δύσκολο κι επικίνδυνο είναι το να θέλεις να κάμεις λεύτερο έναν λαό που θέλει να ζει δούλος
Μακιαβέλι, Διατριβές, βιβλίο III, κεφ. VIII.
Με αφορμή το Για την επανάσταση και τη διάκριση που κάνει η Arendt μεταξύ της αμερικάνικης και γαλλικής κοινωνίας, αναρωτιόμαστε ποιές παρατηρήσεις θα μπορούσε να είχε προσθέσει, εάν γνώριζε την πραγματικότητα της ελλαδικής κοινωνίας την περίοδο της οθωμανικής ομηρίας πριν την επανάσταση.
— Η επανάσταση του 1789 —
Η Arendt επεσημάνε πως η μεγάλη διαφορά των επαναστάσεων-ορόσημα της αστικής εποχής βρίσκεται στο γεγονός πως το γαλλικό έθνος, και γενικότερα η κεντρική Ευρώπη, αποτελούνταν από κοινωνίες που είχαν διαμορφωθεί στη σκιά του φεουδαλισμού, και έβγαιναν, μόλις την εποχή εκείνη, από το καθεστώς δουλοπαροικίας (στην Γαλλία το 1776 υπολογίζεται πως υπήρχαν ακόμα 140.000 δουλοπάροικοι). Ενώ η αμερικάνικη κοινωνία ήταν περισσότερο μια χώρα ένωσης ανεξάρτητων κομητειών και ατόμων παρά ένα κοινωνικό άθροισμα. Στην Γαλλία μία επί της ουσίας νεκρή αριστοκρατική τάξη, χωρίς η ίδια να παράγει πλούτο ή να προσφέρει στο σύνολο, νέμονταν απόλυτα την εξουσία. Στην Αμερική αντίθετα τα μέλη των κομητειών ασκούσαν ήδη μέσα στις δημοτικές τους συνελεύσεις αυτοκυβέρνηση 1. Η κοινωνική συνθήκη της Γαλλίας έθετε στο περιθώριο όλους όσους στερούνταν τίτλους ευγένειας, από τους χωρικούς έως τους πιο εύπορους αστούς, και τους ενέτασσε όλους σε έναν κοινό χυλό που ιστορικά έμεινε γνωστός ως η «τρίτη τάξη» – κατά την περίφημη ρήση του αβά Emmanuel-Joseph Sieyès: «Ένα τίποτα». Η επανάσταση του 1789, μέχρι τουλάχιστον και την καρατόμηση του Loui Capet στις 21 Ιανουαρίου 1793, είχε ως κατεξοχήν στόχο της την συγκατοίκηση της τρίτης τάξης με τη μοναρχία. Η πτώση τού παλαιού καθεστώτος σήμαινε όχι την δημιουργία ενός νέου πολιτικού μορφώματος, αλλά κατά την φράση του Marcel Gauchet, «την εξάρθρωση της παλιάς κοινωνίας» και την δημιουργία νέας. Το απολυταρχικό κράτος των Βουρβόνων διατηρήθηκε ανέπαφο, αυτό που άλλαξε το 1789 ήταν ο διαχειριστής του. Θα έλεγε κανείς πως αντί για την «επανάσταση» που θα έθετε μια νέα μορφή εξουσίας, περισσότερο συντελούνταν μία «αποκατάσταση» των αποκλεισμένων στην ήδη υπάρχουσα. Στη διαπίστωση αυτή είχε καταλήξει από νωρίς ο Tocqueville: «Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι ο σκοπός της επερχόμενης επανάστασης δεν ήταν η ανατροπή του παλαιού καθεστώς αλλά η αποκατάσταση του»2. Το ίδιο και η διακήρυξη του 1789, δεν διεκδικούσε τόσο να θεμελιώσει ένα νέο πολίτευμα αλλά να άρει τον κοινωνικό αποκλεισμό που στερούσε στους γάλλους την νομή της εξουσίας. Το νέο κριτήριο μεταφέρθηκε από τους τίτλους στην ιδιοκτησία. Η ελευθερία, η οποία τόσο εξυμνήθηκε, δεν ήταν η πολιτική ελευθερία αλλά η ελευθερία της ιδιοκτησίας (άρθρο 2 και 17). Πουθενά στο κείμενο της διακήρυξης του ’89 δεν γίνεται η ελάχιστη αναφορά για την θεμελίωση και την άσκηση τής λαϊκής κυριαρχίας, παρά, μόνο στο όνομα αυτής, θεμελιώνεται το άνοιγμα των θυρών του ενυπάρχοντος καθεστώτος στις νέες κοινωνικές δυναμικές. Ακόμα και η καθοριστική παρέμβαση των Ορεινών στην εξέλιξη της επανάστασης αποσκοπούσε περισσότερο στη δημιουργία μιας κοινωνίας της Αρετής παρά την μετάβαση της εξουσίας από το βουρβονικό κράτος σε μια άλλη πολιτειακή ένωση. Διαβάζοντας τη διακήρυξη του 1793, διαπιστώνει κανείς πως τα μισά άρθρα αναφέρονται στην ιδιοκτησία και τα υπόλοιπα μισά στον νόμο. Η περιβόητη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου κατοχυρώνει περισσότερο τα δικαιώματα του κράτους παρά του πολίτη. Πουθενά δεν γίνεται λόγος για τον τρόπο που οφείλει να εφαρμόζεται και να διαφυλάσσεται η αδιαίρετη, απαράγραπτη κι αναπαλλοτρίωτη κυριαρχία του λαού (άρθρο 25), ενώ οι «εντολοδόχοι και οι εκπρόσωποι» τού κυρίαρχου λαού (άρθρο 29) εμφανίζονται στην κυριολεξία ad hoc από εκείνους που συνέταξαν τη διακήρυξη. Η έννοια του «Κυρίαρχου» σε αυτά τα άρθρα δεν έχει την κυριολεκτική σημασία που της έδινε ο Ρουσσώ όταν την υπέβαλε κάτω από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις. Στις διακηρύξεις του ’89 και του ’93 η «Κυριαρχία» από επίθετο γίνεται ουσιαστικό και μεταμορφώνεται σε αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο. Ο «Κυρίαρχος» είτε λαός, έθνος, κράτος δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε ένα μόνο είδος «αρχής» και να ασκείται στον λαό εξ αποστάσεως. Ο Sieyès, εμπνευστής του παράδοξου όρου «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», δεν δίστασε να υπερβεί με απροκάλυπτη κυνικότητα την αντίφαση να στερείται η κυριαρχία από τον κυρίαρχο λαό. Υποστήριξε την θέση, που ασπάστηκε έκτοτε όλη η νεωτερικότητα, πως «είναι στην φύση του λαού να μην υπάρχει ως οντότητα και ως βούληση παρά μόνο μέσα από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του». Για τον Sieyès ο λαός δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένας βουβός κυρίαρχος, «που δεν μπορεί να μιλήσει, δεν μπορεί να δράσει παρά μόνο μέσω των αντιπροσώπων του3». Το πραγματικά σπουδαίο επίτευγμα της γαλλικής επανάστασης είναι ότι μετέτρεψε την μονοπρόσωπη κυριαρχία του βασιλέως στην απρόσωπη δεσποτεία του κράτους.
— Η επανάσταση του 1776 —
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Ενώ η γαλλική κοινωνία ήταν ένα «τίποτα» και έπρεπε να επαναστατήσει για να γίνει «κάτι», οι αμερικανοί βιώνανε μια μορφή πολιτικής ελευθερίας απλησίαστη έως τότε στους ευρωπαίους. Ο Murray Bookchin, στο ίδιο πλαίσιο με την Arendt, αναφέρεται με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια για τον χαρακτήρα των αμερικανών επαρχιωτών του 1776, «υπεροπτικών και αγέρωχων για τις ελευθερίες τους, που δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό και μόλις που μπορούσαν να ανεχθούν την σκέψη του ελέγχου τους από κάποια ανώτερη εξουσία4». Η διαφορά της Αμερικής έγκειται στο γεγονός πως ως κοινωνία δεν αποτελούσε μάζα όπως η γαλλική τρίτη τάξη. Κάθε ικανός αμερικανός, όπως με φανερή ικανοποίηση έγραφε ο Τζέφερσον, «μπορούσε να ελπίζει σε ένα δικό του σπίτι και τα μέσα για να επιδιώξει την ευτυχία του5». Ενώ το σύστημα των town halls και των κομητειών, οι θορυβώδεις συνελεύσεις και ο τοπικιστικός τους χαρακτήρας έδιναν μια γεύση ελευθερίας αδιανόητης για τους κατοίκους της γηραιάς Ευρώπης, που στέναζε κάτω από το γκρίζο πέπλο τού δεσποτισμού. Στην Αμερική, κάτω από την μύτη του αγγλικού στέμματος, «ακόμη και των βασιλικών κυβερνητών των αποικιών, η βρετανική Αμερική είχε γεννήσει ένα νέο τύπο ανθρώπου, ο οποίος δεν ήταν ούτε αφελής χωρικός, ούτε δειλός υπήκοος, αλλά ενεργός πολίτης». Ο «τύπος του ελεύθερου χωρικού και το σύστημα των αυτοκυβερνώμενων κομητειών» είναι η βασική αιτία που η επανάσταση του 1776 δεν επιδίωξε κοινωνικές κατακτήσεις· δεν αποτελούσε «κοινωνία» με την έννοια της μάζας που θα μπορούσε αντίστοιχα να κινητοποιηθεί μαζικά, αλλά μια ριζική ατομικιστική ένωση κοινοτήτων που επεδίωκε να υπερασπιστεί το αγαθό της πολιτικής ελευθερίας που διατηρούσε από αιώνες. Κυρίως για τον λόγω αυτό, η αμερικάνικη επανάσταση ήταν από την αρχή της συντηρητική. Δεν διεκδικούσε καμμία πολιτειακή αλλαγή, ούτε καν κοινωνικές ελευθερίες αφού οι αμερικανοί άποικοι είχαν στην διάθεση τους τα μέσα για να τις αποκτήσουνε. Αν δεν ήταν το αγγλικό κοινοβούλιο με την κοντόθωρη επιμονή του να υποβιβάσει στο επίπεδο του υποτελή, ανθρώπους που νιώθανε ισότιμο μέρος της βρετανικής αυτοκρατορίας, ενδέχεται να μην είχε συμβεί ποτέ το 1776. Τη στιγμή που η Βρετανία έκλεινε την πόρτα της στις αιτήσεις των αμερικάνικων πολιτειών άνοιγε ο δρόμος για την δημιουργία μιας πολιτείας, όπως την περιέγραφε ο Τζων Άνταμς: ολότελα καινούργιας. Η μορφή που επέλεξαν αρχικά οι δεκατρείς πολιτείες ήταν η φεντεραλιστική δημοκρατία. Κάθε state των δεκατριών ενώσεων ήταν στην κυριολεξία μια αυτοπολιτεία, με δικά της πολίσματα, πολιτοφυλακή, νόμους, νόμισμα και οικονομική κυριαρχία. Τα παραπάνω στοιχεία δεν ευνοούσαν μόνο όσους είχαν μια πιο «αγγλική» ιδέα για το μέλλον της νέας πολιτείας και μόνο εξαιτίας των ικανοτήτων αυτής της πεισματικής μειοψηφίας, καθοδηγούμενης από τους Μαντισον και Άνταμς, κατάφεραν με το αμερικάνικο σύνταγμα του 1789 να μετατρέψουν το πόλισμα της ομοσπονδίας στο αμερικάνικο κράτος που γνωρίζουμε σήμερα6. Το συνταγματικό πραξικόπημα του ’89 άφησε πληγή στην αμερικάνικη πολιτεία που για να κλείσει χρειάστηκε ο αιματηρός εμφύλιος του 1860, όμως ακόμα και σήμερα το αμερικανικό σύστημα απέχει κατά πολύ από την ιδέα που έχουμε για το κράτος στην Ευρώπη. Πόσο μάλλον απέχει από το συγκεντρωτικό μόρφωμα στο οποίο οδεύει η ευρωπαϊκή ένωση, η οποία όσο περισσότερο προσπαθεί να ενωθεί, πολιτισμικά, νομικά και δημοσιονομικά τόσο διαιρεί και διευρύνει περισσότερο το χάσμα στο εσωτερικό των κοινωνιών της.
— Η επανάσταση του 1821 —
Το ελληνικό κράτος ως μια μουντζουρωμένη φωτοτυπία του γαλλικού, θεμελιώθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της γαλλικής νομοθεσίας. Ο νόμος-έκτρωμα της οθωνικής αντιβασιλείας, Νόμος περί συστάσεως των Δήμων, της 27ης Δεκεμβρίου 1833-8ης Ιανουαρίου 1834, συντάχθηκε αντιγράφοντας το σύστημα τής διαίρεσης των γαλλικών δήμων, όπου οι δήμαρχοι διορίζονταν από το κράτος, μικροί τύραννοι των συμπολιτών τους και μεγάλοι δούλοι της κεντρικής διοίκησης. Το ελληνικό κράτος δεν είναι αποτέλεσμα ούτε της ένοπλης κινητοποίησης του γένους, ούτε είναι προϊόν της κοινοτικής παράδοσης των πλουμιστών πολισμάτων του ελλαδικού χώρου. Κυριότερο: η δημιουργία κράτους δεν ήταν ποτέ επιδίωξη των βασικών συντελεστών της επανάστασης. Κοραής, Ρήγας, Υψηλάντης ακόμα και ο «τυραννικός» Καποδίστριας αντιλαμβάνοταν απόλυτα, πως η οποιαδήποτε μορφή κυβερνητικής επικράτειας, έπρεπε να λάβει υπόψη της και να βασιστεί στα υφιστάμενα πολίσματα των κοινοτήτων εδάφους και των μικρών κοινοπολιτειών, που διατήρησαν όρθιο το ελληνορθόδοξο γένος την περίοδο της οθωμανικής του ομηρίας. Η εθνοσυνέλευση τής Επιδαύρου και το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» της Εης εθνοσυνέλευσης το 1832, ακριβώς μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, προσπάθησαν να μεταφέρουν το «εθνικό δίκαιο» της αυτοπολιτείας των κοινοτήτων στο θεσμικό χάρτη του νεόδμητου κράτους. Σε εκείνες τις δραματικές στιγμές, και παρόλη την πίεση που δέχονταν από τον κίνδυνο ενός νέου καταστρεπτικού εμφυλίου, η εθνική αντιπροσωπεία του 1832 δεν δίστασε να εξετάσει το ενδεχόμενο να επαναφέρει την πρόταση των τοπικών πολιτευμάτων που είχε ψηφίσει η Α’ εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και να προτείνει την σύζευξη μιας κοινοτικής συμπολιτείας κάτω από την βασιλική εποπτεία του Όθωνα, κάτι που κάτω από την εκβιαστική πίεση των βαυαρών δεν έγινε ποτέ δεκτό. Το σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν είναι αποτέλεσμα της εθνοέγερσης του 1821 αλλά της πολιτικής ήττας της ελληνικής επανάστασης και της αδυναμίας των πρωταγωνιστών της να σκεφτούν και να πράξουν με ανιδιοτέλεια και μεγαλοψυχία. Το κράτος που όρθωσε η αντιβασιλεία ήταν προϊόν ευρωδουλικής μίμησης και τυραννίας. Τον καταστρεπτικό χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης στην κοινοτική ζωή έχουν επισημάνει στο παρελθόν προσωπικότητες ανυπέρβλητης επιφάνειας: ο Ιωάννης Κοκκώνης στο σύγγραμμά του Περί Πολιτειών (1828) και ο καθηγητής του διοικητικού δικαίου Γεώργιος Αγγελόπουλος στην μελέτη του Περί τοπικής διοικήσεως εν Ελλάδι εν συγκρίσει προς την Γαλλία και την Αγγλία (1879). Ο Αγγελόπουλος, έχοντας στην διάθεση του τα αποτελέσματα εφαρμογής δεκατιών των γαλλικών προτύπων στην ελληνική κοινωνιογραφία, έγραφε χαρακτηριστικά: «Εν Ελλάδι και Γαλλία μέρος ή το πλείστον της τοπικής ελευθερίας προσηνέχθη ολοκαύτωμα υπέρ της ιδρύσεων διοικήσεως συμπαγούς και ομοιόμορφου7», και χαρακτήριζε τον νόμο Περί Δήμων του 1833 ως ένα «τεχνητό, επιπόλαιο και ανελεύθερο κατασκεύασμα», το οποίο «υπό άγαν συγκεντρωτικόν σύστημα απεμάρανε την αρχαίαν ζωτικότητα και πρωτοβουλίαν του Ελληνικού λαού». Δυστυχώς ούτε ο Κοκκώνης ούτε ο Αγγελοπουλος ακούστηκαν, ούτε δόθηκε, πλην ελαχίστων, από κανέναν συνέχεια στο έργο τους. Ο νόμος ΔΝΖ’/1912 Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων, έδωσε τέλος σε μια κοινοτική παράδοση, ιστορίας 500 ετών, και στέρησε στους πανωμερίτες έλληνες την πολιτική τους ελευθερία, την στιγμή ακριβώς που αποκτούσανε την εθνική τους ανεξαρτησία. Σε αυτό τον κύκλο τυραννίας η αστικοποίηση που ακολούθησε και οι δημοτικοί νόμοι “Καποδίστριας” και “Καλλικράτης” απλώς ολοκληρώσανε το έργο της πολιτικής αποχαύνωσης που ξεκίνησε με την αντιβασιλεία του 1834.
— Η ιστορία του κράτους —
Τα παραπάνω αποτελούν παρά μία ακροθιγή παρουσίαση των βασικών διαφορών μεταξύ της γαλλικής, της αμερικάνικης και της ελληνικής επανάστασης. Από αυτές προκύπτει και η ετερόδοξη προσέγγιση που έχουν μεταξύ τους για το κράτος. Η περιβόητη republique, τέκνο της γαλλικής επανάστασης, θεμελιώθηκε επάνω στην αδιάρρηκτη σχέση του κράτους με την εθνική ενότητα και την απόλυτη προτίμηση προς στο συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης. Το γαλλικό κράτος, έγραφε η Simon Weil, αφού «σκότωσε ηθικά ότι ήταν, εδαφικά μικρότερο από εκείνο, μετέτρεψε τα εδαφικά σύνορα σε τοίχους φυλακής για να κλείσει μέσα τις σκέψεις». Προκειμένου να αναδυθεί το γαλλικό έθνος «καταβρόχθισε και χώνεψε» τον προβηγκιανό, τον αλσατό, τον γασκώνο, τον μασαλιώτη, τον βρετόνο. Το γαλλικό κράτος έβλεπε πάντοτε στους «φεντεραλιστικούς» τοπικισμούς υπονομευτές της μονοπρόσωπης εξουσίας του. Χαρακτηριστικός ο τρόπος που το επαναστατικό Παρίσι αντιμετώπισε τις τοπικές εξεγέρσεις της Λυόν, της Τουλούζ και της Βανδέας. Το κράτος βέβαια δεν αποτελεί ενιαία μορφή. Ως πολιτικό και δομικό σύστημα που αντιστοιχεί στο έθνος ενσαρκώνει τα χαρακτηριστικά του από την κοινωνική σύσταση και τις σχέσεις (ασφαλώς και τις οικονομικές) που το διέπουν. Επομένως από κράτος σε κράτος διαπιστώνουμε εκείνες τις αναλογίες που συναντούμε από έθνος σε έθνος. Αν μπορούμε να προτείνουμε μια θεμελιώδη σταθερά, αυτή έχει να κάνει μόνο με την ποσοτική του αξιογράφηση και ποτέ της δεν μπορεί να είναι ποιοτική. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ποσοτικά το μεγαλύτερο έθνος προϊδεάζει πάντοτε σε συγκεντρωτικό κράτος, ενώ ισχύει και το αντίθετο. Έτσι βλέπουμε σε κράτη όπως η Ισλανδία ή το Βέλγιο οι πληθυσμοί τους, να διασφαλίζουν αμεσότερους ελέγχους επάνω στις κυβερνήσεις τους (Ισλανδία), και ευρύτητα του εθνικού τους πλουραλισμού (Βέλγιο). Η Γαλλία από την άλλη μεριά, γνήσιο τέκνο του ιακωβίνικου συγκεντρωτισμού, παραμένει πρότυπο του απόλυτου κράτους. Οι αναλογίες εδώ δεν είναι άσχετες. Ήδη η κριτική που δέχθηκε από νωρίς η γαλλική επανάσταση από τους οπαδούς της παλινόρθωσης, παρατηρούσε πως οι γάλλοι ριζοσπάστες, αν και γενναιόδωροι στους λόγους τους για την ελευθερία, επί της ουσίας αντάλλαξαν την απολυταρχία της βασιλικής μοναρχίας, με την μοναρχία της κρατικής απολυτότητας. Την θέση του απόλυτου δεσπότη ελέω θεού πήρε το απόλυτο κράτος ελέω λαού. Οι διαφορές δεν είναι μόνο σημειολογικές, η ουσία παραμένει ακόμα στο ίδιο σημείο που την άφησαν οι πατερικές επαναστάσεις του 1776 και του 1789.
Η Arendt πρόσθετε: «Το πνεύμα της επανάστασης χάθηκε την στιγμή που δεν μπόρεσε να βρει τον θεσμό που τού ταίριαζε». Η ατέλεια των επαναστάσεων της νεωτερικότητας ήταν πως δεν μπόρεσαν, δεν τόλμησαν, και δεν θέλησαν ποτέ, να δώσουν στην επανάσταση την μορφή της οργάνωσης που ανέδειξε η διαδικασία της: Τη συγκρότηση της κοινωνίας σε Δήμο· τον άμεσο, αναπαλλοτρίωτο και ενεργό κυρίαρχο. Οφείλει να γίνει αμετάκλητα κατανοητό ότι το κράτος δεν αποτελεί μορφή της δημοκρατίας, ούτε το έθνος συνθέτει Δήμο. Όσοι εξακολουθούν να υποστηρίζουνε πως η δημοκρατία (με όσα επίθετα την συνοδεύουν) αποτελεί δυνατότητα μέσα στα πλαίσια του έθνους-κράτους, εν αγνοία τους, τροφοδοτούν την φαυλότητα τής παραδοξότητας που μας κληρονόμησαν οι επαναστάσεις. Η διατύπωση «κυβέρνηση από τον λαό για τον λαό» έχει αμετάκλητα οριστικοποιηθεί στην διατύπωση «κυβέρνηση του λαού από μια ελίτ που έχει ξεπηδήσει μέσα από το λαό», άλλη μία φράση ανάμεσα στις μεγαλειώδεις φάρσες τής ιστορίας· δίπλα στο «αγαπάτε αλλήλους» και το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».
Στην ένσταση που μπορεί να εγείρει κανείς, πως «οι επαναστάσεις έδωσαν τουλάχιστον την δυνατότητα οι ελίτ να στρατολογούνται μέσα από τις χαμηλότερες τάξεις» η Arendt απαντάει χωρίς περιστροφές: «Η ελίτ που ξεπήδησε μέσα από τον λαό, αντικατέστησε τις προνεωτερικές ελίτ της καταγωγής και του πλούτου· πουθενά δεν έδωσε την δυνατότητα στο λαό ως λαό να κάνει την είσοδο του στην πολιτική ζωή και να γίνει συμμέτοχος στις δημόσιες υποθέσεις8».
Την στιγμή που το κυρίαρχο ενδιαφέρον στην Ελλάδα αγωνιά για το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών, απουσιάζουν από το δημόσιο τόπο, όσο ποτέ άλλοτε, οι ελάχιστοι όροι πολιτικής άμυνας και κοινωνικής αυτοσυντήρησης. Η έγνοια του εγχώριου κοινού να βρει στην Γαλλία το προεικόνισμα για τις εσωτερικές εξελίξεις προδίδει τον δανεικό χαρακτήρα της χώρας και την ιδεολογική της συγγένεια με τον γαλλικό συγκεντρωτισμό. Από ότι φαίνεται, έχει πλέον γίνει φύση η συνήθεια να ψάχνουμε ιδέες και πρότυπα από αλλού, και να μην αναζητούμε τις λύσεις στους ίδιους μας τους εαυτούς.
−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−− ¤ −−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−−
1 «Η δημοτική συνέλευση ήταν το λαϊκό κέντρο της κοινότητας και ως θεσμός απέκτησε αρκετά σημαντικές εξουσίες. Οι συνελεύσεις αυτές μπορούσαν να επιβάλουν φόρους, να διανέμουν γη, να διευθετούν περιουσιακές διαφορές, να δέχονται νέους εποίκους, να οργανώνουν και να ελέγχουν την πολιτοφυλακή, να κατασκευάζουν δρόμους, τέλος να εκφράζουν και να συζητούν πολιτικές απόψεις για κάθε ζήτημα σε καιρούς αναταραχής», Murray Bookchin, Η τρίτη επανάσταση, πρώτος τόμος, σελ 202, εκδ Αλεξάνδρεια.
2 Αναφέρεται από την Hannah Arendt στο Για την Επανάσταση, σελ 59, εκδ Αλεξάνδρεια.
3 Αναφέρεται από τον Jaques Jullliard, Οι αριστερές της Γαλλίας, σελ 137, εκδ Πόλις.
4 Murray Bookchin, Η τρίτη επανάσταση, πρώτος τόμος, σελ 207, εκδ Αλεξάνδρεια.
5 «Αυτό δεν σημαίνει πως οι ταξικές συγκρούσεις απουσίαζαν από την αποικιακή Αμερική∙ ακριβώς το αντίθετο: αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα μέσα στις αποικίες έδωσαμ ώθηση σε σημαντικές εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών στρωμάτων του πληθυσμού». Οπ σελ. 197.
6 «Αν και ο Μάντισον και οι σύμμαχοί του δεν κατάφεραν να προωθήσουν το έντονα συγκεντρωτικό σύστημα που ήθελαν. Το κείμενο του συντάγματος (του ΄89) διατηρούσε σημαντικά δικαιώματα των πολιτειών, κάτι που επρόκειτο να δημιουργήσει συνεχείς προστριβές ως προς την ερμηνεία των εξουσιών τους για περισσότερο από δύο αιώνες αργότερα. Πράγματι, με την αποτυχία τους να προσδιορίσουν σαφώς τις εξουσίες των πολιτειών, όσοι συνεδρίασαν στη Φιλαδέλφεια το καλοκαίρι του 1787 δημιούργησαν μια νέα μορφή διακυβέρνησης που δεν ήταν ούτε ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό εθνικό κράτος, όπως εκείνο που πνίγει τη γαλλική πολιτική ζωή μέχρι και σήμερα, ούτε μια συνομοσπονδία καντονιών ελβετικού τύπου, αλλά ένα υβριδικό σύστημα στο οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρέμεινε εκπληκτικά αδύναμη καθ΄ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Έπρεπε να έρθει η εποχή του New Deal και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για να γραφειοκρατικοποιηθεί μαζικά η εθνική κυβέρνηση και να αυξηθεί το πεδίο δράσης της στη δημόσια ζωή». Οπ σελ. 318.
7 Αγγελόπουλου ΙΩ. Γεωργίου, Περί τοπικής διοικήσεως εν Ελλάδι εν συγκρίσει προς την Γαλλία και την Αγγλία, 1879, Αθηνησι εκ του τυπογραφείου της Παλιγγενεσίας, σελ.7.
8 Hannah Arendt Για την Επανάσταση, σελ 375, εκδ Αλεξάνδρεια.
Αθανάσιος Γεωργιλάς
Η στήλη άρθρων Τhe fairy cave under Penistone crags αναφέρεται στο Ponden Kirk στην κεντρική Αγγλία. Πρόκειται για μια αληθινή τοποθεσία όπου η Emily Brontë τοποθέτησε τον μυστικό τόπο συνάντησης των πρωταγωνιστών του Wuthering Heights. Το Penistone crags είναι ένας τόπος τόσο αληθινός όσο και μυθιστορηματικός, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον θρύλο.