«Ο τροχός κύλησε ως την άκρη του ΣΧΕΔΙΑΣΤΗ, έπεσε κάτω, κύλησε για λίγο πάνω στην άμμο και σταμάτησε. Στο μεταξύ, ένα ακόμα γρανάζι είχε ανέβει προς τα πάνω. Και στη συνέχεια, το ακολούθησαν κι άλλα πολλά, μεγάλα, μικρά πολύ μικρά- όλα είχαν την ίδια τύχη. Νόμιζες ότι ο ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ήταν πλέον άδειος, ολοένα όμως ξεπρόβαλλαν κι άλλα γρανάζια, έπεφταν κάτω, κυλούσαν στην άμμο, έγερναν στο πλάι κι έμεναν ακίνητα».
Στη σωφρονιστική αποικία (Franz Kafka)
«Για να ανταποκριθεί στη διπλή κοινωνική του λειτουργία, του παράσιτου και του υπερκαταναλωτή, ο αστός πρέπει όχι μόνο να καταπνίξει τις μετριοπαθείς του επιθυμίες, να εγκαταλείψει τις φιλόμοχθες συνήθειές του που τον χαρακτήριζαν εδώ και δύο αιώνες και να παραδοθεί σε μια ξέφρενη πολυτέλεια, στις μέχρι σκασμού βαρυστομαχιές και στις συφιλιδικές ασωτίες, αλλά χρειάζεται επιπλέον να απομακρύνει από την παραγωγική δουλειά έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων, ώστε να έχει στη διάθεσή του βοηθούς […] Με δεδομένη αυτή τη διπλή τρέλα των εργατών, δηλαδή να σκοτώνονται από την υπέρμετρη δουλειά και να φυτοζωούν μέσα στη στέρηση, το μεγάλο πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι πια να βρουν παραγωγούς και να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους, αλλά να ανακαλύψουν καταναλωτές, να τους ερεθίσουν τις επιθυμίες και να τους επιβάλουν πλαστές ανάγκες […] Όλα αυτά τα προϊόντα μας είναι νοθευμένα για να διευκολύνουν τη διοχέτευση και να συντομεύουν τη διάρκεια χρήσης τους. Η εποχή μας θα ονομαστεί η εποχή της νοθείας, όπως οι πρώτες περίοδοι της ανθρωπότητας ονομάστηκαν η εποχή του λίθου, του χαλκού, σύμφωνα με το χαρακτήρα της παραγωγής τους».
Paul Lafargue
«Ζήσε σαν ένας σύγχρονος Walden, αν το επιθυμείς, και αν μπορέσεις να ζήσεις χωρίς πολλή τροφή, να δεις τα περισσότερα από τα παιδιά σου να πεθαίνουν προτού ενηλικιωθούν, να μισήσεις τα πλεονεκτήματα της εγγραμματοσύνης, και να αποδεχθείς να μειωθεί κατά μια εικοσαετία το προσδόκιμο του βίου σου, τότε σε σέβομαι για την αισθητική σου αποστροφή. Αλλά δεν θα σε σέβομαι ούτε στο ελάχιστο αν, έστω παθητικά, επιχειρήσεις να επιβάλλεις την ίδια επιλογή σε άλλους που δεν έχουν την ελευθερία να διαλέξουν. Για την ακρίβεια, γνωρίζουμε με σιγουριά τι θα επέλεγαν αυτοί. Διότι οποτεδήποτε είχαν τη δυνατότητα, στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι φτωχοί μετέβησαν από την επαρχία προς τα εργοστάσια τόσο γρήγορα, όσο αυτά μπορούσαν να τους “απορροφήσουν”».
C.P. Snow, The two cultures and the scientific revolution
Γράφοντας για έναν διανοητή όπως ο Hans Freyer (1887-1969), κινδυνεύει κανείς να επαναλάβει πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Ωστόσο, δύσκολα αποφεύγει κανείς τον πειρασμό να κάνει λόγο για ένα πνευματικό κίνημα που στην ιστορία των ιδεών είχε αξιοσημείωτη προσφορά, αν και αυτή συνήθως αγνοείται σήμερα. Πρόκειται για το κίνημα της «συντηρητικής επανάστασης». Αρχικά, ας πούμε ότι οι στοχασμοί πάνω στα προβλήματα που αναπόφευκτα δημιουργεί η σύγχρονη τεχνολογία, έχουν μεγάλη ιστορία στη «συντηρητική» γερμανική διανόηση. Και δεν πρόκειται απλώς για τον, γνωστότερο όλων, φιλόσοφο Martin Heidegger: αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το πρώτο, ίσως, οικολογικό μανιφέστο του εικοστού αιώνα γράφτηκε από τον αντικαπιταλιστή στοχαστή Ludwig Klages. Η οικολογική πρόκληση επισημάνθηκε πολύ νωρίς από τέτοιους «αντιδραστικούς» διανοουμένους, για να παραλάβει έπειτα τη σκυτάλη, μετά τη δυσφήμιση και την παρακμή τους (λόγω της σύνδεσης με τη χιτλερική προπαγάνδα), η Σχολή της Φραγκφούρτης στις Η.Π.Α. και η δημοκρατική ευρωπαϊκή Αριστερά στο πρόσωπο φιλοσόφων όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης και πολιτικών ακτιβιστών όπως ο Daniel Cohn-Bendit (γνωστός και ως ο «κόκκινος Ντάνι»), ιδιαίτερα μετά τον Γαλλικό Μάη. Φυσικά, για τους Γερμανούς «συντηρητικούς», η αξία της φύσης έγκειται όχι στην ηθική καταδίκη των ατασθαλιών του βιομηχανικού καπιταλισμού, αλλά πρωτίστως στη σύνδεση των ανθρώπων με τις «ρίζες» τους και η προτίμηση ενός απλούστερου βίου εγκράτειας, κάτι που φυσικά έχει διαπιστωθεί ότι συνδέεται με την ταχύτατη και απότομη εκβιομηχάνιση της Γερμανίας από «ρεαλιστές» πολιτικούς σαν τον Bismarck, στο τρίτο μισό του 19ου αιώνα, με τις πολιτικές αντιδράσεις και αναταραχές που εκείνη προκάλεσε. Θα ήταν όμως σφάλμα να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι Γερμανοί διανοούμενοι (ειδικά οι Spengler και Sombart) εγκωμίασαν παράλληλα τις τεχνολογικές καινοτομίες και την εκβιομηχάνιση, ως εκδηλώσεις της βουλητικής ικανότητας του ανθρώπου και της αδάμαστης επιθυμίας του να υποτάξει τον κόσμο στα σχέδιά του. Μάλιστα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα (και ιδίως κατά τη μεσοπολεμική περίοδο), μερικοί από αυτούς τους διανοούμενους κήρυξαν την αποδοχή των τεχνολογικών καινοτομιών, δηλαδή τον εκσυγχρονισμό, αρνούμενοι όμως παράλληλα τα πολιτικά του συμπαρομαρτούντα (βασικά: φιλελευθερισμό και δημοκρατία) και ζητώντας ανοικτά μια πολιτισμική αντιπρόταση από την πλευρά της Γερμανίας που να αναμειγνύει την καινοτομία με την παράδοση. Αυτή η στάση έχει χαρακτηριστεί ως «αντιδραστικός μοντερνισμός» και έχει κατηγορηθεί αυστηρά για την προλείανση του εδάφους για την ιδεολογική επικράτηση του Hitler. Σε αυτό τον κύκλο διανοητών (με τη χαλαρή έννοια του όρου) ανήκε και ο κοινωνιολόγος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, Hans Freyer (1887-1969). Σήμερα ο Freyer είναι κυρίως γνωστός (και πιθανώς δυσφημισμένος) για την πρότασή του υπέρ μιας πολιτισμικής «επανάστασης από τα Δεξιά», η οποία έχει θεωρηθεί από πολλούς ως προδρομική της ναζιστικής ιδεολογίας. Ωστόσο, καίριας σημασίας υπήρξαν οι διεισδυτικές παρατηρήσεις του πάνω στη σύγχρονη τεχνολογία, τη δουλειά και την καθημερινότητα στις βιομηχανικές κοινωνίες, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γύρω στα δεκαετία του 1950. Μελετώντας τες, είναι σημαντικό να έχει κανείς υπόψη του μια κεντρική ιδέα του Hans Freyer, κατά την οποία το σήμερα εμπεριέχει (και) πολλά επιμέρους «στρώματα» παρελθοντικών εποχών, χωρίς την επίγνωση των οποίων δεν θα μπορούσε να καταστεί κατανοητή η δομή του[1]. Ας προχωρήσουμε.
Αρχικά, για να εξετάσει το βιομηχανικό σύστημα, ο Freyer δίνει έμφαση στο αρχαίο επάγγελμα του σιδηρουργού και συγκρίνει δύο επίσης αρχαιότατα επαγγέλματα, του βοσκού και του γεωργού αντίστοιχα, με εκείνο, υπογραμμίζοντας τις επιμέρους διαφορές τους, κυριότερη εκ των οποίων είναι ότι εκείνοι είναι αναγκασμένοι να αναμένουν, ενώ ο σιδεράς κατασκευάζει. Ένας γεωργός είναι αναγκασμένος να συντονίζεται με τους κύκλους των εποχών της φύσης, περιμένοντας υπομονετικά να βγάλει καρπούς ο σπόρος που φύτεψε στο έδαφος. Αντίστοιχα, ο βοσκός τρέφει τα ζώα του και γνωρίζει πως μονάχα με τον χρόνο θα του δοθεί αυτό που επιδιώκει. Δεν μπορεί να «βιάσει» πραγματικά τη φύση να υποταχθεί στις ανάγκες του. Είναι υποχρεωμένος να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της και να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Όποιος όμως θέλει να κατασκευάσει κάτι, δεν έχει τη διάθεση να περιμένει και ακόμη και η απαραίτητη αναμονή (π.χ. ώσπου να λιώσει το σίδερο) μπορεί με πολλούς τρόπους να συντομευθεί. Το κατασκευάζειν αποτελεί λοιπόν μια ανυπομονησία που έχει μετατραπεί σε εθισμό. Σύμφωνα με τον Freyer, ο σιδεράς βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο στον αντίποδα του βοσκού και του γεωργού, διότι δεν προετοιμάζει απλώς τις συνθήκες τις εργασίας του, αλλά αγγίζει το ίδιο το υλικό, κατατεμαχίζοντας ή και αναπλάθοντάς το, προκειμένου να του δώσει τη μορφή που επιδιώκει. Ο σιδεράς δεν έχει να κάνει με ένα ζωντανό ον της φύσης, αλλά έρχεται σε επαφή προ παντός με την άψυχη ύλη. Υπάρχει, βέβαια, στον τεχνίτη η ανάγκη για φειδώ και για αποθήκευση του υλικού του, ωστόσο η εμπειρία μας δείχνει ότι αυτές εύκολα παραμερίζονται και ο τεχνίτης μπορεί απλώς να βασιστεί στην επινοητικότητά του, αντικαθιστώντας ένα αντικείμενο με ένα άλλο. Μια ακόμη ιδιαιτερότητα των τεχνιτών είναι ότι αναζητούν τα υλικά τους οπουδήποτε και δεν είναι αναγκαστικά δεμένοι με έναν τόπο, όπως οι αγρότες και οι βοσκοί. Σύμφωνα με τον Freyer, ο σιδηρουργός είχε πάντοτε τη δυνατότητα όχι μονάχα να μορφοποιεί την ύλη, αλλά και να τη «μεταμορφώνει», λιώνοντάς τη κι στρέφοντάς τη ενάντια στην ίδια, κατά κάποιον τρόπο (π.χ. με τις αιχμές, τις στιλβώσεις κ.λπ.). Κάθε κατασκευή, θα μπορούσε να πει κανείς, έμοιαζε πάντοτε με ένα «ανοσιούργημα». Γι’ αυτό, από αρχαιοτάτων χρόνων η τέχνη του σιδερά (από την οποία προέρχονται τα μεταγενέστερα επαγγέλματα του κλειδαρά, του φανοποιού, του μηχανικού κ.λπ.) έχαιρε θαυμασμού μέσα στην ευρύτερη κοινότητα. Ή μάλλον, ακριβέστερα, τα προϊόντα της έχαιραν θαυμασμού, αντίθετα από τον ίδιο τον τεχνίτη, που βρισκόταν σε μια κατάσταση ανυποληψίας, με τον κόσμο ενίοτε να τον αποφεύγει ή και να τον περιφρονεί, περίπου όπως απέφευγαν και περιφρονούσαν στην αρχαιοελληνική μυθολογία οι ολύμπιοι θεοί τον Ήφαιστο, οι εντυπωσιακές ασπίδες του οποίου ήταν τόσο πολύτιμες για ήρωες σαν τον Αχιλλέα.
Το επόμενο ιστορικό βήμα της κατασκευαστικής διαδικασίας του ανθρώπου ήταν η χημεία, μια επίσης παλαιότατη τέχνη (με τη μορφή της αλχημείας κ.λπ.), χάρη στην οποία έγινε εφικτή η ακόμη υψηλότερη φιλοδοξία του να μεταλλάζει κανείς την «ουσία» του υλικού του, αντί απλώς να του δίνει νέα μορφή. Σκοπός της κατασκευής γινόταν τότε όχι η ωραία μορφή αλλά η δημιουργία ενός υλικού με συγκεκριμένες επιθυμητές ιδιότητες. Πάντως, γεγονός είναι ότι για ολόκληρες χιλιετίες, η ανθρωπότητα υπήρξε πολύ φειδωλή στις «κατασκευαστικές» της επεμβάσεις πάνω στον φυσικό κόσμο. Αυτό άλλαξε μέσα από μια ευρωπαϊκή τομή στην παγκόσμια ιστορία, που δεν ήταν άλλη από τη βιομηχανική επανάσταση, την πρώτη (μηχανή) και τη δεύτερη (αυτοματισμός). Με τη βιομηχανική επανάσταση, η κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου έλαβε για πρώτη φορά τέτοιες διαστάσεις, που κυριάρχησε πρακτικά πάνω στον φυσικό κόσμο, οδηγώντας στον διαρκή εκτοπισμό και την ασταμάτητη συρρίκνωση του φυσικού από το τεχνητό. Η εκβιομηχάνιση, η πρώτη δύναμη στην ιστορία που «ένωσε» πραγματικά και οριστικά τον κόσμο μας, γνωρίζει μια διαρκή εξάπλωση σε βάρος του φυσικού κόσμου, τον οποίο πιέζει και «εκτοπίζει» ανελέητα, όπως μια επιθετική μορφή καρκίνου εκτοπίζει τα υγιή κύτταρα του οργανισμού, καθώς αναπτύσσεται σε βάρος τους. Το κοινωνικό σύστημα το οποίο προέκυψε από την εκτεταμένη εκβιομηχάνιση και εξαπλώθηκε σημαντικά και διαρκώς από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα, ο Freyer το ονομάζει «δευτερογενές σύστημα». Σύμφωνα με τον Freyer, το δευτερογενές σύστημα διαφέρει ριζικά από οποιοδήποτε κοινωνικό μοντέλο κυριάρχησε σε πόλη και ύπαιθρο μέχρι και το κατώφλι της βιομηχανικής εποχής. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να παρομοιαστεί με κάτι η λειτουργία του δευτερογενούς συστήματος, αυτό θα ήταν μια ταχεία που εισέρχεται τη νύχτα στον κεντρικό σταθμό, περνώντας μέσα από δεκάδες σιδηροτροχιές μ’ εκατοντάδες φώτα. Σύμφωνα με τον Freyer, ο οποίος επικαλείται σε αυτό το σημείο τον Adam Smith, η εφεύρεση της μηχανής προϋποθέτει έναν ήδη αρκετά αυξημένο καταμερισμό εργασίας, καθότι ο κύριος στόχος της είναι να υποκαθιστά την ανθρώπινη εργασία, η οποία έχει όμως καταμεριστεί σε πολλές, μικρές και απλούστατες λειτουργίες. Ωστόσο, συνεχίζει, ο Smith διατύπωσε τους στοχασμούς του πριν τον βιομηχανικό καπιταλισμό και δεν ήταν αυτός που συνέλαβε βαθύτερα τη φύση της μηχανής, αλλά ο Hegel. Όταν ο Hegel επεσήμανε ότι η ανθρώπινη εργασία καθίσταται μέσω της μηχανής «μηχανικότερη», ουσιαστικά συνέλαβε την ουσιώδη αλήθεια ότι η μηχανή δεν είναι καθόλου η συνέχεια των παλιών εργαλείων του τεχνίτη, αλλά ο αντίποδάς της. Συγκεκριμένα, κάθε εργαλείο δημιουργείται από τη σκοπιά της ανθρώπινης εργασίας, την οποία καλείται να «μιμηθεί» και να συμπληρώσει. Αντίθετα, η μηχανή δεν μιμείται την ανθρώπινη εργασία. Είναι η ανθρώπινη εργασία η οποία σχεδιάζεται και συντελείται από τη σκοπιά της μηχανής. Ας δούμε, για παράδειγμα, μια από τις απλούστερες και παλιότερες μηχανές: ένα κουρδιστό ρολόι. Όταν ο άνθρωπος το μεταχειρίζεται, δεν πράττει πλέον με σημείο αναφοράς εκείνο που τον αφορά (μετρητός χρόνος) αλλά με σημείο αναφοράς το ίδιο το μηχάνημα. Κάθε φορά π.χ. που κουρδίζει το ρολόι, συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά απ’ ότι θα συμπεριφερόταν αν προσπαθούσε να κάνει ό,τι και το ρολόι. Ένας άλλο παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι ένα ανυψωτικό μηχάνημα. Όταν ο άνθρωπος το χειρίζεται δεν προσπαθεί να σηκώσει ο ίδιος κάτι , αλλά το δάκτυλό του κάνει μια εντελώς διαφορετική κίνηση, που δεν είναι άλλη από το πάτημα ενός κουμπιού. Πιο απλά, τα μηχανήματα δεν μιμούνται τις ανθρώπινες κινήσεις (όπως κάνουν τα εργαλεία). Αυτό που κάνουν είναι να «αποξενώνουν» τον άνθρωπο από το αντικείμενο της εργασίας του, επομένως και από το προϊόν της. Ας δούμε τώρα το πώς αυτό το σύστημα, που η εκβιομηχάνιση εξέθρεψε, διαμορφώνει με τη σειρά του τον άνθρωπο. Αρχικά, σύμφωνα με τον Freyer, η βιομηχανική κοινωνία επιζητεί περισσότερο όλων εκείνο το είδος ανθρώπου που μπορεί να προσαρμοστεί καλύτερα στις απαιτήσεις της. Ποιο είναι αυτό; Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, τις καλύτερες προοπτικές επιβίωσης και άνθισης μέσα στο σημερινό κοινωνικό σύστημα τις έχουν οι γρήγοροι και εξωστρεφείς χαρακτήρες, που είναι επιτήδειοι, ευέλικτοι και συνάμα διαθέτουν έναν «υγιή εγωισμό». Αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος μοιάζει να λειτουργεί καλύτερα στο σήμερα. Για τον Freyer, η αλλοτρίωση του ανθρώπου δεν προκύπτει από το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, όπως πιστεύουν οι απανταχού μαρξιστές, αλλά είναι μια αναπόδραστη συνέπεια της εκβιομηχάνισης. Πρώτα ο εργάτης ήταν ένας οργανισμός εξοπλισμένος με τεχνητά όργανα σαν προσθετικά μέλη, τώρα όμως είναι ένα οργανικό υπόλοιπο, προγραμματισμένο μέσα στο σύστημα του κυλιόμενου ιμάντα. Αυτός ο εξορθολογισμός της εργασίας προχώρησε περισσότερο μέσω του επιστημονικού management (τεϋλορισμός), για να καταλήξει σε αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως «επιχείρηση» και το οποίο βλέπουμε εμφανώς το πώς όλα τα μέρη της εργασίας αποτελούν τμήματα ενός συντονισμένου και καλορυθμισμένου συνόλου. Το δευτερογενές σύστημα εξομοιώνει και κατά μία έννοια «συρρικνώνει» τους ανθρώπους και εντός του οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται ρευστές, ασταθείς και ολοένα μεταβαλλόμενες. Επιπλέον, τείνει να μειώνει τον υποκειμενισμό στο ελάχιστο (κατά το πρότυπο της νεώτερης φυσικής, που επικεντρώθηκε στις πρωτογενείς και ποσοτικές ιδιότητες των όντων, παραμερίζοντας τις υπόλοιπες), ορίζοντας τον εκάστοτε άνθρωπο με κριτήριο τη λειτουργία του, ενώ διαχωρίζει την επαγγελματική του ιδιότητα από την ιδιωτική ζωή, όπως αρχικά διαχώρισε κάποτε την επιχείρηση από το νοικοκυριό. Άραγε θα φτάσουμε κάποτε να δούμε το τελευταίο και ανώτατο στάδιο της οργανωμένης εργασίας, δηλαδή την πλήρη αυτοματοποίηση; Σε κάθε περίπτωση, έχει σοβαρές συνέπειες για τον σημερινό άνθρωπο το γεγονός ότι ζει μέσα σε ένα τέτοιο τεχνικό σύστημα.
Παραπέμποντας στη μνημειώδη δίτομη μελέτη του Norbert Elias, ο Freyer επισημαίνει το πόσοι ιστορικοί εθισμοί έχουν επισωρευτεί στον άνθρωπο της Δύσης, κατά τους τελευταίους επτά αιώνες, κυρίως με τη μορφή εξωτερικών καταναγκασμών που διαμορφώθηκαν αρχικά από την αυλική αριστοκρατία των νεώτερων εθνικών και απολυταρχικών κρατών, για να εσωτερικευθούν και να γενικευθούν έπειτα, με την ανάδυση της αστικής τάξης στο ιστορικό προσκήνιο. Το γεγονός είναι ότι σήμερα, στις εκβιομηχανισμένες κοινωνίες μας, η τεχνολογία, η χρησιμοθηρία και ο αυτοματισμός των καθημερινών δραστηριοτήτων επιβάλλονται από νωρίς στον άνθρωπο, μέσω των επιμέρους θεσμών, καθώς και μέσα από την ιδεολογία που αυτοί διακηρύττουν. Ακριβώς επειδή τα δευτερογενή συστήματα δεν διαθέτουν νομιμοποίηση, η ιδεολογία λειτουργεί εδώ ως υποκατάστατο και ρόλος της είναι να διαχέεται στο κοινωνικό σώμα και να δίνει στα ανθρώπινα υποκείμενα μια εικόνα του «όλου», μια ερμηνεία του κόσμου και της ιστορίας του, με λίγα λόγια μια απάντηση σε κάθε πιθανό ερώτημά τους. Όλες οι ιδεολογίες επικαλούνται λίγο-πολύ την επιστήμη, βασικά όμως την παραμορφώνουν για τους δικούς τους σκοπούς. Το ίδιο κάνουν με τη θρησκεία, υιοθετώντας έναν εγκόσμιο «χιλιασμό» που δίνει στον χρόνο τη νοηματοδότηση της προόδου. Ο συναισθηματικός κόσμος του σημερινού ανθρώπου «τηλεκατευθύνεται» από τις ιδεολογίες, περίπου όπως οι εργάτες διοικούνται από την επιχείρηση. Σύμφωνα με τον Freyer, οι ιδεολογίες δεν είναι διαχρονικά εργαλεία αλλά αποτελούν δημιουργήματα της εποχής της εκβιομηχάνισης, που κατά τον 19ο αιώνα (ορόσημο σε αυτό το σημείο αποτελεί ο Hegel) συνδέθηκαν με μια «χιλιαστική» φιλοσοφία της ιστορίας που ήταν εκκοσμίκευση της χριστιανικής θεολογίας (ο Freyer δέχεται τη θεωρία της εκκοσμίκευσης και παραθέτει και το περίφημο σχετικό σύγγραμμα του Karl Lowith) και όμνυε στο όνομα της προόδου. Η πρόοδος συλλαμβανόταν με μια διπλή έννοια, που συνδύαζε τον υλισμό/νατουραλισμό (εξέλιξη: πρόοδος) με μια ηθικοπλαστική έκκληση στους ανθρώπους. Ωστόσο, η πίστη του ανθρώπου στην πρόοδο έχει εξασθενήσει σημαντικά και δεν έχει παρά να συγκρίνει κανείς τη σημερινή εποχή με τον 19ο αιώνα, για να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της μεταβολής: ο τεχνοκρατικός ουτοπισμός έχει «ραγίσει» για τα καλά. Ο κύριος ρόλος της ιδεολογίας στις βιομηχανικές κοινωνίες είναι να καλύπτουν το κενό που αναπόφευκτα προκύπτει από την αποσπασματική συμμετοχή του ανθρώπου σε ένα πελώριο και δυσνόητο σύστημα, το οποίο εμφανώς τον υπερβαίνει. Ο Sombart παρομοίαζε τον καπιταλισμό με έναν γίγαντα που απελευθερώθηκε από τα δεσμά που είχαν σφυρηλατήσει οι παλιότερες εποχές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν τίποτε που να μπορεί να του αντισταθεί. Ο Freyer παρομοιάζει τις κοινωνίες μέσα στη βιομηχανική τεχνολογία με ένα περίπλοκο δίκτυο με γρανάζια, στο οποίο συνδέονται όλα τα άτομα μεταξύ τους με περίπλοκους τρόπους αλληλεξάρτησης, αλλά χωρίς να «μετράει» ιδιαίτερα το κάθε άτομο. Μέσα στις βιομηχανικές κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από μαζική παραγωγή και κατανάλωση αγαθών, το άτομο βιώνει μια άνευ προηγουμένου μοναξιά. Η τέχνη έχει πολλάκις απεικονίσει αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα: δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς προσεκτικά τα μυθιστορήματα των Dostoevsky, Balzac, Flaubert, Marcel Proust και Kafka, για να το συνειδητοποιήσει. Σύμφωνα με τον ίδιο, το σύστημα έχει την πρωτότυπη ιδιαιτερότητα ότι δεν αντλεί τη νομιμοποίησή του από τίποτε που να προϋπάρχει ή να βρίσκεται εκτός του και να το υπερβαίνει. Όλη η κοινωνική δομή του δευτερογενούς συστήματος στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων και τα στοιχεία του (δηλαδή τα ανθρώπινα υποκείμενα) εισάγονται σε αυτό ως επιμέρους παράμετροι, συρρικνωμένα σε ελάχιστες βασικές και ποσοτικά μετρήσιμες ιδιότητές τους, περίπου όπως τα άτομα κατά την ατομική θεωρία. Συγκεκριμένα, τα άτομα της κοινωνίας γίνονται αντιληπτά με βάση όλες εκείνες τις ιδιότητες που είναι αδύνατο να εξαλειφθούν εντελώς και μπορούν να συμβάλλουν στη διατήρηση και τη λειτουργία του συστήματος: τέτοια παραδείγματα είναι το ένστικτο αυτοσυντήρησης, η τάση του προς βελτίωση και εκμετάλλευση των ευκαιριών, καθώς και οι αναγκαίοι οικογενειακοί δεσμοί του. Σε αντίθεση π.χ. με τη μεσαιωνική τάξη πραγμάτων, όπου κάθε κοινωνική τάξη είχε τα δικά της προνόμια και πλήθος δικών της τρόπων συνεργασίας και εκπροσώπησης, ο σύγχρονος κόσμος γεννήθηκε μέσα από έναν δραστικό περιορισμό αυτών, απλοποιώντας τις κοινωνικές σχέσεις σε δύο κύριους πόλους: κράτος και άτομο. Με αυτό συνδέεται αναπόδραστα μια άλλη, διαρκώς παρούσα, τάση του δευτερογενούς συστήματος: η τάση του προς τον ολοκληρωτισμό.
Στηριγμένος στις παρατηρήσεις του Toqueville, ο Freyer ισχυρίζεται ότι, κατά την ανάπτυξή του στους Νεώτερους Χρόνους, το κράτος περιόρισε και σταδιακά κατήργησε κάθε ενδιάμεση βαθμίδα δικαιοδοσίας ανάμεσα σε αυτό και τους πολίτες του: κάθε ελευθερία των νομοκατεστημένων τάξεων και κάθε τοπική αυτοδιοίκηση έπρεπε τελικά είτε να υπαχθεί στο κράτος είτε να αφανιστεί ολοκληρωτικά. Το κράτος έφτασε να συγκεντρώνει εντός του όλο και περισσότερες λειτουργίες, σε σημείο που μέχρι και τα στοιχειώδη της καθημερινής μας ζωής βρίσκονται πλέον στη δικαιοδοσία του. Αυτός ο συγκεντρωτισμός συνοδεύτηκε φυσικά από την παροχή διαρκώς περισσότερων δικαιωμάτων στα επιμέρους άτομα, σε μια πορεία όλο και μεγαλύτερης ισότητας ανάμεσά τους. Τι συμβαίνει όμως με την ελευθερία μας; Είναι στ’ αλήθεια ελευθερία το να ρίχνουμε ανά διαστήματα ένα ψηφοδέλτιο μέσα σε μια κάλπη για έναν αριθμό προαποφασισμένων επιλογών ή μήπως ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι όταν και στον βαθμό που μπορούν να διευθετούν τις προσωπικές τους υποθέσεις μέσα σε στενό κύκλο; Ο ολοκληρωτισμός είναι ο ειδοποιός κίνδυνος του δευτερογενούς συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε, λέει ο Freyer. Επιπλέον, το δευτερογενές σύστημα τείνει να μεταβάλλει εκούσια την κληρονομιά του παρελθόντος, ενίοτε συντρίβοντας και αφανίζοντας οτιδήποτε βρίσκεται στον αντίποδά του, περίπου όπως το περίφημο Υπουργείο Αλήθειας στο γνωστό οργουελικό μυθιστόρημα. Στόχος αποτελεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκοπή των ανθρώπων από οτιδήποτε βρίσκεται εκτός του συστήματος. Στη θέση του αληθινού παρελθόντος μπαίνει κατά κάποιον τρόπο το ιδεατό παρελθόν, αυτό από το οποίο το δευτερογενές σύστημα θα επιθυμούσε να κατάγεται. Στην ακραία του εκδοχή (ολοκληρωτισμός), ένα δευτερογενές σύστημα θα επεδίωκε να μετατρέψει το ανθρώπινο μυαλό σε έναν άγραφο πίνακα (tabula rasa), όχι μόνο όσον αφορά τον χρόνο (παρελθόν), αλλά και σχετικά με τον χώρο. Συγκεκριμένα, το δευτερογενές σύστημα έχει την εγγενή τάση να περιορίζει κάθε δεσμό και ένωση που έχει δική του προέλευση και δεν εξαρτάται από αυτό: αντιπροσωπευτικό είναι εδώ το παράδειγμα που παραθέτει ο έτερος μεγάλος δυστοπικός μυθιστοριογράφος, ο Aldous Huxley, στο περίφημο έργο του με τον τίτλο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος. Μέσα στις σελίδες του, μας δείχνει με ποιους τρόπους το σύγχρονο δευτερογενές σύστημα, στην ολοκληρωτική του μορφή, απειλεί να πλήξει και την οικογένεια, στον βαθμό που αυτή η τελευταία αποτελεί μια ξέχωρη νησίδα νοήματος και παρηγοριάς. Ο πλανήτης βιώνει σήμερα την πιο ριζοσπαστική εκδοχή του δευτερογενούς συστήματος. Το τελευταίο έχει λάβει σήμερα τέτοιες διαστάσεις, ώστε δεν αποτελεί πια απλώς προσθήκη ή επέκταση πάνω σε μια προϋπάρχουσα βιοτική τάξη πραγμάτων, αλλά έναν σχεδόν πλήρη και ολοκληρωμένο κόσμο. Δυστυχώς, η ζωή μέσα σε έναν τέτοιο, εντελώς κατασκευασμένο και τυποποιημένο, κόσμο, που θα διέπεται απόλυτα από τις αρχές του αυτοματισμού, όπου η ευτυχία θα περιορίζεται σε μηχανικές απολαύσεις του «ελεύθερου χρόνου» και η ανθρωπιά σε οργανισμούς φιλανθρωπίας που μόλις που κρύβουν την απανθρωπιά γύρω μας, είναι μια πιθανότητα που διαγράφεται στον ορίζοντα του ορατού μέλλοντος. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν για να αποτραπεί αυτό το ζοφερό όραμα; Μπορεί να εμφανισθεί ένας νέος ανθρωπισμός; Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μέσα στον σύγχρονο κόσμο; Από τις αρχές του εικοστού αιώνα και ακόμη περισσότερο κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, η εκβιομηχάνιση δεν γίνεται πλέον υπό τα σκήπτρα της Ευρώπης αλλά ως προσπάθεια χειραφέτησης από εκείνη. Σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς λαούς, που έφεραν οι ίδιοι την εκβιομηχάνιση και τον «εκσυγχρονισμό», με οτιδήποτε αυτά συνεπάγονται για τις ανθρώπινες αξίες, οι υπόλοιποι λαοί παρέλαβαν έτοιμες όλες αυτές τις κατακτήσεις. Γι’ αυτό και έχουν περισσότερα πνευματικά αποθέματα για να αντισταθμίσουν τις ζημιές που προκαλεί το δευτερογενές σύστημα. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση διότι χρειάστηκε να θυσιάσουν πολλές από τις αξίες τους, για να φέρουν στην ύπαρξη αυτό το σύστημα. Υπάρχει λοιπόν κάποια διέξοδος από αυτόν τον μοντέρνο «λαβύρινθο»; Ο Freyer αρνείται να προσφέρει συγκεκριμένη κατεύθυνση, καθώς είναι πεπεισμένος ότι μια τέτοια απόπειρα θα έπεφτε ακόμη βαθύτερα μέσα στον λάκκο από τον οποίο επεδίωκε να μας λυτρώσει. Τα ουσιώδη, όπως βγαίνουν μέσα από τον άνθρωπο, είναι πραγματικά αδύνατο να προσχεδιαστούν και κάθε απόπειρα σχεδιασμού τους, θα μεγάλωνε την τυποποιημένη οργάνωση και τη γραφειοκρατία, υποκύπτοντας στον φαύλο κύκλο του συστήματος. Όσο και αν τα δευτερογενή συστήματα τείνουν στη «χιλιαστική» υποταγή του παρόντος σε ένα επινοημένο μέλλον τεχνητής ευδαιμονίας, το ιστορικό γίγνεσθαι παραμένει ουσιωδώς ανοικτό και τίποτε δεν αποκλείει την πιθανότητα να μας ξαφνιάσει με την ανάδυση ενός νέου ανθρωπισμού, αρκετά «χαλαρού» ώστε να επιβιώνει εντός τους και ταυτόχρονα αρκετά «σκληρού» ώστε να τους αντιστέκεται, και πάντως όχι λιγότερο γνήσιου από όσους προηγήθηκαν.
[1] Όσοι είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Jacques Ellul, θα βρουν οπωσδήποτε ορισμένες εκλεκτές ομοιότητες.