Το κείμενο αυτό θα αντιπαραβάλλει το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ. με το σχεδόν ομώνυμό του ποίημα Νέοι της Σιδώνος, 1970, του Μανώλη Αναγνωστάκη, προκειμένου να αναδείξει μάλλον τις διαφορές, παρά τις ομοιότητες, μεταξύ των δύο έργων, με τελικό σκοπό να σχολιαστεί εις βάθος το φιλοσοφικό, πολιτικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο του πρώτου, και να τεθούν σε αυστηρότερο – από ό,τι έχουν τεθεί μέχρι στιγμής – έλεγχο οι ίδιες ιδιότητες του δεύτερου. Θα υποστηρίξουμε, από την μία, πως από την χρονική και πολιτισμική μεταφορά που επιχειρεί εν είδει παραλληλισμού ο Αναγνωστάκης, προκύπτει ένα στιχουργικό αποτέλεσμα φτωχότερο σε περιεχόμενο και υποδεέστερο σε σημασία, συγκρινόμενο με εκείνο του Καβάφη. Λόγος θα γίνει και για την ψυχαναλυτικού τύπου ερμηνεία όπου οι θεματικές εμμονές του Αναγνωστάκη δίνουν τον χώρο να επεκταθούμε, για να επισημάνουμε την επίδραση της ιδεολογικής του στράτευσης στην περιχαράκωση της ποιητικής οπτικής του.

Στο ποίημα του Καβάφη, η ανάγνωση επιγραμμάτων, συνήθης τρόπος διασκέδασης των εύπορων νέων της εξελληνισμένης ρωμαΪκής Σιδώνας του 400 μ.X., διακόπτεται όταν ο ηθοποιός που έχουν προσλάβει για αυτή την δουλειά διαβάζει το επιτύμβιο επίγραμμα που αποδίδεται στον Αισχύλο:

Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
Μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος
αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.

Το εν λόγω επίγραμμα, παραδιδόμενο από τον ρήτορα της ύστερης αρχαιότητας Αθήναιο στο έργο του Δειπνοσοφιστές, αποδίδεται μεν στον ίδιο τον Αισχύλο, θεωρείται όμως πιθανότερο να είναι ψευδεπίγραφο έργο της εποχής του Αθήναιου. Εξού και η διαπίστωση πως η χρονική μεταφορά που πραγματοποιείται μέσα στο ποίημα είναι διπλή: από την Σιδώνα του 400 μ.Χ στην Ρώμη του 200 μ.Χ. (εποχή δραστηριοποίησης του Αθήναιου), και από εκεί στην Γέλα της Σικελίας του 455 π.Χ. (τόπος και χρόνος θανάτου του Αισχύλου). Μπορούμε επιπλέον να ισχυριστούμε πως η δεύτερη χρονική μεταφορά δεν γίνεται στην Σικελική πόλη, αλλά εν γένει στο περιβάλλον της ελληνικής δημοκρατικής πόλης της κλασικής εποχής που εξέθρεψε τον Αισχύλο.    

Το περιβάλλον αυτό, όπου ανθεί το πολιτικό και πολιτισμικό κεκτημένο της δημοκρατικής πόλης μικρής κλίμακας, είναι ουσιαστικά αυτό που ο Καβάφης επιχειρεί να αποτιμήσει συγκριτικά, φέρνοντάς το σε αντιπαράθεση με το κοσμοπολιτειακό περιβάλλον της Σιδώνας του 400 μ.Χ. Η προσφιλής στον ποιητή τεχνική να επιλέγει μεταιχμιακές και κρίσιμες εποχές για την τοποθέτηση του χρόνου και τόπου των ποιημάτων του, γίνεται όχημα για να δούμε με καθαρότητα το εύρος των πολιτειακών και αξιακών αλλαγών που συντελέστηκαν από το απόγειο της κλασικής εποχής μέχρι την εποχή του τέλους της αρχαιότητας. Παρατηρούμε λοιπόν όχι απλώς την μετάπτωση ενός προγενέστερου αισθήματος πατριωτισμού προς μια αξιακά διαφοροποιημένη κοινωνία όπου η πίστη στην πατρίδα έχει ατροφήσει, εκλείψει, ή υποπέσει σε παρακμή. H αλλαγή που έχει συντελεστεί δια των αιώνων διατρέχει βαθύτερα την κατάσταση του ανθρώπινου γίγνεσθαι, με το κοινό συμφέρον και το θεμελιώδες αίσθημα του ανήκειν στην πόλη να έχουν χάσει την πρότερη περίοπτη θέση τους στην αξιακή κλίμακα των πολιτικών ιδεών, οι οποίες έχουν μετατοπιστεί ώστε να αναδυθεί πλάι τους η νέα πραγματικότητα της ατομικής μοναδικότητας (ιδιοφυία, ατομική ιδιοσυγκρασία). Θα περάσουν αρκετοί ακόμα αιώνες προτού το πρόταγμα της ατομικότητας υπερβεί αυτό της δημοκρατικής συλλογικότητας, πράγμα που συντελείται ολοκληρωτικά κατά την εποχή της επικράτησης της δυτικής νεωτερικότητας. Κατά την εποχή ωστόσο της ύστερης αρχαιότητας όπου κατατάσσεται η Σιδώνα του 400 μ.Χ, το δημοκρατικό ιδανικό ως βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συγκρότησης του ελληνικού κόσμου (δηλαδή του εξελληνισμένου γεωγραφικού χώρου της Ανατολικής Μεσογείου) παραμένει ζωντανό καθόλη την διάρκεια της Αρχαίας και Βυζαντινης περιόδου. Στην συνέχεια, κατά την Οθωμανική περίοδο συρρικνώνεται στα κοινά της Τουρκοκρατίας του Ελλαδικού κυρίως χώρου, ενώ χάνεται μετά την ελληνική εθνική επανάσταση και την δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους. 

Η πολυεπίπεδη στοχαστική διεργασία που επιτρέπει να κάνουμε το περιεχόμενο του έργου του Καβάφη, υπόκειται σε απλοποίηση από τον Αναγνωστάκη. Η απλοποίηση αφ’ εαυτής δεν είναι αφορμή μομφής, οφείλουμε ωστόσο να επιδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους ο χειρισμός του θέματος και της δομής οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα κατώτερο του αναμενόμενου. 

Η ιστορική στιγμή για τον Αναγνωστάκη είναι το 1970, όπου μεσούσης της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, μια παρέα νέων εκφράζουν – με λόγια, παρά με πράξεις – την ζωηρή αγωνιστική τους διάθεση. Ο ποιητής στέκεται σαφώς ειρωνικά απέναντί τους, ως ο γηραιότερος και σοφότερος αγωνιστής που παρατηρώντας την ανέμελη συμπεριφορά τους, μέμφεται και μεμψιμοιρεί, καθώς στην πραγματικότητα αποδοκιμάζει την εκ του ασφαλούς – κατά την γνώμη του – επαναστατικότητα των νέων, που δεν έχουν να ρισκάρουν τίποτα σημαντικό, πόσο μάλλον την σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή τους. Με τον τελευταίο στίχο του ποιήματος φροντίζει να καταστήσει σαφή την μεμψιμοιρία προς τον εαυτό του και την γενιά του – ίδιον των λεγόμενων ποιητών της ήττας, ως επί το πλείστον ιδεολογικά στρατευμένων ποιητών που βίωσαν την διάψευση των προσδοκιών τους για μια διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα μετά τον Β’Π.Π.

Εν αντιθέσει με τα παραπάνω, στην περίπτωση του Καβάφη παρατηρούμε πως ο ποιητής καταφέρνει να μην μετατρέψει την καταφανώς νοσταλγική του διάθεση σε μομφή ή νουθεσία, κάνοντας μια σειρά από επιλογές στην δόμηση του ποιήματός του, που βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ξεκινά σκηνοθετώντας το ποίημα, δίνοντας σαφή εικόνα του τόπου και χρόνου επιστρατεύοντας και τις αισθήσεις (όραση, όσφρηση), δείχνοντας έτσι το ουσιαστικό του ενδιαφέρον για την κατά το δυνατόν πιστή αναπαράσταση της εποχής στην οποία αναφέρεται, και όχι για το φιλτράρισμά της μέσα από την δική του οπτική. Στην συνέχεια, δίνει φωνή στον ίδιο τον νέο που εκφράζει την αντίρρησή του στο επιτάφιο επίγραμμα του Αισχύλου, επιτρέποντάς του να επιχειρηματολογήσει, με αποτέλεσμα να γινόμαστε απ’ ευθείας μάρτυρες της κοινωνικής αλλαγής που έχει επέλθει, που είναι και ο στόχος του ποιήματος. Και κυρίως, ο ποιητής παραμένει αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα, δεν εκφέρει άμεση γνώμη, δεν μπαίνει ο ίδιος μέσα στο ποίημα, δεν διεκδικεί κάποιον ρόλο εκτός από αυτόν του παρασκηνιακού συντονιστή. Οι παραπάνω αρετές λείπουν από το ποίημα του Αναγνωστάκη, γεγονός που υποβιβάζει το δεύτερο σε έργο υπολειπόμενο σε βάθος, που δεν καταφέρνει (ή δεν προσπαθεί) να ψηλαφήσει τα αίτια και το υπόβαθρο της παρατηρούμενης κοινωνικής αλλαγής, και που, ενώ έχει στα χέρια του την ευκαιρία, δεν προβαίνει στην ιστορική έρευνα που θα μπορούσε να κάνει. 

Επιπλέον, η περίπτωση ενός ποιητή σαν τον Αναγνωστάκη (μαζί με τους υπόλοιπους ποιητές της ήττας) μπορεί να ερμηνευτεί με την βοήθεια μια σειράς ορισμών που προκύπτουν από την θεωρία της ψυχοθεραπείας: την προβολή (projection) και την αναστροφή (retroflection). Κατά την προβολή, το άτομο προβάλλει στους άλλους αυτό που το ίδιο νομίζει για εκείνους δημιουργώντας στον νου του μια διαστρεβλωμένη εικόνα (λ.χ. την τρυφηλότητα και ηδυπάθεια των νέων). Κατά την αναστροφή, το άτομο στρέφει το συναίσθημα, την σκέψη ή την πράξη που θα ήθελε να κατευθύνει προς τα έξω (λ.χ. την δυσαρέσκεια που νιώθει για τους άλλους) προς τον ίδιο του τον εαυτό, επιτείνοντας έτσι τα αρνητικά ανακυκλούμενα συναισθήματα (μελαγχολία, παραίτηση, απογοήτευση, απώλεια της αίσθησης του σκοπού). Και αν αυτοί οι ψυχολογικοί μηχανισμοί (προβολή, αναστροφή) είναι ενίοτε χρήσιμοι ως αμυντικές θέσεις του ατόμου κατά τη συσχέτισή του με τον έξω κόσμο, το μόνο που επιτυγχάνουν στην προκειμένη περίπτωση είναι η μεταφορά του αισθήματος της κούρασης και της έλλειψης ενδιαφέροντος ακόμα και κατά την ανάγνωση του ίδιου του ποιήματος.