«Ιππότης: Γιατί δεν μπορώ να σκοτώσω τον Θεό μέσα μου; Γιατί συνεχίζει να ζει μ’ αυτόν τον οδυνηρό και ταπεινωτικό τρόπο όσο κι αν Τον καταριέμαι και θέλω να Τον πετάξω από την καρδιά μου;»

“Η έβδομη σφραγίδα (1957)”

«Σχεδόν όλες οι αλλαγές για τις οποίες χρησιμοποιείται συμβατικά ο όρος εκκοσμίκευση πρέπει να συσχετιστούν με κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, στις οποίες η επιστημονική δραστηριότητα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καθοριστικός παράγοντας […]Η αντικατάσταση των πνευματικών αξιών από αξίες υλικές μάλλον οφείλεται περισσότερο στην ασφάλεια που προσέφερε η σύγχρονη ιατρική, στη γοητεία των αστικών ανέσεων και της οικονομικής ευημερίας, παρά σε οποιαδήποτε επιστημονική επιταγή».

John Hedley Βrooke

Ο περασμένος αιώνας υπήρξε ίσως ο αιώνας της μεγαλύτερης αποθρησκειοποίησης των δυτικών κοινωνιών και της διάδοσης προβλέψεων περί αναπόδραστης σύγκρουσης επιστημών και κάθε μορφής θρησκευτικότητας. Ήδη ο 19ος αιώνας σηματοδότησε μια τομή ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και την απιστία, καθώς όλο και περισσότεροι διανοούμενοι αμφισβητούσαν τα θρησκευτικά δόγματα, αλλά και την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Ο αγνωστικισμός, που ήταν άποψη του περιθωρίου και εκφραζόταν από τον Hume με αρκετές προσεκτικές επιφυλάξεις, στον 18ο αιώνα, έναν αιώνα μετά θα διακηρύττεται από τον Huxley με αυτοπεποίθηση. Για τον Huxley, είναι λάθος να αξιώνουμε βεβαιότητα για κάτι, εφόσον δεν διαθέτουμε εμπειρικά τεκμήρια για αυτό. Εκεί έγκειται, σύμφωνα με τον ίδιο, η σημασία του όρου «αγνωστικισμός», τον οποίο ο ίδιος καθιέρωσε στα 1869, επικαλούμενος ρητά τους Hume και Kant. Αντίστοιχα εκφραζόταν ο φυσιοδίφης και φίλος του, Κάρολος Δαρβίνος. Μάλιστα, ο Huxley έλεγε όχι μόνο πως είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού, αλλά ότι, ύστερα από είκοσι πέντε αιώνες μάταιης φιλοσοφικής διαπάλης, δεν γνωρίζουμε ούτε καν το αν υπάρχει γενικά αυτή η δυνατότητα γνώσης ή όχι. Ιδέες όπως αυτή ότι οι θρησκείες αποτελούν αυταπάτες, και ότι το κακό στον κόσμο είναι απόδειξη ότι αν υπήρχε Θεός, Αυτός θα είχε να δώσει λόγο για πολλά, φαίνονταν ίσως απειλητικές και ακραίες όταν τις διατύπωνε ο μαρκήσιος De Sade, στον 20ό αιώνα όμως έμοιαζαν σχεδόν τετριμμένες, όταν εκφέρονταν από έναν Freud ή έναν Bertrand Russell αντίστοιχα. Σήμερα, στις ΗΠΑ και στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όχι όμως στην Ελλάδα, η διάκριση κράτους και εκκλησίας είναι αδιαμφισβήτητη, και η σχέση των κρατών με τη χριστιανική παράδοση, κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη. Πάντως, το φιλοσοφικό αντίστοιχο στην έννοια της εκκοσμίκευσης, είναι η βεμπεριανή έννοια της «απομάγευσης» του κόσμου: πρόκειται για την ιδέα ότι δεν υφίστανται «μυστηριακές» δυνάμεις μέσα στον κόσμο και ότι άρα ο καθένας από εμάς μπορεί θεωρητικά να υποτάξει τις φυσικές δυνάμεις με τη χρήση τεχνικών γνώσεων και υπολογισμού. Ποια είναι όμως η πραγματική σημασία αυτών των εννοιών; Τι αντιπροσωπεύουν στην πράξη όσον αφορά στις κοινωνίες μας;  Ο Γάλλος κοινωνιολόγος και διδάκτωρ θρησκειολογίας, Jean-Paul Willaime (1947-..), είναι διευθυντής σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (EPHE), τιμητικό μέλος της Λεγεώνας της Τιμής, καθώς και συγγραφέας δεκαπέντε περίπου βιβλίων σχετικά με την εκκοσμίκευση, ιδιαίτερα της χριστιανικής θρησκείας στη Γαλλία. Ανατρέχοντας στο έργο του, μπορεί να βρει κανείς ορισμένες απαντήσεις, ή έστω ορισμένες βασικές κατευθύνσεις. Ας οριστεί όμως αρχικά η έννοια θρησκεία. Ο J. P. Willaime προτείνει τον ακόλουθο ορισμό: μια τακτική συμβολική επικοινωνία μέσω τελετουργιών και πίστεων που αναφέρεται σε ένα ιδρυτικό χάρισμα και γεννάει μια γραμμή καταγωγής. Ο Willaime μας λέει επίσης ότι η κοινωνιολογία γεννήθηκε βασικά ως επιστήμη από την προσπάθεια μερικών ανθρώπων να συλλάβουν, με συστηματικό και «αντικειμενικό» τρόπο, τις κοινωνικές μεταβολές που η Νεωτερικότητα (π.χ. καπιταλισμός, εκβιομηχάνιση, ατομικισμός) είχε επιφέρει. Ένα από τα κύρια ερωτήματα που έθεσε τέθηκαν από νωρίς, ήταν αυτό για το μέλλον τη θρησκείας στη Δύση, με τους «ιδρυτές» της κοινωνιολογίας (ιδιαίτερα τους Weber και Durkheim) να προτείνουν ειδικές αναλύσεις για το θρησκευτικό φαινόμενο.

Βέβαια, η «ορθολογική» κριτική στη θρησκευτικότητα, από στοχαστές όπως ο Freud, o Marx και ο Durkheim, συχνά συνδύαζε την επιστημονική έρευνα με τις ιδεολογικές και «ολικού» χαρακτήρα επιθυμίες κοινωνικής μεταρρύθμισης των θεωρητικών που τις διατύπωναν. Παράλληλα, εκτός από το έδαφος της γενικής κοινωνιολογίας, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η κοινωνιολογία των θρησκειών προωθήθηκε σημαντικά και από τις ίδιες τις χριστιανικές Εκκλησίες, μέλη των οποίων άλλωστε συνέβαλαν αρκετά και στη διαμόρφωση της ίδιας της γενικής κοινωνιολογίας, παρατηρεί. Με τη σειρά της, η κοινωνιολογική έρευνα των θρησκειών προέκυψε σε μιαν εποχή όπου οι θρησκείες είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν την «ολοποιητική» τους λειτουργία.  Πώς όμως συνέβη αυτή η κοινωνική διαδικασία, ευρύτερα γνωστή και ως εκκοσμίκευση, και τι ακριβώς την προκάλεσε; Αντίθετα με ότι συχνά νομίζεται, η εν λόγω διαδικασία δεν έλαβε χώρα απλώς ύστερα από τη θεμελίωση συγκεκριμένων επιστημονικών θέσεων. Τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά της Νεωτερικότητας που συνέβαλαν στη μείωση της κοινωνικής ισχύος των θρησκειών στη Δύση, σύμφωνα με τον Willaime, είναι τα παρακάτω έξι: η συστηματική αναστοχαστικότητα, η λειτουργική διαφοροποίηση, η παγκοσμιοποίηση, η εξατομίκευση, ο εξορθολογισμός, και τέλος, η πολυφωνία. Αν δεν παρερμηνεύουμε τον Willaime, η σύνδεση της επιστημονικής γνώσης (με την ευρύτερη έννοια, όχι τόσο με αναφορές σε συγκεκριμένα επιστημονικά προτάγματα) φαίνεται περισσότερο στον πρώτο και στον πέμπτο παράγοντα, ενώ στις υπόλοιπες είναι εντονότερη η εμπλοκή του νεωτερικού εθνικού κράτους, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά και του καπιταλισμού. Όλοι αυτοί οι παράγοντες διαπλέκονται, βέβαια, έμμεσα με την επιστημονική γνώση, ή ακριβέστερα, με τα αποτελέσματα που αυτή επιφέρει στην κοινωνία. Το σίγουρο είναι πως οι παραδοσιακές θρησκείες βιώνουν μια υποχώρηση των δυνάμεών τους, χάνοντας έδαφος από τα κράτη, τα οποία τις αναγνωρίζουν μεν ως θεσμούς, παράλληλα με άλλους (ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ η λειτουργική διαφοροποίηση και η πολυφωνία). Πάντως, οι κοινωνικές μεταβολές του ρόλου και των δομών της θρησκευτικότητας, διόλου δεν συνεπάγονται την αναπόδραστη παρακμή ή το τέλος της[1]. Αντίθετα, γύρω στη δεκαετία του 1980, προέκυψαν μερικές νέες μορφές θρησκευτικού ριζοσπαστισμού: πρόκειται για τον ρωμαιοκαθολικό ιντεγκρισμό, τον προτεσταντικό φονταμενταλισμό, τον «ακέραιο» ιουδαϊσμό, τα ισλαμιστικά κινήματα, καθώς και τη βουδιστική «ορθοδοξία».

Η Νεωτερικότητα είναι λοιπόν το «θέατρο» θρησκευτικών καινοτομιών με κατ’ εξοχήν νεωτερικές ιδιότητες. Όσον αφορά τον χριστιανικό ριζοσπαστισμό, οι δύο κύριες μορφές του έχουν την εξής βασική διαφορά: ενώ ο προτεσταντικός φονταμενταλισμός δεν αποτελείται από παραδοσιοκράτες που αρνούνται τη νεωτερική κοινωνία (αντίθετα, πολλάκις αποδέχονται τον πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό), αλλά από την αυστηρή επικέντρωση προς τα όσα λένε οι ιερές γραφές, ο ρωμαιοκαθολικός ιντεγκρισμός αποσκοπεί στην αποκατάσταση προνεωτερικών θεσμικών πρακτικών. Με λίγα λόγια, ο προτεσταντικός φονταμενταλισμός είναι όχι τόσο πολιτικός εξτρεμισμός, όσο αυστηρότητα στα δόγματα και στην ηθική συμπεριφορά. Από την άλλη, ο ακέραιος ιουδαϊσμός αποτελείται αφενός από τους «υπερορθοδόξους» (κηρύττουν έναν ακραιφνή ιουδαϊσμό και αρνούνται την εκκοσμίκευση και τις νεωτερικές πρακτικές συλλήβδην) και αφετέρου από τους θρησκευτικούς εθνικιστές. Ενώ λοιπόν στη δεκαετία του 1960 γινόταν πολύς λόγος για την «παρακμή» του θρησκευτικού, στα 1990 άρχισε να γίνεται λόγος για την «επιστροφή» του[2]. Δεν έλειψαν, μάλιστα, και κοινωνιολογικές αναλύσεις που έκαναν τότε λόγο για «απεκκοσμίκευση» (desecularization). Δεν είναι τυχαίο ότι τα τέλη του 20ού αιώνα, και ιδιαίτερα οι αρχές του 21ου, εμφάνισαν ένα νέο και δραστήριο αθεϊστικό κίνημα το οποίο, παρά την έλλειψη διανοητικής πρωτοτυπίας του, φανέρωσε μια αυξημένη επιθυμία διαλόγου με τις επιμέρους θρησκείες, κάτι που λίγες δεκαετίες πριν δεν θα εθεωρείτο καν απαραίτητο. Αλλά ας επιστρέψουμε στον Willaime. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως η κοινωνική «επαναφόρτιση» της θρησκευτικότητας δεν τερματίζει τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης, ιδιαίτερα δε την απώλεια της κοινωνικής ισχύος των θρησκευτικών θεσμών. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Willaime, οι διάφορες θρησκευτικές «αναβιώσεις» αποτελούν ανασυνθέσεις της θρησκείας μέσα στο περιθώριο των (σε γενικές γραμμές κοινωνικά κυρίαρχων) μορφών ορθολογικότητας.


[1] Μπορεί κανείς να συμβουλευτεί εδώ και το άρθρο του ιστορικού των επιστημών Peter Harrison, “Why religion is not going away and science will not destroy it”, στον παρακάτω σύνδεσμο: https://aeon.co/ideas/why-religion-is-not-going-away-and-science-will-not-destroy-it μεταφρασμένο στα ελληνικά, εδώ https://www.news247.gr/epistimi/i-epistimi-tha-katastrepsei-tin-thriskeia.9356956.html?fbclid=IwAR0JBmYuzJXPE9NLYh0RIYhzHnReQgCr-zHpGNPaAdTbKP44IOXfQ_2ROSk Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με έρευνα του 2005-2007, με 1.646 ακαδημαϊκούς ερευνητές από 21 κορυφαία πανεπιστήμια, τόσο σε φυσικές επιστήμες όσο και σε κοινωνικές, το μεγαλύτερο ποσοστό των άθρησκων επιστημόνων δεν κατέληξε εκεί ύστερα από την επιστημονική του ανάπτυξη, αλλά μάλλον προερχόταν εξαρχής από ένα μη θρησκευτικό περιβάλλον. Οι νεότεροι συγκέντρωναν περισσότερες πιθανότητες να είναι θρησκευόμενοι, ενώ ο κύριος παράγοντας να είναι κανείς θρησκευόμενος, είναι να έχει μεγαλώσει με θρησκευτική ανατροφή. Είναι βέβαια αλήθεια ότι στον επιστημονικό χώρο συναντάται λιγότερη θρησκευτικότητα σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (με περισσότερους από τους μισούς επιστήμονες να είναι χωρίς θρησκεία, ενώ το ποσοστό είναι μόνο 14% στον γενικό πληθυσμό), ωστόσο αυτό οφείλεται όχι στην απώλεια πίστης λόγω επιστήμης, αλλά στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που ανατράφηκαν σε μια θρησκευτικό περιβάλλον έχουν δυσανάλογα περισσότερες πιθανότητες να στραφούν στην επιστήμη.  http://www.buffalo.edu/news/releases/2007/06/8732.html Ωστόσο, το στερεότυπο του αθεϊστή επιστήμονα παραμένει ισχυρό, ιδιαίτερα ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν σθεναρά την αποθρησκειοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών.

[2] Πάνω σε αυτό το θέμα, ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευθεί και το παλιότερο κείμενό μας, εδώ https://www.respublica.gr/2021/05/post/kepel/