Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Δύο παιδιά στην παραλία, 1919

Ο Γιώργος Διαλεγμένος συστήθηκε στο κοινό ως το δαιμόνιο παιδί του ελληνικού θεάτρου με τα έργα Χάσαμε τη θεία, στοπ! (1975) και Μάνα, μητέρα, μαμά (1979). Καθημερινοί, λαϊκοί χαρακτήρες, υπόθεση απλή και γραμμική, φυσικός και αποσπασματικός λόγος είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των κειμένων. Θα υποστηρίξω ότι η γραφή του Διαλεγμένου διδάσκει θέατρο καλύτερα από όσο μπορούν να το κάνουν άλλα σύγχρονά του έργα, επειδή ακριβώς δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως επαγγελματική συγγραφική διαδικασία, αλλά ως παιχνίδι. Ο Διαλεγμένος γράφει χωρίς να παίρνει απόλυτα σοβαρά την δουλειά του. Δηλώνει μάλιστα σε συνέντευξή του πως δεν εκτιμά κανέναν από τους σύγχρονούς του συγγραφείς επειδή ακριβώς γράφουν σαν επαγγελματίες γραφειάδες. Δήλωση μεν υπερβολική – αφού αλλού λέει πως του αρέσουν τα κείμενα του Βασίλη Κατσικονούρη – με μια δόση αλήθειας δε: η γραφή που είναι αυτάρεσκη και αυτοαναφορική, αναδιπλώνεται στον εαυτό της, και καταλήγει να ηχεί επιτηδευμένη στα αυτιά του ακροατή. Ο Διαλεγμένος δεν κάνει αυτό το λάθος. Ασκεί την τέχνη ενός ολοκάθαρου ρεαλισμού κι ενός αυθορμητισμού που αναπαριστά τον καθημερινό λόγο. 

Η αποσπασματικότητα γίνεται ακόμα πιο απολαυστική από την στιγμή που ο συγγραφέας αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο την προσλαμβάνει και την ενσωματώνει στην γραφή του: την δανείζεται από την καθημερινότητα. Ο Διαλεγμένος περιγράφει σε συνέντευξή του πώς παρατηρούσε ή “σκηνοθετούσε” διαφωνίες μεταξύ επιβατών στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή αλλού, ακριβώς για να βιώσει σε πραγματικό χρόνο τον αυθορμητισμό της καθημερινής ομιλίας: 

“Ακούω τον κόσμο πώς τσακώνεται, πώς μιλάει. Καμιά φορά μπαίνω κι εγώ για να φουντώσει ο καβγάς, να δω τις εντάσεις…  Ακούω πώς εκφράζονται. Πώς σταματάει η λέξη, πώς ξαναρχίζει, πώς επεμβαίνει κάποιος άλλος, πώς κοιτάζονται, όλα αυτά με ενδιαφέρουν πάρα πολύ.¨

Ο Διαλεγμένος δεν γράφει απλώς όπως μιλάμε. Κατασκευάζει την γραφή του με γνώμονα την φυσική ομιλία. Στο έργο Χάσαμε τη θεία, στοπ!, ο Θανάσης και η Ουρανία, ένα λαϊκό ζευγάρι της δεκαετίας του 1950, ζουν με την κατάκοιτη θεία τους. Με τον θάνατο της θείας, και ενώ απαριθμούν την λιγοστή κληρονομιά που τους αναλογεί, ξεσπούν σε καβγά, για να αποκαλυφθεί η αλήθεια για τις σχέσεις της Ουρανίας με τον Έμπορα, τον οποίο η ίδια αναγκάζεται να πληρώνει σε είδος:

ΘΑΝΑΣΗΣ: Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Πρέπει να τηλεγραφήσουμε και στην Κρήτη να έρθουν οι άλλοι. Παρ’ της κυράς Παρασκευής τον γιο και πήγαινε, αυτός ξέρει από αυτά. 

ΟΥΡΑΝΙΑ: Τι να τους γράψουμε;

ΘΑΝΑΣΗΣ: Τι γράφουν τώρα, τι γράφουν… Ξέρω γω; Γράψε, Θεία απεβίωσε, στοπ. Ελάτε… Όχι, όχι.. όχι, όχι, περίμενε ρε, περίμενε μισό λεπτό… Χάσαμε… Ακούς τι θα γράψεις; Χάσαμε τη θεία, στοπ. Ελάτε για κληρονομιά, στοπ. 

Στο έργο Μάνα, Μητέρα, Μαμά, δύο αδέρφια συμφωνούν να βάλουν την μητέρα τους προσωρινά σε γηροκομείο για να δώσουν το σπίτι της αντιπαροχή. H μητέρα αντιστέκεται αλλά δεν έχει επιλογή από το να ακολουθήσει την θέληση των παιδιών, και πεθαίνει πριν ολοκληρωθεί το σχέδιό τους. 

ΣΩΤΗΡΑΚΗΣ: Ξέρεις ε; Στριμωγμένα τα κόλπα, να ‘ουμε. 

ΜΕΜΑΣ: Τίποτα;

ΣΩΤΗΡΑΚΗΣ: Κάτι υπάρχει στον Πειραιά αλλά δεν είναι… Το έχει μυριστεί η γριά;

ΜΕΜΑΣ: Έλα, έλα βγαλ’ το παλτό σου, κάτσε, κάτσε. Τότε που σου ‘πα να μου φέρεις κι εμένα ένα τέτοιο παλτό. Κάτσε, κάτσε πιο μαλακά.

ΣΩΤΗΡΑΚΗΣ: Καλά είμαι εδώ. Κάνει ένα ψοφόκρυο έξω, ε; Όπως ερχόμουνα γλίστρησα. Τώρα τρέχα καθαριστήρια να ‘ουμε.

ΜΕΜΑΣ: Αυτοί που φέρνουν το πετρέλαιο το έχουν κάνει το πεζοδρόμιο!…

ΣΩΤΗΡΑΚΗΣ: Μόλις έστριβα, φα! Πώς δεν έσπασα κανά χε… Εδώ, έχω τίποτα εδώ; Σαν έτσι πρησμένο μου φαίνεται, ε;

ΜΕΜΑΣ: Δεν έχει, δεν έχει. Λίγο κόκκινο είναι.

ΣΩΤΗΡΑΚΗΣ: Κάνω έτσι και πονάω να ‘ούμε… Παλτουδιά, ε; Καμηλό.

Παρατηρούμε τις διακεκομμένες φράσεις, τις εμβόλιμες και φαινομενικά ετερόκλητες πληροφορίες που είναι όμως έλλογα τοποθετημένες και επανέρχονται για να αναλυθούν παρακάτω, καθώς και την επαναλαμβανόμενη μάγκικη φρασεολογία του Σωτηράκη ως στοιχείο χτισίματος του χαρακτήρα (που μπορεί να συγκριθεί με παρόμοιες τεχνικές του Ibsen, του Τσέχωφ, ή του Άγγελου Τερζάκη). Πρόκειται για διάλογο που είναι φαινομενικά εύκολος, ενώ γίνεται φανερό πως έχει υποστεί πολλαπλή επεξεργασία.

Επιπλέον, ο Διαλεγμένος δικαιούται να πάρει τα εύσημα από τον απαιτητικό αναγνώστη/θεατή επειδή ακριβώς επιλέγει να μην δώσει ιδεολογικό πρόσημο στην γραφή του: απεικονίζει την ζωή των κατώτερων κοινωνικών/οικονομικών στρωμάτων χωρίς να επιδιώκει να λειτουργήσει διδακτικά ή διορθωτικά. Οι χαρακτήρες του δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κάποιο ισχυρότερο εχθρικό πρόσωπο ή μηχανισμό εναντίον του οποίου θα παλέψουν για να βγουν νικητές ή χαμένοι, καταδεικνύοντας έτσι τις υπάρχουσες ανισότητες τις οποίες επιθυμούν να καταγγείλουν και να αποδομήσουν (όπως για παράδειγμα κάνει ο Μανόλης Κορρές στο έργο του Οίκος Ευγηρίας που είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση). Ο Σωτηράκης του Μάνα, Μητέρα, Μαμά δεν κατακρίνεται για βίαιη ή πατριαρχική συμπεριφορά επειδή στο τέλος του έργου ξυλοφορτώνει την Μπέμπα. Ο Θανάσης του Χάσαμε τη θεία, στοπ! δεν φέρεται να καταλογίζει την δεινή οικονομική του θέση στην επικράτηση συγκεκριμένου συστήματος συντηρούμενων κοινωνικών ανισοτήτων. Κάθε προσπάθεια για μαρξίζουσα ή φεμινιστική ανάγνωση των χαρακτήρων θα ήταν άτοπη και ασύμβατη με την ουσία των κειμένων, αλλά και θα υποτιμούσε την ικανότητα του θεατή να χρησιμοποιήσει την κρίση του, και να αφομοιώσει και να επεξεργαστεί θέματα και ιδέες. Οι γυναίκες του Διαλεγμένου δεν αποτελούν καρικατούρες υποταγμένων ή κακοποιημένων γυναικών που φοβούνται τους άντρες, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως μέσο προώθησης εύληπτων ιδεών σχετιζόμενων με τις ανισότητες μεταξύ των φύλων και την έμφυλη βία. Άντρες και γυναίκες είναι όντα που σε πραγματικό τόπο και χρόνο αγωνίζονται και πασχίζουν ο ένας στο πλάι του άλλου, βιώνοντας εξίσου τόσο την δίψα τους για ελευθερία – την οποία προσδοκούν μέσω μια έστω μικρής οικονομικής ανόδου – όσο και την απογοήτευση και τον πόνο που προκαλλεί η διάψευση των σχεδίων και των ονείρων τους.

Κάθε φορά που ο θεατρικός συγγραφέας επιχειρεί να γράψει διάλογο, είναι χρήσιμο να φέρνει στο νου την γραφή του Διαλεγμένου, ακριβώς για να εμπνευστεί από την φρεσκάδα και την αμεσότητα της γλώσσας αυτής. Είναι άλλωστε κοινώς παραδεκτό πως μαθαίνουμε δια της μιμήσεως. Μπορεί το θεατρικό έργο, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη υλική κατασκευή, να είναι τελικά ένας αέρας όπως έχει πει Γιώργος Διαλεγμένος, αποκτά όμως αξία γιατί φτιάχνεται με μαστοριά και γίνεται χρήσιμος γιατί οι άλλοι – όλοι μας – τον αναπνέουμε.