Μτφρ: Αλέξανδρος Μπριασούλης και Γιώργος Κουτσαντώνης
του Daniele Capuano
Κάποιες από τις σελίδες του βιβλίου του Ρομπέρτο Καλάσσο, L’innominabile attuale (Το Ακατανόμαστο Παρόν) μπορεί να δώσουν στον αναγνώστη μια σωστή εντύπωση που όμως είναι ταυτόχρονα μερική: θυμίζουν αφοριστικές αναλαμπές που ανήκουν στην γενεαλογία της καλύτερης «λακωνικής σκέψης» του εικοστού αιώνα, κάποιες μάλιστα τελεσίδικες, στα όρια της αποδεικτικής περιφρόνησης. Αναμφίβολα πρόκειται για έναν συγγραφικό βηματισμό όπου η στοχαστική πορεία και η διαλογιστική προσπάθεια παραμένουν κεκαλυμμένες ή κρυφές, αλλά ακριβώς επειδή αποτελούν το ίζημα ενός προβληματισμού που ξεκίνησε τουλάχιστον κατά την εποχή της συγγραφής του Η Καταστροφή του Κας (αναμφισβήτητα το θεμελιώδες έργο του Καλάσσο), παρουσιάζονται, όχι μόνο ως τα νήματα μιας τεράστιας θρησκευτικής, ιστορικής και φιλοσοφικής έρευνας, αλλά κι ως ένα φυτώριο που περιμένει από καιρό το νερό και το φως για να ανθίσει πλήρως. Σε εκείνο το βιβλίο του ο Καλάσσο εκκινούσε από τον μεγαλύτερο των αφρικανικών μύθων που συνέλεξε ο Leo Frobenius, την Καταστροφή του Κας, – ένα είδος πλήρους πρωτοτύπου του ιστορικού πλαισίου των Χίλιων και Μίας Νύχτας (και επομένως όλων των πιθανών ιστοριών και μετα-ιστοριών) – για να στοχαστεί τη θυσία ως απαρχή τοποθετημένη μεταξύ του α-χρονικού και του ανθρώπινου και κοσμικού χρόνου και πιο συγκεκριμένα την περιοδική θυσία του πιο πολύτιμου και εύθραυστου όντος, του μονάρχη, ως μια τραγική πράξη (actus tragicus) που εγγυάται την πάντα ατελή συμφωνία μεταξύ ουρανού και γης. Ο Καλάσσο στοχάζεται επίσης την καθοριστική αλλαγή καθεστώτος που αντιπροσωπεύει o σαγηνευτικός και υπνωτικός λόγος του αφηγητή (ο Far-li-mas του αφρικανικού μύθου), έκφραση μιας αντικατάστασης ή μετατόπισης – δηλαδή μιας πραγματικής μεταφοράς – της αιματοχυσίας, που εισάγει μια σύντομη περίοδο ευημερίας και ανάλαφρης ανακούφισης σε σύγκριση με τους μεγάλους ανιστορικούς κύκλους της αρχέγονης θυσίας, ένα ενδιάμεσο διάστημα ευτυχίας πριν από την επιστροφή στη αταξία.
Ο Καλάσσο, με την προκλητική στάση ενός δανδή, είχε επιλέξει σ’ εκείνο το βιβλίο του τον πρίγκιπα Ταλλεϋράνδο, τον ορκισμένο εχθρό όλων των ορθολογιστών, το χαμαιλεοντικό τέρας τόσο για τους δημοκράτες όσο και για τους νομιμόφρονες, ως σύμβολο της μετάβασης μεταξύ δύο εποχών, μεταξύ της εποχής της τελετουργίας και της σύγχρονης εποχής των «πειραμάτων», όπου η Κοινωνία γίνεται το μοναδικό υποκείμενο και το μοναδικό αντικείμενο, το είδωλο μιας λατρείας που αποσιωπά τις προθέσεις και τους σκοπούς της, και που δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να «θυσιάζει» (όπως, εν αρχή, ο άνθρωπος), αλλά όχι πλέον για να καλλιεργήσει το θρησκευτικό commercium μεταξύ ορατού και αόρατου, αλλά για να καθυποτάξει κάθε παρόρμηση, εικόνα και εξουσία στην δικιά της αυτοθεοποίηση. Σε αυτήν τη μετάβαση, ο Ταλλεϋράνδος, φιγούρα ευμετάβλητη που είναι ταυτόχρονα υπηρέτης και ταοϊστής μονάρχης της Δύσης, γιατρεύει την πληγή, τοποθετώντας επάνω της, σαν εύθραυστους επιδέσμους (που όμως η χθόνια φωτιά θα καταβροχθίσει σύντομα), τις τελευταίες σταγόνες από το φάρμακο της τελετουργίας, κάνοντας έτσι να αντηχήσει για τελευταία φορά μια καταγέλαστη, παρεξηγημένη και συκοφαντημένη αρμονία.
Το Ακατανόμαστο Παρόν, έκτασης μόλις του ενός τρίτου της Καταστροφής του Κας, ξαναπιάνει πολλά από αυτά τα νήματα, όχι όμως όλα, και στοχάζεται την εποχή μας, που πριν από χρόνια ο Καλάσσο είχε αποκαλέσει «μετα-ιστορική» και την οποία τώρα, με μεγαλύτερη προσοχή και λεπτότητα, δεν τολμά καν να ονομάσει, μιας κι η «πειραματική» της μέθη αναμιγνύει συνεχώς τα μυστήρια, αν και αυτά παραμένουν βέβαια τα ίδια. Σε τελική ανάλυση, ο Καλάσσο διαλογίζεται την Αποκάλυψη: την ανάδυση αυτού που έχει ωριμάσει απόκρυφα κατά τη διάρκεια των αιώνων οι οποίοι κυριαρχήθηκαν από τον αβραμιτικό λόγο, ειδικά τον χριστιανικό και τον ισλαμικό. Αποκάλυψη είναι βέβαια η φανέρωση του mysterium iniquitatis: αλλά ο Καλάσσο, αν και πολλές φορές αγγίζει το προφητικό ύφος, δεν ερωτοτροπεί μαζί του ούτε και το υιοθετεί, αφού του είναι βαθύτατα ξένο. Το μόνιμο εργαστήριο της Κοινωνίας, η λενινιστική «ψυχική μηχανική», κατέληξε να παράγει μια ανήκουστη ανθρωπολογική δυάδα: τον Τουρίστα και τον Τρομοκράτη, ένα ζευγάρι διδύμων που διαπλέκονται σε μια τυφλή πάλη, που όμως δεν μπορεί να κρύψει τη βαθιά συγγένεια τους. Και οι δύο είναι στραμμένοι σε έναν κόσμο χωρίς ποιότητα, έναν άψυχο κόσμο από την κοσμικότητα της επιστήμης και από την κειμενοποίηση (όπως θα έλεγε ο James Hillman) του αποκαλυφθέντος Λόγου. Και οι δύο οδηγούν τον βασανισμένο μηδενισμό των Ρώσων και του Νίτσε πέρα από τα ακραία όρια του πόνου, σε μια ανεξερεύνητη, αλλά συνήθη και καθημερινή εξω-εδαφικότητα, αποσαθρωμένη και ασήμαντη· μια κοσμοπολίτικη, κενή διάσταση, όπου η τύχη υπαγορεύει την επιλογή του θύματος της τρομοκρατίας, αναπόφευκτα στα ίδια τουριστικά μέρη, εκεί όπου η ανησυχία καταναλώνει τις αβάσιμες βεβαιότητες του ενός και την παρανοϊκή και επαπειλούμενη ασφάλεια του άλλου. Ο Καλάσσο αναφέρεται στο σημείο όπου ο Νίτσε ανατρέχει στον «μαύρο θρύλο» των Ισμαηλιτών του Αλαμούτ, όπως τον αναφέρει ο οριενταλιστής von Hammer-Purgstall, σύμφωνα με τον οποίο ο Γέρος του Βουνού εκπαίδευε τους αντι-σελτζούκους νεαρούς τρομοκράτες στην απόλυτη υποταγή με την υπόσχεση «τεχνητών παραδείσων» (είχε ήδη πειραματιστεί με ναρκωτικές ουσίες και εξαντλητικές παροχές ηδονών), ενώ οι αρχηγοί της οργάνωσής του ζούσαν συνειδητά μέσα στην απόλυτη ανυπαρξία κανόνων και αλήθειας (ως εκ τούτου «μηδενιστές» ante litteram). Και εδώ εμφανίζεται το πολλές φορές απότομο και αφοριστικό ύφος του Καλάσσο, το οποίο, κάποιες φορές με έντονες αποχρώσεις κι άλλες με βίαιες φωτοσκιάσεις, φωτίζει το αληθινό πρόσωπο του πραγματικού: οι Ισμαηλίτες του Αλαμούτ, που τους γνωρίσαμε από τις σελίδες του Henry Corbin, χάνουν τη μυθική διαβολική αύρα που τους συνοδεύει από την εποχή των διηγήσεων του Μάρκο Πόλο, ή εκείνη την παρακμιακά γοτθική του Hammer-Purgstall: τώρα παίρνουν την όψη ενός μυστικιστικού και αποκαλυπτικού κινήματος, αφιερωμένου σε μια απελπισμένη πολιτική αντίσταση.
Αλλά ο Καλάσσο παραμένει μεγαλειώδης τόσο όταν ακολουθεί τον λαβύρινθο μιας περίπλοκης σκέψης όσο κι όταν αποφασίζει να “κόψει δρόμο” και να συμπυκνώσει αυτή την πορεία σε μια δυνατή εικόνα. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι η πλευρά εκείνη του πρώτου μέρους του δοκιμίου, στην οποία ο συγγραφέας επιδεικνύει έναν, «βρετανικού» στυλ, φιλελεύθερο πεσσιμισμό, όταν υπερασπίζεται το τελετουργικό του μοντέλου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ένα τελετουργικό γεμάτο από διαμεσολαβήσεις και συμβιβασμούς, απέναντι στον πειρασμό της άμεσης δημοκρατίας και της λατρείας της αποδιαμεσολάβησης, η οποία όμως, όπως γνώριζαν οι αρχαίοι σοφοί, οδηγεί στην τυραννία. Ο Καλάσσο φτάνει μέχρι το σημείο να δει με συμπάθεια την μισητή ατομικοποίηση του μαζικού ανθρώπου, ως μια σιωπηλή και πολλές φορές αποτελεσματική διαμαρτυρία ενάντια στους συνεχείς πειραματισμούς που στοχεύουν στη δημιουργία μιας «οργανικής κοινωνίας». Μιας κοινωνίας που, σαν το πλατωνικό «μεγάλο κτήνος», είναι ακαταμάχητη όταν εκμεταλλεύεται την ανάγκη αναβίωσης κάποιων εγκαταλειμμένων θεσμών ή εθίμων που επεβίωναν μόνο και μόνο από συνήθεια ή αδιαφορία, όταν οι εποχές παρέμεναν ακόμα σχετικά άθικτες από την ιδεολογικοποίηση.
Οι σελίδες που αφιερώνει ο Καλάσσο, στην ηλεκτρονική εποχή και τον τρανσουμανισμό, αποκτούν το πλήρες νόημά τους αν διαβαστούν παράλληλα με τον στοχασμό του συγγραφέα που ξεκίνησε στο Η Καταστροφή του Κας, όσον αφορά τη συνεχή διαλεκτική μεταξύ συνεχούς και ασυνεχούς, αναλογικού και ψηφιακού, μια διαλεκτική που καταλήγει σήμερα στην καταστροφικά μονόπλευρη επικράτηση του ενός πόλου επί του άλλου: η πληροφορική δεν είναι τίποτε άλλο, ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζει η ίδια, παρά ο απόλυτος θρίαμβος του ασυνεχούς/ψηφιακού. Άλλο ένα από τα πιο όμορφα μέρη του δεύτερου μέρους, εκεί όπου ο Γκέμπελς ορίζει την μιμιτική ικανότητα ως ουσία του εβραϊσμού και ως την πλέον επικίνδυνη για την αρειανή ταυτότητα (έρχονται εδώ στο νου οι ιδέες του Otto Weininger, του πιο τραγικού από τους αντισημίτες Εβραίους), χάνει κάτι από την ιδιοφυή περιπλοκότητά του αν δεν διαβαστεί μαζί με το προτελευταίο βιβλίο του Καλάσσο, τον Ουράνιο Κυνηγό, που κυκλοφόρησε το 2016.
To δεύτερο μέρος του Ακατονόμαστου Παρόντος είναι μια εντυπωσιακή συλλογή αποσπασμάτων αλληλογραφίας, ημερολογίων, σημειώσεων, άρθρων και ομιλιών που περιγράφουν την Ευρώπη της περιόδου 1933-1945, όταν, σύμφωνα με τον Καλάσσο, ο χιτλερικός εθνικοσοσιαλισμός, ακολουθώντας τα χνάρια του «αυθεντικού» σοσιαλισμού των Σοβιέτ και του ιταλικού φασισμού, προετοίμασε το έδαφος για την τελική φάση ειδωλολατρίας της Κοινωνίας, η οποία θα μεταβάλλονταν σε «κανονικότητα» τη δεκαετία του ’50 (στην Αμερική του Αϊζενχάουερ). Η φρίκη εκείνων των χρόνων, αποτυπωμένη με τρόπο εξαιρετικό στα προαισθήματα μερικών ευαίσθητων παρατηρητών, αλλά και στην ανοησία των δημοσίων υπαλλήλων, των διανοούμενων και των καθημερινών ανθρώπων της εποχής, θα κορυφωθεί με την Αποκάλυψη, το Ράγκναροκ, του ισοπεδωμένου από τους Συμμάχους Βερολίνου.
Όμως η σιωπή, ο καπνός και οι στάχτες αυτής της καταστροφής φαίνεται να οδηγούν σε ένα νέο κεφάλαιο που δεν έχει ακόμα κλείσει, αλλά έχει μόνο καταγραφεί εν μέρει από συγγραφείς όπως ο Καλάσσο ή ο Ζακ Ελλύλ (ο σπουδαίος χριστιανο-αναρχικός κριτικός του τεχνικού συστήματος που ήδη λίγες μέρες μετά την πτώση του Βερολίνου αναρωτιόταν μήπως ο Χίτλερ είχε κερδίσει) ή ακόμα ο Γκύντερ Άντερς (που από τις μεταπολεμικές ΗΠΑ έβρισκε τον Άνθρωπο είδος απαρχαιωμένο) ή ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο… Το βιβλίο κλείνει με την παράθεση ενός προφητικού ονείρου του Μπωντλέρ, παρμένο από κάποια χειρόγραφα που εκδόθηκαν μόλις τη δεκαετία του ’70, στο οποίο ο Γάλλος ποιητής διηγείται την αγωνιώδη αίσθηση ενός πύργου υπό κατάρρευση. Αυτός ο προφητικός εφιάλτης, τον οποίο πολύ εύστοχα ο Καλάσσο διαβάζει παράλληλα με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους, δεν μπορεί παρά να αφήσει στον αναγνώστη μιαν έντονη γεύση κατεπείγοντος, για μια νέα σκέψη που θα στοχαστεί την αδύνατη κανονικότητα και το ακατανόμαστο, και γι΄αυτό μη γνώσιμο, παρόν.
Πηγή: http://www.minimaetmoralia.it/wp/lapocalisse-non-profetica-calasso-linnominabile-attuale/