Still Life with Game, Vegetables and Fruit , του Juan Sanchez Cotan

Η περίπτωση της Μαλβίνας Κάραλη (κατά κόσμον Μαρίας Ελένης Σακκά) κρίνεται ενδιαφέρουσα προς αναλυτικό σχολιασμό, όχι τόσο γιατί η ίδια, δεκαοχτώ χρόνια μετά την θάνατό της, συνεχίζει να προσελκύει τον θαυμασμό ενός μέρους του κοινού, όσο γιατί ενώ υπήρξε μια περσόνα κατ’ ουσία αμφιλεγόμενη, δεν έχει μέχρι στιγμής ασκηθεί εναντίον της η κριτική που πρέπει να ασκείται σε κάθε πρόσωπο που μιλά και πράττει δημόσια, και που προβάλλεται ως διανοούμενος ολκής. Τα σχόλια και οι απόψεις που επικρατούν μέχρι στιγμής σχετικά με την Κάραλη είναι εξολοκλήρου εγκωμιαστικά, παρουσιάζοντάς την ως «σαρωτική, πληθωρική, αντισυμβατική» προσωπικότητα, πρότυπο για γυναίκες και άντρες που θα ήθελαν να ξεχωρίσουν από την μετριότητα της μάζας. Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας προσπάθειας πολιτισμικής κριτικής που κάθε κοινωνία έχει ανάγκη, θα παρουσιάσουμε μια άποψη για την Κάραλη που θεωρούμε ότι βρίσκει σύμφωνη την πλειοψηφική μερίδα του κοινού, αλλά δεν έχει βρει μέχρι στιγμής τα μέσα για να εκφραστεί δημόσια με συγκροτημένο τρόπο.

Προσπερνώντας τα βιογραφικά στοιχεία, το ενδιαφέρον έγκειται στις πολλαπλές ιδιότητες της Κάραλη – δημοσιογράφος, παρουσιάστρια πολιτισμικών και σατιρικών εκπομπών, συγγραφέας, σεναριογράφος – οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν σε μία: αυτή του διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Με απρόσκοπτη πρόσβαση στα μεγάλα ΜΜΕ, σχολιάζει την επικαιρότητα μέσα από εκπομπές, και επικεντρώνεται σε δύο θεματικές: τον πολιτικό σχολιασμό, και τις προσωπικές σχέσεις. Από τη μια μεριά, ο πολιτικός σχολιασμός απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, κυρίως υψηλά ιστάμενους με θέση εξουσίας. Το στυλ του σχολιασμού γίνεται αντιληπτό ως σατιρικό, απέχει όμως στην ουσία του από αυτό που μπορούμε να εννοήσουμε ως σάτιρα με όλη την σημασία της λέξης, και αυτό γιατί απουσιάζει παντελώς το κατεξοχήν στοιχείο της σάτιρας, δηλαδή ο αυτοσαρκασμός. Η «σάτιρα» της Κάραλη απευθυνόταν προς τα πρόσωπα που η ίδια ήθελε να διακωμωδήσει, κυρίως για τους κακούς ή λάθος χειρισμούς τους στο πολιτικό παιχνίδι, και έπαιρνε την μορφή μάλλον ανώδυνου διανοουμενίστικου ξεκατινιάσματος παρά καθαυτό σάτιρας. Γιατί για να σατιρίσει κανείς, πρέπει να έχει το θάρρος να στραφεί και εναντίον του ίδιου του του εαυτού και των οικείων σε αυτόν προσώπων. Όταν λοιπόν ο Νίκος Μαστοράκης, σε συνέντευξη στην εκπομπή Αργά τον Μάρτιο του 1996, ρωτάει την Κάραλη γιατί η ίδια δεν σχολιάζει τους τηλεοπτικούς σταρ και τους παρουσιαστές – αναφέροντας πως και οι παρουσιαστές, και όχι μόνο οι πολιτικοί, κατέχουν ένα σημαντικό κομμάτι εξουσίας – εκείνη απαντάει υπεκφεύγοντας: η εξουσία των παρουσιαστών είναι η εξουσία «της γδαρμένης τίγρης στο πάτωμα». Αποφεύγει δηλαδή την αυτοκριτική με μια γενικόλογη, βασισμένη σε τσιτάτο, απάντηση, χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα. Και φυσικά δεν υπάρχει στο σύνολο των λεγομένων και των γραφομένων της ούτε μία αυτοσαρκαστική αναφορά, εκτός από το «Πρώτη απ’ όλους εγώ το ξέρω πως κάνω την έξυπνη και πως είμαι τσάμπα μάγκας και πάντα θα είμαι τσάμπα μάγκας». Πράγμα που δεν συνιστά παραδοχή, αλλά προσποιείται πως ασκεί τον αυτοσαρκασμό χωρίς στ’ αλήθεια να έχει την πρόθεση να το κάνει. Από την γενικότερη στάση της λείπει η μετριοφροσύνη, και περισσεύει η έπαρση του ατόμου που θεωρεί τον εαυτό του ενημερωμένο, μορφωμένο, οξυδερκή, και ανώτερο από τις μάζες, και ειδικά τους μικροαστούς, για τους οποίους επιφυλάσσει ειδική μεταχείριση (περισσότερα επ’ αυτού παρακάτω).

Από την άλλη έχουμε το έτερο αγαπημένο θέμα της Κάραλη, δηλαδή αυτό των προσωπικών σχέσεων. Με την χρήση τσιτάτων εξασφαλίζει πως θα τραβήξει την προσοχή, θα προκαλέσει συγκίνηση, και θα κινητοποιήσει ένα τμήμα της νοητικής λειτουργίας του ακροατηρίου της. Αναφέρεται σε θέματα που λίγο πολύ αφορούν όλους: την συμπεριφορά των ανθρώπων όσον αφορά τoν έρωτα, την απουσία, την αποκλειστικότητα και το δόσιμο στις ανθρώπινες σχέσεις. Τα λεγόμενά της γίνονται από την ίδια και από πολλούς αντιληπτά ως αποστάγματα σκέψης και ζωής που συμπυκνώνουν αυτό που ο ακροατής θέλει αλλά δεν μπορεί να εκφράσει, γιατί του λείπει η «δεινότητα» σκέψης και λόγου μιας Κάραλη. Έτσι με την βοήθειά της μαθαίνουμε τι είναι ο άντρας, τι είναι η γυναίκα, τι είναι ο έρωτας, πώς πρέπει να φεύγεις από μία σχέση, ή πόσο ανόητος γίνεσαι για χάρη του έρωτα. Εκφράσεις όπως: «Άνδρας που δεν είναι τώρα, δεν ήταν ποτέ», «Άντρας είναι ένας, ο άντρας μου. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει», ή «Στον έρωτα όταν έχεις σταθερές βάσεις, καλή ανατροφή, σωστές χαρακτηρολογικές δομές την χάνεις την αξιοπρέπειά σου απέναντι στον άλλον… διαφορετικά είσαι βλάκας», μπορεί μεμονωμένες να φαίνονται συγκρίσιμες με διάφορα αποφθέγματα λογοτεχνών ή αρχαίων σοφών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, και δεν είναι απίθανο να ανταποκρίνονται σε πραγματικά βιώματα του καθενός μας (π.χ. την αμεσότητα και την σφοδρότητα του ερωτικού πάθους), ωστόσο ο τρόπος εκφοράς τους είναι μάλλον ψευδο-λογοτεχνικός, με έναν χαλαρό ή ασύνδετο ειρμό που θέλει να δημιουργήσει ένα ύφος εσωτερικότητας, και με μια επίφαση εμβρίθειας σε βιωμένα συναισθήματα και αποθησαυρισμένες γνώσεις. Δεν μπορεί όμως κανείς σοβαρά να ισχυριστεί πως επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο, μέσα από φράσεις που υποστηρίζουν πως τα λένε όλα χωρίς να λένε τίποτα, όπως, «εγώ τον έρωτα τον αντιλαμβάνομαι σαν την πιο φοβερή χειραψία προς την ζωή». «Ο έρωτας είναι ο τρόπος με τον οποίο γνωριζόμαστε με την ζωή» μας λέει, σαν να είναι αυτό μια σημαίνουσα περιγραφή της ανθρώπινης κατάστασης πάνω στην οποία μπορούμε να στοχαστούμε, και σαν η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων (φοβερή χειραψία) να μπορεί να προσδώσει ουσία σε μια κοινότοπη διαπίστωση. Το ζήτημα των κοινωνικών ή άλλων ανισοτήτων επίσης αντιμετωπίζεται με παρόμοια ελαφρότητα: «Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν.» Αν με κάτι τέτοιο θέλει να μας πει ότι το μόνο που έχει σημασία για την διαμόρφωση της ταυτότητάς μας είναι το αν λάβαμε ή όχι (ερωτική) αγάπη, αυτό αναιρείται από ένα άλλο απόφθεγμα της ίδιας όπου διαβεβαιώνει ότι δεν θα μπορούσε να έχει ερωτική σχέση με κάποιον άνθρωπο που δεν εκφράζεται δημιουργικά, οπότε αμέσως αμέσως έχουμε και την διάκριση ανάμεσα στους πνευματώδεις και μη πνευματώδεις ανθρώπους. Και μιας και ξεκινήσαμε την επισήμανση των διακρίσεων, πώς θα μπορούσαμε να μην παρατηρήσουμε πως η κοινωνική θέση είναι άλλο ένα σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ των ανθρώπων: θα ήταν σίγουρα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την επαγγελματική σταδιοδρομία της Μαρίας Σακκά η ενδεχόμενη καταγωγή της από μία ταπεινή, μικροαστική, λαϊκή οικογένεια, που δεν θα τις έδινε τα εφόδια και τις κοινωνικές διασυνδέσεις για να ξεδιπλώσει το συγγραφικό της ταλέντο.

Ο χλευασμός των μικροαστών στον οποίο επιδίδεται η Κάραλη, μαρτυρά την βαθιά της απέχθεια για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Εξάλλου το κοινό αυτό σίγουρα δεν την αφορά, δεν απευθύνεται σε αυτό, και η ίδια δεν γίνεται κατανοητή από αυτό, καθώς το στυλιζαρισμένο παραλήρημα που χρησιμοποιούσε ως τρόπο έκφρασης δεν επιτρέπει αυτή την επικοινωνία. Ο συνδυασμός λόγιων εκφράσεων, καθημερινής γλώσσας, καλιαρντών και αργκό σε εξομολογητικό τόνο δεν είναι η γλώσσα του καθημερινού ανθρώπου, για αυτό και από τα «σατιρικά» της κείμενα λείπει παντελώς το χιούμορ, και δεν προκαλεί ούτε μία φορά το γέλιο στον ακροατή. Δεν καταφέρνει ούτε να γίνει γκροτέσκα ή προκλητική με τις διάσπαρτες ευφάνταστες λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιεί: ξεπαρεού, μπεζεβέγκηδες, τζαζλαμάρα, πολεμόχαρη φυλή μου, κουνιοτράμπαλο, κουρούπα, χαρχαλιά, φρουμάζω κ.α.  Κατά την Κάραλη οι μικροαστοί είναι «επικίνδυνοι», «μειλίχια ανθρωπάκια», «σιχαμένοι», ευθυνόφοβοι, συμφεροντολόγοι, υποκριτές ενώ παριστάνουν τους δίκαιους, μαζεύουν όσο μπορούν ακίνητη περιουσία, και δεν είναι επαναστάτες γι’ αυτό και «σπάνια ερωτεύονται». Αποτελούν δηλαδή μια κοινωνική μάστιγα που αν απαλλαγούμε από αυτή, η ζωή μας θα γεμίσει περιπετειώδεις, παθιασμένους και δημιουργικούς ανθρώπους, που ποτισμένοι από τον έρωτα της ελευθερίας θα αλλάξουν το πρόσωπο της κοινωνίας προς το αντισυμβατικότερο, αφού αυτοί ξέρουν πώς να δημιουργούν «αληθινές» προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, να βιώνουν τα συναισθήματά τους στο έπακρο, και να μην εγκλωβίζονται στην μέγγενη της πυρηνικής οικογένειας, το θλιβερό αυτό φυτώριο του μικροαστισμού. Μικροαστοί και πυρηνική οικογένεια είναι, κατά την Κάραλη, οι δύο μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας που αλληλοτροφοδοτούνται, παράγοντας μικρόψυχους, υποταγμένους ανθρώπους, που δεν ξέρουν τι σημαίνει έρωτας, αναρχία και επανάσταση. Η ρητορική αυτού του είδους προέρχεται χαρακτηριστικά από ανθρώπους που, ερασιτεχνικά ή και επαγγελματικά, ασκούν τον αντιλαϊκισμό (λοιδορούν δηλαδή τον λαϊκό άνθρωπο θεωρώντας τον συλλήβδην διεφθαρμένο), τον αυθάδη ελιτισμό, και τον προοδευτικό ηδονοθηρισμό, και ταυτίζονται εν μέρη με τα προτάγματα των κινημάτων αντικουλτούρας, τα οποία τροφοδοτούνται ιδεολογικά από τον ίδιο φιλελεύθερο μηδενισμό που διακατέχονται και μέλη της ελίτ όπως η Κάραλη (βλ. περισσότερα στο άρθρο Συνηγορία υπέρ του μικροαστισμού των Μ. Θεοδοσιάδη και Γ. Κουτσαντώνη, στο τ.1 του περιοδικού ResPublica). Η ίδια δεν στέκεται για μια στιγμή να σκεφτεί ότι πολλά από τα αρνητικά κοινωνικά χαρακτηριστικά που σποραδικά εντοπίζει (η απάθεια, ο κυνισμός, ο ωχαδερφισμός, η προσκόλληση στο προσωπικό μικροσυμφέρον) προέρχονται όχι από την “λαίλαπα” του μικροαστισμού, αλλά από τον αχαλίνωτο ατομικισμό και την κατάλυση φραγμών όλων των ειδών (κοινωνικών, ηθικών, οικονομικών) που επιφέρει η λογική της αμετροεπούς, προοδευτικής κατανάλωσης, χωρίς όριο, χωρίς ρίζες, χωρίς αύριο. Στο μεταξύ, η «βδελυρή» πυρηνική οικογένεια συνεχίζει να υπάρχει για να κρατάει τα μπόσικα του κοινωνικού ιστού, και να συντηρεί ό,τι επιβιώνει από τις πιέσεις που ασκούν οι κραυγαλέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανισότητες που δεν αποτελούν στόχο της οξυδερκούς πένας της Κάραλη.

Οι περίφημες λεξιπλαστικές ικανότητες της Κάραλη, ένα ακόμα στοιχείο που υποτίθεται ότι ενισχύει την μοναδικότητά της, περιορίζονται σε φράσεις ή λέξεις που ενώ βραχυπρόθεσμα πέρασαν στο λεξιλόγιο μιας μερίδας ανθρώπων, αποτελούν μάλλον κακοποίηση παρά ευφάνταστη χρήση της γλώσσας. Τα άνοστα «έξω πούστη απ’ την παράγκα» και «ΙΕΚ τάπερμαν» σχετίζονται κυρίως με την κριτική που έκανε στον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, και το «καρατσεκαρισμένο» είναι ένας μάλλον εξυπναδίστικος νεολογισμός, προτιμότερος του οποίου είναι το επίσης ελαφρύ, ίσως λίγο σαχλό, αλλά αυθεντικό «καλό, ε;» του Μάρκου Σεφερλή. Μπορεί κανείς να σημειώσει πως για τον αρνητικό σχολιασμό του Σημίτη απομακρύνθηκε από το Mega Channel και αντιμετώπισε απόρριψη από ένα μέρος των ΜΜΕ, γιατί τόλμησε να πει ευθαρσώς την γνώμη της για την κυβερνητική πολιτική. Δεν μπορούμε ωστόσο να ισχυριστούμε πως αυτή η επιλογή της κόστισε την καριέρα ή το γόητρο, αφού λόγω της κοινωνικής της θέσης είχε πάντα εξασφαλισμένη πρόσβαση στο δημόσιο διάλογο και δεν έχασε διόλου το στάτους του διαμορφωτή της κοινής γνώμης με σημαντική επιρροή.

Ενδιαφέρον έχει ακόμα και το βαθύ αίσθημα του θυμού που μπορεί να προκαλέσει σε πολλούς ένα κείμενο σαν το παρόν εναντίον ενός προσώπου σαν την Κάραλη. Δεν είναι λίγοι μεταξύ των θαυμαστών της αυτοί που μπορεί να εκλάβουν ως προσωπική επίθεση προς τους ίδιους μια κριτική κατά της Κάραλη, και είτε να αντεπιτεθούν λεκτικά είτε να σχολιάσουν ιδιαζόντως αρνητικά και χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα, αισθανόμενοι ότι θίγονται σε προσωπικό επίπεδο. Πράγμα που καταδεικνύει το πόσο απαραίτητες είναι περσόνες σαν της Κάραλη για όσους είναι εξαρτημένοι από την ηδονή της προσωπολατρείας, και χάνουν το εαυτό τους ταυτιζόμενοι με μια προσωπικότητα που νιώθουν πως έχει την γοητεία που οι ίδιοι δεν διαθέτουν, μια γοητεία όμως ευτελή που μόνο σαν παραμύθι για ενήλικες μπορεί να λειτουργήσει.