Cy Twombly: “A Fire That Consumes All Before It”, from the Fifty Days of Illiam series

κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα (Ηράκλειτος)

1945 – 2000

Αραβικό αντάντε, ψυχροπολεμικό αντάτζιο

Το γεγονός που καθόρισε, σε σημαντικό βαθμό, τη διαμόρφωση του τοπίου του πετρελαϊκού κόσμου μετά τον Β’ΠΠ, θέτοντας τους όρους της νέας εποχής και τα θεμέλιά της, τα οποία τρίζουν σήμερα, είναι η «Συμφωνία του αιώνα». Μετά τη Γιάλτα, πιο συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1945, οι ΗΠΑ, μέσω του προέδρου Ρούσβελτ, και η Σαουδική Αραβία του Ibn Saoud συμφωνούν την παροχή άφθονου και φθηνού πετρελαίου στις ΗΠΑ από την Σαουδική Αραβία αντί της αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας στο σαουδαραβικό καθεστώς. Το φθηνό, εύκολα προσβάσιμο και καλής ποιότητας σαουδαραβικό πετρέλαιο είναι αναγκαίο για την ατμομηχανή της υπερδύναμης και την οικονομία της, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Επιθυμώντας να σκιαγραφήσουμε το μεταπολεμικό τοπίο θα κάνουμε μία σπερματική αναφορά σε κάποια βαρύνοντα γεγονότα της ιστορίας του μαύρου χρυσού που δίνουν το στίγμα της λογικής στην οποία υπάκουσε η βιογραφία του από το τέλος του Β’ΠΠ έως την εποχή μας, η οποία αποτελεί άλλο ένα μεταβατικό στάδιο.

Απομειώνοντας την ισχύ και, ως εκ τούτου, εκθρονίζοντας τις δύο άλλοτε Μεγάλες Δυνάμεις – Μ. Βρετανία, Γαλλία, ο μεταπολεμικός είναι ένας κόσμος οξύμωρος μέσα στον σαφή διπολισμό του. Το ιστορικό γίγνεσθαι της περιόδου αυτής αναδύεται μέσα από την πολυεπίπεδη διαλεκτική σχέση, συγκρουσιακή αλλά και συνεργατική, των δύο υπερδυνάμεων – ΗΠΑ, ΕΣΣΔ.

Στα του πετρελαίου, παρότι περνάμε από την εποχή των τυχοδιωκτισμών στην εποχή των θεσμών, το πετρελαϊκό παίγνιο θα συνεχίσει να παίζεται σε ένα τραπέζι διαπλοκής υπερ-εταιρειών, κυβερνήσεων κυριάρχων κρατών, στρατών, υπερεθνικών θεσμών, τραπεζών και μυστικών υπηρεσιών.

Ποτέ μέσα στη γνωστή Ιστορία και την πολιτική ο νόμος δεν αναίρεσε την υπονόμευση και οι όροι δεν ήραν τον μετεωρισμό. Το περισσότερο ανάγλυφο δεν απαλείφει το σκοτεινό. Με αυτά ως δεδομένα, το κολάζ της ιστορίας του μαύρου χρυσού παραμένει περίπλοκο και δυναμικό. Οι νέου τύπου δρώντες που προστίθενται την περίοδο αυτή – υπερεθνικοί οργανισμοί (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΠΟΕ, κ.ά.) και συσσωματώσεις κρατών με κοινά συμφέροντα (ΟΠΕΚ, CENTO, κ.ά.), κομίζουν τη δυνατότητα της κεντρικότερης ρύθμισης σε ό,τι έχει να κάνει με τις διεθνείς σχέσεις και, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάγεται και η γενικότερη διαχείριση του μαύρου χρυσού. Ωστόσο, την ίδια εποχή που αυτή η περισσότερο θεσμική οντολογία θέτει κανόνες, παράγονται ταυτόχρονα εκρήξεις με σημαντικό παγκόσμιο αντίκτυπο. Το μεταπολεμικό περιβάλλον παραμένει πολεμικό.

Πλούσια πηγή και χαίνουσα πληγή στο σώμα της υφηλίου, η Μέση Ανατολή είναι ο κύριος προμηθευτής πετρελαίου στον δυτικό κόσμο και την Άπω Ανατολή, και το θέατρο των κρισιμότερων δρωμένων που αφορούν την ιστορία του μαύρου χρυσού.

Η μόνιμη βούληση ελέγχου της περιοχής, πρώτα (πριν τον Β’ΠΠ) από τις δυτικές υπερδυνάμεις – Μ. Βρετανία και Γαλλία, και, μετά τον Β’ΠΠ, από τις ΗΠΑ, καθώς και η μόνιμη μέριμνα των Ευροατλαντιστών για τη μη κάθοδο των Ρώσων – Σοβιετικών στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο εξακολουθούν.

Το 1946, η άρνηση του Στάλιν να παραιτηθεί από το Αζερμπαϊτζάν – ένα σοβιετοποιημένο κράτος που εξασφάλιζε στους Σοβιετικούς τον έλεγχο στις πετρελαιοπηγές του Βορείου Ιράν, σημαίνει την αρχή του Ψυχρού Πολέμου.

Η «αντίσταση στον κομμουνισμό» και η πολιτική ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης σε Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, που συνεπάγεται τη διατήρηση σε φιλοδυτική τροχιά κρατών της περιοχής όπως το Ιράν, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ευρωατλαντική κυριαρχία στην περιοχή, όπως εκφράζεται στο Δόγμα Τρούμαν του 1947.

Ωστόσο, το 1951 η ιρανική εθνικιστική κυβέρνηση Μοσαντέκ (για τον οποίο υπήρχαν φόβοι συνεργασίας με τους Σοβιετικούς) εθνικοποιεί την Anglo-Iranian Oil Company, γεγονός καταστροφικό για τα αγγλοαμερικανικά συμφέροντα, αφού την ίδια εποχή τα διυλιστήρια του Αμπαντάν ήταν η κύρια πηγή ανεφοδιασμού των ατλαντικών στρατευμάτων που συμμετείχαν στον πόλεμο της Κορέας. Για τον λόγο αυτό, δύο χρόνια μετά, το καθεστώς ανατρέπεται από τους Αγγλοαμερικανούς. Την εξουσία αναλαμβάνει εκ νέου ο Σάχης Ρεζά Παχλεβί. «Το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μοσαντέκ και το υπουργικό συμβούλιο του Εθνικού Συμβουλίου, έγινε υπό τη διεύθυνση της CIA σε μια πράξη εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει αποχαρακτηρισμένο έγγραφο.

Το 1955 υπογράφεται μεταξύ Τουρκίας, Ιράκ, Βρετανίας, Πακιστάν και Ιράν, το Σύμφωνο της Βαγδάτης – διπλωματική απόπειρα με σαφή στόχο την ανακοπή της Σοβιετικής παλίρροιας προς την περιοχή.

Η Σοβιετική Ένωση πλημμυρίζει την παγκόσμια αγορά πετρελαίου με φθηνό πετρέλαιο, με αποτέλεσμα οι «επτά αδερφές» – μεγάλες αγγλοσαξονικές πετρελαϊκές, να αποφασίσουν ως απάντηση τη μείωση της τιμής του βαρελιού κατά 18 cents, εν έτει 1959. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 10% των κερδών των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.

Το 1960 είναι μία ιδιαίτερα σημαντική χρονιά στην ιστορία του μαύρου χρυσού. Με πρωτοβουλία των Πέρεζ Αλφόνσο (υπουργός πετρελαίου της Βενεζουέλας) και Αμπντουλλάχ Ταρίκι (υπουργός της Σαουδικής Αραβίας) ιδρύεται, στη Βαγδάτη, ο OPEC – Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών. Μέλη του: η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, το Ιράκ, το Κουβέιτ, και η Βενεζουέλα. Κύρια επιδίωξη των ιδρυτικών μελών του οργανισμού ήταν η σταδιακή χειραφέτηση των κρατών από τις μεγάλες αγγλοσαξονικές πετρελαϊκές εταιρίες και η δικαιότερη κατανομή των κερδών. Ο οργανισμός, οι κατά καιρούς αποφάσεις του οποίου θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην τιμή του πετρελαίου, ειδικά κατόπιν των αλλεπάλληλων εθνικοποιήσεων που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του 1970, με την πολιτική του θα καθορίσει το πετρελαϊκό γίγνεσθαι για πάνω από μισό αιώνα. Επιρροή, που όπως θα δούμε στη συνέχεια, μειώνεται σημαντικά την εποχή μας.

Μία πρώτη πετρελαϊκή κρίση αχνοφαίνεται το 1971 στις ΗΠΑ, με τα πρώτα σημαντικά ελλείμματα και τη μειωμένη παραγωγή, συμβάν προπομπός αυτού που πρόκειται να επακολουθήσει.

Η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και η συσπείρωση των Αράβων γύρω από το Παλαιστινιακό ζήτημα είναι γεγονότα άμεσα συνυφασμένα με το πετρέλαιο. Ο μαύρος χρυσός καθίσταται όχημα εκβιασμού και πολιτικής επιρροής για τον αραβικό κόσμο.

Ο πόλεμος του Γιομ Κι Πουρ μεταξύ Ισραήλ από τη μία πλευρά κι ενός συνασπισμού αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Αιγύπτου και της Συρίας από την άλλη, τον Οκτώβριο του 1973, σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση. Το εμπάργκο και η άνοδος των τιμών – από 3 σε 11 δολάρια το βαρέλι, με βασικά απότοκα την αύξηση των τιμών των αγαθών και τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις στις εξαρτημένες από το αραβικό πετρέλαιο κοινωνίες της Δύσης, έχουν σημαντικές οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.

Στοχοποιημένες από το εμπάργκο λόγω της στήριξής τους στο κράτος του Ισραήλ, οι ΗΠΑ, υποταγμένες στην εισαγωγή αργού πετρελαίου, αναγκάστηκαν από τότε να μειώσουν την εξάρτησή τους σε μία περιοχή που θεωρούν ανεπαρκώς ελεγχόμενη γεωπολιτικά και στρατιωτικά. Μετά το 1973, η ασφάλεια των πετρελαϊκών αποθεμάτων καθίσταται ύψιστη έγνοια των μελών του ΝΑΤΟ. Με πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον, οι χώρες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δημιουργούν το 1974, το Διεθνή Οργανισμό Ενεργείας, με σκοπό την εναρμόνιση των θέσεών τους και τη συνδιαχείριση των στρατηγικών αποθεμάτων, καθώς και την ενθάρρυνση της πετρελαϊκής παραγωγής εκτός ΟΠΕΚ, πολιτικές που στόχευαν στη σταδιακή αποδέσμευση από τις κλασικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες και τη διεύρυνση των αποθεματικών πηγών, σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα κοιτάσματα που δεν ήταν προσοδοφόρα πριν το 73’ (Βόρεια Θάλασσα, Μεξικό, Κόλπος Γουινέας) να καταστούν εκμεταλλεύσιμα. Μολαταύτα, παρά τις ρητορικές τους ενστάσεις, οι δυτικές χώρες παρέμειναν σχετικά ενδοτικές στις πολιτικές των χωρών του ΟΠΕΚ, λόγω του ότι τους ήταν πολύ δύσκολο και δαπανηρό να εξορύξουν πετρέλαιο όπως αυτό της Βραζιλίας, το βαρύ πετρέλαιο του Καναδά και τo μη συμβατικό αμερικανικό πετρέλαιο.

Όπως προαναφέραμε, η πολιτική υψηλών τιμών του ΟΠΕΚ είναι χειραφετητική, αφού υπηρετεί μία λογική διόρθωσης της «γελοίας» τιμής που επιβλήθηκε από το καρτέλ των «7 αδερφών» – των μεγάλων αγγλοσαξονικών εταιριών που κυριάρχησαν στην πετρελαϊκή βιομηχανία μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ως εκ τούτου, στην πρώτη τους συνδιάσκεψη στο Αλγέρι το 1975, οι χώρες του ΟΠΕΚ υπογράμμισαν ότι το πετρέλαιο πρέπει να αποτιμάται ως μία πηγή σπάνια και μη ανανεώσιμη και συμφώνησαν στην κοινή προσπάθεια διατήρησης αυτού του αγαθού προς όφελος των μελλοντικών γενεών. Συνειδητά, λοιπόν, ο Οργανισμός προτίμησε τη διατήρηση υψηλότερων τιμών από την αύξηση του μεριδίου του στην αγορά.

Μεταγενέστερα αποδείχθηκε πως η αμερικανική διπλωματία, με επικεφαλής τον Χένρυ Κίσσινγκερ, βρίσκονταν πίσω από την πολιτική ανόδου των τιμών του μαύρου χρυσού από το Ιράν του Σάχη και τη Σαουδική Αραβία. Η αύξουσα ισχυροποίηση του Ιράν και η ιδία βούληση του Σάχη για επιθετική επέκταση στην περιοχή εναντίον των αραβικών κρατών και απόλυτη κυριαρχία στον Περσικό Κόλπο είχε τα αντίθετα αποτελέσματα.

Το 1976 δημιουργείται ένας συνασπισμός μυστικών υπηρεσιών που ονομάστηκε «Λέσχη Σαφάρι» (Safari Club). Αυτός ο συνασπισμός εξελίχθηκε σε ένα πολύ μυστικό σύστημα συντονισμού υπηρεσιών πληροφοριών, που διήρκησε για δεκαετίες. Δημιουργήθηκε σε μία εποχή κατά την οποία η CIA αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, διότι ήταν αντικείμενο ερευνών σχετικά με το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.

Το Ιράν, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, το 1976, δημιούργησαν τη Λέσχη Σαφάρι για να διεξάγουν μέσω των δικών τους υπηρεσιών πληροφοριών επιχειρήσεις που τώρα ήταν δύσκολες για τη CIA. Κύριος οργανωτής της Λέσχης Σαφάρι ήταν ο Alexandre de Marenches, αρχηγός των γαλλικών υπηρεσιών πληροφοριών.

Όταν ο Jimmy Carter έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ, το 1977, διόρισε πληθώρα μελών του think tank Trilateral Commission, στην κυβέρνησή του. Το think tank ιδρύθηκε το 1973 από τον διεθνολόγο Zbigniew Brzezinski και τον επιχειρηματία David Rockefeller. Προσηλυτισθείς στην Τριμερή Επιτροπή, ο Κάρτερ κάνει τον Brzezinski, ο οποίος πίεζε για την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, με σκοπό την τελική υπεροχή της Ουάσινγκτον επί της Μόσχας, Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας της κυβέρνησής του. Η κυβέρνηση Κάρτερ θα υιοθετήσει το θεώρημα Brzezinski περί αξιοποίησης του ριζοσπαστικού ισλαμικού στοιχείου για τη βαλκανοποίηση της Εγγύς Ανατολής και την άσκηση πιέσεων σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης.

Παρότι η Chase Manhattan Bank ήταν ο πρώτος άμεσα ωφελημένος από την πολιτική Κάρτερ για το πάγωμα ιρανικών περιουσιακών στοιχείων μετά την κατάληψη της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Ιράν, παίχτηκαν στη συνέχεια – με αφορμή αυτό το γεγονός – τεράστια κερδοσκοπικά παιχνίδια στο πετρέλαιο. Με την πολιτική των ΗΠΑ, το 1979, ουσιαστικά αποκλείεται η πρόσβαση του Ιράν στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.

Η απουσία του ιρανικού πετρελαίου από την παγκόσμια αγορά πυροδότησε μεγάλες αυξήσεις στην τιμή του μαύρου χρυσού κατά το χρονικό διάστημα 1979-1981.

Επίσης, το 1979 η British Petroleum ακύρωσε σημαντικά συμβόλαια προμήθειας πετρελαίου και το ίδιο έπραξε και η Royal Dutch Shell, οδηγώντας τις τιμές του πετρελαίου ακόμα ψηλότερα.

Οι χώρες που εξήγαγαν πετρέλαιο πλημμύρισαν με πετροδολάρια, τα οποία κατέθεταν σε δυτικές τράπεζες που, με τη σειρά τους, τα μετέτρεπαν σε δάνεια προς αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες είχαν ανάγκη χρηματοδοτήσεων, για να αγοράσουν το πολύ ακριβότερο πλέον πετρέλαιο.

Μετά το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ του 1979, ο τότε πρόεδρος της Fed – Paul Volcker, πρώην υπάλληλος της Ροκφελερικής τράπεζας, αύξησε τα επιτόκια από 2%, που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σε 18% στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τόσο υψηλούς τόκους για τα δάνειά τους και γι’ αυτό εξαπλώθηκε μια σοβαρή πιστωτική κρίση στον Τρίτο Κόσμο κατά τη δεκαετία του 1980, οπότε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα έσπευσαν να «διασώσουν» αυτές τις χώρες με «διαρθρωτικά προγράμματα» που εξασφάλιζαν τον δυτικό έλεγχο επί των οικονομιών του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Στο Ιράν – νευραλγικό γεωπολιτικό σημείο, οι ΗΠΑ, με πλήρη μυστικότητα, βοήθησαν την άνοδο του Χομεϊνί στην εξουσία και αμέσως μετά πυροδότησαν μια σύγκρουση στην περιοχή, δηλαδή τον πόλεμο Ιράν – Ιράκ.

Από 3 δολάρια το βαρέλι το 1973, η τιμή του πετρελαίου αγγίζει, το 1981, τα 34 δολάρια. Το τέλος της φθηνής ενέργειας και παραγωγής έχουν ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της οικονομικής ανόδου της Δυτικής Ευρώπης, την υποχώρηση του κεϋνσιανού πνεύματος και του παραγωγικού ρόλου του κράτους, την φιλελευθεροποίηση και τις ιδιωτικοποιήσεις. Η εποχή που η οικονομική ευημερία συνδεόταν με το κοινωνικό κράτος παρέρχεται.

Η βασική επιδίωξη της προεδρίας Ρήγκαν, που ξεκίνησε το 1981, στον τομέα των υδρογονανθράκων, είναι η αποφυγή δημιουργίας του μεγάλου αγωγού φυσικού αερίου Σοβιετικής Ένωσης – Ευρώπης. Τα γεγονότα του 1981 στην Πολωνία, με τον σοβιετικά υποκινούμενο στρατιωτικό νόμο, επέτρεψαν στην αμερικανική διοίκηση την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Πολωνία και την επιβολή πλήρους εμπάργκο στο σχέδιο δημιουργίας του σοβιετικού αγωγού.

Η πτώχευση και τελική πτώση της Σοβιετικής Ένωσης συνυφαίνεται άμεσα με την επιρροή του πετρελαίου στις διεθνείς σχέσεις. Ο δαπανηρός και αποτυχής πόλεμος των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν (που ξεκίνησε το 1979) είχε ήδη αποδυναμώσει σημαντικά την οικονομία της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, το καθοριστικό χτύπημα έρχεται με την αμερικανο-σαουδαραβική συμφωνία του 1985. Οι ΗΠΑ πείθουν τους Σαουδάραβες να παράξουν και να ρίξουν μεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου στην αγορά έτσι ώστε να μειωθεί η τιμή του μαύρου χρυσού, κάτι που υπονόμευσε τη σοβιετική οικονομία, η οποία βασιζόταν, κατά κύριο λόγο, στο πετρέλαιο, οδηγώντας την στην τελική καταστροφή.

Ο Πόλεμος του Κόλπου αποτελεί το πρώτο επεισόδιο του μεταψυχροπολεμικού δράματος. Η εισβολή του Σανταμικού Ιράκ στο Κουβέιτ ανησυχεί τις ΗΠΑ. Η αμερικανική συμμετοχή στον πόλεμο έχει ως μοναδικό στόχο την προστασία των πετρελαϊκών αποθεμάτων των συμμάχων τους – μοναρχιών του Κόλπου.

Η απόλυτη εξάρτηση της αμερικανικής κοινωνικο-οικονομικής ζωής από τον μαύρο χρυσό καθιστά κάθε υποψία απειλής θανατηφόρα και ως εκ τούτου άμεσα κολάσιμη.

Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης George Bush Jr – Dick Cheney: «οι ΗΠΑ είναι ένα έθνος σπουδαίο χάρη στην πετρελαϊκή βιομηχανία.». Έτσι, ο δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου γίνεται επίσης για το πετρέλαιο του Ιράκ, ο έλεγχος των αποθεμάτων του οποίου θα έδινε στις ΗΠΑ τη δυνατότητα μίας σημαντικής αύξησης της παραγωγής.

Σήμερα, κανένας από τους κύριους δρώντες δεν ελέγχει απόλυτα την πετρελαϊκή αγορά. Επικρατεί μια συνθήκη απορρύθμισης σε ένα πιο πολυπολικό σκηνικό.

Επιπλέον, η Κίνα αναπτύσσει τη δική της πλανητική πετρελαϊκή διπλωματία, κάνοντας, παντού στον κόσμο, συμμαχίες που τις εξασφαλίζουν την αναγκαία για τη βιομηχανία και τη γενικότερη κίνηση και δραστηριότητά της ενέργεια, και εξαγοράζοντας άλλοτε δυτικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς.

Αξίζει να σημειωθεί πως από το 1964 ανακαλύπτεται όλο και λιγότερο πετρέλαιο, παρά το ότι η τεχνολογία εξελίσσεται. Για κάθε έξι βαρέλια που καταναλώνονται ανακαλύπτεται μόλις ένα. Η αναζήτηση νέων αποθεμάτων μαύρου χρυσού σε νέες περιοχές και η ανακάλυψη εναλλακτικών πηγών ενέργειας χαρακτηρίζει την κρίσιμη περίοδο μετάβασης στην οποία βρισκόμαστε.

Ο μαύρος χρυσός το 2020

Iντερλούδιο ή ρέκβιεμ;

Η σταδιακή μεταβολή τεχνολογικού, ενεργειακού, οικονομικού και κοινωνικού παραδείγματος είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής στην οποία έχουμε διέλθει, η οποία, όπως κάθε εποχή μετάβασης, είναι μια εποχή κρίσης και αντιπαράθεσης. Το πετρέλαιο αντλούσε και εξακολουθεί να αντλεί την σημαντικότητά του, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από την καθοριστική συμβολή του ως καύσιμο για τις μεταφορές. Όμως, στην ηλεκτρική εποχή ο τροχός είναι ξεπερασμένος. Την εποχή της τηλε-εργασίας, της τηλεδιασκέδασης και συνολικότερα της τηλε-σχέσης με το(ν) άλλο(ν), έχουμε εισέλθει στη συνθήκη μίας βιωτής, που σταδιακά αντικαθιστά το εκ του σύνεγγυς από το εξ’ αποστάσεως. Οι νέες μορφές μεταφορών κι επικοινωνιών, οι νέες εργασιακές δομές, η απεξάρτηση του χρήματος από πρωτόγονες πρώτες ύλες και η αλλαγή των μορφών παραγωγής σηματοδοτούν, για πολλούς, το τέλος της εποχής των υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με αυτή τη μερίδα των ειδικών, ζούμε στην περίοδο των τελευταίων αγοραπωλησιών υδρογονανθράκων, για να μπουν τα κεφάλαια σε νέες μορφές ενέργειας. Η μετάβαση στον νέο τεχνολογικό πολιτισμό παράγει σύγκρουση. Η παρούσα σύγκρουση, στον τομέα του πετρελαίου – υδρογονανθράκων, έχει δύο πρόσωπα. Αφ’ ενός μεν, οι κυρίαρχοι δρώντες του πετρελαϊκού κόσμου συγκρούονται μεταξύ τους, αφ’ ετέρου δε, η απεξάρτηση του χρήματος από τις πρωτόγονες πρώτες ύλες φέρνει αντιμέτωπους σημαντικούς δρώντες του παλαιού κόσμου με τους οραματιστές/σχεδιαστές του μέλλοντος. Είναι ενδεικτικό ότι οι σημαντικότεροι αντίπαλοι οραμάτων όπως αυτό του Μπιλ Γκέιτς για ένα νέο παγκόσμιο κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο και της ατζέντας του Ο.Η.Ε. 2030 είναι η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία οι Φιλιππίνες, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Βραζιλία, δηλαδή κυρίως πλούσιες σε πρώτες ύλες χώρες, που ανησυχούν για τη μετάβαση σε μια νέα τεχνολογική πολιτική οικονομία έξω από τον έλεγχό τους.

Παράλληλα, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία είναι σε οικονομικό πόλεμο μεταξύ τους και αμφότερες σε πόλεμο εναντίον του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου. Το ξέσπασμα του COVID-19 ενέτεινε την κρίση κι επέσπευσε τις εξελίξεις στον χώρο των υδρογονανθράκων.

Η 21η Απριλίου 2020 θα μείνει στην ιστορία ως η μέρα που ο μαύρος χρυσός κόστισε λιγότερο από το νερό της βροχής. Στο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου Πρώτων Υλών στη Νέα Υόρκη, το βαρέλι του Δυτικού Τέξας (WTI) έπεσε στην τιμή των – 37,63 δολαρίων. Βασικός λόγος ο εγκλεισμός και η ακινησία των κοινωνιών λόγω της πανδημίας.

Στις 6 Μαρτίου, το Ριάντ ξεκίνησε τον πόλεμο ανακοινώνοντας μείωση τιμών και τον προγραμματισμό της αύξησης των εξαγωγών για τον μήνα Απρίλιο. Η Ουάσινγκτον έκπληκτη, ερμήνευσε το γεγονός σαν επιθετική πράξη απέναντι στην πετρελαϊκή της βιομηχανία, προκαλούμενη επιπλέον από έναν υποτιθέμενο σύμμαχο, ο οποίος χαίρει της στρατιωτικής προστασίας της.

Οι συνομιλίες που ακολούθησαν κατέληξαν σε μία συμφωνία, αρχικά μεταξύ των τριών μεγάλων πετρελαιοπαραγωγών – ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, Ρωσία, η οποία κλήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο big Oil Deal, και συνίσταται στην ιστορική πτώση της παραγωγής – 9,7  εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα – κοντά στο 10% της παγκόσμιας παραγωγής. Η συμφωνία έγινε δεκτή από τις χώρες του G20, που συμπεριλαμβάνει σημαντικές εισαγωγικές χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραδοσιακά ενδιαφερόμενες για χαμηλές τιμές.

Για να δούμε, όμως, πώς διαμορφώνεται το πετρελαϊκό τοπίο εν μέσω πανδημίας υπό το πρίσμα των κινήτρων και των κινήσεων των σημαντικότερων δρώντων της πετρελαϊκής αγοράς.

Μετά το 1986 και το 2014, είναι η τρίτη φορά που η Σαουδική Αραβία κάνει πόλεμο τιμών – κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Απότοκο αποτυχημένης διαπραγμάτευσης με τη Μόσχα για εκατέρωθεν μείωση των τιμών, ο αντίκτυπος αυτής της πρωτοβουλίας των Σαουνταρί ήταν καταστροφικός για τις ΗΠΑ. Πρόθεσή τους – να απειλήσουν τις ΗΠΑ για να τις εξαναγκάσουν να διαπραγματευτούν ένα σημείο ισορροπίας πιο συμβατό με τα σαουδαραβικά συμφέροντα.

Η αμερικανική παραγωγή, από το 2010 έως το 2020 αυξήθηκε από το 8% στο 14% της παγκόσμιας παραγωγής, συνοδευόμενη από αλλεπάλληλα αμερικανικά εμπάργκο σε ισχυρές πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα, η Λιβύη και το Ιράκ.

Η Σαουδική Αραβία παραμένει ο αρχηγός του ΟΠΕΚ και ο λόγος της αντιπροσωπεύει τα 33 εκ. βαρέλια του συνόλου των χωρών του Οργανισμού. Η θέση της αυτή της άνοιξε τις πόρτες του G20. Αυτή η εγκατάλειψη της μακροχρόνιας πολιτικής της διατήρησης των τιμών δεν θα έβλαπτε την ενότητα του ΟΠΕΚ, αν συνυπολογίσουμε τις δυσκολίες που περνάνε το Ιράκ, η Βενεζουέλα και το Ιράν; Χωρίς να αναφερθούμε στις υπόλοιπες χώρες που στην ουσία δεν αποκομίζουν κάτι από τη συμμετοχή τους στον Οργανισμό.

Οι ΗΠΑ, ζημιωμένες από την κίνηση των Σαουδαράβων αντιδρούν επιθετικά. Η διατήρηση της αποκλειστικότητας του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος στην αγορά πετρελαίου και η στρατιωτική πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την κυριαρχία της ατλαντικής υπερδύναμης στον χώρο του πετρελαίου, που εξασφαλίζουν στις ΗΠΑ ένα προνόμιο στο οικονομικό και το γεωστρατηγικό πεδίο.

Από την απόφαση των Σαουδαράβων την 6η Μαρτίου, η διοίκηση Τραμπ αποφάσισε να πολλαπλασιάσει τις πιέσεις. Οι παραγωγοί του σχιστολιθικού αμερικανικού πετρελαίου προώθησαν μία εκστρατεία η οποία αποσκοπεί σε κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας, έτσι ώστε να εξαναγκάσουν αυτές τις χώρες να μειώσουν την παραγωγή τους.

Την 16η Μαρτίου 2020, 13 ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές υπέγραψαν ένα γράμμα το οποίο εστάλη στον Σαουδάραβα πρίγκιπα, υπενθυμίζοντάς του την στρατηγική του εξάρτηση από την Ουάσινγκτον.

Την 9η Μαϊου, η αμερικανική διοίκηση ανακοίνωσε τον αποκλεισμό της Σαουδικής Αραβίας από τις μπαταρίες των πυραύλων Patriot. Αυτό ίσως και να ήταν η αιτία της μείωσης από πλευράς Σαουδαράβων κατά 1 εκ. βαρελιών/μέρα της παραγωγής τους, γεγονός χωρίς σημαντικά αποτελέσματα στις τιμές.

Οι Ρώσοι, εκτός από τις αμερικανικές κυρώσεις που υφίστανται: εμπάργκο σε τεχνολογίες αιχμής σχετικές με το σχιστολιθικό, κυρώσεις στις εταιρίες που συμμετέχουν στη δημιουργία του αγωγού φυσικού αερίου Northstream, οικονομικές κυρώσεις στις τράπεζες που χρηματοδοτούν την εξόρυξη στα κοιτάσματα της χερσονήσου του Λαμάλ, εκτρέφουν μέσα τους ένα ισχυρό προαίσθημα – φοβούνται ότι θα δουν την αποβίβαση του σχιστολιθικού αμερικανικού πετρελαίου στην ευρωπαϊκή αγορά – πιθανότατο σενάριο αν λάβουμε υπόψη μας κινήσεις όπως αυτή της δημιουργίας αγωγού επαναεριοποίησης του σχιστολιθικού αερίου που θα φτάνει υγροποιημένο από τις ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τη Ρωσία, ακόμα και αν οι Ρώσοι υπεύθυνοι ισχυρίζονταν ότι προσαρμόστηκαν στην τιμή των 42 δολ. / βαρέλι, το Κρεμλίνο δεν μπορεί να αντισταθεί μακροπρόθεσμα σε έναν πόλεμο τιμών. Από πού, λοιπόν, προκύπτει αυτή η μεταστροφή της Μόσχας, που εντέλει δέχτηκε να μειώσει την παραγωγή της κατά 2,5 εκ. βαρελιών/μέρα; Η Ρωσία πληρώνει, λοιπόν, ακριβά το big Oil Deal. Για πρώτη φορά μέσα στην ιστορία του ΟΠΕΚ+, οι προσπάθειές της έχουν τη συγκατάθεση της Σαουδικής Αραβίας. Τίμημα αναγκαίο για την παγίωση του μεριδίου της στην αγορά στο μέλλον; Για να εξαναγκάσει τους Αμερικανούς να μοιραστούν το φορτίο της υπεράσπισης των τιμών; Για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων;

Η ξαφνική αλλαγή της Μόσχας αποτελεί μία άλλη έκφανση του δισταγμού των μεγάλων παραγωγών απέναντι στην εναλλακτική στρατηγική της ελεύθερης αγοράς ή της ρύθμισης. Σαουδάραβες και Ρώσοι αφέθηκαν στο δέλεαρ του αχαλίνωτου ανταγωνισμού πριν υποχωρήσουν μπροστά στη διαφαινόμενη καταστροφή. Το επεισόδιο των αρνητικών τιμών έδωσε μία πρόγευση γι’ αυτό που θα ήταν ο κόσμος χωρίς το δίκτυ προστασίας του ΟΠΕΚ. Εμπνευσμένο και προωθημένο από την Ουάσινγκτον, το big Oil Deal αποτελεί ένα δειλό βήμα για μία ρύθμιση διαφορετικού τύπου. Εάν η συμφωνία αποφέρει μέσα στο 2021 μία ικανοποιητική ισορροπία – 50 δολ. το βαρέλι, αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να αποτελέσει το υπόβαθρο για έναν πιο ολοκληρωμένο μηχανισμό. Σε περίπτωση που αποτύχει να αποκαταστήσει επαρκώς τις τιμές, τα αποκλίνοντα συμφέροντα αυτών των δρώντων ενδέχεται να οδηγήσουν σε έναν ακήρυχτο πόλεμο τιμών.

Ως προς την Κίνα, οι συνέπειες της πανδημίας της δίνουν την ευκαιρία να εδραιώσει ένα προφίλ που της πήρε χρόνο να αποκτήσει. Τα τελευταία χρόνια, το Πεκίνο δραστηριοποιείται έντονα στους τομείς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το πετρέλαιο αποτελεί, μαζί με τον στρατιωτικό τομέα και το νόμισμα, τα αδύνατα σημεία της Κόκκινης Αυτοκρατορίας απέναντι στις ΗΠΑ, και, συνεπώς, αποτελεί μία από τις βασικές της προτεραιότητες. Οι πετρελαϊκές της εταιρίες συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες και πιο δραστήριες εκτός των συνόρων της χώρας. Η China National Petroleum, για παράδειγμα, κατέχει το 20% της Yamal LNG, η οποία εκμεταλλεύεται ένα τεράστιο κοίτασμα στον κόλπο Ob της Ρωσίας. Η θυγατρική της China National Offshore Oil Corporation εμπλέκεται, μαζί με την Total, στην ανάπτυξη των κοιτασμάτων της Νιγηρίας. Η πετρελαϊκή ζήτηση της Κίνας αυξάνεται κατά περίπου 10% / χρόνο. Επίσης, η Κίνα έχει καταστεί ο πρώτος καταναλωτής στον κόσμο, συγκεντρώνοντας το 13,5 της παγκόσμιας ζήτησης. Εκ των πραγμάτων, η πετρελαϊκή της εξάρτηση, που έως τώρα θεωρείται βασική της αδυναμία, μπορεί να αποδειχθεί ατού που θα την καταστήσει αποφασιστικό παράγοντα του πετρελαϊκού παιγνίου ως τον μεγαλύτερο καταναλωτή.

Εδώ και χρόνια, η Κίνα φρόντισε να εξασφαλίσει την προμήθειά της σε πετρέλαιο. Μέσω των Νέων Δρόμων του Μεταξιού, ενίσχυσε τους δεσμούς της με τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως Η Ρωσία και οι άλλες χώρες της Κεντρικής Ασίας. Κύρια αγορά των μεγάλων παραγωγών του Αραβο-Περσικού, πολλαπλασιάζει μαζί τους τις διμερείς συμφωνίες σε βαθμό που εκνευρίζει τις ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν ότι η περιοχή τους ανήκει αποκλειστικά. Η ποικιλία των πηγών προμήθειας επεκτείνεται επίσης στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού, ενώ οι ΗΠΑ απειλούσαν να φορολογήσουν τις εισαγωγές του σαουδαραβικού πετρελαίου, η Κίνα πολλαπλασίαζε τις διαβεβαιώσεις της για να παγιώσει τα συμβόλαια και να εξασφαλίσει χαμηλές τιμές. Αξιοποιώντας το μέγεθος της αγοράς της, αναπτύσσει διμερείς συνεργασίες με τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου και με χώρες όπως η Ρωσία, η Βενεζουέλα και το Ιράν, που βρίσκονται αντιμέτωπες με το αμερικανικό εμπάργκο.

Επιπλέον, η Κίνα επενδύει ξεκάθαρα στην ενεργειακή μετάβαση. Πρώτος επενδυτής στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κατέχοντας άνω του 50% των παγκόσμιων εγκαταστάσεων ηλιακής και αιολικής ενέργειας, κατασκευάζει το 90% των ηλεκτρικών λεωφορείων και άνω του 50% των ηλεκτροκίνητων οχημάτων παγκοσμίως.

Από τη μεριά τους, οι πλούσιες χώρες του ΠΟΕ, έχουν ήδη μειώσει την κατανάλωση πετρελαίου. Με την επιτακτικότητα της κλιματικής κρίσης, αυτή η κίνηση μάλλον θα επιταχυνθεί. Η ΕΕ έθεσε ως στόχο την σε ποσοστό άνω του 50% αντικατάσταση των υδρογονανθράκων από εναλλακτικές πηγές ενέργειας, έως το 2050, μέσα στο κυρίαρχο πνεύμα – τάση της οικολογικής μετάβασης.

Όλες αυτές οι ανακατατάξεις ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην τιμή του πετρελαίου, η οποία εμπεριέχει μία πρόσοδο. Αυτή διαμορφώνεται από τρία επίπεδα, εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: 1. Από τη διαφοροποίηση των τιμών για γεωλογικούς λόγους, κάτι που θα γνωρίσει σίγουρα ζημίες τα προσεχή έτη, ανεξαρτήτως του πετρελαϊκού καθεστώτος. 2.  Από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα στρατηγικό αγαθό – δύσκολα αντικαταστάσιμο ως καύσιμο για τις μεταφορές. Αυτό είναι πιθανό να αλλάξει προσεχώς με την αναβάθμιση του ρόλου άλλων πηγών ενέργειας. 3. Ο τρίτος – παγιώθηκε μετά το 1973, και αφορά τον καθορισμό των τιμών από τον ΟΠΕΚ – μία τιμολόγηση πολύ μακριά από το καθαρό κόστος παραγωγής. Ειδικά αυτός ο τρίτος παράγοντας αναμένεται να ελαττωθεί δεδομένης της απομείωσης της ισχύος του ΟΠΕΚ και του εντεινόμενου ανταγωνισμού. Για να αντιμετωπίσουν τη μελλοντική ζήτηση, οι πετρελαϊκές εταιρίες οφείλουν να κάνουν νέες επενδύσεις. Και εάν οι χώρες του ΟΠΕΚ αποφασίσουν να μην υπερασπιστούν τις τιμές, είναι βέβαιο ότι οι χώρες που διαχειρίζονται ακριβότερο πετρέλαιο θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα προβλήματα. Στην περίπτωση που και αυτοί, μετά τους Αμερικανούς και τους Ρώσους, μπουν στον ανταγωνισμό για τις μελλοντικές ποσότητες πετρελαίου, τότε είναι πιθανό να εισέλθουμε σε μία εποχή όπου οι τιμές του πετρελαίου θα τείνουν να ευθυγραμμίζονται με τις χαμηλότερες – σπρώχνοντάς τες σε ένα «κανονικό» επίπεδο της τάξης των 20 με 25 δολαρίων, αντί, όπως συμβαίνει σήμερα, να ρυθμίζονται βάσει των πιο υψηλών – του σχιστολιθικού αμερικανικού πετρελαίου, το οποίο απαιτεί ένα κατώτατο όριο της τάξης των 40 με 50 δολαρίων για να είναι όντως προσοδοφόρο.

Ωστόσο, αυτή η πτωτική τάση απογοητεύει τους υπερασπιστές του κλίματος, διότι βλέπουν στο φθηνό πετρέλαιο ένα σοβαρό ρίσκο για την αποδοτικότητα των προγραμμάτων της ενεργειακής μετάβασης. Ως εκ τούτου, στο μέλλον ενδέχεται να εντατικοποιήσουν την πίεση στις κυβερνήσεις, έτσι ώστε οι δεύτερες να υπονομεύσουν αυτή την πτώση των τιμών μέσω π.χ. της αύξησης των φόρων.

Το παρόν ιστορικό επεισόδιο επιβεβαιώνει την ακύρωση της πρωτοκαθεδρίας του ΟΠΕΚ και αποτελεί την ακραία έκφραση μιας συνεχιζόμενης ασταθούς ισορροπίας που γνωρίζει η πετρελαϊκή αγορά τα τελευταία χρόνια.

Το μέλλον θα εξαρτηθεί από τον αντίκτυπο όλων αυτών των αντιτιθέμενων τάσεων στις τιμές. Όμως, η παρούσα κρίση μας έδειξε ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να πάρει διαφορετικά πρόσωπα. Δίχως αμφιβολία, οι πρωταγωνιστές αντιλήφθηκαν ότι είναι προτιμότερoς ο έλεγχος μέσω μίας ελάχιστης ρύθμισης από την παράδοση σε έναν αχαλίνωτο ανταγωνισμό χωρίς κανόνες.

Σε αυτή τη συνθήκη σύγχυσης, ανακατάταξης και τεχνολογικής έκρηξης, όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλάζουν και μία νέα σχέση του ανθρώπου με τη φύση εκκολάπτεται, η περιοχή μας – Νοτιοανατολική Μεσόγειος ζει στον αστερισμό της μελλοντικής εξόρυξης των υδρογονανθράκων, αποτελώντας μία εκ των 15 περιοχών του κόσμου, που με τις ίδιες τεχνολογίες και τα ίδια προγράμματα επενδύσεων υπάρχει ελπίδα να βρεθεί κάτι σημαντικό. Για την ακρίβεια, στη συγκεκριμένη περιοχή υπάρχουν 25 στόχοι πιθανών κοιτασμάτων. Η Ελλάδα θα αποτελέσει το ενδιάμεσο στάδιο του αγωγού EAST MED, του αγωγού που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα προμηθεύει την Ευρώπη, αλλά και τη λεκάνη της Μεσογείου με το φυσικό αέριο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, γεγονός που έχει ερεθίσει ιδιαίτερα και την γείτονα Τουρκία. Προς το παρόν, το πλέγμα διακίνησης φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, από τις πηγές άντλησης και μέσω των αγωγών μεταφοράς, είναι διαμορφωμένο και εξελίσσεται στο πλαίσιο του ρωσικού αερίου, του αμερικανικού υγροποιημένου σχιστολιθικού και του προερχόμενου από την Κασπία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική αντίστοιχου αερίου. Ποια, λοιπόν, οφείλει να είναι η στρατηγική μίας χώρας σαν την Ελλάδα, που επιθυμεί να επωφεληθεί από την ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην θαλάσσια περιοχή της, χωρίς όμως να διαρρήξει τις διπλωματικές της σχέσεις – συμμαχίες με τους μεγάλους παίκτες του ενεργειακού παιγνίου, σε μία εποχή που στο αιωνόβιο τραπέζι του παιγνίου αυτού μοιάζουν να ρίχνονται οι τελευταίες ζαριές;

Το παρόν είναι ρευστό και περίπλοκο και το μέλλον μοιάζει μετέωρο και αντιφατικό. Το δράμα της εξέλιξης εξακολουθεί να υπακούει στη διπολική οντολογία της άνθησης – καταστροφής, λειτουργώντας στη λογική της φωτιάς που είναι λάμψη και στάχτη. Πώς θα διαγραφεί το μέλλον του μαύρου χρυσού σε αυτό το τραγικό σχήμα;

Εδώ το Μέρος Α’ >>>


Για το παρόν άρθρο χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα έργα:

  • Hicham Alaoui, «Une idéologie compromise par l’exercice du pouvoir, Échec de l’utopie islamiste», Le Monde diplomatique, Paris, novembre 2018.
  • Sadek Boussena, «Après la guerre des prix entre pays producteurs. Pétrole, accord et désaccords.», Le Monde diplomatique, Paris, juin 2020.
  • Eric Laurent, La face cachée du pétrole, Editions Plon, 2006.
  • Daniel Yergin, The Prize: The Epic Quest for Oil, Money, and Power, Simon & Schuster, 1990.
  • Peter Dale Scott, The road to 9/11. Wealth, Empire, and the Future of America, University of California Press, 2007.
  • Zbigniew Brzezinski, The Grand Chessboard: American Primacy and Its Geostrategic Imperatives, Basic Books, 1997.
  • Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου, Πατάκης, Αθήνα, 2010.