Τα μεγάλα γεωπολιτικά γεγονότα ανέκαθεν πυροδοτούσαν συζητήσεις για την επικαιρότητα του Θουκυδίδη και τα διδάγματα της Ιστορίας του. Έτσι και τώρα, μεσούσης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κυκλοφόρησαν διάφορα κείμενα στο διαδίκτυο, επικεντρωμένα κυρίως στον Διάλογο Αθηναίων – Μηλίων, σε μια προσπάθεια να ερμηνευτεί το δίκαιο του ισχυρού που διατύπωσαν οι Αθηναίοι μέσα από το σκανδαλώδες «δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν» (Ιστορία, 5.89). Αρθρογράφοι, αναλυτές, ακόμα και πολιτικοί παραλλήλιζαν τους Μηλίους με τους Ουκρανούς, θεωρώντας ότι η κατοχή ισχύος αποτελεί εχέγγυο για τη νίκη, ενώ η έλλειψη αυτής σε καθιστά μοιραία ηττημένο. Πολλές φορές μάλιστα, επιστρατεύθηκε το εν λόγω χωρίο για να αποδειχθεί η βεβαιότητα της ρωσικής νίκης και άρα η αναγκαιότητα να υποταχθεί αμαχητί η Ουκρανία στον Ρώσο εισβολέα. Μέσα από αυτό το κείμενο επιθυμώ να πραγματοποιηθεί μια επαναξιολόγηση του Θουκυδίδη και των ιδεών του, αναδεικνύοντας τις αθέατες αλλά και τις πολλαπλώς κακοποιημένες όψεις της Ιστορίας του. Υπό αυτή την έννοια θα επικεντρωθώ στην εξέλιξη του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, τα προσωπεία δηλαδή της αθηναϊκής ισχύος, στις απόψεις του ίδιου του ιστορικού και στην αξιολόγηση ορισμένων προσωπικοτήτων. Αυτός ο δρόμος είναι αρκετά ασφαλής για να οδηγηθούμε σε γόνιμα συμπεράσματα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα επισφαλείς και συχνά παραμορφωτικές ερμηνείες.
Ξεκινώντας από τις αιτίες του πολέμου είναι παγκοίνως γνωστό ότι αυτές αποδίδονται στην αύξηση της αθηναϊκής ισχύος, η οποία με τη σειρά της πυροδότησε τον φόβο των Σπαρτιατών, οδηγώντας στο ξέσπασμα του πολέμου. Αν και όπως διαφαίνεται μέσα από την εξέλιξη των γεγονότων, οι Σπαρτιάτες ούτε αποφάσισαν από μόνοι τους να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον της Αθήνας, αποτελεί μάλλον επιστέγασμα της λυσσώδους κινητοποίησης των Κορινθίων, ούτε βρίσκονταν σε ομοφωνία σχετικά με τον πόλεμο, καθώς μια μερίδα πολιτών με πρωτοστάτη τον Αρχίδαμο αντιτάσσονταν στην έναρξή του. Παραταύτα, ας αποδεχθούμε τον ισχυρισμό ότι τα αίτια του πολέμου εντοπίζονται στην αθηναϊκή γιγάντωση.
Ο Θουκυδίδης φυσικά δεν αναζητά μονάχα τα αληθινότερα αίτια αλλά προχωρά παραπέρα, διατυπώνοντας αξιολογικές κρίσεις για τις συνέπειες του Πελοποννησιακού Πολέμου. Παρατηρούμε στη παράγραφο 23 του Α βιβλίου να γράφει ότι αυτός ο πόλεμος ήταν ο σημαντικότερος γιατί «η διάρκειά του υπήρξε μεγάλη και συμφορές συνέβησαν στη διάρκειά του που όμοιες τους δεν είχαν συμβεί στην Ελλάδα σε ίσο χρονικό διάστημα. Διότι ποτέ άλλοτε δεν είχαν κυριευτεί και ερημωθεί τόσες πολλές πόλεις, άλλες από βάρβαρους κι άλλες από τους ίδιους τους εμπόλεμους Έλληνες (ορισμένες μάλιστα άλλαξαν ακόμη και κατοίκους μετά την άλωσή τους), ούτε τόσο πολλοί άνθρωποι εξορίστηκαν και θανατώθηκαν, άλλοι στις καθαυτό πολεμικές επιχειρήσεις και άλλοι εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού μέσα στις πόλεις» (Α.23.1). Αυτή η αναφορά ξεπερνά τα στενά περιγραφικά πλαίσια που συνοδεύουν τους νεότερους ρεαλιστές για τον πόλεμο, κυρίως τους νεορεαλιστές, και μας παρακινεί υπόρρητα σε μια απομάγευση του πολέμου· όπως βλέπουμε οι αναφορές περιορίζονται στις αρνητικές όψεις του, στις εξορίες, τις κτηνωδίες, τις βίαιες πολιτικές μεταβολές και τις εκτοπίσεις πληθυσμών, δεν υπάρχει τίποτα το λαμπρό και το υψηλό, παρά μονάχα πόνος, θλίψη και βάσανα.
Αφήνοντας πίσω μας το ξέσπασμα του πολέμου και τις αιτίες που το πυροδότησαν, θα περάσουμε στην προσωπική του αξιολόγηση για την πολιτική δράση των προσωπικοτήτων που πρωταγωνίστησαν στον πόλεμο, ούτως ώστε να εκμαιεύσουμε τις πολιτικές ποιότητες που τον γοήτευαν.
Αρχής γενομένης, να πούμε ότι θετικό πολιτικό αποτύπωμα εντοπίζουμε για μια σειρά από προσωπικότητες, όπως επί παραδείγματι ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής, ο Ερμοκράτης, ο Αρχίδαμος και ο Φρύνιχος. Η περίπτωση δε του Περικλή είναι ιδιαίτερη, καθώς αποτελεί αναντίρρητα την πιο πολυσυζητημένη προσωπικότητα του 5ου αιώνα και όπως θα δούμε στη συνέχεια αποτελεί το πρότυπο του φρόνιμου πολιτικού άνδρα. Να σημειώσουμε ότι ο Αθηναίος Στρατηγός υπήρξε ο πρώτος άνδρας της Αθήνας που είδε τον πόλεμο να πλησιάζει επικίνδυνα την πόλη του, όμως αποτελεί αξιομνημόνευτο γεγονός ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε τα πάθη, τις ορέξεις και τις κλίσεις των συμπολιτών του, αναδεικνύοντας το βάθος της πολιτικής του αντίληψης και την εμβριθή κατανόηση της πολιτικής ψυχολογίας. Μάλιστα, η πολιτική του Περικλή αποτελεί τομή στην Ιστορία, καθώς μετά την αποδημία του ο Θουκυδίδης ένιωσε την ανάγκη να αποτιμήσει συνολικά την πολιτική δράση του Αθηναίου Στρατηγού, η οποία σημειωτέον είναι η μοναδική σε όλη την Ιστορία, και μάλιστα εκτενέστατη για τα δεδομένα του Έλληνα ιστορικού, χωρίζοντας με αυτό τον τρόπο την αθηναϊκή πολιτική σε δύο φάσεις: την εποχή του Περικλή και την εποχή μετά απ’ αυτόν, η οποία με τη σειρά της συναποτελείται από δύο επιμέρους φάσεις: την εποχή του Κλέωνα και μετέπειτα του Αλκιβιάδη.
Ας επικεντρωθούμε προς το παρόν στην πρώτη φάση του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, και πιο συγκεκριμένα στην ομιλία των Αθηναίων στη Σπάρτη, η οποία εκφωνήθηκε την περίοδο της πρωτοκαθεδρίας του Περικλή και άρα χρωματίζεται από τις ποιότητες της προσωπικότητάς του. Εκεί οι Αθηναίοι, παρότι δεν απαρνούνται ότι ο αδύναμος πρέπει να υποτάσσεται στην ισχυρότερο, φαίνονται διαλλακτικοί και ήπιοι στα λόγια τους, προτάσσοντας μια μετριοπαθή πολιτική η οποία δεν παραβλέπει το ρόλο του δικαίου στις διακρατικές σχέσεις: «ἐπαινεῖσθαί τε ἄξιοι οἵτινες χρησάμενοι τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει ὥστε ἑτέρων ἄρχειν δικαιότεροι ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν δύναμιν γένωνται». (Α. 76.3). Όπως παρατηρούμε η αθηναϊκή ισχύς εδώ δεσμευόταν από ηθικούς ενδοιασμούς, το δίκαιο και τη μετριοπάθεια· αναγνώριζε δηλαδή την ύπαρξη ενός κανονιστικού πλαισίου το οποίο έπρεπε να τηρείται για να μην μεταμορφωθεί η κυριαρχία τους σε μια στυγνή αρχή. Αρκετές παραγράφους μετά ο ίδιος ο Περικλής, έχοντας ψυχολογήσει σωστά τους Αθηναίους, τους προειδοποιεί ότι δεν πρέπει κατά τη διάρκεια του πολέμου να επιδιώξουν την επέκταση της κυριαρχίας τους και την έκθεση σε πρόσθετους κίνδυνους (Α. 144.1), ενώ στο επόμενο βιβλίο παραδέχεται ότι η αθηναϊκή αρχή φαίνεται σαν τυραννία «ὡς τυραννίδα γὰρ ἤδη ἔχετε αὐτήν» (Β.63.2). Παραταύτα, η ισχύς δεν παρουσιάζεται ως αυτοσκοπός αλλά ως ένα μέσο για τη δόξα (δόξα αἰείμνηστος, Β. 64.5). Αυτή η περίοδος διαπνέεται έντονα από τις ποιότητες του Περικλή, και όπως ήδη είδαμε, εμφορείται από μετριοπάθεια και σύνεση, κάτι που φυσικά τονίζει και επαινεί ο ίδιος ο συγγραφέας: «ὅσον τε γὰρ χρόνον προύστη τῆς πόλεως ἐν τῇ εἰρήνῃ, μετρίως ἐξηγεῖτο καὶ ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐπ᾽ ἐκείνου μεγίστη, ἐπειδή τε ὁ πόλεμος κατέστη, ὁ δὲ φαίνεται καὶ ἐν τούτῳ προγνοὺς τὴν δύναμιν. ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἓξ μῆνας· καὶ ἐπειδὴ ἀπέθανεν, ἐπὶ πλέον ἔτι ἐγνώσθη ἡ πρόνοια αὐτοῦ ἡ ἐς τὸν πόλεμον» (Β.65.7). Απεναντίας, οι προσωπικότητες που κυριάρχησαν στον πολιτικό βίο μετά τον Περικλή ήταν προσηλωμένες όχι στην ενδυνάμωση και την ενίσχυση της πόλης αλλά στην ιδιοτελή εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων, οδηγώντας την Αθήνα σε έναν κυκεώνα πολιτικών αναταραχών, συγκρούσεων και τελικά στάσεως, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη θέση της πόλεως στο διακρατικό στερέωμα: «οἱ δὲ ταῦτά τε πάντα ἐς τοὐναντίον ἔπραξαν καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου δοκοῦντα εἶναι κατὰ τὰς ἰδίας φιλοτιμίας καὶ ἴδια κέρδη κακῶς ἔς τε σφᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐπολίτευσαν, ἃ κατορθούμενα μὲν τοῖς ἰδιώταις τιμὴ καὶ ὠφελία μᾶλλον ἦν, σφαλέντα δὲ τῇ πόλει ἐς τὸν πόλεμον βλάβη καθίστατο» (2.65.7)
Η επόμενη φάση του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού διαπνέεται από μια μορφή αδιαλλαξίας, χαρακτηριστικό του άνδρα που κυριαρχούσε στον αθηναϊκό πολιτικό βίο: του Κλέωνα. Η πιο λαμπρή στιγμή του Κλέωνα είναι η αντιπαράθεσή του με τον Διόδοτο σχετικά με τη μοίρα της Μυτιλήνης, εκφωνώντας έναν λόγο με πνεύμα σταυροφορικό, αδιάλλακτο και στυγνό: οι Μυτιληναίοι αδίκησαν και πρέπει να εξοντωθούν! Μια άποψη που φυσικά ο ίδιος ο ιστορικός καταδικάζει, χαρακτηρίζοντάς την ως ωμή και αλλόκοτη. Επιπλέον, έχουμε μια αναπαραγωγή του «ὡς τυραννίδα γὰρ ἤδη ἔχετε αυτήν», το οποίο μετατρέπεται σε «οὐ σκοποῦντες ὅτι τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχὴν». Παρατηρούμε ότι η αθηναϊκή αρχή κατά τον Κλέωνα δεν φαίνεται απλά τυραννική αλλά εισάγεται στη σφαίρα του είναι, άρα γίνεται ταυτόσημη με τη τυραννία. Επιπροσθέτως, οι πολιτικοί χειρισμοί του Κλέωνα μετά τη νίκη στην Πύλο αποδεικνύονται αλυσιτελείς και επιζήμιοι, καθώς παροτρύνει τους Αθηναίους να απορρίψουν την ευνοϊκή ειρήνη των Σπαρτιατών, παρουσιάζοντας συμπτώματα πλεονεξίας και αδηφαγίας. Ο Θουκυδίδης επιρρίπτει με ξεκάθαρο τρόπο τις ευθύνες για την ανεδαφική πολιτική της Αθήνας στον Κλέωνα, όπως θα δούμε στο (Δ. 21.3): «οἱ δὲ τὰς μὲν σπονδάς, ἔχοντες τοὺς ἄνδρας ἐν τῇ νήσῳ, ἤδη σφίσιν ἐνόμιζον ἑτοίμους εἶναι, ὁπόταν βούλωνται ποιεῖσθαι πρὸς αὐτούς, τοῦ δὲ πλέονος ὠρέγοντο. μάλιστα δὲ αὐτοὺς ἐνῆγε Κλέων ὁ Κλεαινέτου, ἀνὴρ δημαγωγὸς κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὢν καὶ τῷ πλήθει πιθανώτατος». Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί ότι η άποψη του Θουκυδίδη για τον Κλέωνα είναι άκρως αρνητική «ὢν καὶ ἐς τὰ ἄλλα βιαιότατος τῶν πολιτῶν» (Γ. 36.6) και μπορούμε να υποστηρίξουμε με ασφάλεια ότι την ίδια γνώμη διατηρεί και για την πολιτική της Αθήνας εκείνη την περίοδο.
Η τρίτη και τελευταία μορφή του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού εντοπίζεται φυσικά στον πολυσυζητημένο Διάλογο Αθηναίων – Μηλίων, ο οποίος χρησιμοποιείται καταχρηστικά από αρκετούς που βιάζονται να ταυτίσουν τις απόψεις των Αθηναίων με εκείνες του Θουκυδίδη. Την περίοδο εκείνη κυριαρχεί η προσωπικότητα του Αλκιβιάδη, τις πολιτικές ραδιουργίες του οποίου όλοι γνωρίζουμε. Θα ήταν επίσης σκόπιμο να επισημανθεί ότι η χρονική φάση που διαδραματίζεται ο διάλογος συμπίπτει με το 5ο έτος της Ειρήνης του Νικία και άρα με την -όχι απόλυτη- κατασίγαση των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης παρουσιάζει αυτή την ειρήνη ως εύθραυστη, ως ένα διάλειμμα μεταξύ των δύο φάσεων του πολέμου, με αμοιβαίες παραβιάσεις και από τις δύο πλευρές: «καὶ τὴν διὰ μέσου ξύμβασιν εἴ τις μὴ ἀξιώσει πόλεμον νομίζειν, οὐκ ὀρθῶς δικαιώσει» (Ε.26.2). Μετά από αυτή τη σύντομη ιστορική παρέμβαση, επιστρέφουμε στον Διάλογο της Μήλου. Εκεί η πλήρης αδιαλλαξία των Αθηναίων φτάνει στα ακραία όριά της, σε σημείο τύφλωσης, πυροδοτώντας την αλαζονεία τους και την έλλειψη νομιμοποιητικής βάσης για την ηγεμονία τους, αντίθετα από όσα υποστήριξαν δηλαδή οι Αθηναίοι του Α βιβλίου (βλ. πιο πάνω Α.76.3). Ποια είναι η νοοτροπία των Αθηναίων σε αυτή τη φάση; Ας τη συνοψίσουμε σε δύο χαρακτηριστικά χωρία: «δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν.» (5. 89) «ἀλλ᾽ ὑμῶν τὰ μὲν ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ δ᾽ ὑπάρχοντα βραχέα πρὸς τὰ ἤδη ἀντιτεταγμένα περιγίγνεσθαι.» (5.111.2). Εδώ οι Αθηναίοι διατυπώνουν την άποψη ότι δίκαιο μπορεί να υπάρχει μονάχα μεταξύ ίσων, ενώ μακαρίζουν τους Μηλίους που εναποθέτουν την επιτυχία τους στην ελπίδα, τη τύχη και τους θεούς. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι έχουν να αντιπροτείνουν οι ανίσχυροι Μήλιοι στους πανίσχυρους Αθηναίους. Η αντιπρότασή τους περιορίζεται σε μια προειδοποίηση, που έμελλε να πραγματοποιηθεί μόλις λίγα χρόνια μετά, όταν οι Αθηναίοι αποφασίζουν να εκστρατεύσουν κατά της Σικελίας. Μπορεί οι Μήλιοι βραχυπρόθεσμα να αποδείχτηκαν αφελείς που πίστεψαν στη βοήθεια των Σπαρτιατών ή της τύχης, ωστόσο διατύπωσαν μια καθόλα ρεαλιστική και εξίσου βαρύνουσα προειδοποίηση, αυτή τη φορά με μακροπρόθεσμη προοπτική, στους Αθηναίους για την κυνική πολιτική τους: «Ἧι μὲν δὴ νομίζομέν γε, χρήσιμον (ἀνάγκη γάρ, ἐπειδὴ ὑμεῖς οὕτω παρὰ τὸ δίκαιον τὸ ξυμφέρον λέγειν ὑπέθεσθε) μὴ καταλύειν ὑμᾶς τὸ κοινὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ τῷ αἰεὶ ἐν κινδύνῳ γιγνομένῳ εἶναι τὰ εἰκότα καὶ δίκαια, καί τι καὶ ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς πείσαντά τινα ὠφεληθῆναι. καὶ πρὸς ὑμῶν οὐχ ἧσσον τοῦτο, ὅσῳ καὶ ἐπὶ μεγίστῃ τιμωρίᾳ σφαλέντες ἂν τοῖς ἄλλοις παράδειγμα γένοισθε.» (Ιστορία, 5.90).
Παρά τις όποιες προσπάθειες των Αθηναίων να μεταπείσουν τους νησιώτες, οι Μήλιοι διατυπώνουν μια ιδέα περί κοινού αγαθού, κάτι που θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε με μια πρωτόλεια και ανεπεξέργαστη μορφή δικαίου στις διακρατικές σχέσεις. Μάλιστα, τη διατυπώνουν εν είδει συμβουλής προς τους μελλοντικούς τους δήμιους: Αθηναίοι, αναγνωρίστε σε εμάς τη δυνατότητα, που βρισκόμαστε στην οδυνηρή θέση να διαπραγματευόμαστε την επιβίωσή μας, να προσφύγουμε σε αυτό που είναι κοινό αγαθό σε όλους, την επίκληση δηλαδή του δικαίου, ακόμα και αν ξεφεύγει από το αυστηρό πλαίσιό του· άλλωστε αυτό μας συμφέρει εξίσου όσο και εσάς, καθώς αν χάσετε τον πόλεμο, θα αποτελέσετε παράδειγμα για τους άλλους με την τωρινή σας συμπεριφορά. Η ιδέα πίσω από τα λόγια των Μηλίων είναι απλή και διόλου ευκαταφρόνητη: Αθηναίοι, προσέξτε! Απεμπολώντας κάθε έννοια δικαίου, δημιουργείτε έναν βάναυσο και σκληρό κόσμο, από τον οποίο τελικά ούτε εσείς οι ίδιοι θα καταφέρετε να ξεφύγετε. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτά τα λόγια ως ένα πρελούδιο της επικείμενης καταστροφής των Αθηναίων στη Σικελία. Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, η Σικελική εκστρατεία κατέληξε σε μια πανωλεθρία, τη μεγαλύτερη αυτού του πολέμου, όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης: «ξυνέβη τε ἔργον τοῦτο [Ἑλληνικὸν] τῶν κατὰ τὸν πόλεμον τόνδε μέγιστον γενέσθαι» (Η.87.5). Τελικά, όταν οι εκτιμήσεις τους διαψεύστηκαν και αρχίσαν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της επικείμενης καταστροφής κατέφυγαν ακριβώς σε όσα λοιδορούσαν στον Διάλογο της Μήλου: «ἀνθ᾽ ὧν ἡ μὲν ἐλπὶς ὅμως θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, αἱ δὲ ξυμφοραὶ οὐ κατ᾽ ἀξίαν δὴ φοβοῦσιν. τάχα δὲ ἂν καὶ λωφήσειαν· ἱκανὰ γὰρ τοῖς τε πολεμίοις ηὐτύχηται, καὶ εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, ἀποχρώντως ἤδη τετιμωρήμεθα.» (Ζ.77.3). Το πολεμικό αμφιθέατρο στην περιοχή της Σικελίας μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μια σφαγή των Αθηναίων, καθώς κάποιοι σκοτώθηκαν διψασμένοι στον ποταμό Ασσίναρο από τους εχθρούς τους, άλλοι κατέληξαν αιχμάλωτοι σε λατομεία, ενώ όσοι κατάφεραν να διαφύγουν κατέληξαν σκλάβοι στην Κατάνη.
Υπό διαφορετικό πρίσμα ο Θουκυδίδης παρουσιάζει ανάγλυφα με αυτόν τον διάλογο τον επιθανάτιο ρόγχο ενός παλαιού κόσμου εμποτισμένου με τις παραδοσιακές αξίες -εκπρόσωποι των οποίων είναι οι Μήλιοι- και την ανάδυση των νέων σοφιστικών ιδεών γύρω από την ισχύ και το συμφέρον. Όθεν και τα «νεωτερικά» για την εποχή επιχειρήματα των Αθηναίων περί αισχρότητας: «οὐ γὰρ δὴ ἐπί γε τὴν ἐν τοῖς αἰσχροῖς καὶ προύπτοις κινδύνοις πλεῖστα διαφθείρουσαν ἀνθρώπους αἰσχύνην τρέψεσθε» (Ε.111.3). Οι Αθηναίοι αναποδογυρίζουν το σύστημα αξιών παρουσιάζοντας την καταστροφή ως άτιμη και την υποταγή ως κάτι ναι μεν κακό, μα πιο επικερδές. Όμως, για τον Έλληνα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, αισχρή ήταν η υποτέλεια και η εκδούλευση: «ἡμῖν γε τοῖς ἔτι ἐλευθέροις πολλὴ κακότης καὶ δειλία μὴ πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν» (Ε.100), θα πουν οι Μήλιοι. Σε αυτό το σημείο, θα ήταν χρήσιμο να δούμε τι σχολιάζει ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς στο έργο του Περί Θουκυδίδου σχετικά με την υπόθεση της Μήλου και το ύφος των Αθηναίων: «Αυτά είναι λόγια που θα ταίριαζαν να απευθύνουν βάρβαροι βασιλείς σε Έλληνες, και δεν έπρεπε ένας Αθηναίος να πει προς άλλους Έλληνες, τους οποίους είχαν ελευθερώσει από τους Πέρσες, ότι το δίκαιο είναι για ανθρώπους ίσους μεταξύ τους, ενώ η δύναμη εξασκείται από τους ισχυρούς εναντίον των αδύναμων». Πράγματι, διαβάζοντας κανείς το διάλογο με νηφάλιο πνεύμα και όχι παρασυρμένος από τη ρητορική δεινότητα των Αθηναίων, αντιλαμβάνεται ότι τα επιχειρήματά τους στρέφονται εναντία στην ίδια την ιστορία τους. Οι Αθηναίοι του 416 π.Χ θυμίζουν περισσότερο τον Πέρση Μονάρχη του 480 π.Χ παρά εκείνον τον λαό που απάντησε στις δελεαστικές προσφορές του Μαρδόνιου τα ακόλουθα λόγια: «Πως ο Μήδος έχει δύναμη πολλαπλάσια απ᾽ τη δική μας, αυτό το ξέρουμε κι από μόνοι μας και δεν υπάρχει λόγος να μας κατακρίνεις. Αλλά όμως η λαχτάρα της λευτεριάς μάς παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε μ᾽ όση δύναμη έχουμε. Κι ούτε εσύ να επιχειρήσεις να μας πείσεις κι ούτε εμείς θα πειστούμε να κάνουμε συνθήκες με τον βάρβαρο» (Ηρόδοτος, Ιστορίες, 8.143). Μπορεί άραγε να φανταστεί κανείς τους Αθηναίους να υποτάσσονται στην πανίσχυρη περσική αυτοκρατορία αμαχητί, ένεκα του δίκαιου του ισχυρότερου; Ή μήπως η ισχύς και η όρεξή τους για περισσότερες κατακτήσεις, τους τύφλωσαν τόσο πολύ ώστε να ξεχάσουν ότι οι άνθρωποι μπορούν να ζουν, να μάχονται και να πεθαίνουν για ανώτερα ιδανικά όπως η ελευθερία, ακόμα και αν όλες οι πιθανότητες είναι εναντίον τους; Άλλωστε, οι ίδιοι ένιωθαν έντονη έλξη για την ελευθερία και συνδέθηκε στενά με τη μοίρα της πόλης τους.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι άποψη είχε ο Θουκυδίδης για τις φρικαλεότητες του πολέμου, τις μαζικές εξοντώσεις και τις σφαγές αμάχων. Στην υπόθεση της Μήλου όλα όσα διατυπώνονται μένουν ασχολίαστα· παρομοίως, ο εξανδραποδισμός των γυναικόπαιδων και η βιολογική εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού δεν σχολιάζονται από τον Έλληνα ιστορικό. Αποτελούν άραγε αυτά ισχυρά τεκμήρια για να μας πείσουν ότι εγκολπώνεται τις στυγνές πρακτικές των Αθηναίων; Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως όχι. Στην παρόμοια υπόθεση της αποστασίας της Μυτιλήνης, αξιολογεί αρνητικά την αρχική απόφαση των Αθηναίων για ολική εξόντωση των Μυτιληναίων, χαρακτηρίζοντας το ως εγχείρημα ωμό και αλλόκοτο, όπως επίσης αξιολογεί αρνητικά και τον υπέρμαχο αυτής της θέσης, Κλέωνα. Επιπλέον, στο 7ο βιβλίο περιγράφει την καταστροφή μιας μικρής πόλης της Βοιωτίας, της Μυκαλυσσού. Κατά τη διάρκεια του Δεκελεικού πολέμου φτάνουν στην Αθήνα Θράκες μισθοφόροι, τους οποίους οι Αθηναίοι ελλείψει επαρκών πόρων, δεν μπορούσαν να συντηρούν. Αποφασίζουν να τους στείλουν πίσω μαζί με τον Αθηναίο Διειτρέφη, δίνοντάς τους εντολή να καταστρέφουν στο πέρασμά τους ό,τι αφορά τον εχθρό. Οι Θράκες μισθοφόροι, το ήθος των οποίων χαρακτηρίζει ο Θουκυδίδης ως βαρβαρικό, φτάνουν στη Μυκαλησσό, καταστρέφοντάς την ολοκληρωτικά. Βέβαια αυτό που προκαλεί τον αποτροπιασμό τόσο του αναγνώστη όσο και του συγγραφέα, είναι οι φρικιαστικές λεπτομέρειες της καταστροφής και πιο συγκεκριμένα η σφαγή απροστάτευτων παιδιών που μόλις είχαν μπει στο σχολείο τους: «καὶ τότε ἄλλη τε ταραχὴ οὐκ ὀλίγη καὶ ἰδέα πᾶσα καθειστήκει ὀλέθρου, καὶ ἐπιπεσόντες διδασκαλείῳ παίδων, ὅπερ μέγιστον ἦν αὐτόθι καὶ ἄρτι ἔτυχον οἱ παῖδες ἐσεληλυθότες, κατέκοψαν πάντας» (7.30.3). Μπορεί κανείς να εντοπίσει εδώ την εσωτερική ενότητα του έργου, όπου το άλλοτε σχολείο της Ελλάδος[1], η περίλαμπρη Αθήνα, βρίσκεται -έστω και έμμεσα- πίσω από την αποκρουστική σφαγή παιδιών που μόλις είχαν εισέλθει στο δικό τους σχολείο. Μπορεί, επίσης, να παρατηρήσει πώς ο πόλεμος, αυτός ο βίαιος διδάσκαλος, οδηγεί περιοδικά τον άνθρωπο στην αποθηρίωση. Ο Θουκυδίδης σε αυτό το περιστατικό, παρότι το γεωπολιτικό αποτύπωμά του ήταν ελάχιστο, δε μένει σιωπηλός, απεκδύεται τη ψυχρότητα που του αποδίδουν και σχολιάζει: «Αυτά συνέβησαν στη Μυκαλησσό, μια συμφορά που σε σχέση με το μέγεθος της πόλης δεν είναι από καμία άλλη σε τούτο τον πόλεμο λιγότερο άξια για θρήνους» (Η.29.5-30.3). Η Μυκαλησσός, λοιπόν, όπως και κάθε άλλη πόλη αξίζουν τον οδυρμό, τον θρήνο και τη λύπη μας για την τραγική τους μοίρα. Αν αυτό δεν συνιστά μια ηθική, αξιολογική κρίση, τότε τι θα μπορούσε να είναι;
Συγκεφαλαιώνοντας, οδηγούμαστε στα εξής ηθικά διδάγματα: η ισχύς από μόνη της δεν οδηγεί δικαιωματικά στην επιτυχία, συχνά μάλιστα τυφλώνει, αποπροσανατολίζει και φουσκώνει τις ελπίδες για τα πιο παράτολμα εγχειρήματα. Όπως είδαμε, η μοναδική προσωπικότητα που μπορούσε να χαλιναγωγήσει τον εκτροχιασμό των Αθηναίων ήταν ο Περικλής, όντας ικανός να μετριάζει τα συναισθήματα και να κατασιγάζει τα πάθη των συμπολιτών του: «θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι» (Β.59.3). Μπορεί επίσης ο Θουκυδίδης να μην σχολιάζει συγκεκριμένα τον Διάλογο της Μήλου και τις ιδέες που αναπτύσσονται εκεί, όμως μας είχε προσφέρει ήδη την αποτίμησή του για την πολιτική της Αθήνας μετά τον Περικλή στο Β.65, η οποία φυσικά λαμβάνει αρνητικό πρόσημο. Απεναντίας, η πολιτική του Περικλή αξιολογείται θετικά, προκρίνοντας τη συνετή, μετριοπαθή και οριοθετημένη πολιτική, μακριά από παροξυσμούς επέκτασης και αλαζονείας. Κλείνοντας, μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι τα συμπεράσματά μας ταιριάζουν στα λόγια του Ερμοκράτους, τον οποίο ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως «ἀνὴρ καὶ ἐς τἆλλα ξύνεσιν οὐδενὸς λειπόμενος»: «και αν κανείς πιστεύει ακράδαντα πώς είτε επιμένοντας στο δίκιο του είτε δια της βίας θα πετύχει κάτι, ας μη δυσανασχετεί εάν οι ελπίδες του διαψευστούν• ας έχει υπόψη του ότι πολλοί ως τώρα που προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση για κάποια αδικία που τους έγινε ή άλλοι που έτρεφαν ελπίδες πως θα άρπαζαν κάτι παραπάνω με τη δύναμη που διέθεταν όχι μόνο δεν εκδικήθηκαν αλλά καταστράφηκαν κιόλας, και οι άλλοι πάλι, αντί να αποκτήσουν περισσότερα, έχασαν και αυτά που είχαν. Γιατί η εκδίκηση κάποιου ο οποίος αδικήθηκε δεν έχει δικαιωματικά ευτυχή κατάληξη• ούτε η δύναμη είναι κάτι σίγουρο, απλώς επειδή γεννάει ελπίδες» (Δ. 62.4). Κοινώς, μετά τη Μήλο, πάντα θα ακολουθεί η Σικελία.
[1] Ας θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Περικλή στον Επιτάφιό του: «ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι» (Β.41).