Απόσπασμα από το άρθρο, «Οι ρίζες της παθογένειας της σύγχρονης κοινωνίας: η συμβολή του Reinhart Koselleck» που περιέχεται στο 2ο τεύχος του περιοδικού ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή, το οποίο κυκλοφορεί μαζί με το 3ο τεύχος.
Ο Reinhart Koselleck (1923-2006) υπήρξε εκ των βασικών εισηγητών και θεμελιωτών του επιστημονικού κλάδου της Ιστορίας των Εννοιών (Begriffsgeschichte) και θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος ιστορικός της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο Koselleck θεωρεί τον 18ο αιώνα ως τον προθάλαμο της σημερινής εποχής. Αναζητά εκεί, στις απαρχές της σύγχρονης φιλοσοφίας της ιστορίας, την εμφάνιση της πολιτικής κρίσης, η οποία, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, άλλοτε με παροξύνσεις και άλλοτε με υφέσεις, καθορίζει τα μείζονα πολιτικά γεγονότα από το 1789 μέχρι τις μέρες του. Το βασικό θέμα του είναι η γένεση του Ουτοπισμού μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο λειτουργικό πλαίσιο, εκείνο του 18ου αιώνα. Για να το επιτύχει αυτό αποφεύγει να συγκρίνει περασμένες και σύγχρονες εκφράσεις της φιλοσοφίας της ιστορίας, να αξιολογήσει το περιεχόμενο των ουτοπικών στόχων τους ή να αναδείξει την ιδεολογική τους δομή. Αντίθετα, επικεντρώνεται με ζήλο στη μελέτη της πολιτικής κατάστασης της αστικής τάξης εντός του πλαισίου του Απολυταρχικού/Μοναρχικού Κράτους, μέσα από το οποίο ξεπήδησε και την κατανόηση της πολιτικής λειτουργίας που η αστική σκέψη και κύρια ο Διαφωτισμός, επιτέλεσε εντός και ενάντια αυτής της Απολυταρχίας. Ρητά αναφέρει στην εισαγωγή της εργασίας του ότι η ιστορική αυτή αναδρομή δεν στοχεύει στην αποτύπωση νομοτελειακών σχέσεων με το σήμερα, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν, δια της αντιστροφής, η αποδοχή μιας φιλοσοφικο-ιστορικής εκδοχής της προόδου σαν εκείνη που θεμελίωσε η αστική σκέψη τον 18ο αιώνα και η οποία είναι ακριβώς το αντικείμενο της μελέτης του. Αντίθετα, ο στόχος του είναι «απλούστερος»: να πάει τόσο πίσω όσο εκεί που μπορεί να θεμελιώσει την αξία της αστικής συνείδησης εντός του απολυταρχικού συστήματος εξουσίας.
Ο Koselleck ξεκαθαρίζει ότι η αστική ιντελιγκέντσια ξεπήδησε μέσα από τον ιδιωτικό εσωτερικό χώρο, στον οποίο η Απολυταρχία περιόρισε τα υποκείμενα – υπηκόους της. Κάθε βήμα προς το εξωτερικό αυτού του χώρου, ήταν ένα βήμα προς το φως. Ο Διαφωτισμός είναι το κίνημα ακριβώς αυτής της επέκτασης, η οποία συνεχώς μετακινεί «προς τα έξω» το όριο που είχε αρχικά τραβήξει το απολυταρχικό Κράτος μεταξύ πολιτικής λειτουργίας και εσωτερικής ατομικής ηθικής. Η γεωγραφική περιοχή στην οποία η, έχουσα επίγνωση της αυξανόμενης δύναμής της, αστική τάξη σπρώχνει πιο παραστατικά αυτό το όριο, είναι η Αγγλία. Πνευματικός πατέρας του αστικού Διαφωτισμού, κατά τον Koselleck, γίνεται από τα τέλη του 17ου αιώνα, ο Τζών Λόκ και κατονομάζει το βιβλίο που εκείνος ξεκίνησε να γράφει κατά την απολυταρχία των Στιούαρτ (1670) – Essay Concerning Human Understanding – ως το πρώτο βιβλίο «της Αγίας Γραφής της σύγχρονης μπουρζουαζίας». Ο Λόκ, εκτός από το «Θεϊκό Νόμο, ως μέτρου της αμαρτίας και του καθήκοντος» και τον «Πολιτικό Νόμο, ως μέτρου του εγκλήματος/ενοχής και της αθωότητας» (δηλαδή, τον κρατικό νόμο), εισάγει και ένα τρίτο νόμο: το «Φιλοσοφικό Νόμο, ως μέτρου της αρετής και της κακίας» ή όπως αλλιώς τον αποκαλεί, το «Νόμο της γνώμης και της υπόληψης». Ισότιμα με το θεϊκό/φυσικό νόμο και τον νόμο του Κράτους, ο Λόκ υψώνει το φιλοσοφικό νόμο, τον πρώτο καθαρόαιμο αστικό νόμο. Οι πολίτες μπορεί να μην έχουν καμιά εκτελεστική εξουσία, ώστε να παραμένουν ασφαλείς στην απολυταρχική επικράτεια, διατηρούν, όμως τη διανοητική δυνατότητα να προχωράνε σε ηθικές κρίσεις. Οι κρίσεις αυτές παραμένουν μυστικές και σε λανθάνουσα μορφή, όπως ήθελε ο Χόμπς, όμως φορέας τους δεν είναι πια το μεμονωμένο άτομο, αλλά η (αστική) κοινωνία που έχει αρχίσει να σχηματίζεται ως συλλογικός φορέας των ηθικών νόμων. Οι μυστικοί αυτοί αστικοί ηθικοί νόμοι παύουν να περιορίζονται στην ανθρώπινη συνείδηση μόνο αλλά επιζητούν να αποδίδουν αξία ή απαξία στις ανθρώπινες πράξεις. Αυτές που μέχρι τότε μόνο το Κράτος μπορούσε να κρίνει. Ο Φιλοσοφικός Νόμος, μάλιστα, παρ’ όλο που δεν διαθέτει την περιωπή του Θεϊκού ή τα μέσα καταναγκασμού του Κρατικού Νόμου, αποδεικνύεται ο ισχυρότερος όλων καθώς κανένας απολύτως άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από την απόδοση αξίας ή απαξίας για τις πράξεις του από μέρους των άλλων μελών της κοινωνίας. Οι ανθρώπινες πράξεις, πλέον, δεν υπάγονται μόνο στην εξουσία του Κράτους αλλά και στην ηθική εξουσία των πολιτών. Η ηθική δεν υποκαθίσταται πια από την πολιτική λειτουργία του απολυταρχικού Κράτους. Ο δρόμος για την αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στην κρίση των ανθρώπινων πραγμάτων άνοιξε. Η αστική ηθική μετατρέπεται σταδιακά σε δημόσια δύναμη, αν και κατ’ αρχάς αποκλειστικά διανοητική. Οι πολίτες, όμως, αναγκάζονται να προσαρμόζουν τις πράξεις τους όχι μόνο στην κρατική εξουσία αλλά και σε εκείνη της κοινής γνώμης. Το ποια από τις δύο εξουσίες εν τέλει παίρνει τις αποφάσεις, η ηθική των πολιτών ή η πολιτική του Κράτους, είναι το ερώτημα στο οποίο οι απαντήσεις θα πυροδοτήσουν την πολιτική κρίση που ξεσπά στα τέλη του 18ου αιώνα.