Tadeusz Ajdukiewicz – Η πρώτη Mercedes στην Πολωνία

Μετάφραση και σχόλιο: Γιώργος Κουτσαντώνης

Μεταφράζουμε ένα ενδιαφέρον άρθρο από το geopolitica.info που αναδεικνύει, έστω και με επιείκεια, το διαχρονικό πρόβλημα των Βρυξελλών, να έρθουν σε επαφή με την σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα και να ξεπεράσουν το σύνδρομο της άκαρπης καταγγελίας που μόνο αδυναμία υποδηλώνει και σύγχυση δημιουργεί – δίνοντας, σε όλο και περισσότερους Ευρωπαίους, την εντύπωση μιας αναποτελεσματικής και αδιάφορης ΕΕ που υπάρχει μόνο για να καταμερίζει κεφάλαια και προνόμια σε πιστούς ακόλουθους. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στην ανάλυση που ακολουθεί δεν γίνεται καμία άμεση αναφορά στο ρόλο της Γερμανίας, που και στην περίπτωση αυτής της κρίσης δεν είναι καθόλου του αθώου παρατηρητή.

-/-

Τις τελευταίες εβδομάδες, η πολιτική ατζέντα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των εκπροσώπων τους έχει κατακλυστεί από μια νέα μεταναστευτική κρίση. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για τη γνωστή μεσογειακή διαδρομή, τώρα το θέατρο των επιχειρήσεων βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ Πολωνίας και Λευκορωσίας. Στην πραγματικότητα το Λευκορωσικό καθεστώς του Αλεξάντερ Λουκασένκο σπρώχνει χιλιάδες ανθρώπους στα σύνορα με στόχο να αποσταθεροποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, που έρχεται σε αντιπαράθεση με την αυταρχική κυβέρνηση του Μινσκ. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν μια μεγάλη μεταναστευτική κρίση και δεν είναι η πρώτη φορά που φαίνεται να τη διαχειρίζονται με ασαφές και συγκεχυμένο τρόπο.

Όσον αφορά τη μεταναστευτική κρίση στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν τουλάχιστον δύο σχέδια που πρέπει να ληφθούν υπόψη: ένα ανθρωπιστικό και ένα πολιτικό. Από ανθρωπιστική πλευρά, όπως σε όλες σχεδόν τις πρόσφατες περιπτώσεις, η κατάσταση είναι τραγική. Χιλιάδες μετανάστες είναι εγκλωβισμένοι στη μέση του πουθενά και στη γη του κανένα επί λευκορωσικού εδάφους. Υποφέρουν από το κρύο και την πείνα, αφενός συνθλίβονται από την κυβέρνηση του Μινσκ που τους ωθεί προς την ΕΕ και αφετέρου από τους στρατιώτες της Βαρσοβίας που έχουν αναπτυχθεί στα πολωνικά σύνορα. Οι μαρτυρίες είναι τρομερές: άνδρες, γυναίκες και παιδιά πεθαίνουν καθημερινά αβοήθητοι με τη μοίρα τους να βρίσκεται στα χέρια ξένων ηγετών και κυβερνήσεων. Είναι προφανές ότι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να βοηθηθούν, αλλά το πρόβλημα είναι πώς και εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η πολιτική πλευρά της κρίσης.

Πολιτικά, ο Λουκασένκο προβαίνει σε μια εξαιρετικά κυνική, αλλά αποτελεσματική ενέργεια. Με την λίγο πολύ δεδηλωμένη την υποστήριξη της Ρωσίας του Πούτιν, το Μινσκ χτυπά την ΕΕ εκεί που είναι πιο ευάλωτη, δηλαδή στα σύνορα, μετατρέποντας τους μετανάστες σε ένα πραγματικό όπλο που ιστορικά οι Βρυξέλλες δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν. Τη νύχτα μεταξύ της Παρασκευής 12 και του Σαββάτου 13 Νοεμβρίου, ορισμένοι στρατιώτες του λευκορωσικού στρατού προσπάθησαν ακόμη και να καταστρέψουν το πολωνικό συρματόπλεγμα, θέλοντας να ανοίξουν με τη βία μια δίοδο για τους μετανάστες και ασφαλώς όχι για ανθρωπιστικούς λόγους. Επιπλέον, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αν η επίθεση της Λευκορωσίας, στην Πολωνία, δηλαδή στο πιο απομονωμένο κράτος μέλος της ΕΕ – εξαιτίας ζητημάτων κράτους δικαίου- ήταν συνειδητή ή όχι. Ανεξάρτητα από αυτές τις εσωτερικές διαφωνίες, μεταξύ ΕΕ και Πολωνίας, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αντέδρασαν γρήγορα στο ξέσπασμα της κρίσης και τάχθηκαν αποφασιστικά στο πλευρό της πολωνικής κυβέρνησης για την υπεράσπιση των συνόρων της Ένωσης. Εάν για πρώτη φορά η ευρωπαϊκή αντίδραση φαίνεται να είναι άμεση και επαρκής, αυτό δεν ισχύει και για τις προτεινόμενες λύσεις.

Πρώτα απ ‘όλα, είναι ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε γιατί η Frontex, ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι υπεύθυνος για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, δεν έχει αναλάβει κανέναν ρόλο και δεν βρίσκεται καν στην Πολωνία. Ο λόγος είναι ότι η κυβέρνηση της Βαρσοβίας αρνήθηκε κατηγορηματικά τη βοήθεια της Ευρώπης. Η συμπερίληψη του προσωπικού της Frontex στη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης θα σήμαινε ότι η Πολωνία θα πρέπει να σέβεται ορισμένους θεμελιώδεις κανόνες, όπως η αποφυγή επαναπροώθησης και η δυνατότητα των μεταναστών να πάνε ανενόχλητοι στη Γερμανία. Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισης της κρίσης για δύο λόγους. Πρώτον, η πιθανότητα μη σεβασμού των κανόνων που θα επέβαλλε η Frontex σημαίνει ότι έτσι μπορεί να συνεχιστεί ο περιορισμός της εισόδου μεταναστών με τη βοήθεια του στρατού, πράγμα που αντιμετωπίζει και την έντονη δημόσια δυσαρέσκεια: αυτή τη στιγμή είναι σημαντικό για τη Βαρσοβία να μην επιτρέψει σε κανένα να περάσει τα σύνορα, ανεξάρτητα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται. Δεύτερον, αυτή η μεταναστευτική κρίση είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να στραφεί η προσοχή ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα γνωστά πολωνικά προβλήματα με το κράτος δικαίου: όσο περισσότερο παραμένει η έκτακτη ανάγκη, τόσο περισσότερο η ΕΕ θα υποστηρίζει την πολωνική κυβέρνηση, θέτοντας κάποια εσωτερικά ζητήματα πολιτικών στο παρασκήνιο. Έτσι, όπως σχεδόν σε κάθε κρίση που αφορά την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, το εσωτερικό σχέδιο είναι κατά πολύ συνυφασμένο με το εξωτερικό, δημιουργώντας σύγχυση και προσθέτοντας νέα εμπόδια στην ευρωπαϊκή δράση.

Από την άλλη, η στρατηγική του Μοραβιέτσκι φαίνεται να λειτουργεί. Τόσο η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όσο και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ έχουν προσφέρει την πλήρη υποστήριξή τους στην πολωνική κυβέρνηση. Ο Μισέλ πέταξε κατευθείαν στη Βαρσοβία για να συναντήσει τον Πολωνό πρωθυπουργό και έκανε έντονες δηλώσεις χαρακτηρίζοντας τη δράση του Λουκασένκο «μια βίαιη υβριδική επίθεση στα ευρωπαϊκά σύνορα». Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, η ενότητα των θεσμών βρίσκεται μόνο στην πρόθεση και όχι στις πραγματικές λύσεις. Πράγματι, αμέσως προέκυψε μια αντίφαση μεταξύ του Μισέλ και της φον ντερ Λάιεν. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εξέφρασε την υποστήριξή του για τη χρηματοδότηση της κατασκευής τείχους στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας τη δυνατότητα αυτής της λύσης με μέσω ειδικών νομικών γνωμοδοτήσεων. Αντίθετα, η φον ντερ Λάιεν αρχικά δεν δίστασε να απορρίψει την πρόταση του Μισέλ, θεωρώντας τα τείχη αναποτελεσματική λύση. Ωστόσο, μέσα σε λίγες ώρες, η Πρόεδρος της Επιτροπής κατέστησε σαφές ότι είναι έτοιμη να χρηματοδοτήσει υποδομές ψηφιακής επιτήρησης που θα τοποθετηθούν στα τείχη, εάν τα κράτη μέλη πληρώσουν τα ίδια τα τείχη από την τσέπη τους. Η Πολωνία δεν περίμενε πολύ για να λάβει αυτή την απόφαση και τη Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021 η κυβέρνηση της Βαρσοβίας δήλωσε επίσημα ότι ήθελε να ξεκινήσει την κατασκευή ενός πραγματικού τείχους στα σύνορα. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι μπερδεμένες και ασυνεπείς δηλώσεις τροφοδοτούν το αίσθημα σύγχυσης σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, η δράση της Ένωσης περιορίζεται, για μια ακόμη φορά, μόνο σε απλές κυρώσεις που πιθανότατα θα εγκριθούν στο μέλλον και που ο Ύπατος Εκπρόσωπος Ζοζέπ Μπορέλ έχει ήδη χαρακτηρίσει ως αναποτελεσματικές και όχι καθοριστικές.

Στην πραγματικότητα, το πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι θεωρείται έγκυρη η επιλογή του τείχους. Αυτή η επιλογή δημιουργεί διάφορους προβληματισμούς. Το 2015, η ουγγρική κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν είχε προωθήσει εντατικά αυτήν την πρόταση, αλλά η Επιτροπή του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, μαζί με όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, την είχαν απορρίψει κατηγορηματικά, υπενθυμίζοντας όχι μόνο την αναποτελεσματικότητα αλλά και το ασυμβίβαστο αυτής της λύσης με τις αξίες της ΕΕ. Σήμερα είναι τα ίδια τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα που αναψηλαφούν την πρόταση του Όρμπαν, βρίσκοντας την αντίθεση ορισμένων κρατών μελών, όπως η Ιταλία του Μάριο Ντράγκι. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οι εκπρόσωποί τους φαίνεται να πιέζουν για τη χορήγηση μιας απροσδόκητης δόσης καθαρού πολιτικού ρεαλισμού για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Η μετάβαση από τα λόγια στις πράξεις είναι πάντα κάτι το μεγάλο και ολισθηρό, αλλά σίγουρα το ζήτημα είναι κρίσιμο για το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και όχι μόνο για αυτήν την κρίση. Στην πραγματικότητα, τείνει να παγιωθεί η εντύπωση ότι οι Βρυξέλλες δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αποτελεσματικές δράσεις ώστε να αντιδράσουν απέναντι σε εκείνες τις χώρες, όπως η Λευκορωσία και η Ρωσία, που με ευκολία αναλαμβάνουν διεκδικητικούς ρόλους στις διεθνείς σχέσεις και που πάντα βασίζουν την πολιτική τους στον καθαρό γεωπολιτικό ρεαλισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να βρίσκεται, για άλλη μια φορά, σε θέση αδυναμίας χωρίς τη δυνατότητα να αποφασίσει εάν τα εργαλεία άσκησης ισχύος που χρησιμοποιούν άλλα κράτη μπορούν να ισχύουν για την εξωτερική της πολιτική ή εάν είναι χρήσιμο και απαραίτητο να εργαστεί πάνω σε εναλλακτικές δράσεις με στόχο να καθιερωθεί ως μια παγκόσμια δύναμη διαφορετικής φύσης.