«Ο παλιός Προτεσταντισμός του Λούθηρου, του Καλβίνου, του Νοξ, του Φουτ, ελάχιστη σχέση είχε με αυτό που ονομάζουμε σήμερα πρόοδο. Απέναντι σε ολόκληρες πλευρές της σύγχρονης ζωής, που κι ο πιο φανατικός θρησκοκράτης δεν θα ήθελε να καταπνίξει σήμερα, ήταν έκδηλα εχθρικός».
«Στην αντίθεσή της προς τον καθολικισμό η Μεταρρύθμιση προσπαθούσε να ανανεώσει τον γνήσιο αρχικό χριστιανισμό […] Η διδασκαλία του Αυγουστίνου ικανοποιούσε βαθύτερα και πληρέστερα τις θρησκευτικές ανάγκες και αποτελούσε αμεσότερη έκφραση αυτών των αναγκών από ότι η εννοιολογική εργασία των σχολαστικών. Η βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας, ο βαθύτατος πόθος για λύτρωση, όλη εκείνη η εσωτερικότητα της πίστης, αποτελούσαν ουσιαστικά γνωρίσματα του Αυγουστίνου που τα ξαναβρίσκουμε στον Λούθηρο και στον Καλβίνο».
Wilhelm Windelband & Ηeinz Heimsoeth
Είναι γενικά γνωστό ότι στον κόσμο πριν τις μονοθεϊστικές θρησκείες (π.χ. στην ελληνική Αρχαιότητα) δεν ήταν καθόλου αυτονόητη η σχέση της θρησκευτικότητας με την ύπαρξη εσωτερικής πίστης και αφοσίωσης στη θεότητα που λατρευόταν. Η θρησκεία ήταν προ παντός κάτι πρακτικό, που αποκρυσταλλωνόταν σε κοινές τελετουργίες που γίνονταν δημόσια, και ήταν συνδεδεμένες με την επίδειξη της πολιτικής νομιμοφροσύνης. Η θεότητα ήταν κάτι στο οποίο οφείλουμε (εξωτερική) λατρεία. Η εσωτερικότητα στη θρησκευτικότητα, που η ιουδαιοχριστιανική παράδοση ανέδειξε, ωθείται τώρα από τον Λούθηρο σχεδόν ως τα άκρα: πλέον, το μόνο που θεωρείται σημαντικό είναι η εσωτερικότητα, η ψυχή και η πίστη μέσα της, με όλα τα υπόλοιπα (ηθικές πράξεις, ιερές τελετουργίες) να είναι απλώς «αντανακλάσεις» και περίπου «επιφαινόμενα» αυτής της εσωτερικής πίστης, απαραίτητα μεν, αλλά μονάχα ως καρποί της πίστης, και όχι ως συμπληρώματα αυτής.
Στο προηγούμενο μέρος του παρόντος κειμένου, είδαμε το πώς διαμορφώθηκε η γερμανική προτεσταντική Μεταρρύθμιση από τον Λούθηρο. Τι είχε να πει όμως για την κοσμική εξουσία; Σε αυτό το θέμα, όπως και σε άλλα, ο Λούθηρος πολεμάει συγχρόνως σε τουλάχιστον δύο «μέτωπα»: αφενός αντιτίθεται στους Ρωμαιοκαθολικούς, οι οποίοι αναγνώριζαν κοσμικές εξουσίες στον πάπα (π.χ. κατοχή στρατού), αφετέρου επιχειρεί να δώσει μιαν απάντηση στα κινήματα Αναβαπτιστών, των ημερών του, που πρέσβευαν ότι η κοσμική/πολιτική εξουσία είναι εντελώς αχρείαστη[1]. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων, θα πει ο Λούθηρος στο βιβλίο του Για την εγκόσμια εξουσία: αφενός οι (γνήσιοι) Χριστιανοί, οι οποίοι ζουν με πίστη στον Θεό τους, τον Κύριο Ιησού Χριστό, με αγάπη και ευσέβεια, αφετέρου οι ασεβείς και (στην καρδιά) άπιστοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από κακίες και πάθη. Σύμφωνα με τον Λούθηρο, είναι αποκλειστικά η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων αυτή για την οποία υπάρχει η ανάγκη της κοσμικής εξουσίας. Αυτή είναι που πρέπει να υποτάσσεται στην «ρομφαία» του ηγεμόνα, ενώ η πρώτη (οι αυθεντικοί Χριστιανοί) δεν έχει καμία τέτοια ανάγκη, διότι έτσι κι αλλιώς τα μέλη της «υποτάσσονται» το ένα στο άλλο με αγάπη, όπως το ορίζει ο Απόστολος Παύλος. Αν όλος ο κόσμος αποτελούνταν από τέτοιες «αγγελικές» υπάρξεις, τότε οι νόμοι, οι εξουσίες και οι ηγεμόνες δεν θα είχαν κανέναν λόγο ύπαρξης. Γνωρίζουμε όμως καλά ότι τα πράγματα δεν συμβαίνουν έτσι. Με τα λόγια του ίδιου:
«Γι’ αυτό ο Θεός εθέσπισε δύο εξουσίες. Την πνευματική εξουσία, η οποία, διά του Αγίου Πνεύματος και της υποταγής στον Χριστό, δημιουργεί χριστιανούς και ευσεβείς ανθρώπους, και την εγκόσμια εξουσία που αποδοκιμάζει τους μη χριστιανούς, τους κακούς, έτσι που να εξαναγκάζονται παρά τη θέλησή τους να ζουν ειρηνικά και να παραμένουν εξωτερικά ήσυχοι χωρίς να τους χρωστάμε και υποχρέωση γι’ αυτό».
Στην Παλαιά Διαθήκη φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Θεός απαιτεί από τους πιστούς του να τηρούν συγκεκριμένους κοσμικούς νόμους. Ωστόσο, το κήρυγμα της άνευ όρων αγάπης, που ξεχειλίζει μέσα στην Καινή Διαθήκη, ωθεί ορισμένους ιεροκήρυκες («σοφιστές» τους ονομάζει ο Λούθηρος) να λένε ότι η εγκόσμια εξουσία είναι παντελώς περιττή. Σε αυτούς ο Λούθηρος αντιτείνει τη φράση στην επιστολή του Αποστόλου Πέτρου (Α’ Πέτρ. 2.13-2.14), και φυσικά την αντίστοιχη φράση του Αποστόλου Παύλου (Προς Ρωμ. 13.3). Ο ίδιος ο Χριστός, άλλωστε, δεν αναγνώρισε τη θεμιτότητα της κρατικής-κοσμικής εξουσίας, όταν είπε την περίφημη ρήση Του περί Καίσαρα (Μτθ κβ’.21); Στο ερώτημα του γιατί ο Χριστός και οι Απόστολοι δεν άσκησαν κοσμικές εξουσίες, ο Λούθηρος αποκρίνεται ότι αυτό συνέβη διότι απλώς δεν ήταν αυτή η αποστολή τους. Αποστολή τους ήταν το κήρυγμα του ευαγγελίου, μαζί με όσα αυτό συνεπαγόταν. Όχι τα εγκόσμια καθήκοντα, τα οποία πάντως όλοι τους φυσικά και δεν απαγόρευσαν, αλλά και αναγνώρισαν ως (ανθρωπίνως) αναγκαία. Είναι αλήθεια ότι ο Χριστιανός οφείλει να μην αντεπιτίθεται, ούτε να διεκδικεί ατομικά δικαιώματα σε βάρος των άλλων. Οφείλει όμως επίσης να αντιστέκεται δυναμικά στο κακό, όταν αυτό βλάπτει τους συνανθρώπους του. Σημειώνεται επίσης εδώ πως ορισμένοι οπαδοί του Λουθήρου εκείνη την περίοδο επιχειρούσαν να αντιμετωπίσουν με βίαια μέσα την παπική εξουσία, καταστρέφοντας μέχρι και ναούς. Σε όλους αυτούς, ο Λούθηρος αποκρίνεται:
«Δεν μπορούμε ποτέ να καταστείλουμε την αίρεση με τη βία. Πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με άλλους τρόπους και να διεξάγουμε τον αγώνα διαφορετικά και όχι με τη ρομφαία. Αυτός που θα πρέπει εδώ να δώσει τη μάχη είναι ο λόγος του Θεού. Εάν Αυτός δεν το πετυχαίνει, είναι πλέον ή βέβαιο ότι η εγκόσμια εξουσία θα πετύχει πολύ λιγότερα, ακόμη κι αν αιματοκυλήσει όλο τον κόσμο. Η αίρεση είναι μια πραγματικότητα πνευματικής τάξεως που δεν μπορούμε να την κατατροπώσουμε με το σίδερο, να την κάψουμε στη φωτιά ή να την πνίξουμε στο νερό. Για κάτι τέτοιο είναι ταγμένος μόνο ο λόγος του Θεού, ο μόνος που μπορεί να φέρει αποτέλεσμα».
Μάλιστα, συμπληρώνει επίσης ότι κάθε φορά που πολεμάμε με τη βία μια θρησκευτική αίρεση, είναι πιο πιθανό να την αναζωπυρώσουμε παρά να την κατασβήσουμε οριστικά. Είναι όμως πάντα η μη βία η κατάλληλη λύση; Δεν εκθέτει κάποτε τους Χριστιανούς στη βία των υπολοίπων; Τι συμβαίνει, λόγου χάρη, στην περίπτωση όπου η χώρα μας δέχεται επίθεση από έναν εχθρικό στρατό; Σε αυτή την περίπτωση, λέει ο Λούθηρος, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά:
[…] οι υπήκοοι είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τους άρχοντές τους και να διακινδυνεύσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Σ’ έναν τέτοιο πόλεμο είναι χριστιανικό και έργο αγάπης να σφάξεις αδίστακτα τους εχθρούς, να λεηλατήσεις, να κάψεις και να κάνεις ό,τι είναι πιο κατάλληλο για να πλήξεις τον εχθρό, μέχρι να τον καταβάλεις τελείως, αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός του πολέμου. Ασφαλώς θα πρέπει να προσέξεις να μη διαπράξεις αμαρτήματα, όπως το να βιάσεις γυναίκες ή νεαρά κορίτσια. Και όταν στο τέλος νικήσεις, να δείξεις επιείκεια και να προσφέρεις την ειρήνη σ’ αυτούς που ταπεινωμένοι σου παραδίνονται.
Η υπακοή στην κοσμική εξουσία έχει απαράβατα όρια και στην απαραίτητη πολιτική πειθάρχηση πρέπει να τίθενται όρια (Πράξ. ε΄29). Ναι μεν είναι αλήθεια ότι ο ηγεμόνας λογοδοτεί μονάχα στον Θεό, ωστόσο οφείλει η διακυβέρνησή του να διακρίνεται από δικαιοσύνη. Διαφορετικά, οι υπήκοοί του όχι μόνο μπορούν αλλά και επιβάλλεται να τον παρακούσουν. Αυτό βέβαια, διευκρινίζει ο Λούθηρος, ισχύει στην περίπτωση που η εξουσία ενός ηγεμόνα είναι καταφανώς άδικη. Σε περίπτωση που δεν είναι βέβαιος κανείς για το αν αυτό συμβαίνει ή όχι, εξηγεί, τότε μπορεί να πειθαρχήσει στην κοσμική εξουσία δίχως φόβο για κίνδυνο της ψυχής του.
«Άρα λοιπόν σημασία έχει να διακρίνουμε σαφώς αυτές τις δύο μορφές της διακυβέρνησης και να αφήσουμε να συνυπάρχουν και οι δύο η μία για τον ευσεβή και η άλλη να μπορεί να διασφαλίζει την ειρήνη με εξωτερικά μέσα, δημιουργώντας εμπόδια σε κάθε κακή ενέργεια. Καμιά από τις δύο δεν θα ήταν από μόνη της επαρκής μέσα στον κόσμο διότι, χωρίς το πνευματικό βασίλειο του Χριστού, με μόνο μέσο το εγκόσμιο βασίλειο, κανείς δεν μπορεί να αποβεί δίκαιος ενώπιον του Θεού. Από την άλλη, το βασίλειο του Θεού δεν απλώνεται σε όλους τους ανθρώπους, αλλά οι χριστιανοί είναι σε όλες τις εποχές μια σκόρπια μειοψηφία ανάμεσα στους μη χριστιανούς».
Η πλειονότητα των ανθρώπων είναι πάντοτε οι κακοί και, αν απαιτούσαμε από τους Χριστιανούς να έχουν μια αληθινά χριστιανική διακυβέρνηση, θα ήταν σαν ένας βοσκός να έβαζε στην ίδια στάνη τους λύκους με τα λιοντάρια, τα πρόβατα και τους αετούς, ελπίζοντας να ζήσουν αρμονικά και ήσυχα. Ο Λούθηρος μάλιστα διακηρύσσει, κάπως προκλητικά, ότι μπορεί κανείς αν το επιθυμεί να ασκήσει μέχρι και το επάγγελμα του δημίου, εφόσον υπάρχει τέτοια ζήτηση στην κοινωνία όπου κατοικεί. Ας δούμε τώρα πώς αυτές οι θέσεις εφαρμόσθηκαν, πρακτικά, λίγο αργότερα. Το 1525 ο Λούθηρος νυμφεύεται την πρώην μοναχή Katharina von Bora, με την οποία μάλιστα θα αποκτήσει έξι τέκνα. Το ίδιο έτος ξεσπάει η γερμανική εξέγερση των χωρικών. Σε αντίθεση με τον Thomas Müntzer, που υποστήριζε με πάθος τους χωρικούς ο Λούθηρος (στο έργο του Εναντίον των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των χωρικών), εξοργισμένος από τις βίαιες πράξεις των χωρικών θα υποστηρίξει ρητά τους φεουδάρχες, καλώντας σε αμείλικτη σφαγή τους, πρεσβεύοντας πως οποιοσδήποτε το πράξει θα αναγνωρισθεί στα μάτια του Θεού σαν μάρτυρας. Παρά την αρχική διστακτικότητά του, ο Λούθηρος θα αντιμετωπίσει τελικά αυστηρά τους εξεγερμένους, κατηγορώντας τους ουσιαστικά για τρία σοβαρότατα εγκλήματα: παραβίαση των όρκων τους, βία (ληστείες, φόνοι), βλασφημία (ενν. επίκληση του ονόματος του Θεού, για δικαιολόγηση εγκληματικών πράξεων). Όσο για εκείνους που, υπό την απειλή της βίας, συνεργάστηκαν με τους εξεγερμένους, οι ψυχές τους θα βρεθούν στο καθαρτήριο, και είναι χρέος μας να προσευχηθούμε να βρουν τελικά τη σωτηρία[2]:
«Ακόμη και αν συμβεί οι χωρικοί να πάρουν το πάνω χέρι (Θεός φυλάξοι!)- μιας και τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Θεό, και δεν γνωρίζουμε αν είναι η βούλησή Του, μέσω του διαβόλου, να καταστραφούν όλοι οι κανόνες και η τάξη, και να γκρεμιστεί ο κόσμος όλος σε έναν σωρό από συντρίμμια, ως ένα πρελούδιο για τη Δευτέρα Παρουσία, η οποία εξάλλου δεν μπορεί να απέχει και πολύ από εμάς- εν τούτοις, όσοι φανεί ότι εκτελούν τα καθήκοντά τους μπορούν να πεθάνουν δίχως ανησυχία, και να οδηγηθούν για εκτέλεση με καλή συνείδηση! Και, εγκαταλείποντας το βασίλειο αυτού του κόσμου στον διάβολο, να λάβουν ως αντάλλαγμα το αιώνιο Βασίλειο. Ζούμε στην παράξενη εποχή, όπου ένας πρίγκιπας μπορεί να κερδίσει τον παράδεισο με αιματοχυσία, ακόμη καλύτερα από ότι άλλοι με προσευχή»!
Καταλήγοντας, μπορεί να παρατηρήσει κανείς αποτέλεσμα της Μεταρρύθμισης ήταν ότι, συγκριτικά με τον Καθολικισμό, αυξήθηκε πολύ η έμφαση και η θρησκευτική επικύρωση στο (ενν. εγκόσμιο) επάγγελμα. Ωστόσο, σε συμφωνία με τον Weber, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η αντίληψη του Λούθηρου για το επάγγελμα υπήρξε αρχικά «παραδοσιακή» και απηχούσε την πρωτοχριστιανική-παύλεια θέση ότι ο άνθρωπος, αναμένοντας την εσχατολογική επιστροφή του Κυρίου του, είναι καλύτερο να παραμείνει στην κατάσταση στην οποία τον βρήκε η θεϊκή κλήση, εργαζόμενος όπως και πριν, ώστε να μην επιβαρύνει οικονομικά τους οικείους του. Η σωτηρία μπορεί να βρεθεί σε οποιοδήποτε επάγγελμα, και δεν χρειάζεται να δίνεται ιδιαίτερο βάρος στο επάγγελμα, ούτε όμως είναι αποδεκτό να επιζητεί κανείς σημαντικό οικονομικό κέρδος, πέρα από τα απαραίτητα προς το ζην. Στη συνέχεια όμως, ενόψει των συγκρούσεων με τους Αναβαπτιστές, ο Λούθηρος σταδιακά άρχισε να δίνει όλο και μεγαλύτερη σημασία στην κοινωνική θέση του ατόμου, πρεσβεύοντας πως το άτομο οφείλει να μείνει για πάντα στη θέση που το τοποθέτησε η Θεία Πρόνοια, περιορίζοντας τη δραστηριότητά του μέσα στον κόσμο, στο πλαίσιο που έχει «χαράξει» για εκείνον ο Θεός μέσα από την κοινωνική θέση που του εμπιστεύθηκε. Με λίγα λόγια, ενώ ο Λούθηρος στήριζε αρχικά την οικονομική παραδοσιοκρατία του στην παύλεια «αδιαφορία» για την εγκόσμια ζωή, αργότερα αυτή του η παραδοσιοκρατία ενισχύθηκε, λόγω μιας όλο και ισχυρότερης πίστης στον Θεό. Είναι γεγονός ότι η αποδοχή της εγκόσμιας δραστηριότητας, και η αναβάθμισή της σε σχέση με τον ασκητισμό υπήρξε επιδραστική για τους Νεώτερους Χρόνους, εξίσου αληθινό όμως είναι το γεγονός ότι αυτό συνέβη σε βάρος των (παραδοσιοκρατικών και θεοκεντρικών) προθέσεων του ίδιου του Λούθηρου. Είναι εκπληκτικό το πόσο η λουθηρανή Μεταρρύθμιση άλλαξε τον κόσμο μας. Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι όμως το ότι αυτό συνέβη με τρόπο που πιθανότατα ο ίδιος ο Λούθηρος δεν θα το επιθυμούσε ποτέ.
[1] Συγκεκριμένα, ο δούκας Ιωάννης, αδερφός και διάδοχος του πρίγκιπα Φρειδερίκου του Σοφού, παρότι υποστηρικτής της θεολογίας του Λουθήρου, είχε συνάμα επηρεαστεί από το εν λόγω «αναρχικό» κίνημα που καλούσε σε άρνηση στράτευσης και χρήσης όπλων για χάρη του κράτους (π.χ. υπεράσπιση έναντι εχθρικού στρατού).
[2] Ο Λούθηρος συνέχιζε ακόμη τότε να αποδέχεται το δόγμα του Καθαρτηρίου (ενν. πυρός), κάτι που όμως θα απορρίψει τελικά ως βιβλικά αστήρικτο, γύρω στα 1535.