Του Σκωτσέζου ζωγράφου Alexander Goudie.

Κι ενώ μόλις ενάμιση μήνα πριν σύσσωμη η αντιπολίτευση των Εργατικών βρίσκονταν στα τάρταρα (εξαιτίας της χαμηλής δημοτικότητας του Jeremy Corbyn), ζαλισμένη από την ήττα του δημοψηφίσματος για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κρυμμένη στα σπήλαια της ατολμίας, η κίνηση της πρωθυπουργού, Theresa May, να κηρύξει πρόωρες εκλογές (παρότι εδώ και μήνες απέρριπτε κατηγορηματικά και σε όλους τους τόνους κάθε τέτοιο σενάριο) ερμηνεύτηκε σαν μια προσπάθεια εξουδετέρωσης κάθε εμποδίου στα σχέδιά της για την επιτάχυνση και ολοκλήρωση του Brexit. Πολλοί θεώρησαν ότι η May ετοίμαζε τη χαριστική βολή στο Εργατικό Κόμμα, που οι δημοσκοπήσεις το τοποθετούσαν μέχρι και 22 μονάδες χαμηλότερα από τους «Συντηρητικούς». Ωστόσο, η ιδιαίτερα αδύναμη προεκλογική εκστρατεία των «Συντηρητικών» οδηγεί στο κλείσιμο της ψαλίδας, κάνοντας τους ψηφοφόρους του Εργατικού Κόμματος να ελπίζουν σε μια πιθανή νίκη, πράγμα που πιο πριν φάνταζε αδιανόητο. Αν οι «Συντηρητικοί» καταφέρουν να ανακόψουν την δημοσκοπική τους καθίζηση – πάντα με την προϋπόθεση ότι οι εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων θα πέσουν μέσα – τότε πιθανότατα θα είναι οι μεγάλοι νικητές της αναμέτρησης για το κοινοβούλιο του Westminster. Από την άλλη, το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP) όπως όλα δείχνουν θα έρθει και πάλι πρώτο για τη βουλή του Εδιμβούργου. Ο λόγος που η περίπτωση της Σκωτίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να κάνει με τις εσωτερικές αντιθέσεις (και αντιφάσεις) του Ηνωμένου Βασιλείου ως ενιαίο κράτος και κοινωνία: ενώ η πλειοψηφία των Άγγλων (με εξαίρεση τις κοσμοπολίτικες μητροπόλεις) ψήφισαν μαζικά υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, η Σκωτία και η κατεχόμενη Βόρεια Ιρλανδία υποστήριξαν την παραμονή. Αν όμως το SNP θέλει να κυβερνήσει τη Σκωτία, οδηγώντας την στην ανεξαρτησία (πράγμα που αποτελεί κρυφός – αλλά ανεκπλήρωτος – πόθος των Σκωτσέζων εθνικιστών εδώ και πολύ καιρό, παρά την ήττα τους στο πρώτο δημοψήφισμα το 2014), θα πρέπει να πείσει ένα δύσπιστο κοινό ότι κατανοεί τις αιτίες που οι Σκωτσέζοι βρίσκονται σήμερα σε απόγνωση σε ό,τι έχει να κάνει με τις πολιτικές του Λονδίνου, και για αυτόν τον λόγο οδηγήθηκαν στο Bremain. Μπορεί, λοιπόν, κάτι τέτοιο να το πετύχει αυτό η πρωθυπουργός της Σκωτίας (Nicola Sturgeon) και το SNP, που αποτελείται από ταγμένους ευρωπαϊστές – όπως οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται;

Ο κομματικός μικρός παράδεισος

Μια πιθανή αποδέσμευση της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο δύναται να ανοίξει διόδους δημοκρατικών διεκδικήσεων: για αρχή, θα μπορούσε καταστήσει εφικτή την καθιέρωση ενός νέου συντάγματος που θα προτείνει μια φεντεραλιστική διοίκηση (αντί για ένα συγκεντρωτικό κράτος), καθιερώνοντας τη διενέργεια δημοψηφισμάτων. Κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο για όσο διάστημα η Σκωτία θα βρίσκεται κάτω από τις προσταγές του Λονδίνου, κάτω από την ισχύ τόσο του Westminster όσο και της βασιλικής οικογένειας. Ταυτόχρονα όμως είναι εξίσου ανόητο να πιστεύει κανείς πως μια ανεξάρτητη Σκωτία μέσα σε μια συγκεντρωτική υπερδομή, όπως η ΕΕ, μπορεί να προωθήσει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ως γνωστό, η Sturgeon προσπαθεί συνεχώς να εκμεταλλευτεί την πλειοψηφική υπεροχή της ψήφου υπέρ της παραμονής για να προωθήσει την εθνικιστική/αποσχιστική της ατζέντα. Επιδιώκει, με άλλα λόγια, να ερμηνεύσει τον εύλογο σκεπτικισμό των Σκωτσέζων απέναντι στο Brexit – πως η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ θα ωφελήσει πρώτα και καλύτερα την Αγγλία μετατρέποντας τη Σκωτία σε μια επαρχία δεύτερης ταχύτητας – ως αφορμή για την αποδέσμευση της χώρας από το ΗΒ. Έτσι, η ατζέντα του SNP προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα: καί με τον ευρωπαϊσμό αλλά καί με τον Σκωτσέζικο εθνικισμό. Παρότι ο εθνικισμός της Σκωτίας (όπως και των Ιρλανδών, ή και των Καταλανών αντίστοιχα) είναι περισσότερο ρεπουμπλικανικού τύπου – σε αντίθεση με τον Βρετανικό εθνικισμό που κυριαρχείται από αυτοκρατορικές νοσταλγίες και φιλομοναρχικές μεγαλομανίες – καμία πραγματικά δημοκρατική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να καταστεί εφικτή αν η χώρα παραμείνει μέλος της ΕΕ.

Επί της ουσίας, δεν φαίνεται ότι το SNP έχει συλλάβει το πραγματικό διακύβευμα του Brexit. Η ερμηνεία του Σκωτσέζικου Remain ως κατεξοχήν ψήφος φιλοευρωπαϊκή είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των ανθρώπων του κόμματος να ανάγουν την πραγματικότητα στις δικές τους αρχές. Όντας οι ίδιοι αποκομμένοι από κάθε λαϊκή βάση και εγκλωβισμένοι στον δικό τους κύκλο, συγχέουν ολόκληρη την κοινωνία με τα άτομα του δικού τους περιβάλλοντος, τα οποία εκφράζουν απόψεις φιλελεύθερες και φιλοευρωπαϊκές, σε αντίθεση με τη δεξιόστροφη εθνική συνείδηση των Άγγλων [1]. Έτσι θεωρούν πως η κοινωνία της Σκωτίας βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τις δικές τους (πολιτισμικά) φιλελεύθερες πεποιθήσεις, και πως η ψήφος υπέρ της παραμονής δεν είναι απλά και μόνο ψήφος κατά του Αγγλικού εθνικισμού, αλλά διέπεται από τις αξίες της φιλελεύθερης ανεκτικότητας που το SNP και η ΕΕ προωθούν, ενάντια σε ένα δεξιό Tory Brexit. Αγνοούν, ωστόσο, πως ο λαός της Σκωτίας, παρότι δεν συμμερίζεται τον επιθετικό εθνικισμό των Άγγλων, δεν ενστερνίζεται απαραίτητα κάποιον πολιτικό φιλελευθερισμό και δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την ΕΕ• ιδίως σε ό,τι αφορά το θέμα των ελεύθερων μετακινήσεων εργατικού δυναμικού εντός Ευρώπης, που (τουλάχιστον όπως έδειξαν οι σφυγμομετρήσεις) βρίσκει τη συντριπτική πλειοψηφία των Σκωτσέζων σφόδρα αντίθετη. Έτσι, μπορεί να πει κανείς ότι το Σκωτσέζικο Remain αντανακλά περισσότερο τη διαχρονική απέχθεια του μέσου Σκωτσέζου προς τον πανίσχυρο δυνάστη, την Αγγλία, αντί να είναι αποτέλεσμα κάποιας φιλοευρωπαϊκής δυναμικής που αναπτύσσεται εντός της κοινωνίας. Από ότι φαίνεται, βέβαια, το SNP δεν είναι μονάχα παγιδευμένο στο δικό του echo chamber, αλλά την ίδια στιγμή σκοντάφτει πάνω στα αδιέξοδα της Πολιτικής Ορθότητας (μια πολιτική που αποτελεί πάγια για κάθε φιλελεύθερη δύναμη). Προσπαθεί υποκριτικά να ωραιοποιήσει το αντι-Αγγλικό κοινό αίσθημα των Σκωτσέζων, συγκαλύπτοντας το ως «φιλοευρωπαϊκή τάση». Αυτή η τακτική θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε αποτυχία το δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία (όταν και αν αυτό διεξαχθεί), καθώς το κόμμα είναι ανίκανο να συλλάβει – ή και να αναγνωρίσει – το πραγματικό λαϊκό αίσθημα με στόχο να κινητοποιήσει τους Σκωτσέζους, αφήνοντας πίσω ταμπού και δισταγμούς. Διότι εφόσον η φιλοευρωπαϊκή εμμονή της Sturgeon δεν αποτυπώνει κάποια ιδιαίτερη τάση εντός της Σκωτσέζικης κοινωνίας, δεν αποτελεί ταυτόχρονα και μια στέρεα βάση για κινητοποίηση.

Στα στενά του Γιβραλτάρ…

Σε αντίθεση με τη Σκωτία, ο βρετανοσκεπτικισμός των εθνικιστών της βόρειας Ιρλανδίας φαίνεται πολύ πιο θετικός απέναντι σε συγκεκριμένες πτυχές του υπαρκτού πολιτικού φιλελευθερισμού. Αυτό οφείλεται στην ταύτιση των Βορειοιρλανδών εθνικιστών με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η οποία στην προσπάθειά της να αφήσει πίσω τον δεσποτισμό της Καθολικής εκκλησίας ανοίγεται (πολιτισμικά) όλο και περισσότερο, και ως αντίβαρο στην Αγγλική επικυριαρχία, στρέφεται προς την ΕΕ. Απεναντίας, οι προτεσταντικοί πληθυσμοί του Antrim και του νότιου Belfast, λόγω της διαχρονικής τους ταύτισης με την Αγγλία και το στέμμα στήριξαν την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ. Αυτό που περιπλέκει, βέβαια, ακόμα περισσότερο την υπόθεση Brexit, μια υπόθεση που η Theresa May θα κληθεί να φέρει εις πέρας αν επικρατήσει τον Ιούνιο, είναι η περίπτωση του Γιβραλτάρ. Το 96% των κατοίκων αυτής της μικρής χερσονήσου που συνορεύει με την Ισπανία – αλλά αποτελεί Βρετανικό Υπερπόντιο Έδαφος -, ψήφισε μαζικά υπέρ της παραμονής. Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στην Ισπανική κυβέρνηση να αφήσει πιθανό το ενδεχόμενο προσάρτησης της περιοχής από το Ισπανικό κράτος μετά το Brexit, με την ΕΕ να στέκεται στο πλευρό των Ισπανών. Ως απάντηση στις Ισπανικές προκλήσεις πρώην επικεφαλής των «Συντηρητικών» δήλωσε πως μια στρατιωτική επιχείρηση με στόχο την υπεράσπιση του Γιβραλτάρ, σαν αυτή που είχε πραγματοποιήσει πριν από 35 χρόνια η Μάργκαρετ Θάτσερ κατά της Αργεντινής στα νησιά του Falkland, είναι ήδη στο τραπέζι. Έτσι η Βρετανική κυβέρνηση στέλνει σαφές μήνυμα: οι στόχοι της δεν είναι απλά ρητορική και λόγος, όπως στην περίπτωση των ανίκανων ηγεσιών της ΕΕ· απεναντίας, βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα να αναλάβει δράση, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της.

Αποτελεί, ωστόσο, δείγμα ύψιστης υποκρισίας η στάση της ΕΕ, όταν προσπαθεί με έμμεσο και ύπουλο τρόπο να περάσει το μήνυμα πως πίσω από το Brexit κρύβεται μονάχα ο αλλαζονικός Βρετανικός ιμπεριαλισμός. Δίχως αμφιβολία, αρκετές από τις πολιτικές δυνάμεις που υποστήριξαν το Brexit υποκινούν αυτοκρατορικά και υπερ-ιμπεριαλιστικά σύνδρομα, που ουδέποτε έλλειπαν από τους Άγγλους [2]. Αυτό που, ωστόσο, αποσιωπάται συστηματικά, είναι πως οι κάτοικοι του Γιβραλτάρ, μολοντούτο ψήφισαν υπέρ της παραμονής, δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Ισπανοί, αλλά επιθυμούν να συνεχίσουν να διατηρούν δεσμούς με το Βρετανικό κράτος. Ήδη το 1969 η Ισπανία αποφάσισε να κλείσει μονομερώς τα σύνορα με το Γιβραλτάρ ζητώντας την επιστροφή του από το Ηνωμένο Βασίλειο, και όλα αυτά μετά από δημοψήφισμα που ζήτησε ο ΟΗΕ για την ανεξαρτησία ή υπαγωγή του στην Ισπανία, στο οποίο δημοψήφισμα η πλειοψηφία των κατοίκων τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης της σύνδεσης της περιοχής με τη Βρετανία. Σε νεότερο δημοψήφισμα το 2002 επιλέχθηκε και πάλι η παραμονή του Γιβραλτάρ στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που οδήγησε σε ένα νέο Σύνταγμα το 2006 και τριμερείς συμφωνίες με στόχο την άμβλυνση χρόνιων διαφορών. Όπως όλα δείχνουν, η ΕΕ και οι Ισπανοί πολιτικοί, όχι μόνο δεν φαίνονται διατεθειμένοι να σεβαστούν τούτη την επιθυμία των Γιβραλταριανών, αλλά συνεχίζουν απαράμιλλοι το έργο τους: υποδεικνύουν τρόπους καλής συμπεριφοράς στη Βρετανική κυβέρνηση, προτρέποντάς την «να ηρεμήσει», ενώ την ίδια στιγμή επιτρέπουν σε Ισπανικά πολεμικά πλοία να εισβάλουν στα χωρικά ύδατα του Γιβραλτάρ. Όλα, λοιπόν, δείχνουν πως είναι η ίδια η (δήθεν soft power) Ευρωπαϊκή Ένωση – μαζί με την Ισπανική κυβέρνηση – που ρίχνουν λάδι στη φωτιά καλλιεργώντας ψυχροπολεμικές τάσεις εντός της ηπείρου, παρά κάποια «ιμπεριαλιστική Βρετανία». Όλως τυχαίως, βέβαια, κανείς δεν βγήκε να καταδικάσει την Ισπανία για «ιμπεριαλιστικό μαξιμαλισμό», μια Ευρωπαϊκή χώρα που διατηρεί αποικίες/πόλεις, όπως η Melilla και η Ceuta στις ακτές του Μαρόκο της Αφρικής, πόλεις με τριπλάσιο αριθμό κατοίκων (συνολικά) από ότι το Γιβραλτάρ.

Για το ζήτημα συνύπαρξης Ευρώπης και Βρετανίας

Αν λοιπόν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις των οποίων η συμπεριφορά υποδεικνύει ωμότητα, γκαγκστερισμό, πατερναλισμό και υποκρισία, αυτές δεν προέρχονται (μόνο) από τη Βρετανία, αλλά πολύ περισσότερο αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της λογικής που διέπει τις αρχές και τη λειτουργία της ΕΕ σήμερα, απαρτιζόμενη από πολιτικούς γκάνγκστερ με ακριβά κουστούμια. Διότι, όπως ακριβώς στην περίπτωση του Γιβραλτάρ, έτσι και σε ό,τι έχει να κάνει με τα δικαιώματα των Ευρωπαίων μεταναστών εντός της Βρετανίας, ήταν η ίδια η Theresa May που προσπάθησε επανειλημμένως να έρθει σε συμφωνία με τους εταίρους της, αποσκοπώντας να εξασφαλίσει την παραμονή των Ευρωπαίων στη χώρα, θέτοντας στις διαπραγματεύσεις ως αντάλλαγμα για αυτό το μέτρο εγγυήσεις πως το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τους Βρετανούς πολίτες που ζουν σε άλλες χώρες της ΕΕ. Ομως, ο πρόεδρος της ΕΕ, ο μέγας πολιτικός ανήρ Donald Tusk, είχε στο παρελθόν απορρίψει μια τέτοια συμφωνία, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένους τόσο τους Ευρωπαίους όσο και τους Βρετανούς μετανάστες, καλώντας την ίδια στιγμή τη Βρετανική κυβέρνηση να αποφύγει να μετατρέψει τους πρώτους σε χρήσιμο διαπραγματευτικό χαρτί. Ενδεικτικό αλαζονικού πατερναλισμού είναι και οι προτροπές ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών να επιθυμούν «σύνεση» και «μόρφωση» από τους Βρετανούς ώστε να πάψουν να είναι «συντηρητικοί» και ξενόφοβοι και να καταντήσουν επιτέλους δεκτικοί στα Ευρωπαϊκά ιδεώδη και στις αξίες που πρεσβεύουν οι θεσμοί της ΕΕ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν αγνοούν συστηματικά πως σχεδόν ποτέ η Βρετανία δεν είχε καλλιεργήσει κάποια κουλτούρα φιλοευρωπαϊκή. Μήτε το κάλεσμα του Churchill στη Γενεύη (αμέσως μετά τον ΒΠΠ) για την ανάγκη ίδρυσης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης μπορεί να ερμηνευτεί σαν προσπάθεια σύμπλευσης των Άγγλων με τους Ευρωπαίους· ο Churchill εξ’ αρχής, ενώ θεωρούσε απαραίτητη μια Ενωμένη Ευρώπη, την ίδια στιγμή προσπαθούσε να αποκλείσει τη συμμετοχή της χώρας του από αυτό το σχέδιο. Στόχος του για τη Βρετανία ήταν να περιοριστεί ο ρόλος της σε θερμό υποστηρικτή μιας ενωμένης Ευρώπης· όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο ίδιος «είμαστε μέ την Ευρώπη, αλλά όχι για την Ευρώπη», και αντίστοιχα η Θάτσερ μερικά χρόνια αργότερα: «η Ευρώπη δεν είναι το παν» [3].

Η έλλειψη ευρωπαϊκής συνείδησης άλλωστε διαφαίνεται όχι μόνο από την ποιότητα και το περιεχόμενο του Αγγλικού ευρωσκεπτικιστικού λόγου αλλά και μέσα από το σύνολο των φαντασιακών σημασιών των Άγγλων. Σε αντίθεση με τον ηπειρωτικό ευρωσκεπτικισμό, ο Αγγλικός δεν αντιπροτείνει την έξοδο από την ΕΕ με στόχο τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου ενωμένης Ευρώπης. Απεναντίας στρέφεται στον ατλαντισμό, δηλαδή στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων της χώρας με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία αλλά και με τις περιοχές της Ασίας όπου η Βρετανία συνεχίζει ακόμα και σήμερα να ασκεί οικονομική επιρροή. Αυτό εξάλλου αποδεικνύουν και όλες σχεδόν οι κοινωνικές και πολιτικές πολώσεις της Βρετανικής κοινωνίας από την ίδρυσής της μέχρι σήμερα και, ως εκ τούτου, το Brexit δεν αποτελεί κάποια εξαίρεση στην ιστορία της. Μολοντούτο τα χρόνια της κυριαρχίας του Μπλαιρ, όταν η Βρετανία βρίσκονταν σε πλήρη συνεργασία με την ΕΕ, καθόρισαν τη μορφή, την επιρροή και τον ρόλο του κράτους ριζικά, το περιεχόμενο και οι φαντασιακές σημασίες των Άγγλων παρέμειναν αυτοκρατορικές/παλατειακές (ιδίως σε ό,τι αφορά τους παραδοσιοκράτες της επαρχίας, σε αντίθεση πάντα με τους πολτοποιημένους πληθυσμούς των μεγαλουπόλεων, οι οποίες μετατράπηκαν σε κέντρα διερχομένων εργαζομένων, δηλαδή υπηρεσιακού προσωπικού από άλλες Ευρωπαϊκές, Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες). Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι το σύμβολο της Βρετανικής αυτοκρατορίας, η μοναρχία, διατηρείται άθικτη ως θεσμός μέχρι και σήμερα (και, μάλιστα, απολαμβάνει πλειοψηφική υποστήριξη), για να δούμε πόσο ζωντανό είναι το παρελθόν στη συλλογική μνήμη των Άγγλων. Έτσι, διατηρείται και μια τελετουργική/παλατειακή κουλτούρα (βλέπουμε πως ο όρκος στη βασίλισσα – oath to her majesty – είναι απαραίτητος και σε πολλές υπηρεσίες, όπως στα δικαστήρια, στον στρατό και τέλος στη διαδικασία απόδοση Βρετανικής υπηκοότητας). Δίχως αμφιβολία, τούτα τα αυτοκρατορικά σύνδρομα καθόρισαν ως ένα βαθμό το περιεχόμενο του Αγγλικού ευρωσκεπτικισμού. Ωστόσο, το Brexit δεν είναι ένα φαινόμενο μονοσήμαντο· θα πρέπει, με άλλα λόγια, να συνυπολογίσουμε και την πλήρη εγκατάλειψη των ανθρώπων της ενδοχώρας από τις δυνάμεις που παραδοσιακά βρίσκονταν κοντά στην πλέμπα, δηλαδή τις δυνάμεις της αριστεράς και των Εργατικών. Με το τέλος της δεκαετίας του 70, αυτές οι δυνάμεις μετασχηματίζονται· τμήμα του αριστερού χώρου συγχωνεύεται στο laissez-faire, στην κουλτούρα του city, του γιαπισμού της οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του αριστερού χώρου εγκλωβίζεται στον μητροπολιτικό αντιλαϊκιστικό μεταμοντέρνο χιπστερισμό, στον μικρόκοσμο των πανεπιστημίων και του «κλειστού κύκλου» των identity politics και των safe spaces, αφήνοντάς πληθυσμούς έρμαια στα χέρια της εθνικιστικής δεξιάς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως – ακόμα και στην υπόλοιπη Ευρώπη – κανένας πολιτικός της κεντροαριστεράς και της αριστεράς (με εξαίρεση τον Μελανσόν) δεν προσφέρθηκε να μιλήσει ανοιχτά υπέρ της εξόδου της χώρας του από την ΕΕ, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για την λαϊκιστική δεξιά!

Με φόντο την πολιτικο-κοινωνική και εθνική διχοτόμηση…

Από τη μια ομοσπονδία οι Σκωτσέζοι εθνικιστές φαίνεται πως αποτελούν μια ανοιχτή απειλή για την ίδια την ύπαρξη του ΗΒ. Αυτήν την απειλή η Theresa May προσπαθεί να εξουδετερώσει, εκμεταλλευόμενη τη συνεχή υποχώρηση των Εργατικών σε όλη τη χώρα, και ιδίως στη Σκωτία, που όπως όλα δείχνουν [οι δεύτεροι] δεν θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν επιτυχώς το SNP. Τί σημαίνει πρακτικά ο αφανισμός των Εργατικών στη Σκωτία; Σημαίνει πως όσοι επιθυμούν την ανεξαρτησία θα στραφούν αποκλειστικά και μόνο στο SNP, ενώ οι ενωτικοί δεν θα έχουν άλλη επιλογή από τους «Συντηρητικούς», οι οποίοι στη Σκωτία υιοθετούν πιο κεντρώα γραμμή σε σχέση με τους Άγγλους ομόλογούς τους, προσπαθώντας να πάρουν με το μέρος τους πρώην ψηφοφόρους των Εργατικών που στρέφονται κατά της ανεξαρτησίας, αλλά δεν φαίνεται να τους εμπνέει ο μή δημοφιλής Jeremy Corbyn. Έτσι, η Theresa May επιδιώκει να ενισχύει την παρουσία «Συντηρητικών» βουλευτών τόσο στο Westminster όσο και στο Εδιμβούργο, βάζοντας φρένο τα σχέδια της Sturgeon.

Από την άλλη οι κοσμοπολίτες της Λονδίνου παρότι δεν θα ενέκριναν το Brexit, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς πιστεύει ότι οι περικοπές είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη της οικονομίας, πράγμα που η May μπορεί να προσφέρει δίχως δισταγμούς. Αντίθετα, ο Jeremy Corbyn δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί το γεγονός ότι οι Βρετανικές ελίτ ήταν πάντα υπέρ του ακραίου laissez-faire δόγματος. Έτσι ο ίδιος από τη μια προωθεί σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές (που θα έβρισκαν σύμφωνους τους ανθρώπους της απαξιωμένης ενδοχώρας όχι, όμως, τις ελίτ των μητροπόλεων) αλλά ταυτόχρονα επιθυμεί πολιτικές ανοιχτών συνόρων με την ΕΕ, στις οποίες αντιτίθεται σύσσωμη η Βρετανική πλέμπα αλλά και οι αυτοκρατορικοί παραδοσιοκράτες αστοί/αριστοκράτες, ενώ αντίθετα τις ενστερνίζονται μονάχα οι μητροπολιτικές ελίτ και η χίπστερ νεολαία. Ως εκ τούτου, η May προσπαθεί να συμβιβάσει δύο στρατόπεδα: από τη μια την επιχειρηματική ελίτ που απεχθάνεται τη σοσιαλδημοκρατία και την υψηλή φορολογία, και από την άλλη την απαξιωμένη πλέμπα, που αμφισβητεί το πολυπολιτισμικό εκρίζωμα, νοσταλγώντας τις παλιές καλές μέρες της πανίσχυρης αυτοκρατορίας. Οι Liberal Democrats, τέλος, μια ενδιάμεση επιλογή, δίχως όμως μεγάλες δυναμικές.

Ισλαμική Τρομοκρατία και πολυπολιτισμικότητα

Βαρύνουσας σημασίας ζήτημα σε τούτη την προεκλογική εκστρατεία αποτελεί και ο Ισλαμικός εξτρεμισμός, καθώς τη χώρα έχουν ήδη συγκλονίσει δύο αιματηρά περιστατικά: η επίθεση στο Westminster που στοίχισε τη ζωή 6 ανθρώπων, και η μετέπειτα βομβιστική ενέργεια στο Manchester με θύματα 22 άτομα νεαρής ηλικίας. Το μέτωπο των Εργατικών – και των αριστερών δυνάμεων – ασκεί κριτική στους «Συντηρητικούς» ότι οι πολιτικές συνεχόμενων στρατιωτικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή οδηγούν στην αποδυνάμωση των κρατών που θα μπορούσαν να ελέγξουν και να καταστείλουν ρεύματα ακραίου θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ενώ η συνεχής αποσταθεροποίηση των περιοχών εκείνων ευνοεί την ανάδυση τρομοκρατικών κινημάτων όπως το Ισλαμικό Κράτος. Όπως συμπληρώνουν οι ίδιοι, οι συνεχόμενες επεμβάσεις στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στρέφονται ενάντια σε άμαχους, είναι άδικες και προωθούν συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Τούτη η άποψη είναι εν μέρη σωστή: οικονομικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις διακυβεύονται μέσα από τέτοιες επεμβάσεις, και την ίδια στιγμή διεθνή δίκτυα τρομοκρατίας, είτε μιλάμε για το ΙΚ είτε για οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα, στήνονται μέσα σε συνθήκες ακραίας αποσταθεροποίησης, καθώς όχι μόνο οι κρατικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να ελέγξουν την εξάπλωση τέτοιων δικτύων χάνουν την ισχύ τους, αλλά οι ίδιες οι κοινωνίες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δεσμούς αλληλεγγύης, μέσα σε ένα περιβάλλον ολικής διάλυσης και καταστροφής, αποδεκατίζονται. Ωστόσο, ήταν η ίδια η κυβέρνηση των Εργατικών, υπό την ηγεσία του Μπλαιρ, που είχε δώσει το πράσινο φως για τη συμμετοχή της Βρετανίας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλου βεληνεκούς στο Ιράκ το 2004. Η Μπλαιρική πτέρυγα των Εργατικών – που θα έκανε τα πάντα για να απομακρύνει τον Corbyn από την ηγεσία – δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει το κόμμα, μήτε ο ηγέτης του κόμματος κατάφερε να επιβάλει κομματική πειθαρχία στα μέλη του με σκοπό να καταψηφιστεί μια νέα επέμβαση στη Συρία μόλις ενάμιση χρόνο πριν. Συνεπώς, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το Εργατικό Κόμμα κερδίζει τις εκλογές του Ιούνη, εφόσον η γραμμή Μπλαίρ παραμένει ένας ζωντανός πυρήνας εντός του, κανένα νομοσχέδιο του Corbyn εναντίον των δημοσιονομικών περικοπών ή των στρατιωτικών επεμβάσεων δεν θα μπορέσει να υπερψηφιστεί, δεδομένου ότι η πλειοψηφία του κοινοβουλίου θα απαρτίζεται τόσο τους ίδιους, όσο και από τους «Συντηρητικούς». Το μοναδικό που απομένει στον Corbyn, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι απλά και μόνο η γνωστή αριστερή μεμψιμοιρία και μόνιμη αυτοθυματοποίηση πως «δεν ευθύνομαι εγώ για αυτές τις πολιτικές, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τις εφαρμόσω».

Επιστρέφοντας στο ζήτημα της τρομοκρατίας, η αριστερή προσέγγιση παρότι είναι ορθή σε ό,τι έχει να κάνει με το ζήτημα των επεμβάσεων, την ίδια στιγμή παραμένει εγκλωβισμένη μέσα στα αδιέξοδα της του πολιτισμικού σχετικισμού και ενός αφελούς φιλοεξωτισμού για τους μουσουλμάνους. Αρνείται να δει ότι η Ισλαμική τρομοκρατία δεν είναι απλά ένα μέσο στο οποίο οι δήθεν καταπιεσμένοι μουσουλμάνοι της δύσης καταφεύγουν, αλλά αντανακλά πτυχές και διδαχές της ίδιας της θρησκείας αυτής. Μήτε είναι ορθή και η άποψη του αντίπαλου στρατοπέδου, των «Συντηρητικών» ή των νεοφιλελεύθερων, οι οποίοι βλέπουν το Ισλάμ μόνο σαν μια βάρβαρη οριεντάλ καρικατούρα, και πολύ περισσότερο η αντιμεταναστευτική στάση των εθνικιστών που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν το προφανές: οι επιθέσεις αυτές δεν πραγματοποιούνται από μετανάστες ή πρόσφυγες αλλά από Άγγλους πολίτες. Το ίδιο προβληματική είναι και η αποθέωση της πολυπολιτισμικότητας από τους αριστερούς και η συνεχόμενη εξομοίωση κάθε αντίθετης γνώμης με τον ρατσισμό. Μια ρεαλιστική κριτική θα πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί πως είναι αδύνατον να συνυπάρξουν εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτισμικές αξιώσεις μέσα στον ίδιο κοινό χώρο. Από την άλλη, όπως είχε ήδη ειπωθεί σε προηγούμενη ανάρτηση, οποιαδήποτε προσπάθεια αποσκοπεί στην καταστολή ακραίων εκδηλώσεων μιας πολιτισμικής ομάδας (όπως οι κλειτοριδοκτομές ή το κάλυμμα του προσώπου, για παράδειγμα) θεωρώντας πως μόνο έτσι η ομάδα αυτή θα εναρμονιστεί με τον φιλελεύθερο τρόπο ζωής, αυτόματα αναιρεί την ίδια την πολυπολιτισμικότητα ως κοινωνική πρακτική, εφόσον αποθαρρύνει ή απαγορεύει συγκεκριμένες πτυχές ενός πολιτισμού να εκφραστούν. Βέβαια, οι κριτικές ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα που προωθεί η Βρετανική δεξιά με τις φιλοαυτοκρατορικές της συνδηλώσεις (από τους «Συντηρητικούς» μέχρι και τους τσόγλανους του UKIP), όχι μόνο απέχουν από το να προωθούν κάποιο εναλλακτικό μοντέλο, αλλά πέφτουν πάνω σε σωρεία αντιφάσεων και ασυνεπειών. Η πολυπολιτισμικότητα ήταν πάντα ένα χαρακτηριστικό όλων των αυτοκρατοριών: από τα Αλεξανδρινά χρόνια, τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τις Κινέζικες δυναστείες μέχρι και τον σύγχρονο δυτικό κόσμο (τμήμα του οποίου είναι και το British empire) το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό βρίσκεται στη βάση της πολιτειακής οργάνωσης αυτών των καθεστώτων, σε αντίθεση με τα συντηρητικά ρεπουμπλικάτα που επιδιώκουν την ενσωμάτωση, δηλαδή τη δημιουργία ενός «ενιαίου λαού» μέσα στο δημόσιο πεδίο, της συντηρητικής res publica. Από ό,τι φαίνεται, ωστόσο, καμία πολιτική δύναμη εντός της Βρετανίας και κανένα κίνημα δεν είναι ικανό να επενδύσει πάνω σε μια τέτοια κίνηση ρεπουμπλικανικού ποπουλισμού (τη στιγμή που ακόμα και ο δήθεν ριζοσπάστης Corbyn δεν τολμά να αμφισβητήσει τον θεσμό της μοναρχίας).

Αντί επιλόγου…

Από ότι φαίνεται η Βρετανία οδηγείται σε ένα άνευ προηγουμένου πολιτικό αδιέξοδο, με το Brexit να επισκιάζεται από την πιθανή διχοτόμηση (και διάλυση) του Ηνωμένου Βασιλείου (το λεγόμενο Bre-split). Κανείς πραγματικά δεν μπορεί να γνωρίζει την έκβαση των πραγμάτων – ουδείς, με άλλα λόγια, δύναται να γνωρίζει τις ορέξεις της fortuna (όπως θα έλεγε ο Μακιαβέλλι). Πολλοί, με αφορμή τη δημοσκοπική υποχώρηση των «Συντηρητικών» και την επιεικώς απογοητευτική προεκλογική καμπάνια της May, θεωρούν ότι η προκήρυξη εκλογών δεν ήταν παρά μια καλή αφορμή για να μεταθέσουν οι «Συντηρητικοί» το βάρος και την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ στους Εργατικούς (σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η ίδια η May δήλωσε πως δεν θα παραστεί σε τηλεμαχία με τους πολιτικούς της αντιπάλους), ενώ η απειλή της τρομοκρατίας κρέμεται σαν δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα κεφάλια μιας ανίκανης πολιτικής ηγεσίας, τη στιγμή που εκφράζονται έντονοι προβληματισμοί σχετικά με το αν οι πολιτικές λιτότητες συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της αστυνομίας. Πράγματι, τα Βρετανικά ΜΜΕ κατά την προεκλογική περίοδο στη Γαλλία, υποστήριζαν έμμεσα (και μερικές φορές ανοιχτά) το Εθνικό Μέτωπο και τη Λεπέν, θεωρώντας πως η επικράτηση του δεξιού ευρωσκεπτικισμού θα αποδυνάμωνε τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες είναι έτοιμες να κινήσουν γη και ουρανό προκειμένου να καταστήσουν τη Βρετανία παράδειγμα προς αποφυγή για όλους όσους αμφισβητούν την απόλυτη κυριαρχία του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η συντριβή της Λεπέν από τον Μακρόν ερμηνεύτηκε από τη Βρετανική δεξιά ως μια μεγάλη απώλεια ενός πιθανού συμμάχου! Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ΕΕ ήταν αυτή που πέταξε τμήμα του πληθυσμού της εκτός κοινωνικής ζωής, ανίκανη να διαχειριστεί το προσφυγικό και συμπεριφέρεται σαν μια οργανωμένη μαφία ενάντια σε μια χώρα η οποία ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι είναι κομμάτι της πολιτικής και εθνικής της συνείδησης ο ευρωπαϊσμός και οι χαλαρές νομοθεσίες. Από την άλλη, η εγκατάλειψη της πλέμπας στα χέρια της δεξιάς έδωσε σκαμνί στο αυτοκρατορικό φαντασιακό των Άγγλων να γίνει ρυθμιστής των πραγμάτων. Μέσα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο, αυτό που εμπνέει μεγάλες ανησυχίες είναι το γεγονός ότι καμία συνεπής και σοβαρή πολιτική αντιπρόταση δεν υφίσταται μέσα στο γενικευμένο πολιτικό τσίρκο υποκρισίας, ανοησίας, συγκάλυψης, ουδετερότητας, ναρκισσισμού, επιδειξιμανίας, ατολμίας, νοσταλγίας και τελικά απραγίας. Καμία φωνή παρά μόνο μια ηχώ στο χάος!

Σημειώσεις

[1] Να σημειώνουμε επίσης ότι η αποκοπή από την κοινωνική πραγματικότητα χαρακτηρίζει εν μέρη ολόκληρη την μπλουμσμπεριανή αριστερά, καθώς και τους μόνιμους θαμώνες των ΕΣΠΑτζίδικων συνεδρίων, όπως είχε ειπωθεί σε παλιότερη ανάρτηση. Κλεισμένοι καθώς είναι στον ακαδημαϊκό τους μικρόκοσμο, συγχέουν την κοινωνία με τις πανεπιστημιακές αίθουσες και τον δικό τους κύκλο. Αυτό τους ωθεί να βλέπουν παντού αναδυόμενα κινήματα, αλλαγές συσχετισμών και λαϊκούς υπερ-ηγέτες (σαν την περίπτωση του Jeremy Corbyn), απαξιώνοντας όλους όσους δεν συμμερίζονται τούτη την αδικαιολόγητη υπεραισιοδοξία.  Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η δημοσκοπική υποχώρηση των «Συντηρητικών» δεν οφείλεται στο ότι ο Corbyn είναι ένας αξιόλογος  και λαοφιλής πολιτικός, όπως συνεχώς διατείνονται οι οπαδοί του, παραβλέποντας στοιχεία και αποδείξεις που υποδηλώνουν ότι ο συγκεκριμένος ηγέτης δεν έχει τη λαϊκή υποστήριξη που οι ίδιοι φαντασιώνονται. Αντιθέτως, οι πολίτες απορρίπτουν το προεκλογικό μανιφέστο της Theresa May,  όχι όμως την ίδια σαν πολιτικό.

[2] Από τους ακροδεξιούς γυμνοσάλιαγκες του UKIP μέχρι και τους «Συντηρητικούς», η αυτοκρατορική νοσταλγία κρατά τα ηνία. Αυτό γίνεται φανερό μέσα από δηλώσεις του τύπου: «Δεν χρειαζόμαστε την Ευρώπη για τις εμπορικές σχέσεις, γιατί μπορούμε να στηριχθούμε στο δίκτυο της Κοινοπολιτείας και τους ιδιαίτερους δεσμούς με τις αγγλόφωνες χώρες» αλλά και τη ρητορική εκστρατείας: «κάτω τα χέρια από το φρούριο μας». Κι ενώ πολύ σωστά η Theresa May το φθινόπωρο ισχυρίστηκε ότι «αν πιστεύετε πως είστε πολίτες του κόσμου, τότε είστε πολίτες του πουθενά», την ίδια στιγμή διαμήνυσε πως θα ήθελε μια πραγματικά παγκόσμια Βρετανία! Βέβαια, από τη στιγμή που αυτή η χώρα αποκτά μια παγκοσμιότητα, αυτόματα όσοι είναι «Βρετανοί πολίτες» θα πρέπει να θεωρούνται και «πολίτες του κόσμου»! Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με έναν νέο κοσμοπολιτισμό που ντρέπεται για τον εαυτό του, και χρησιμοποιεί τις αυτοκρατορικές μεγαλοστομίες ως φύλο συκής για να κρύψει τη γύμνια του.

[3] Βλ. Derek W., Urwin (1991), The Community of Europe [Η Κοινότητα της Ευρώπης]. Londman: London and New York. και Cécile Leconte (2005), Understanding Euroscepticism [Κατανοώντας τον Ευρωσκεπτικισμό]. Palgrave: London.

Το άρθρο ανανεώθηκε την 27η Μαΐου 2017