«Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε, πράγμα που συχνά ξεχνιέται, πως η Μεταρρύθμιση δεν σήμαινε τον περιορισμό του ελέγχου της Εκκλησίας πάνω στην καθημερινή ζωή, αλλά μάλλον την αντικατάσταση της προηγούμενης μορφής ελέγχου από μια καινούργια. Σήμαινε την αποκήρυξη ενός ελέγχου που ήταν χαλαρός, εκείνη την εποχή μάλιστα ελάχιστα αισθητός στην πράξη και σχεδόν μόνο τυπικός, για χάρη μιας ρύθμισης του συνόλου της συμπεριφοράς που, εισχωρώντας σε όλους τους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, ήταν αφάνταστα καταπιεστική κι επιβαλλόταν με μεγάλη σοβαρότητα».

Max Weber

Ιστορικά, η προτεσταντική Μεταρρύθμιση, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Max Weber στο παρόν παράθεμα, οδήγησε όχι σε χαλάρωση της εκκλησιαστικής εξουσίας, αλλά σε αντικατάσταση αυτής από μια καινούργια, αυστηρότερη και επεκτεινόμενη σε όλες τις πτυχές της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Αν η εξουσία του Ρωμαιοκαθολικισμού ήταν αμείλικτή προς τον αιρετικό αλλά επιεικής προς τον αμαρτωλό, η εξουσία π.χ. των καλβινιστών τον 16ο και 17ο αιώνα θα ήταν για μας η πιο αφόρητη μορφή εκκλησιαστικού ελέγχου που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, λέγεται χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ιδιαίτερα εμφατική διαπίστωση. Πρέπει, πάντως, να πούμε ότι υπήρξαν συνολικά τρεις «Μεταρρυθμίσεις», την ίδια περίπου εποχή, αλλά και σε διαφορετικούς τρόπους: στα γερμανικά κρατίδια ήταν ο Λούθηρος, στην Ελβετία ήταν οι Καλβίνος και Ζβίγγλιος, ενώ στην Αγγλία, με αφορμή ένα ζήτημα της προσωπικής του ζωής, ο ίδιος ο βασιλιάς Ερρίκος θα ορίσει τον εαυτό του ως κύριο της εκκλησίας, διαχωριζόμενος από την παπική εξουσία. Παρεμπιπτόντως, ο Λούθηρος δεν συντάχθηκε με τις άλλες δύο: αφενός αντιτέθηκε στην επίκληση του Ερρίκου για δικαίωμα σε νόμιμο διαζύγιο, αφετέρου διαφώνησε με τον Ζβίγγλιο, στη Συνάντηση του Μαρβούργου, σχετικά με το αν ο Χριστός είναι όντως σωματικά παρών στη θεία Ευχαριστία ή αν αυτή αποτελεί απλή «συμβολική» τελετουργία (όπως ο τελευταίος διατεινόταν). Όταν ο Ζβίγγλιος πέθανε, ο Λούθηρος θεώρησε τον θάνατό του σαν θεία δίκη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) υπήρξε αρχικά ένας ευλαβής Γερμανός Ρωμαιοκαθολικός, με ανώτατη μόρφωση και ανησυχίες. Ύστερα από ένα κομβικό περιστατικό, στο δάσος του Stottenheim (1505), όπου έφθασε κοντά στον θάνατο, ύστερα από κεραυνό που έπεσε δίπλα του, ο σχεδόν εικοσάχρονος τότε Λούθηρος ζήτησε τη βοήθεια της Αγίας Άννας, και υποσχέθηκε πως αν επιζήσει, θα υπηρετεί εφεξής στον Θεό, ως μοναχός, υπόσχεση που τήρησε πιστά, μπαίνοντας στο τάγμα των Αυγουστινιανών. Στη συνέχεια, έγινε ιερέας (1507) και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης (1512). Αυτή η περίοδος ήταν για τον ίδιο μάλλον ψυχικά επώδυνη, καθώς υπέφερε από βαθύτατους εσωτερικούς συγκλονισμούς, αναζητώντας εναγωνίως τον δρόμο της σωτηρίας του. Μια μέρα, γύρω στα 1513, καθώς βρισκόταν στο δωμάτιο του πύργου του μοναστηριού που διέμενε, και υπό την επιρροή του Αγίου Αυγουστίνου, ο Λούθηρος βρήκε στην Προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου ένα χωρίο που έκρινε ότι δείχνει τη μόνη οδό προς τη σωτηρία: «δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,17)[1]. Επρόκειτο για ό,τι έμεινε στη συνέχεια γνωστό ως το «βίωμα του πύργου» (Turmerlebnis). Το εν λόγω περιστατικό έπεισε οριστικά τον μοναχό Μαρτίνο Λούθηρο ότι, για την αιώνια σωτηρία του ανθρώπου, τα καλά έργα δεν αξίζουν τίποτα. Αυτό θα σταθεί το θεμέλιο της διδασκαλίας του, στο εξής. Λίγο αργότερα θα συνέβαιναν τα γεγονότα που άλλαξαν ουσιαστικά την ιστορία. Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία της εποχής, η μετάνοια, που προέκυπτε μέσω της εξομολόγησης του πιστού στον ιερέα, δεν επαρκούσε πάντοτε για τον πλήρη εξαγνισμό, αλλά ενίοτε απαιτούνταν και μια ειδική «τελετουργία» αποκάθαρσης, η οποία προέκυπτε με τη βοήθεια των αγίων. Οι τελευταίοι, επειδή διέθεταν κάποιο «πλεόνασμα» αρετών, μπορούσαν να βοηθήσουν τον πιστό προσφέροντάς του μέρος αυτών, ώστε να μεταβεί από το καθαρτήριο[2] στον παράδεισο. Αυτό ήταν θεολογικά ερειδόμενο στην ερμηνεία της παραβολής του άσπλαχνου οφειλέτη (Ματθ. 18,34). Η πρακτική αυτή προωθήθηκε σημαντικά από τον Πάπα Λέοντα Ι’, δευτερότοκο γιο του Λαυρεντίου των Μεδίκων, κυρίως για τη χρηματοδότηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, ένα κτίσμα που ξεκίνησε να εγείρεται το 1506 και δεν ολοκληρώθηκε παρά τουλάχιστον έναν αιώνα αργότερα. Για τον σκοπό αυτόν ανέλαβε ο καρδινάλιος Johan Tetzel, ως διορισμένος επίσκοπος όλων των γερμανικών κρατιδίων. Στον εν λόγω καρδινάλιο αποδίδεται μάλιστα και η ακόλουθη χαρακτηριστική φράση: «Σαν ο χρυσός μεσ’ την κάσα κυλήσει, η απελευθερωμένη ψυχή στον παράδεισο θα πηδήσει»[3]. Την 31η Οκτωβρίου 1517, που ως σήμερα θεωρείται η γενέθλια μέρα της Μεταρρύθμισης, ο Λούθηρος θυροκόλλησε στον ναό του Πύργου της Βιτεμβέργης τις, πασίγνωστες πια, ενενήντα πέντε Θέσεις του. Ανάμεσα σε αυτές διαβάζει κανείς τα παρακάτω:

«Όσοι πιστεύουν πως μπορούν να είναι βέβαιοι για τη σωτηρία τους επειδή αγόρασαν συγχωροχάρτια, θα είναι καταραμένοι αιώνια, μαζί με τους δασκάλους τους» (θέση 32).

«Οι Χριστιανοί πρέπει να διδαχθούν ότι τα παπικά συγχωροχάρτια είναι χρήσιμα μόνο αν δεν βασίζουν την πίστη τους σε αυτά, αλλά είναι πολύ επιβλαβή αν εξαιτίας τους οι Χριστιανοί χάσουν τον φόβο ενώπιο του Θεού» (θέση 49).

Σύμφωνα με τον Λούθηρο, ολόκληρη η ζωή του πιστού οφείλει να είναι μια ζωή μετάνοιας (θέση 1), όταν οι ιερείς βάζουν μεταθανάτιες ποινές για το καθαρτήριο, συμπεριφέρονται με κακία και άγνοια (θέση 10), και οι αποθνήσκοντες, μεταθανάτια ελευθερώνονται από όλες τις ποινές (θέση 13). Όσο ζουν, οι Χριστιανοί πρέπει να ακολουθούν τον Ιησού Χριστό μέσα από ποινές (θέση 94) και όχι με επίπλαστη ασφάλεια αλλά ύστερα από πολλές δοκιμασίες, θα είναι βέβαιοι για την είσοδός τους στον παράδεισο (θέση 95). Είναι σημαντικό ότι ο Λούθηρος αρχικά δεν απορρίπτει το καθαρτήριο, ούτε την παπική εξουσία, ενώ αναγνωρίζει στις επίγειες εκκλησιαστικές ποινές κάποια σχετική αξία. Η οριστική ρήξη του με τον παπισμό θα γίνει αργότερα, όταν ο πάπας τον καλεί σε μετάνοια και σ’ επίσημη αναίρεση των θέσεών του, κάτι που τελευταίος αρνείται σφοδρά, και μάλιστα στις 10 Δεκέμβρη 1520, καίει δημόσια την παπική βούλα, κόβοντας οριστικά τους δεσμούς του με τον Ρωμαιοκαθολικισμό, από τον οποίο και θα αφορισθεί. Γερμανοί ηγεμόνες, δυσαρεστημένοι από τις παπικές «εκτροπές» αλλά και από την υποχρέωση να συμβάλλουν οικονομικά στο χτίσιμο του Αγίου Πέτρου, συντάχθηκαν τότε με τον Λούθηρο, οργανώνοντας την απαγωγή και φυγάδευσή του. Το 1520, ο Λούθηρος συνέγραψε τα τρία θεμελιώδη, ίσως, δοκίμια της Μεταρρύθμισης: Προς τους χριστιανούς ευγενείς του γερμανικού έθνους, Η βαβυλώνια αιχμαλωσία της Εκκλησίας και το Περί της ελευθερίας του Χριστιανού, μέσα στο τρίτο από τα οποία θα επιχειρηματολογήσει συστηματικά υπέρ της άποψης ότι η πίστη, ούσα (ενν. στην Παλαιά Διαθήκη) η πρώτη η πρώτη εντολή, δηλαδή η πρώτη από τις Δέκα Εντολές, περιλαμβάνει εντός της και όλες τις υπόλοιπες εντολές και αρετές, επομένως όποιος πιστεύει στον Θεό, τις εκπληρώνει όλες μαζί. Όλες οι αρετές περιλαμβάνονται μέσα στην πίστη. Όποιος λοιπόν πιστεύει, εκπληρώνει την πρώτη εντολή, που όμως περιλαμβάνει και όλες τις άλλες. Όσα καλά ενάρετα έργα και αν πράξει κανείς, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει αληθινά δίκαιος αν δεν έχει στην καρδιά του το Άγιο Πνεύμα. Τα αγαθοποιά έργα είναι καθαυτά «νεκρά», ωστόσο ο πιστός δεν μπορεί παρά να τα πράττει, έχοντας όμως την εμπιστοσύνη του στον Χριστό και ποτέ στις δικές του, ατομικές, δυνατότητες για σωτηρία:

«Όταν, τώρα, ο άνθρωπος έχει μάθει κι αισθανθεί μέσω των εντολών την αδυναμία του, ώστε τώρα να φοβάται για το πώς θα αντεπεξέλθει στην εντολή (αφού η εντολή πρέπει να εκπληρωθεί, αλλιώς αυτός θα πρέπει να καταδικαστεί), τότε έχει ταπεινωθεί πραγματικά και έχει γίνει ένα μηδενικό μπροστά στα ίδια του τα μάτια· δεν βρίσκει μέσα του τίποτε διά του οποίου να μπορεί να γίνει δίκαιος. Τότε έρχεται ο άλλος Λόγος, η θεία επαγγελία και υπόσχεση, και λέει: “Αν θέλεις να εκπληρώνεις όλες τις εντολές, να ξεφορτωθείς τις κακές σου επιθυμίες και αμαρτίες, όπως υποχρεώνουν και ζητάνε οι εντολές, ιδού   πίστεψε στον Χριστό, στον οποίο εγώ σου υπόσχομαι όλη τη χάρη, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ελευθερία. Αν πιστέψεις, τα έχεις· αν δεν πιστέψεις, δεν τα έχεις. Γιατί αυτό που σου είναι αδύνατο να το κατορθώσεις με όλα τα έργα των εντολών, που είναι πολλές κι ωστόσο δεν μπορούν να σε ωφελήσουν σε τίποτα, θα σου γίνει εύκολο και γρήγορο διαμέσου της πίστης. Γιατί έβαλα συντομευμένα μέσα στην πίστη τα πάντα, έτσι ώστε όποιος την έχει να τα έχει όλα, και όποιος δεν την έχει να μην έχει τίποτα”».

Όλα αυτά όμως σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούν όλες τις επιμέρους πλευρές της λουθηρανικής θεολογίας. Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του παρόντος κειμένου, θα δούμε το πώς η τελευταία προσέγγισε το ζήτημα της κοσμικής εξουσίας, καθώς και την επιρροή της, κατά την ιστορική εκδίπλωση των Νεώτερων Χρόνων.


[1] Σημειώνεται εδώ ότι από την Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδεται συχνά στον Λούθηρο η θεολογική μομφή ότι απολυτοποίησε τη σημασία της πίστης, προσθέτοντας αυθαίρετα στο εν λόγω χωρίο τη λέξη “sola”, έτσι ώστε το «ἐκ πίστεως» να μετατραπεί σε «ἐκ μόνης της πίστεως», διαστρεβλώνοντας ριζικά το αυθεντικό νόημά του.

[2] Καθαρτήριο πυρ: ενδιάμεσος τόπος βασανισμού, όπου αποκαθαίρονταν όσες ψυχές δεν ήταν τόσο αγαθές ή τόσο κακές για τον παράδεισο και την κόλαση, αντίστοιχα.

[3] Η πρωτότυπη φράση έχει ως εξής: “Sobald das Geld im Kasten klingt, die Seele in den Himmel springt”.