«Στο μέλλον ο πόλεμος δεν θα διεξάγεται από στρατούς, αλλά από ομάδες τις οποίες σήμερα αποκαλούμε τρομοκράτες, αντάρτες, κλέφτες και ληστές, αλλά που είναι βέβαιο ότι θα βρουν πιο νομότυπους τίτλους για να περιγράψουν τους εαυτούς τους. Οι οργανώσεις αυτές είναι πιθανόν να εμπνέονται περισσότερο από φανατικές, βασισμένες σε ιδεολογίες πεποιθήσεις και λιγότερο από “επαγγελματισμό”. Θα υπόκεινται μεν σαφώς σε κάποιο είδος ηγεσίας που θα διαθέτει την εξουσία να επιβάλλει τη θέλησή της, αλλά η ηγεσία αυτή δύσκολα θα διακρίνεται από την οργάνωση στο σύνολό της θα μοιάζουν δηλαδή περισσότερο με τον “Γέρο του Βουνού” παρά με θεσμικές κυβερνήσεις, όπως ο σύγχρονος κόσμος αντιλαμβάνεται τον όρο αυτό».
Martin van Creveld
«Ένα πρώτο βλέμμα στη γεωγραφική κατανομή και στην πυκνότητα κατανομής των πολέμων, στο τέλος του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, μας καταδεικνύει λοιπόν, ότι εκεί όπου έλαβε χώρα η διαμόρφωση ενός σταθερού κράτους, όπως στη Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ανεπτύχθησαν ζώνες διαρκούς ειρήνης, ενώ κυρίως στις περιοχές κατάρρευσης των μεγάλων αυτοκρατοριών ο πόλεμος έγινε ενδημικός».
Herfried Münkler
Πώς θα μοιάζει ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος; Τι περαιτέρω μας επιφυλάσσει ο εικοστός πρώτος αιώνας; Άραγε θα πραγματοποιηθούν τα φιλελεύθερα ιδεώδη διεθνώς, ή μήπως ζούμε τα «προεόρτια» ενός νέου κύκλου συγκρούσεων και αιματοχυσιών; Ακόμη και για τους πιο εξειδικευμένους ερευνητές, η εξωτερική πολιτική παραμένει ένα ιδιαίτερα αινιγματικό πεδίο. Διάφοροι αναλυτές έχουν αποπειραθεί να προβλέψουν το πώς θα εξελιχθούν τα διεθνή πράγματα στο προσεχές μέλλον: ο Francis Fukuyama και ο Samuel Huntington είναι ίσως οι πιο γνωστοί, λόγω των προκλητικών (και ενοχλητικών σε πολλούς) θεωριών τους. Παρά τις διαφορές τους, αμφότεροι προέβαλαν ως ιδανικό την εδραίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπό αμερικανική ηγεσία.
Σε αυτό το κλίμα κινείται και ο Αμερικανός δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής Robert D. Kaplan, το πολύκροτο άρθρο του οποίου με τον τίτλο «Η επερχόμενη αναρχία» (The coming anarchy, 1994) υπήρξε η τρίτη ευρέως γνωστή θεωρητική πρόβλεψη. Συγκεκριμένα, το άρθρο υποστήριζε ότι η μεγαλύτερη πρόκληση στον 21ο αιώνα δεν θα είναι άλλη από τη διάχυτη έλλειψη τάξης εν γένει. Το σπουδαιότερο διακύβευμα στην παγκόσμια πολιτική του 21ου αιώνα δεν είναι άλλο από την εδραίωση και τη διατήρηση της τάξης. Ας δούμε όμως την αφετηρία της συλλογιστικής του, την οποία προχώρησε περαιτέρω συγγράφοντας περισσότερα του ενός βιβλία. Σύμφωνα με τον Robert Kaplan, που αρχικά υποστήριξε δημόσια την εισβολή στο Ιράκ, ο πιο βέβαιος τρόπος της εδραίωσης και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, είναι η διατήρηση και η αύξηση της αμερικανικής ισχύος. Από αυτό το θεμέλιο εκφέρονται όλες οι παρακάτω σκέψεις. Όσο δεν υπάρχει ένας Λεβιάθαν να ελέγχει τις χώρες του κόσμου, οι αγώνες για την εξουσία δεν θα πάψουν να καθορίζουν τη διεθνή πολιτική και η παγκόσμια κοινωνία των πολιτών θα παραμένει κάτι μακρινό. Με τα λόγια του ίδιου:
«Δυστυχώς, η ανταμοιβή για τη νίκη μας στον Ψυχρό Πόλεμο δεν είναι απλώς η ευκαιρία επέκτασης του ΝΑΤΟ ή η διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών σε περιοχές που ποτέ δεν τις είχαν, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο: εμείς και μόνο εμείς θα συντάξουμε τους όρους της διεθνούς κοινωνίας».
Ως πολιτικά νεοσυντηρητικός, ο έμπειρος και πολυταξιδεμένος δημοσιογράφος, το έργο του οποίου εγκωμίασε ο Kissinger, θέτει στο επίκεντρο το ακόλουθο ερώτημα: πώς μπορεί η αμερικανική υπερδύναμη να ηγηθεί και να εξασφαλίσει την τάξη μέσα στον «άναρχο» και χαοτικό κόσμο του 21ου αιώνα; Η πληθυσμιακή αύξηση, η αστικοποίηση και οι οικολογικές πιέσεις μέλλουν να απειλήσουν σημαντικά τη διεθνή τάξη. Αν σήμερα μιλούμε για δημοκρατία και δικαιώματα με τόση ευκολία, αυτό συμβαίνει εν μέρει και επειδή έχουμε την οικονομική άνεση να το κάνουμε. Τα πράγματα θα ήταν σαφώς διαφορετικά, σε περίπτωση που κλιμακωθεί αρκετά η διαμάχη για τους φυσικούς πόρους:
«Ανόητοι δικτάτορες, όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν, οι οποίοι διεξάγουν συμβατικούς πολέμους εναντίον μας είναι ιστορικά σπάνιοι: πιθανότερη είναι μια χημική και βιολογική εκδοχή του Περλ Χάρμπορ».
Όσο περισσότερο «εκμοντερνιζόμαστε», τότε πιο πιθανό είναι να «επαναστατήσουν» τα ένστικτά μας. Ο εικοστός αιώνας μας έδειξε παραστατικά ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην επιτάχυνση της τεχνολογικής προόδου, και στη βαρβαρότητα:
«Η σημερινή εποχή θυμίζει περισσότερο το τέλος της βικτωριανής Εποχής, όταν οι άνθρωποι έπρεπε να αντιμετωπίσουν δυσάρεστους μικρούς πολέμους σε άναρχες γωνιές του πλανήτη, όπως το Σουδάν».
Η βασική θεωρητική αρχή της σχολής του Ρεαλισμού στις Διεθνείς Σχέσεις, μας λέει χαρακτηριστικά, είναι αυτή που ορίζει ότι οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη (εξωτερική πολιτική) διέπονται από διαφορετικές ηθικές αρχές σε σχέση με την εσωτερική πολιτική. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως οι διεθνείς σχέσεις είναι «αμοραλιστικές», δηλαδή στερούνται ηθικής, αλλά μονάχα πως η ηθική που τις διέπει πρέπει να επικεντρώνεται περισσότερο στην επίτευξη ωφέλιμων αποτελεσμάτων, παρά στη διατήρηση αγαθών δεσμευτικών αρχών και προθέσεων (στην πολιτική μετρούν περισσότερο οι συνέπειες, γι’ αυτό απαραίτητη είναι η ηθική της ευθύνης, όπως έλεγε και ο Max Weber). Αν το Ολοκαύτωμα εγκαινίασε την εδραίωση μιας σειράς βασικών διεθνών ηθικών επιταγών, ο εικοστός πρώτος αιώνας, κατά κάποιον τρόπο «μακιαβελικός»: απαιτεί ένα «παγανιστικό» ήθος στα μέσα που μεταχειρίζεται, αλλά συνάμα «ιουδαιοχριστιανικό» (δηλαδή καντιανό, σε αντίστοιχους κοσμικούς όρους) ως προς τους σκοπούς που προτάσσει.
«Ο ρεαλισμός ταιριάζει στον 21ο αιώνα, σε ένα χομπσιανό κόσμο όπου δεν υπάρχει κάποιος παγκόσμιος Λεβιάθαν που να μονοπωλεί τη χρήση της βίας για να τιμωρήσει την Αδικία. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο, μπορούν να τιμωρούν την Αδικία μονάχα περιστασιακά, διαφορετικά θα εξαντλούνταν μονίμως σε διαπραγματεύσεις με τοπικές ηγεμονίες όπως η Κίνα, και θα εμπλέκονταν μονίμως σε μικρούς πολέμους, και κατά συνέπεια η δύναμή τους θα μειωνόταν».
Ιστορικά, οι δημοκρατίες όχι μονάχα δεν είναι αναγκαστικά ειρηνόφιλες, αλλά έχουν αποδειχθεί εξίσου επιρρεπείς στον πόλεμο με τα υπόλοιπα πολιτικά καθεστώτα[1]. Τα πρότυπα που προκρίνει ο Kaplan γενικά, είναι ο Churchill (υπόδειγμα του Kaplan είναι το βιβλίο του με τίτλο Ο Πόλεμος του ποταμού, στο οποίο ο Churchill αφηγείται τις εμπειρίες του από τον πόλεμο στην Αφρική, αντλώντας διδάγματα), ο Machiavelli (οι ιδέες του οποίου επηρέασαν τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, επισημαίνει), ο Sun Tzu, ο Θουκυδίδης, καθώς και ο Raymond Aron. Όλοι προτιμούσαν ως ηθική στάση την επικέντρωση στα ωφέλιμα αποτελέσματα, παρά την απλή υιοθέτηση «αγαθών προθέσεων». Ο Kaplan συμπληρώνει πως υπάρχει ακόμη ένας λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να στηρίζεται κανείς στην ηθική των προθέσεων, είναι ο ελλοχεύων κίνδυνος φανατισμού. Πράγματι, ο κόσμος έχει μακρά ιστορία θρησκευτικού φανατισμού (σήμερα, μάλιστα, αναδύονται και πολιτικά φανατικές λατρείες όπως το ακραίο Ισλάμ και ο μαχητικός Ινδουισμός) και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί εντελώς το γεγονός ότι η πρόοδος στην πολιτική κατέστη ιστορικά εφικτή όταν μεταβήκαμε από την έμφαση στη θρησκευτική αρετή, στο επίγειο ατομικό συμφέρον:
«Πράγματι, η αποδοχή ενός κόσμου που κυβερνάται από την παγανιστική ιδέα του προσωπικού συμφέροντος όπως αυτή αναλύεται από τον Θουκυδίδη, προσφέρει στην πολιτική ηγεσία περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας: μειώνει τις ψευδαισθήσεις, περιορίζοντας το πεδίο των λανθασμένων εκτιμήσεων».
Παρότι γενικά η αρετή είναι κάτι καλό, η εξαιρετική αρετή ενδέχεται να είναι κάποτε επικίνδυνη. Σε μια εποχή συνεχών κρίσεων, η εγρήγορση και η προνοητικότητα (“anxious foresight”) πρέπει να είναι το επίκεντρο κάθε συνετής πολιτικής. Ωστόσο, οι παγανιστικές αρετές δεν επαρκούν. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να συνεχίσουν να εμπνέουν, αυτό σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, ότι πρέπει να διατηρούν τα βασικά ιδανικά τους. Υιοθετώντας την παραδοσιακή χομπσιανή ανάλυση, ο Kaplan διατείνεται πως η τάξη πρέπει πάντοτε να προηγείται της δημοκρατίας σε ένα κράτος, διότι το κράτος στην αρχική του μορφή δεν μπορεί να αναδυθεί παρά μονάχα μέσα από τη φυσική κατάσταση, η οποία είναι βίαιη και κτηνώδης.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η κατάσταση στη Σιέρρα Λεόνε, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μετά την αποχώρηση των Νοτιοαφρικανών και στη συνέχεια των Βρετανών μισθοφόρων, με ερασιτεχνικούς στρατούς ναρκομανών εφήβων να καταστρέφουν τα πάντα. Σε μια τέτοια κατάσταση, η συγκρότηση φιλοσοφικών θεωριών περί δικαίου πολέμου δεν θα έχει πραγματικό αντίκτυπο εκτός του χώρου των θεωρητικών που τις διαμορφώνουν, διότι δεν υπάρχει η εγγύηση της ισχύος ότι θα επιβληθεί στην πράξη. Ιστορικά, μόλις κατά τον 19ο αιώνα αναδύθηκε ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και τη στρατιωτική διοίκηση, όταν οι ευρωπαϊκοί στρατοί έγιναν επαγγελματικοί. Τώρα, βλέπουμε σταδιακά την ανάμειξη αυτών των δύο, λόγω της ανάπτυξης πολεμικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας, τα οποία θέτουν τους στρατιωτικούς στο έλεος των πολιτικών, όπως και το αντίστροφο. Στον αιώνα μας βασιλεύει ένας «ήπιος φεουδαρχισμός» και ένας κόσμος χωρίς Λεβιάθαν είναι ένας κόσμος όπου ο ηγέτης μιας συμμαχίας θα πρέπει να παίζει, κατά κάποιον τρόπο, τον ρόλο ενός βάρβαρου αρχηγού.
Στον εικοστό πρώτο αιώνα, λοιπόν, ο πόλεμος θα είναι όλο και περισσότερο αντισυμβατικός και ακήρυχτος, διεξαγόμενος περισσότερο στο εσωτερικό των κρατών παρά ανάμεσά τους, ενώ τα όρια ανάμεσα σε αυτόν και στην ειρήνη θα είναι συχνά ασαφή[2]. Σε ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο, τα πλήγματα μεγάλης ακριβείας και συνάμα ο παλιός στρατιώτης τείνει να αντικαθίσταται από τον «μαχητή». Ένας μαχητής δεν πολεμάει με τους επίσημους κανόνες. Ως τυπικά παραδείγματα μαχητών, ο Kaplan αναφέρει τον Osama Bin Laden και τους συνεργάτες του, τον Radovan Karadžić, τους στρατούς εφήβων της Δυτικής Αφρικής, τους Ρώσους και Αλβανούς μαφιόζους, καθώς και τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική. Μαζί με την αστικοποίηση και την τεχνολογική πρόοδο, ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος έφερε μια νέα διεθνή αταξία. Παράλληλα, τα όπλα μαζικής καταστροφής παράγονται όλο και πιο εύκολα και φθηνότερα. Σε ένα τέτοιο γεωπολιτικό σκηνικό, η συνετή και μετριασμένη χρήση βίας είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την εγγύηση της τάξης.
[1] Εδώ μπορεί κανείς να συμβουλευθεί και το σχετικό άρθρο του Παναγιώτη Κονδύλη («Είναι οι δημοκρατίες αναγκαία ειρηνόφιλες;»), οι παρατηρήσεις του οποίου παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με όσα ισχυρίζεται ο Kaplan.
[2] Εκτός από τον Παναγιώτη Κονδύλη, στο τέλος του έργου του Θεωρία του πολέμου, σε αντίστοιχες παρατηρήσεις έχει προβεί ο πολιτικός επιστήμων και ακαδημαϊκός Herfried Münkler, στο κατατοπιστικό βιβλιαράκι του με τίτλο Οι νέοι πόλεμοι: νέοι εχθροί και νέες μορφές πολέμου, γραμμένο την ίδια εποχή με όσα μας λέει εδώ ο Kaplan. Ο καθηγητής Münkler διατείνεται ότι τόσο η τρομοκρατία όσο και ο ανταρτοπόλεμος, ενώ άλλοτε ελάμβαναν χώρα μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου (τακτικού) πολέμου, στα τέλη του εικοστού αιώνα έχουν αυτονομηθεί και μάλιστα διεξάγονται, πρακτικά, αντί για εκείνον: η τρομοκρατία έχει αντικαταστήσει στις σύγχρονες δημοκρατικές χώρες τον πόλεμο, ενώ ο ανταρτοπόλεμος έχει κάνει το ίδιο, αλλά λαμβάνει χώρα πρωτίστως στον αναπτυσσόμενο κόσμο.