
Στο θεατρικό έργο Δάφνες και Πικροδάφνες (1979) των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά, την κατεξοχήν πολιτική κωμωδία του νεοελληνικού ρεπερτορίου, γνωρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που τρέφεται από την σχέση του με την εξουσία, που προσπαθεί να βρεθεί όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτή προκειμένου να ωφεληθεί, και ταυτόχρονα παραδέχεται πως δεν έχει τα μέσα για να την κατακτήσει επί της ουσίας. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τις συγκρούσεις των τεσσάρων προσώπων, κομματικών παραγόντων της Τρίπολης που ετοιμάζονται για τις επικείμενες εκλογές. Στο εργένικο δωμάτιο του Κώστα, ο Κώστας και ο Αλέκος συντάσσουν τις λίστες των υποψηφίων, ενώ ο Βασίλης και ο Τάσος κατακρίνουν τους δύο πρώτους για τον ζήλο τους, αφού δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα επίσημα τα ονόματα των υποψηφίων. Οι χαρακτήρες ονειρεύονται να δρέψουν τις «δάφνες» που τους αναλογούν στο πολιτικό παιχνίδι, να «μεσουρανήσουν» στο πολιτικό στερέωμα όχι σαν αστέρες πρώτου μεγέθους αλλά σαν «αστεράκια» στο πλάι πολιτικών πρωταγωνιστών της περιφέρειάς τους, οι οποίοι γίνεται σαφές ότι προέρχονται από κοινωνικά στρώματα με σημαντική πολιτική και οικονομική ισχύ.
Τα κυριότερα πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος αλλά που δεν εμφανίζονται στη σκηνή είναι: ο Στρατηγός, υποψήφιος βουλευτής τον οποίο υποστηρίζουν ο Κώστας και ο Αλέκος· ο Σάκης Δροσόπουλος, αντίπαλος υποψήφιος βουλευτής που υποστηρίζουν ο Βασίλης και ο Τάσος· και η Νόρα Δροσοπούλου, πρώην σύζυγος του Στρατηγού, θεία του Σάκη, και χήρα βουλευτή που δεν κατονομάζεται. Ο Στρατηγός, παλιάς κοπής πολιτικός και παλαίμαχος στρατιωτικός που διατηρείται ακμαίος παρά τα ογδόντα δύο του χρόνια, είναι το ίνδαλμα του Κώστα. Ο Κώστας τον υπερασπίζεται χωρίς ποτέ να διστάσει, τον αποκαλεί χιονισμένο Όλυμπο και «πάλλευκο στην τιμιότητα», και διοχετεύει όλη του την φροντίδα και την προσοχή σε αυτόν. Παρακολουθεί ανήσυχα την κατάσταση της υγείας του, διαπληκτίζεται με τον Βασίλη και τον Τάσο για το αν η πρόσφατη ασθένεια του Στρατηγού ήταν έμφραγμα ή μια απλή γρίπη, και έχει ξοδέψει στο παρελθόν μεγάλο μέρος του χρόνου του μαζί του σε προσωπικές ή άλλες συζητήσεις.
Η Νόρα, ίσως το χαρακτηριστικότερο γυναικείο πρόσωπο στο νεοελληνικό θέατρο που παραμένει εκτός σκηνής, είναι μια γοητευτική και μυστηριώδης γυναίκα με σημαντική κοινωνική θέση που κινεί τα νήματα του πολιτικού παιχνιδιού. Γίνεται σαφές από την αρχή το μένος του Κώστα εναντίον της Νόρας: την αποκαλεί πανούργα και επικίνδυνη γιατί θεωρεί πως η ίδια προσπαθεί να πλήξει το πολιτικό κύρος του Στρατηγού διαδίδοντας πως συγγενικά του πρόσωπα εμπλέκονται σε πράξεις διαφθοράς. Ο Κώστας όμως έχει στα χέρια του στοιχεία προκειμένου να εκδικηθεί την Νόρα: φωτογραφίες που δείχνουν τον Σάκη Δροσόπουλο, ανιψιό της Νόρας, να συμμετέχει σε γλέντι χουντικών – «εν μέσω στολών και πηληκίων». Ο Κώστας αρχικά απειλεί να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες στις εφημερίδες, αλλά σταδιακά γίνεται φανερό ότι δεν μπορεί να το κάνει, όντας δέσμιος των ίδιων του των παρελθοντικών πράξεων που τον φέρνουν σε αδιέξοδο. Στην Δεύτερη Πράξη του έργου μαθαίνουμε για την ερωτική προσέγγιση που είχε επιχειρήσει σε νεαρή ηλικία ο Κώστας προς την Νόρα, καθώς και για το ερωτικό γράμμα που εκείνος της έστειλε, και το οποίο η ίδια έχει ακόμα στην κατοχή της. Αν ο Κώστας δημοσιεύσει τις φωτογραφίες που ενοχοποιούν τον ανιψιό της Νόρας, τότε είναι βέβαιο ότι η Νόρα θα δείξει το γράμμα του Κώστα στον Στρατηγό, και τότε ο Στρατηγός θα μάθει ότι ο πιστός υποστηρικτής του Κώστας ήταν αυτός που πριν χρόνια στάθηκε αφορμή για τον χωρισμό του από την Νόρα. Ο έρωτας όμως του Κώστα για την Νόρα υπήρξε μονομερής.
Ο Κώστας διηγείται την προ ετών επίσκεψή του στην Νόρα. Λίγες μέρες αφού της έστειλε το γράμμα, φτάνει στο σπίτι της ζητώντας μια απάντηση. Πέφτει στα γόνατα μπροστά της εκλιπαρώντας τον έρωτά της, και εκείνη δεν του λέει ούτε ναι ούτε όχι, αλλά τον κοιτάζει χαμογελώντας αινιγματικά. Εκείνη τη στιγμή επιστρέφει στο σπίτι ο Στρατηγός, τότε σύζυγος της Νόρας, και ο Κώστας τρέπεται σε φυγή. Βγαίνει από την πίσω πόρτα του σπιτιού και χώνεται μέσα στις πικροδάφνες του κήπου. Ο υποψιασμένος σύζυγος καταφέρνει να δει την σκιά του Κώστα μέσα στις πικροδάφνες αλλά δεν τον αναγνωρίζει. Παρόλο που το περιστατικό αυτό έγινε αιτία χωρισμού για τη Νόρα και τον Στρατηγό, η Νόρα δεν προδίδει τον Κώστα και έτσι η ιστορία τους μένει μυστική, μέχρι τη στιγμή που θα αποκαλυφθεί στους ήρωες του έργου με αφορμή τις φωτογραφίες του Δροσόπουλου που ο Κώστας έχει στην κατοχή του.
O Κώστας είναι λοιπόν διαχρονικά ερωτευμένος με την Νόρα, και η μοναδική κατ’ ιδίαν συνάντησή τους ήταν για αυτόν καθοριστική. Έμεινε εργένης και ερωτικά ανικανοποίητος, αφού χρόνια μετά βιώνει ακόμα την απόρριψη της Νόρας σαν μια τραυματική στιγμή για την προσωπική του εξέλιξη. Η Νόρα είναι μια γυναίκα-λάφυρο, αντάξια ενός άντρα που έχει την πυγμή να την κατακτήσει αποφασιστικά. Ο Κώστας αντί να κινηθεί αποτελεσματικά για να την κατακτήσει, την αντιμετωπίζει σαν ένα αντικείμενο λατρείας, ένα τοτέμ το οποίο μπορεί μόνο να κοιτάζει ή να φαντασιώνεται αλλά ποτέ να αγγίζει. Είναι εγκλωβισμένος μεταξύ της ακατανίκητης έλξης που νιώθει για κείνη, και της εσωτερικής παραδοχής πως δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ αντάξιός της. Στη ζωή του Κώστα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ άλλη γυναίκα, αφού ο απωθημένος ερωτισμός του τρέφεται από την ιδέα της Νόρας, και ο ενθουσιασμός και η αφοσίωσή του διοχετεύονται στο πρόσωπο του Στρατηγού, τον οποίο θεωρεί ζήτημα τιμής να υπερασπίζεται. Η τιμή του Κώστα έχει μόνιμα εκτοπιστεί από την υπεράσπιση της δικής του ζωής και ακεραιότητας, στην υπεράσπιση της ακεραιότητας του Στρατηγού.
Πλησιάζοντας προς το τέλος του έργου, ο Κώστας βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο Βασίλης έχει ενημερώσει την Νόρα πως ο Κώστας έχει τον τρόπο να προστατεύσει την θέση του Στρατηγού δημοσιοποιώντας τις φωτογραφίες, και εκείνη αντεπιτίθεται. Φεύγει με το αυτοκίνητό της για την Αθήνα για να δείξει το γράμμα του Κώστα στον Στρατηγό. Είναι πια βέβαιο ότι μετά από αυτό θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη του Στρατηγού προς τον Κώστα, και κάθε προσπάθεια του Κώστα να βάλει τον Στρατηγό στον συνδυασμό των υποψηφίων θα είναι μάταιη. Η σκακιέρα των πολιτικών και προσωπικών αντιπαλοτήτων φαίνεται προς στιγμή να μην δίνει περιθώριο κίνησης για τον Κώστα, ο οποίος ετοιμάζεται να πάει στον Στρατηγό και να ομολογήσει ό,τι είχε συμβεί τότε ανάμεσα σε κείνον και την Νόρα. Μετά από μια τέτοια ομολογία, ο Στρατηγός δεν μπορεί παρά να σκοτώσει τον Κώστα, παρόλα αυτά ο Κώστας είναι έτοιμος να θυσιαστεί. Την λύση θα δώσει ο Τάσος, υποσχόμενος πως υπάρχει κι άλλος τρόπος για να μπει ο Στρατηγός στον εκλογικό συνδυασμό ώστε ο Κώστας να μην χρειαστεί να ομολογήσει στον Στρατηγό το περιστατικό με τις πικροδάφνες. Ο Καραμήτσος, πολιτικός παράγοντας και εργοδότης του Τάσου, κρατάει στο χέρι ένα «σημαίνον πρόσωπο», έναν άντρα που μπορεί να βάλει τον Στρατηγό στον συνδυασμό, και που δεν μπορεί παρά να κάνει την εξυπηρέτηση αυτή στον Καραμήτσο λόγω χαρτοπαικτικών χρεών.
Έτσι λύνεται πρακτικά το πρόβλημα του Κώστα, ενώ παράλληλα οι τέσσερεις χαρακτήρες συμφωνούν να δράσουν στο εξής από κοινού για να εδραιώσουν την επιρροή τους στον πολιτικό τους περίγυρο με βάση το αρχείο φωτογραφιών του Κώστα. «Κρατάω στα χέρια μου όλη την Τρίπολη. Ιδιωτικές παρελάσεις, δεξιώσεις, επίσημα γεύματα, τρακόσιοι φάκελοι αντεθνικής συμπεριφοράς», λέει περήφανος ο Κώστας, και είναι όλοι πεπεισμένοι πως με τη βοήθεια του αρχείου θα καταφέρουν να κυριαρχήσουν. Όχι βέβαια να προαχθούν σε πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού, αλλά να παραμείνουν στο παρασκήνιο με ενισχυμένο αυτή τη φορά ρόλο. Δεν ζητούν μεγαλεία. Λίγες δάφνες είναι γι’ αυτούς αρκετές. Η συνεργασία τους – ή «τραστ» όπως το αποκαλούν – επικυρώνεται με τον κωμικοτραγικό όρκο στην Ελληνική σημαία και στο πιστόλι του Κώστα, όπου απρόθυμα συμφωνούν πως δεν θα μιλήσουν ποτέ σε κανέναν σχετικά με το γράμμα του Κώστα προς την Νόρα ή για την υπόθεση με τις πικροδάφνες.
Ο αμήχανος άνθρωπος και η επιβίωση του τοτεμισμού
Οι σύγκρουση παρατάξεων που παρακολουθούμε στο Δάφνες και Πικροδάφνες, ενώ αρχικά φαίνεται να αφορά τη διαμάχη για την επικράτηση του ενός ή του άλλου υποψήφιου βουλευτή, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μια σύγκρουση ανάμεσα στους δύο αντιμέτωπους χαρακτήρες, τον Κώστα και τη Νόρα. Μια αρχετυπική προσέγγιση των δύο προσώπων επιτρέπει να εξετάσουμε τον βαθύτερο συμβολισμό τους: τον μεν σαν τον άνθρωπο που στέκεται με αμηχανία και δέος μπροστά στην πολιτική εξουσία, και την δε σαν την προσωποποιημένη εξουσία που φροντίζει να παραμένει ελκυστική αλλά απόμακρη για τον άνθρωπο. Η εξουσία, στα μάτια του αμήχανου ανθρώπου, περιβάλλεται από απόκοσμη αίγλη, στις κρίσιμες στιγμές παραμένει αινιγματική χωρίς να λέει ούτε ναι ούτε όχι, και η βασική της λειτουργία είναι να διαφυλάσσει την ύπαρξή της διατηρώντας τις συνθήκες του μύθου της. Ο λάτρης της εξουσίας παραμένει άπραγος, και χωρίς να έχει αναπτύξει τις πρακτικές και πνευματικές λειτουργίες που θα του επέτρεπαν να προσεγγίσει την εξουσία σαν κάτι απτό και διαχειρίσιμο. Συντηρεί το πάθος του αναλωνόμενος σε μια εν πολλοίς φανταστική διαχείριση των σχέσεων μεταξύ των επιμέρους παραγόντων που αποτελούν το κοινωνικό πλέγμα στο οποίο κινείται, αλλά δεν φαίνεται να θεωρεί τον εαυτό του πραγματικά ικανό να μετατραπεί από ανάξιο θαυμαστή σε εραστή της εξουσίας.
Η εξουσία, από την άλλη, παίρνει τοτεμικές διαστάσεις όταν ο άνθρωπος την αντιμετωπίζει σαν πράγμα ιερό, αυθύπαρκτο, και σημείο αναφοράς όλων των αναλλοίωτων χαρακτηριστικών που ρυθμίζουν την κοινωνική του ταυτότητα. Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε την ιδέα του τοτέμ και της διαχρονικής θέσης που καταλαμβάνει στην διαμόρφωση του ατομικού ψυχισμού και της κοινωνικής ενότητας, βρισκόμαστε μπροστά σε δίλημμα: αποτελεί η έννοια του τοτέμ αναφαίρετο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κοινωνικής και ψυχικής οργάνωσης; Πρέπει το ιερό να υποβάλλεται σε λογική εξέταση ώστε να πάψει να θεωρείται ιερό, ή πρέπει να παραμένει αμετάβλητο σύμβολο της ανθρώπινης κατάστασης; Τα παραπάνω ερωτήματα τίθενται όχι για να επιβεβαιώσουν το αυτονόητο της επιλογής ανάμεσα στον “σκοταδισμό” των προλήψεων και στο “φως” της επιστήμης, αλλά σαν μέρος της συνειδητοποίησης πως τίποτα δεν εξασφαλίζει ότι η απο-ιεροποίηση των τοτέμ και η απαλλαγή από οτιδήποτε “μαγικό” θα λυτρώσει τον άνθρωπο από ψυχικά συμπλέγματα, υπαρξιακούς φόβους, ή το αίνιγμα του συμβολικού κόσμου του υποσυνειδήτου τού που έχει να διαχειριστεί. Ο τοτεμισμός εν ολίγοις δεν μπορεί απλώς να απορριφθεί σαν μια πρωτόγονη πρακτική που τείνει να εκλείψει στις σύγχρονες εκλογικευμένες κοινωνίες.
Όπως έχει περιγραφεί σε ανθρωπολογικές και ψυχαναλυτικές μελέτες, ο τοτεμισμός είναι ένα σύστημα που οι πρωτόγονες κοινωνίες ακολουθούν σαν βάση του συνόλου της κοινωνικής συμπεριφοράς τους. Το τοτέμ είναι το ζώο, φυτό ή φυσικό φαινόμενο που αντιπροσωπεύει τον κοινό πρόγονο της φυλής, τον πνευματικό τους οδηγό και βοηθό, και το οποίο τα μέλη της φυλής έχουν ιερή υποχρέωση να μην βλάψουν ή σκοτώσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Βασική λειτουργία του τοτέμ είναι να εξασφαλίζει την εξωγαμία, να απαγορεύει δηλαδή τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των μελών της ίδιας φυλής, αντιμετωπίζοντας σαν αιμομικτικές ακόμα και τις σχέσεις μεταξύ ατόμων που δεν ανήκουν αυστηρά στην ίδια οικογένεια. Στις δυτικές κοινωνίες ο τοτεμισμός έχει εν μέρει μετατοπιστεί σε ιδέες ή αντικείμενα που λειτουργούν ως σύμβολα κεντρικών σημασιών με τις οποίες ταυτίζεται και στις οποίες υπόκειται η κοινωνία ως σύνολο: τα εθνικά ιδεώδη και σύμβολα, η τηλεόραση με την παντοδύναμη εικόνα της, το χρήμα με την ανυπέρβλητη αξία του, τα επιτεύγματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, οι μασκότ των αθλητικών ομάδων είναι μερικά από αυτά. Αν λοιπόν ο σύγχρονος δυτικός κόσμος και άνθρωπος μοιάζει φαινομενικά “απομαγευμένος”, απαλλαγμένος δηλαδή από τον πριμιτιβισμό του τοτεμισμού, οι αρχετυπικές ιδέες έχουν την ιδιότητα να ξεπηδούν από παντού με νέες μορφές, ή να επιβιώνουν στο πλάι ιδεών του επιστημονικού σκεπτικισμού. Και αν θεωρήσουμε ευτελή τον τρόπο με τον οποίο η δυτική κοινωνία έχει ενσωματώσει τον τοτεμισμό, ανάγοντας σε ύψιστες αξίες αντικείμενα ή ιδέες που αφαιρούν την πνευματική διάσταση από την έννοια του τοτέμ (τηλεόραση, χρήμα, μασκότ κλπ.), τότε μπορούμε να στραφούμε στους θρησκευτικούς συμβολισμούς ή στα όνειρα που βλέπουμε κατά την διάρκεια του ύπνου, για να διαπιστώσουμε πόσο ισχυρή και σημαντική είναι η παρουσία των αρχετυπικών ιδεών για την ψυχολογική και κατ’ επέκταση κοινωνική μας συγκρότηση.
Παρατηρούμε λοιπόν μια τάση δημιουργίας νέων τοτέμ στην θέση των παλιών απο-τοτεμοποιημένων συμβόλων, και την διατήρηση άλλων που συνεχίζουν να λειτουργούν ενοποιητικά στις σύγχρονες συνειδήσεις. Είναι λοιπόν το τοτέμ ένα αντικείμενο που μπορούμε να αγγίξουμε, να εκλογικεύσουμε, να απομυθοποιήσουμε προκειμένου να κατακτήσουμε ένα είδος γνώσης που θα ήταν απροσπέλαστη σε περίπτωση που δεν επιχειρούσαμε την “ασεβή” πράξη της αποτοτεμοποίησης; Και μπορεί να θεωρηθεί η πολιτική εξουσία ως ένα σύγχρονο τοτέμ, για το οποίο μπορούμε να αναλογιστούμε αν θα πρέπει να διατηρηθεί ως έχει ή να εκπέσει από την κατηγορία του τοτέμ; Όλα τα χαρακτηριστικά του πολιτικού κόσμου όπως τον ξέρουμε συνηγορούν στην διατήρηση του τοτεμισμού εντός του κόσμου αυτού: τα πολιτικά πρόσωπα με την παντοδυναμία που τους δίνει η κοινωνική αποδοχή και η κατοχή της εξουσίας, τα πολιτικά κόμματα και τα σύμβολα που τα αντιπροσωπεύουν, οι διαδικασίες εκλογής των κομμάτων σε θέσεις ισχύος, οι ίδιοι οι νόμοι και οι θεσμοί που μένουν αναλλοίωτοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα και αν μεταβληθούν σημαντικά αυτό γίνεται μόνο μέσα από τραυματικές συλλογικές εμπειρίες. Αν λοιπόν υποθέσουμε πως επιχειρούμε μια αποτοτεμοποίηση του πολιτικού κόσμου, σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο;
H διερώτηση γύρω από την λειτουργικότητα ή αποτυχία των πολιτικών δομών και θεσμών, ο πειραματισμός με τις διάφορες πιθανότητες οργάνωσης της εξουσίας και η εισαγωγή νέων θεσμών, η κινητοποίηση για πολιτικές αλλαγές που μπορεί να αποβούν ωφέλιμες για σύνολα ανθρώπων, είναι δρόμοι που μπορούμε να ερευνήσουμε για να προσεγγίσουμε την πολιτική σκέψη και δράση, όχι σαν μια απόμακρη ιδέα για την οποία παραμένουμε ανάξιοι, αλλά σαν μια καθημερινή διαδικασία με αντίκτυπο στον πρακτικό μας κόσμο. Κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται πως οι αρχετυπικές ιδέες με τις οποίες περιγράφουμε τις διαφορετικές εκφάνσεις και λειτουργίες της εξουσίας πρόκειται να εκλείψουν αν ο άνθρωπος σταματήσει να θεωρεί πως είναι κατά βάση αμήχανος μπροστά στην εξουσία, και αρχίσει να δημιουργεί τα μέσα προκειμένου να μετέχει σε αυτή. Η έννοια της εξουσίας (authority) και οι σχετικές με αυτή έννοιες (δικαιοσύνη, νόμος, τύχη, αρετή κ.α.) δεν εξαφανίζονται αν προσπαθήσουμε να τις κρατήσουμε στα χέρια μας και να τις φέρουμε στα μέτρα μας. Ακόμα και το ιδεώδες της ηγετικής πολιτικής φυσιογνωμίας δεν θα μπορούσε να εξαφανιστεί από την πολιτική ζωή, αφού αναμφισβήτητα πρόσωπα με επιρροή μπορούν να εμπνεύσουν θετικά και να παρακινήσουν μαζικά σε πολιτική δράση (όπως π.χ. στην περίπτωση του Martin Luther King και το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων). Οι διάφοροι τοτεμικοί μύθοι επιβιώνουν και αποδεικνύονται απαραίτητοι και διαχρονικά παρόντες: o μύθος του ήρωα με τον αγώνα του ενάντια στις δυνάμεις του κακού, ο μύθος της ιεροτελεστίας ενηλικίωσης, ο μύθος του θανάτου μέσω της θυσίας και της αναγέννησης, ο μύθος της μύησης στα μυστικά της θρησκευτικών ή κοινωνικών ομάδων συνεχίζουν να διατηρούνται ζωντανοί στο μυαλό του ανθρώπου, όχι γιατί ο ίδιος τις χρειάζεται για να συγκαλύψει με αυτές το χάος του ανεξήγητου της ύπαρξής του και να απωθήσει την ιδέα του θανάτου, αλλά γιατί αποτελούν τα θεμελιώδη στοιχεία με τα οποία είναι οικοδομημένος ο ανθρώπινος ψυχισμός. Ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών φαίνεται να μπορεί να καταλάβει πολύ καλύτερα την ανάγκη του για άμεση επαφή με την τοτεμική ιδέα, αφού μέσα από ιεροτελεστίες υποβάλλει το σώμα και το πνεύμα του σε δοκιμασίες που τον καλούν να ταυτιστεί με το τοτέμ της φυλής του, να το βιώσει και μέσα από αυτό να μεταμορφωθεί και να διαγράψει την πορεία του στη ζωή. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο Κώστας του Δάφνες και Πικροδάφνες, επικοινωνεί με την τοτεμική ιδέα με έναν τρόπο στρεβλό, που δεν του επιτρέπει την ταύτιση ή την ψυχική του αποφόρτιση και μετουσίωση, και γι’ αυτό μένει για πάντα ανικανοποίητος και ξένος προς την ιδέα που αντιπροσωπεύει το τοτέμ. Η Νόρα, όντας η ίδια τοτέμ, εξυπηρετεί ταυτόχρονα την δική της ανάγκη για επικοινωνία με την τοτεμική ιδέα μέσα από την αυτοαναφορικότητα, μέσα από το κλειστό δίκτυο πολιτικών εξουσιών στο οποίο εντάσσεται και από το οποίο τελικά απορροφάται. Στο τέλος καθένας διαμορφώνεται από την δύναμη που ασκούν πάνω του οι αρχετυπικές ιδέες, ακόμα και αν έρχονται στιγμές που πιστεύει πως σκοπός της ζωής του είναι να αποδεσμευτεί από αυτές. Η εξουσία παραμένει μια ιδέα υπαρκτή και ταυτόχρονα ιερή όσο και η σημαία στην οποία ορκίζονται οι τέσσερις χαρακτήρες του έργου, και η διαχείρισή της, η σχέση τους μαζί της και η δυνατότητα ή μη για περαιτέρω προσέγγισή της είναι ένα αίνιγμα με το οποίο παραμένουν για πάντα ερωτευμένοι.