώς η φιλοσοφική ανικανότητα της ορθόδοξης αριστεράς να αντιληφθεί την επαναστατική φύση της καπιταλιστικής ανάπτυξης (ποτέ, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα δεν είχε –σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα– αλλάξει σε τέτοιο βαθμό την όψη ολόκληρη του κόσμου) εξηγεί επίσης το γιατί ο ίδιος ο χρόνος δουλεύει πλέον όλο και περισσότερο (αντίθετα απ’ ό,τι φαντάζονταν οι παλιοί προοδευτικοί) εναντίον της ελευθερίας και της πραγματικής ευημερίας των ατόμων και των λαών.

Έχει, τωόντι, καταστεί σαφές, ότι όσο καθυστερούμε να αποκαταστήσουμε τις θεωρητικές και πρακτικές συνθήκες μιας επιστροφής στις ιδρυτικές ενοράσεις της πρωταρχικής σοσιαλιστικής κριτικής (φροντίζοντας, εννοείται, να επικαιροποιήσουμε τη μορφή και το περιεχόμενό της), τόσο περισσότερο ο παρακμιακός κόσμος, που δημιουργείται σήμερα μπροστά στα μάτια μας, θα κάνει όλο και πιο δύσκολο, αργό και επίπονο τον απαραίτητο μετασχηματισμό ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους των σημερινών «απασχολήσεων» σε ανθρώπινες δραστηριότητες, πραγματικά δημιουργικές και αληθινά χρήσιμες σε όλους (γνωρίζοντας, φυσικά, πως τα πάντα θα πρέπει να γίνουν με τέτοιο τρόπο –όσος χρόνος κι αν απαιτηθεί– ώστε ο απλός κόσμος να μην υποφέρει πολύ από το υλικό και ψυχολογικό κόστος ενός τέτοιου μετασχηματισμού)4. Με τον επιπρόσθετο κίνδυνο, αν όντως η συνειδητοποίηση των λαών καθυστερήσει υπερβολικά, πως η ίδια η ιδέα μιας αξιοπρεπούς κοινωνίας –με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας ταυτόχρονα ελεύθερης, ισόνομης και συμβιωτικής (και μια κοινωνία όπου κάποιοι έχουν τη δύναμη να διαθέτουν κατά βούληση τον χρόνο και τη ζωή των άλλων δεν ανταποκρίνεται βεβαίως σε αυτά τα κριτήρια)– θα καταλήξει, σε βάθος χρόνου, να θεωρείται πλέον αδιανόητη. Έτσι αναλογιζόμαστε το εύρος και την επιτακτικότητα του έργου που περιμένει σήμερα τους φίλους των εργαζομένων και του ανθρώπινου είδους. Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα: η φράση αυτή ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρη.

* Ζαν-Κλωντ Μισεά, Τα μυστήρια της Αριστεράς: από το ιδεώδες του Διαφωτισμού, στον θρίαμβο του απόλυτου Καπιταλισμού (μτφρ. Στράτος Ιωαννίδης), Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2014, σελ. 97-108.

1 Σχετικά με τα ψυχολογικά θεμέλια της ξέφρενης κούρσας της κατανάλωσης για την κατανάλωση (που δεν μπορεί παρά να συντηρεί επ’ άπειρον το υπαρξιακό κενό των υποκειμένων) και την εναλλακτική δυνατότητα να καθορισθούν οι προϋποθέσεις μιας αληθινής ευτυχίας που δεν θα βασίζεται πλέον στον μύθο μιας απεριόριστης ανάπτυξης, θα βρούμε αξιοσημείωτες αναλύσεις στις εργασίες του Πορτογάλου Λουίς ντε Μιράντα (Louis de Miranda) και, κυρίως, στο βιβλίο του, Peut-on jouir du capitalisme? Lacan avec Heidegger et Marx (εκδόσεις Max Milo, Paris, 2009). «Με το να πεις σε έναν άνθρωπο –γράφει, για παράδειγμα, ο συγγραφέας– ότι αγοράζει μια Πόρσε επειδή δεν μπορεί να κατακτήσει το απόλυτο, ακόμα κι αν αυτό είναι πράγματι αλήθεια, έχει λιγότερες πιθανότητες να τον πείσεις να μην το κάνει (διότι εάν το Είναι μού είναι απρόσιτο, προτιμότερο να κυλιέμαι στη λάσπη των υποκατάστατών του) από το να του υποδείξεις ότι μπορεί να υπάρξει μια ανάδυση του Είναι μακριά από τη δίνη των καταναγκασμών του οπαδού. Φτηνότερη από μια Πόρσε. Αλλά πιο πολυτελής» (σ. 78). Ως καλός αναγνώστης του Μαρξ, ο Λουίς ντε Μιραντά δεν παραλείπει, βέβαια, να υπενθυμίσει τα απαραίτητα πολιτικά και κοινοτικά θεμέλια αυτής της απελευθερωτικής και χειραφετητικής «απόστασης από το Είναι».

a Georges Perec (Γαλλία, Παρίσι, 1936-1982). Γάλλος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, δημιουργός ταινιών και τεκμηριωτής βιβλιοθηκονόμος (σ.τ.μ.).

2 Εκείνες που, στη Γαλλία, βρήκε μία από τις συμβολικές αφετηρίες της, το 1967, στο βιβλίο του Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σπέμπερ, Le défi américain (ελλ. έκδ. Αμερικανική Πρόκληση, Ιστορία της Ανθρωπότητας, Αθήνα 1977).

3 Σχετικά με το αμφιλεγόμενο καθεστώς των καινούργιων μεσαίων τάξεων ως προς τον κομβικό ρόλο τους στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό της Γαλλίας, στη δεκαετία του ’60, καθώς και στην αντίστοιχη ανάδυση μιας φιλελεύθερης και μοντέρνας αριστεράς, θα θυμίσουμε το […] βιβλίο, της Κρίστιν Ρος (Rouler plus vite, laver plus blanc). Αυτή η εμβριθής και τόσο συναρπαστική μελέτη –εν μέρει βασισμένη στην ιδέα ότι «το πρώτο είδος που εξήχθη από την Αμερική δεν ήταν η Κόκα-Κόλα ή οι χολυγουντιανές ταινίες, αλλά η υπεροχή των ανθρωπιστικών επιστημών» (σ. 263)– επισημαίνει ιδιαίτερα, ακολουθώντας τον Ανρί Λεφέβρ, την αποφασιστική θέση που κατέλαβε η στρουκτουραλιστική ιδεολογία της δεκαετίας του ’60 («ο στρουκτουραλισμός –γράφει– ανέλαβε την ιδεολογική βρωμοδουλειά της κάστας την οποία αντιπροσωπεύει το νεαρό στέλεχος· του προσέφερε την ιδεολογική του νομιμοποίηση και το πνευματικό του λούστρο»). Ο ύστατος προορισμός του «μεταμοντέρνου» Πανεπιστημίου και της τρέχουσας κρατικής κοινωνιολογίας (σχεδόν πάντοτε αριστερής) φωτίζεται έτσι ουσιωδώς.

b «Πρωτόγονες» φυλές, στο Μάλι της Αφρικής και τον Αμαζόνιο, αντίστοιχα (σ.τ.ε.).

c Έτσι αποκαλούνται στη Γαλλία τα τριάντα χρόνια (1945-1975) συνεχούς ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού. (σ.τ.μ.).

d Ο Jacques Tati (1907-1982) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης και κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σήμερα θεωρείται από τους πρωτοπόρους του σύγχρονου κινηματογράφου.

 Ο JeanJacques Sempé (Γαλλία 1932) είναι σκιτσογράφος. Και οι δύο υπέβαλλαν σε μια «ρομαντική» και αντιεκσυγχρονιστική κριτική τον σύγχρονο κόσμο (σ.τ.ε.).

4 Εξάλλου, υπάρχουν τουλάχιστον άλλα δύο σημαντικά εμπόδια που μια μεταβατική κοινωνία (και, κατά συνέπεια, ο νέος λαϊκός ιστορικός συνασπισμός, ο οποίος θα αποτελέσει την ψυχή και τον κινητήρα της) θα πρέπει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα. Από τη μία –και είναι το κλασικό όριο του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας– όλοι οι μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας που διασώζονται ακόμα (κυρίως για λόγους κυβερνησιμότητας του φιλελεύθερου συστήματος) χρηματοδοτούνται από αυτή την ανάπτυξη, την όλο και πιο καταστρεπτική, αποβλακωτική και, σε κάθε περίπτωση, προορισμένη να τσακιστεί, αργά ή γρήγορα, πάνω στο οικολογικό παγόβουνο (ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, εκείνες τις περίφημες «σπάνιες γαίες» που υπάρχουν σε πολύ περιορισμένες ποσότητες και από τις οποίες εξαρτάται, ωστόσο, κατά ένα ουσιαστικό μέρος, η συνεχής πρόοδος των «νέων τεχνολογιών»). Και, από την άλλη, η αυξανόμενη διασύνδεση (εξ αιτίας του ανοίγματος των συνόρων και της παγκοσμιοποίησης) όλων των υπαρχόντων συστημάτων παραγωγής και ανταλλαγών κάνει όλο και πιο περίπλοκη την αναγκαία ανασύσταση των πόλων παραγωγικής δραστηριότητας, που μπορούν να ελεγχθούν από τους λαούς και να είναι κατά το δυνατόν περισσότερο αυτόκεντροι. Είναι φανερό, για παράδειγμα, πως αν ο κάθε λαός δεν ανακτήσει το συντομότερο τα κλειδιά της διατροφικής αυτονομίας του –γεγονός που προϋποθέτει ήδη την κατοχή μιας επαρκούς ποσότητας καλλιεργήσιμων εκτάσεων και, άρα, την απόσπασή τους από τη γενικευμένη τσιμεντοποίηση– οι ίδιες οι συνθήκες της βιολογικής του επιβίωσης θα καταλήξουν να εξαρτώνται πλήρως από την κυνική στρατηγική των αγρο-βιομηχανικών λόμπι και από την χωρίς όριο απληστία των διεθνών κερδοσκόπων. Με άλλα λόγια, όσο καθυστερούμε να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό –και, άρα, δεν αμφισβητούμε τους «πλαστικούς μας πόθους και τα όνειρά μας από νάιλον» (Έλσα Τριολέ)– τόσο θα λιγοστεύουν οι πιθανότητες να μοιάζει με ομαλή προσγείωση η διαδικασία σταδιακής εξόδου απ’ τον καπιταλισμό. Δυστυχώς, φαίνεται πως δεν έχουμε πλέον άλλη επιλογή. Διότι, αν πιστεύουμε ότι μπορούμε να αναβάλουμε ακόμα για καιρό αυτή την αναγκαία χειρουργική επέμβαση, η προγραμματισμένη –σε μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα– συνάντηση με το παγόβουνο θα καταστεί αναπόφευκτη. Και το ανθρώπινο κόστος που θα πληρώσουμε, εννοείται, ότι θα είναι ανυπολόγιστο.