Γράφουν οι: Σοφία Ζήση και Γιώργος Κουτσαντώνης
Επαναλαμβάνεται, για άλλη μια χρονιά, η ίδια ανούσια και ατελέσφορη συζήτηση σχετικά με την μεταφορά του Αγίου Φωτός από την Ιερουσαλήμ, με ιδιαίτερη μνεία να γίνεται στην μετά μανίας αμφισβήτηση της θαυματουργικής υπόστασης του γεγονότος της Αφής. Οι σκωπτικές και υποτιμητικές δηλώσεις ορισμένων κύκλων δίνουν και παίρνουν, προκειμένου να πείσουν για το αληθοφανές του ορθολογικού επιχειρήματός τους, το οποίο όποιος δεν προσυπογράφει, πάσχει σίγουρα από βαριά μορφή πολιτισμικής ή/και ψυχολογικής υστέρησης. Το γεγονός πως η μεταφορά εκτελείται αεροπορικώς, με τιμές αρχηγού κράτους, και με την συνοδεία ιερέων εν πλήρει εξαρτύσει, προκαλεί το αντικληρικαλιστικό αίσθημα των ιδίων, αλλά και ορισμένων ιδεολογικά φιλελεύθερων. Αναφερόμαστε σε φιλελεύθερους που μπορεί να μην έχουν αντίρρηση όσον αφορά την προσωπική πίστη στα σχετικά με το θαύμα της Αφής – η πίστη γι’ αυτούς είναι άλλωστε ατομικό δικαίωμα, και ως τέτοιο είναι ιερό – αλλά διαφωνούν σφόδρα με το οικονομικό σκέλος του ζητήματος, δηλαδή με το γεγονός ότι το κόστος της όλης αποστολής επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο, χωρίς να γίνεται επαρκής συζήτηση για το κατά πόσο η μεταφορά γίνεται ενίοτε και από ιδιώτες. Βέβαια, η ανησυχία για τα οικονομικά του κράτους είναι καθαρή υποκρισία. Είναι η ανάλογη υποκρισία του Ιούδα που σκανδαλίστηκε από το μύρο με το οποίο έπλυνε η Μαρία η Μαγδαληνή τα πόδια του Ιησού, γιατί ήταν ακριβό και αν το πουλούσαν θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους φτωχούς. Ο Ιούδας σκεφτόταν έτσι, λέει ο ευαγγελιστής, γιατί πριν γίνει μαθητής του Χριστού ήταν κλέφτης και έτσι ήταν μαθημένος να τα μετράει όλα, με χρηματικό αντίτιμο. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι πίσω από το υποτιθέμενο ενδιαφέρον για τα κοινά, συχνά κρύβεται υποκρισία και φιλοχρηματία.
Οφείλουμε επίσης, να ξεκαθαρίσουμε ότι καθόλου δεν ενδιαφέρει αν η εκ του μηδενός Αφή του Αγίου Φωτός είναι ή δεν είναι χειροπιαστό γεγονός. Η επίκληση στη λογικοφάνεια δεν προσφέρει καμία απάντηση. Αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι δύο πράγματα:
α) πως ο Έλλην προκαθήμενος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων είναι ο μόνος που διατηρεί το προνόμιο να μπορεί να μπει στο Ιερό Κουβούκλιο του Πανάγιου Τάφου για να τελέσει την Αφή του Αγίου Φωτός, ενώ τα αλαλάζοντα και εκστατικά πλήθη των Χριστιανών των υπολοίπων δογμάτων περιμένουν με αγωνία και ευλάβεια απ’ έξω για να το παραλάβουν. Κάτι τέτοιο αποτελεί εμφατική δήλωση του μακραίωνου πολιτιστικού εκτοπίσματος του ελληνισμού, που συνεχίζει να ηγείται των περισσότερων Ορθόδοξων Πατριαρχείων, διατηρώντας το κύρος του και την διπλωματική ή ήπια ισχύ του, και
β) ότι η πίστη στην δύναμη και στην αλήθεια του υπερφυσικού και του θαύματος, αποτελεί μείζονα συγκολλητική συνθήκη του πολιτισμού μας, την οποία έχει ανάγκη για να συνεχίσει να υπάρχει στο διηνεκές.
Η συναισθηματική και βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για την σύνδεση με το μεταφυσικό και το επέκεινα, είναι τόσο πραγματική, όσο και ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και δεν μπορεί να περιοριστεί, πόσο μάλλον να εξαλειφθεί. Μπορεί να ζούμε την εποχή της θεοποίησης του ορθολογικού και του κοινωνικού, αλλά και την υπερτροφική ανάπτυξη του υποκειμενικού στοιχείου, όμως η κοινή λογική αντιλαμβάνεται την απομάκρυνση από το μεταφυσικό, ως μετατόπιση της φυσικής τάξης, που εν τέλει διαταράσσει την ανθρώπινη δομή. Άλλωστε, η κυκλική επανάληψη λατρευτικών πράξεων, η τελετουργία δηλαδή, είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό των θρησκειών, πιο ουσιώδες από τις πράξεις αυτές καθαυτές. Αυτές οι πράξεις απομονωμένες χάνουν το νόημά τους, έτσι κι αλλιώς, και είναι μάταιο να εξετάζονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να διαπιστωθεί η υποτιθέμενη αξία τους. Κι αυτό ισχύει για όλες τις πτυχές του πολιτισμού: ποια αξία θα είχαν λ.χ. οι εκλογές αν δεν επαναλαμβάνονταν, με τελετουργικό τρόπο, και σε τακτά χρονικά διαστήματα; Ο άνθρωπος είναι φύσει ζώο τελετουργικό, έλεγε ο Βίτγκενσταϊν κι ας ήταν άθεος.
Όσο τα παραπάνω δεν θα γίνονται κατανοητά από μια μειοψηφία – που εδώ και δεκαετίες φωνασκεί από τα παρδαλά ΜΜΕ της, αλλά ευτυχώς δεν εισακούεται από τους πιστούς, τους οποίους λοιδορεί – τόσο η πλειοψηφία θα δίνει στην ανόητη ερώτηση, «Για πόσο ακόμα θα πληρώνουμε το Άγιο Φως;», την αρμόζουσα απάντηση: Σίγουρα θα το πληρώνουμε και θα το τιμούμε για πάντα! Οι ίδιοι, της εν λόγω μειοψηφίας, να είναι επίσης σίγουροι ότι όπως κι αν πιστεύουν ότι μπορούν να «αυτοπροσδιορίζονται», ως κάτι άλλο από αυτό που όντως είναι, παραμένουν Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, όπως γεννήθηκαν και βαφτίστηκαν, και όπως τους βλέπει όλος ο υπόλοιπος κόσμος, διεθνώς, εκτός από τους ίδιους. Όπως δεν μπορούν να «επιλέξουν» το φύλο τους, τη φυλή τους και τον βιολογικό τους φαινότυπο, έτσι δεν μπορούν να καταρρακώσουν και την ταυτοτική τους συνείδηση. Όταν η συνείδηση της ταυτότητας σπρώχνεται από τη επιθυμία σε λανθασμένες επιλογές, τότε ο άνθρωπος αποκηρύσσει εαυτόν και τότε αρχίζει η υποκατάσταση του πραγματικού με το πλασματικό, του γνήσιου με το κάλπικο – αρχίζει δηλαδή η αποξένωση που ενίοτε μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε πολύ προβληματικές στάσεις ζωής.
Σχετικά με τις αστείες κατηγορίες περί «φονταμενταλισμού» και «θεοκρατίας», που εκτοξεύουν όσοι ενοχλούνται από τις εικόνες των ορθόδοξων ιερέων που συμμετέχουν στις θρησκευτικές τελετές, καλό θα είναι, να δουν και να αντιμετωπίσουν, επιτέλους, ίσως με την βοήθεια ψυχολόγου, αυτό το αίσθημα ντροπής, αυτή τη βαθιά ενοχή που τους κεντρίζει και τους διακατέχει στη θέα των συμβόλων του πολιτισμού που τους εξέθρεψε και που τους περιέχει, ώστε να αρχίσουν σιγά σιγά να αποδέχονται το γεγονός ότι ανήκουν σε αυτόν ακριβώς τον πολιτισμό. Επίσης, πρέπει να ξεκαθαρίσουν και να κατανοήσουν το περιεχόμενο των όρων, οι οποίοι δεν είναι παιχνίδια για την έκφραση πεποιθήσεων και εμμονών. Πράγματι, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός εκφράζεται με μια προσκόλληση στην κυριολεκτική ερμηνεία των ιερών κειμένων, όπως χαρακτηριστικά κάνουν ορισμένα παρακλάδια του Προτεσταντικού Χριστιανισμού, που μιλούν για «δημιουργισμό» και «ευφυή σχεδιασμό», πιστεύοντας πως η Βίβλος κυριολεκτεί όταν αναφέρεται στην δημιουργία του κόσμου σε έξι ημέρες – κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ στην ελληνική ορθοδοξία. Θεοκρατικό καθεστώς είναι εκείνο στο οποίο το Κράτος διοικείται στην ολότητά του και σε όλους του τους θεσμούς, από θρησκευτικούς ηγέτες, οι νόμοι του προκύπτουν απευθείας από θρησκευτικά κείμενα, οι κοσμικές ελευθερίες είναι πολύ περιορισμένες ή ανύπαρκτες, ενώ το Κράτος και η θρησκεία δεν έχουν απλώς μια συνάλληλη ή παράλληλη σχέση, αλλά ταυτίζονται απολύτως, με τους πολιτικούς ηγέτες να είναι ταυτόχρονα και θρησκευτικοί ηγέτες. Αν τα παραπάνω δεν ηχούν ξένα στα αυτιά των επικριτών, τότε τους πληροφορούμε πως έχουν χάσει την ικανότητά τους για διάκριση, και την επαφή τους με την πραγματικότητα.
Είναι λοιπόν σαφές ότι δεν υπάρχουν, και ιστορικά δεν υπήρξαν ποτέ θεοκρατικά φονταμενταλιστικά καθεστώτα ή στοιχεία τους, στα ελληνικά πολιτειακά συστήματα, και πως ό,τι γνωρίζουμε, από την αρχαία και την Βυζαντινή γραμματεία, συνηγορεί υπέρ αυτού. Ο πολιτισμός μας αντιστάθηκε σθεναρά, και με τίμημα αίματος, στις εξ ανατολών δυνάμεις που επιδίωξαν με κάθε τρόπο την αποπροσωποποίηση της χριστιανικής θρησκείας και την συγχώνευσή της με το αναδυόμενο τότε Ισλάμ. Οι μεγάλες διαμάχες, κατά την εποχή των θρησκευτικών αιρέσεων, δεν ήταν ανούσιοι ή παράλογοι διαπληκτισμοί μεταξύ αλλοπαρμένων ρασοφόρων που τσακώνονταν για το αν τα ξύλα των εικόνων έχουν ψυχή, αν δακρύζουν ή αν είναι θαυματουργά. Ήταν οι σημαντικότεροι πολιτισμικοί αγώνες της εποχής, βαθύτατα πνευματικοί και ιδεολογικοί, που αφορούσαν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση: έχει πρόσωπο ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε, ή όχι, και ως εκ τούτου απαγορεύεται ρητά η απεικόνισή του, και στην θέση του επιτρέπεται να βλέπουμε μόνο γεωμετρικά σχέδια και απεικονίσεις της φύσης; Και βαθύτερα ακόμα: μπορεί ο άνθρωπος να έχει άμεση επαφή και προσωπική σχέση με τον Θεό, άρα και να αποκτήσει αξία προσώπου ενώπιον του Θεού; Ο Χριστιανισμός, και πολύ περισσότερο η Ορθοδοξία, απαντά πως μπορεί, και δίνει στο ανθρώπινο π ρ ό σ ω π ο την θέση που του αξίζει, που δεν είναι αυτή του υποτακτικού σε έναν απόμακρο και απρόσωπο Θεό-τιμωρό, αλλά η συνάλληλη σχέση αγάπης με έναν Θεό-Πατέρα. Μακράν αυτού του ανθρωποκεντρικού παραδείγματος κείται ο όποιος θεοκρατικός φονταμενταλισμός, στον οποίο ορισμένοι θέλουν να φαντασιώνονται πως ζούμε στην Ελλάδα.
Και αν, τέλος, οι ίδιοι «διαφωτισμένοι» θεωρούν πως είναι δόκιμο ή εφικτό να εξαλείψουν πλήρως ένα από τα ζωτικότερα αρχέτυπα του ανθρώπινου ψυχισμού, αυτό της τελετουργικής, θρησκευτικής ένταξης στην φυλή, στην ομάδα ή στο κοινωνικό σύνολο, μπορούν να ρίξουν μια ματιά σε καθεστώτα, όπως τα κομμουνιστικά, που προσπάθησαν να αντικαταστήσουν πανάρχαια ή και νεότερα θρησκευτικά τελετουργικά με σύγχρονα κακέκτυπά τους. Το θλιβερό και ντροπιαστικό αποτέλεσμα, αυτής της προσπάθειας, είναι γνωστό και ιστορικά καταγεγραμμένο: τα καθεστώτα αυτά έχουν απονομιμοποιηθεί από τους λαούς που τα υπέστησαν/βίωσαν, και ευτυχώς στον δυτικό κόσμο δεν υπάρχουν πια, σε αντίθεση με την Ορθοδοξία, που παραμένει μια ζωντανή ελπίδα για τον σύγχρονο κόσμο (βλ. Στην Ορθοδοξία βρίσκεται το μέλλον του Χριστιανισμού).