Francesco Zuccarelli, a View of the River Thames from Richmond Hill looking towards Twickenham, c. 1760 – Dickinson Gallery

Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης

Όσο ο άνθρωπος ενός ολοκληρωνόμενου πολιτισμού ζει απλώς χωρίς να προβληματίζεται, φυσικά και αυτονόητα, η ζωή του έχει μια στάση επιλεγμένη. Είναι η ενστικτώδης ηθική του, που μπορεί να μεταμφιέζεται σε πάμπολλους αμφιλεγόμενούς τύπους, αλλά ο ίδιος δεν την αμφισβητεί, επειδή την έχει. Όταν η ζωή κουρασθεί, όταν ο άνθρωπος στο τεχνητό έδαφος των μεγάλων πόλεων, οι οποίες τώρα είναι ξεχωριστοί πνευματικοί κόσμοι— χρειάζεται μια θεωρία για να σκηνοθετήσει με σκόπιμο τρόπο τη ζωή του, όταν η ζωή έχει γίνει αντικείμενο θεώρησης, η ηθική γίνεται πρόβλημα. Η ηθική στον πνευματικό πολιτισμό είναι η ηθική που έχει κανείς, η ηθική του τεχνικού πολιτισμού είναι εκείνη που αναζητεί. Η πρώτη είναι πολύ βαθιά για να εξαντληθεί με λογικό τρόπο, η δεύτερη είναι μια συνάρτηση της λογικής. Στον Κάντ και στον Πλάτωνα η ηθική είναι ακόμη απλώς μια διαλεκτική, ένα παιγνίδι με έννοιες, η ολοκλήρωση ενός μεταφυσικού συστήματος. Κατά βάθος δεν ήταν αναγκαία. Η κατηγορηματική* προσταγή είναι απλώς ο αφηρημένος τύπος για κάτι που ο Κάντ δεν αμφισβητούσε. Από τον Ζήνωνα και τον Σοπενχάουερ και έξης αντίστοιχα αυτό δεν ισχύει πια. Αυτό που δεν ήταν πια ενστικτωδώς διασφαλισμένο έπρεπε να βρεθεί ως κανόνας του είναι, να εφευρεθεί, να αποσπαστεί με τη βία. Σε αυτό το σημείο αρχίζει η τεχνικά πολιτισμένη ηθική, που δεν είναι απάντηση της ζωής στη γνώση, αλλά απάντηση της γνώσης στη ζωή. Αισθάνεται κανείς κάτι τεχνητό, άψυχο και ημιαληθές σε όλα αυτά τα επινοημένα συστήματα που καλύπτουν τους πρώτους αιώνες όλων των τεχνικών πολιτισμών. Δεν είναι πια βαθύτατα εσωτερικές, σχεδόν υπέργειες δημιουργίες που στέκονται εφάμιλλες πλάι στις μεγάλες τέχνες. Τώρα εξαφανίζεται όλη η μεγαλόσχημη μεταφυσική, κάθε καθαρή διαίσθηση μπροστά από ένα ζητούμενο, που ξαφνικά είναι αναγκαίο, μπροστά στη θεμελίωση μιας πρακτικής ηθικής που πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή, διότι δεν μπορεί πια να αυτορυθμισθεί. Η φιλοσοφία μέχρι τον Κάντ, τον Αριστοτέλη και τις διδασκαλίες γιόγκα και βεδάντα αντίστοιχα ήταν μια ακολουθία μεγάλων παγκόσμιων συστημάτων, όπου η τυπική ηθική καταλάμβανε μια περιορισμένη θέση. Τώρα γίνεται ηθική φιλοσοφία, με μια μεταφυσική ως υπόβαθρο. Το γνωσιοθεωρητικό πάθος παραχωρεί τα πρωτεία στην πρακτική ανάγκη: ο σοσιαλισμός, ο στωικισμός και ο βουδισμός είναι φιλοσοφίες αυτού του τύπου.

Όταν δεν θεωρεί κάνεις τον κόσμο από ψηλά, όπως ο Αισχύλος, ο Πλάτων, ο Δάντης, ο Γκαίτε, αλλά από την άποψη της καθημερινής ανάγκης και της φορτικής πραγματικότητας, είναι σαν να αντικαθιστά τη σκοπιά των πουλιών με εκείνη του βατράχου, θέλοντας έτσι να επισκοπήσει τη ζωή. Αυτή ακριβώς είναι η κάθοδος από έναν πνευματικό σε έναν τεχνικό πολιτισμό. Κάθε ηθική εκφράζει τη ματιά της ψυχής στο πεπρωμένο της: ηρωική ή πρακτική, μεγάλη ή κοινή, ανδρική ή γεροντική. Έτσι κάνω και τη διάκριση μεταξύ μιας τραγικής ηθικής και μιας ηθικής των πληβείων. Η τραγική ηθική ενός πολιτισμού γνωρίζει και κατανοεί τη βαρύτητα του είναι, αλλά από αυτήν αντλεί το συναίσθημα της περηφάνειας να φέρει αυτό το βάρος. Έτσι αισθανόταν ο Αισχύλος, ο Σαίξπηρ και οι στοχαστές της βραχμανικής φιλοσοφίας, έτσι ο Δάντης και ο γερμανικός καθολικισμός. Αυτό λέει το άγριο μαχητικό χορικό (Choral) του λουθηρανισμού: «Ένα γερό κάστρο είναι ο Θεός μας», αυτό αντηχεί ακόμη και στη μασσαλιώτιδα. Η ηθική των πληβείων, που εκφράστηκε από τον Επίκουρο και τη Στοά, από τις αιρέσεις της βουδιστικής εποχής, όπως και κατά τον 19ο αιώνα, ετοιμάζει ένα σχέδιο μάχης για να παρακάμψει το πεπρωμένο. Ό,τι έκανε ο Αισχύλος μεγάλο ή Στοά το έκανε μικρό. Δεν ήταν πια ή πλησμονή, αλλά  η φτώχεια, η ψυχρότητα και το κενό της ζωής. Και οι Ρωμαίοι επέτειναν απλώς αυτή τη διανοητική ψυχρότητα, αυτό το κενό σε βαθμό μεγαλοπρέπειας. Η ίδια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο ηθικό πάθος των μεγάλων δασκάλων του μπαρόκ, του Σαίξπηρ, του Μπαχ, του Κάντ, του Γκαίτε, στην ανδρική βούληση για εσωτερική κυριαρχία πάνω στα φυσικά πράγματα, διότι τα θεωρεί κανείς πολύ κατώτερά του, και στη βούληση της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας για εξωτερικό παραμερισμό τους —με τη μορφή της πρόνοιας, της ανθρωπιάς, της παγκόσμιας ειρήνης, της ευτυχίας των περισσοτέρων—, διότι βλέπει κανείς τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με αυτά. Είναι και αυτό βούληση για δύναμη, σε αντίθεση προς την αρχαία ανοχή του αναπόφευκτου που υπάρχει και σε αυτή τη βούληση πάθος και τάση πρός το άπειρο, αλλά υφίσταται μια διαφορά ανάμεσα στη μεταφυσική και την υλική μεγαλοσύνη κατά την υπέρβαση. Λείπει το βάθος, αυτό που ο παλαιότερος άνθρωπος αποκαλούσε Θεό. Η φαουστική αίσθηση του κόσμου, που εστιάζεται στην πράξη και χαρακτήριζε κάθε μεγάλο άνθρωπο από τους Στάουφερ και τους Γουέλφους μέχρι τον Φρειδερίκο τον Μέγα, τον Γκαίτε και τον Ναπολέοντα, έγινε μια ρηχή φιλοσοφία της εργασίας, ενώ για την εσωτερική της αξία είναι αδιάφορο αν την υπερασπίζεται κανείς ή την καταδικάζει. Η χαρακτηριστική για τον πνευματικό πολιτισμό έννοια της πράξης και η επίσης χαρακτηριστική για τον τεχνικό πολιτισμό έννοια της εργασίας σχετίζονται μεταξύ τους όπως η στάση του αισχύλειου Προμηθέα προς τη στάση του Διογένη. Ο πρώτος ήταν υπομονητικός, ο δεύτερος οκνηρός. Ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ, ο Νεύτων συνδέονται με επιστημονικά κατορθώματα, με μεγάλες πράξεις, ο σύγχρονος φυσικός εκτελεί επιστημονική εργασία. Η ηθική των πληβείων στη βάση της καθημερινής ζωής και του «κοινού νου» είναι αυτή που, παρ’ όλα τα μεγάλα λόγια που εκστομίσθηκαν από τον Σοπενχάουερ μέχρι τον Σώ, βρίσκεται πίσω από κάθε θεώρηση της ζωής.

Έτσι λοιπόν κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του τρόπο να σβήνει ψυχικά, και μάλιστα μόνον εκείνων τον ένα που προκύπτει με βαθύτατη αναγκαιότητα από ολόκληρη τη ζωή του. Για τον ίδιο λόγο ο βουδισμός, ο στωικισμός και ο σοσιαλισμός είναι από μορφολογική άποψη ισότιμα φαινόμενα ενός τελικού σταδίου. Τέτοιος είναι όντως και ο βουδισμός, το βαθύτερο νόημα του οποίου παρανοείται συνεχώς μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται για ένα πουριτανικό κίνημα όπως λόγου χάρη το Ισλάμ και ο Ιανσενισμός, δεν είναι μια μεταρρύθμιση όπως το διονυσιακό ρεύμα απέναντι στον απολλωνισμό, δεν είναι μια νέα θρησκεία, δεν είναι καν θρησκεία όπως εκείνη των Βεδών και του απόστολου Παύλου[1], αλλά μια τελευταία καθαρά πρακτική διάθεση απέναντι στον κόσμο, χαρακτηριστική για τους κουρασμένους ανθρώπους της μεγαλούπολης, οι οποίοι έχουν έναν τελειωμένο πνευματικό πολιτισμό πίσω τους, αλλά δεν έχουν εσωτερικό μέλλον μπροστά τους. Συνιστά το βασικό συναίσθημα του Ινδικού πολιτισμού και για τον ίδιο λόγο είναι «ταυτόχρονος» και ισότιμος του στωικισμού και του σοσιαλισμού. Η πεμπτουσία αυτού του απολύτως κοσμικού, όχι μεταφυσικού φρονήματος υπάρχει στο περίφημο κήρυγμα στο Μπενάρες, στις «τέσσερις ιερές αλήθειες για τον πόνο», με το οποίο ο φιλοσοφών πρίγκιπας απέκτησε τους πρώτους οπαδούς του. Οι ρίζες αυτών των αληθειών βρίσκονται στην ορθολογιστική-αθεϊστική φιλοσοφία σάνκυα, η κοσμοθεωρία της οποίας προϋποτίθεται, όπως ακριβώς η κοινωνική ηθική του 19ου αιώνα προέρχεται από την αισθησιαρχία και τον υλισμό του 18ου και η Στοά, παρά τη ρηχή αξιοποίηση του Ηράκλειτου, προέρχεται από τον Πρωταγόρα και τους σοφιστές. Η παντοδυναμία του λόγου είναι σε κάθε περίπτωση η αφετηρία όλων των ηθικών σκέψεων. Για θρησκεία, εάν με αυτή εννοούμε την πίστη σε μεταφυσικά πράγματα, δεν γίνεται λόγος. Τίποτε δεν μπορεί να είναι τόσο ξένο προς τη θρησκεία όσο αυτά τα συστήματα στην αρχική τους μορφή. Εδώ δεν μας ενδιαφέρουν οι μετεξελίξεις τους στα μεταγενέστερα στάδια του τεχνικού πολιτισμού.

Ο βουδισμός απορρίπτει κάθε σκέψη για τον θεό και τα κοσμικής εμβέλειας προβλήματα. Μόνον ο εαυτός, μόνον η διευθέτηση της πραγματικής ζωής είναι σημαντικά ζητήματα γι’ αυτόν. Δεν αναγνωρίζει επίσης καμία ψυχή. Όπως στη σημερινή δυτική Ευρώπη οι ψυχολόγοι -μαζί τους και οι «σοσιαλιστές»- ξεμπερδεύουν τον εσωτερικό άνθρωπο θεωρώντας τον μια δέσμη αισθήσεων και συσσώρευση χημικοηλεκτρικών μορφών ενέργειας, έτσι τον απορρίπτει και ο Ινδός ψυχολόγος της εποχής του Βούδα. Ο δάσκαλος Ναγασένα αποδεικνύει στον βασιλιά Μιλίντα ότι όπως τα μέρη της άμαξάς του δεν είναι η ίδια η άμαξα και ότι «άμαξα» είναι απλώς μια λέξη, έτσι έχουν τα πράγμα­τα και στην περίπτωση της ψυχής. Τα ψυχικά στοιχεία χαρακτηρίζον­ται ως σκάνδας, σωροί, που είναι φθαρτοί. Ανάλογες είναι οι αντιλή­ψεις της ψυχολογίας των συνειρμών. Υπάρχει πολύς υλισμός στη διδα­σκαλία του Βούδα[2]. Όπως ο Στωικός οικειώνεται την ηρακλείτεια έννοια του Λόγου για να της δώσει μια ρηχή, υλική μορφή, όπως ο σοσιαλιστής στις δαρβινιστικές βάσεις τον δίνει μια εξωτερική, μηχανική μορφή στη βαθιά έννοια της εξέλιξης του Γκαίτε (μέσω του Χέγκελ), έτσι κάνει και ο βουδισμός με τη βραχμανική έννοια κάρμαν [ή κάρμα], μια σχεδόν ακατανόητη για τη σκέψη μας αντίληψη για ένα ενεργητικά τελειοποιούμενο είναι, το οποίο αρκετοί έχουν παρουσιάσει εντελώς υλιστικά ως μια μεταβαλλόμενη ύλη του κόσμου.

Μπροστά μας έχουμε τρείς μορφές μηδενισμού, υπό τη νιτσεϊκή έννοια του όρου. Τα ιδανικά του χθες, οι θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, κρατικές μορφές που αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες έχουν καταργηθεί, αλλά αυτή η τελευταία πράξη του πολιτισμού, η αυτοάρνησή του εκφράζει ακόμη μια φορά το πρωτογενές σύμβολο ολόκληρης της ύπαρξής του. Ο φαουστικός μηδενιστής, τόσο ο Ίψεν όσο και ο Νίτσε, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Βάγκνερ, συντρίβει τα ιδανικά· ο απολλώνειος μηδενιστής, τόσο ο Επίκουρος όσο και ο Αντισθένης και ο Ζήνων, τα αφήνει να διαλύονται μπροστά στα μάτια του· ο Ινδός μηδενιστής τα εγκαταλείπει αποσυρόμενος στον εαυτό του. Ο στωικισμός είναι προσανατολισμένος προς τη συμπεριφορά του ατόμου, προς ένα αγαλματώδες, καθαρά παρόν είναι, χωρίς σχέση με το μέλλον και το παρελθόν, ή απέναντι σε άλλους. Ο σοσιαλισμός είναι η δυναμική θεώρηση του ίδιου θέματος: η ίδια υπεράσπιση, που δεν αφορά τη στά­ση του ατόμου, αλλά τις συνέπειες της ζωής, ενώ είναι στραμμένος αποφασιστικά προς καθετί μακρινό, προς ολόκληρο το μέλλον και ολό­κληρη τη μάζα ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να υποβληθούν σε μια και την αυτή μέθοδο. Ο βουδισμός, τον οποίο μόνον ένας ερασιτέχνης θρη­σκειολόγος μπορεί να συγκρίνει με τον χριστιανισμό[3], δύσκολα μπορεί να περιγραφεί με όρους των δυτικών γλωσσών. Είναι όμως επιτρεπτό να μιλούμε για μια στωική νιρβάνα παραπέμποντας στη μορφή του Διογένη· δικαιολογημένη είναι και η έννοια μιας σοσιαλιστικής νιρβάνας, εφόσον λάβουμε υπόψη τη φυγή από τον αγώνα για την ύπαρξη, όπως την παρουσιάζει, μεταμφιεσμένη στα συνθήματα παγκόσμια ειρήνη, ανθρωπιά και συναδέλφωση όλων των ανθρώπων, η ευρωπαϊκή κόπωση. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν φθάνει μέχρι την τρομακτικά βαθιά έννοια της βουδιστικής νιρβάνας. Η ψυχή των παλαιών πολιτισμών, στις τελευταίες εκλεπτύνσεις της και καθώς πεθαίνει, φαίνεται σαν να ζηλεύει τον εσώτατο πυρήνα της, το μορφολογικό της περιεχόμενο, το πρωτογενές σύμβολό της που γεννήθηκε μαζί της. Στον βουδισμό δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να είναι «χριστιανικό» ούτε στον στωικισμό κάτι που εμφανίζεται και στο Ισλάμ τού 1000 μ.Χ., κανένα κοινό σημείο μεταξύ τού Κομφούκιου και του σοσιαλισμού. Η πρόταση: si duo faciunt idem, non est idem [όταν δύο (άνθρωποι) κανούν το ίδιο, δεν είναι το ίδιο], η οποία θα έπρεπε να είναι το έμβλημα κάθε ιστορικής θεώρησης που ασχολείται με το ζωντανό και ουδέποτε επαναλαμβανόμενο γίγνεσθαι και όχι με αποτελέσματα του γίγνεσθαι, τα οποία μπορούν να συλληφθούν λογικά, αίτιοκρατικά και αριθμητικά, ισχύει εντελώς ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτών των εκδηλώσεων που σφραγίζουν το τέλος ενός πολιτισμού ως κινήματος. Σε όλους τους τεχνικούς πολιτισμούς ένα είναι διαπνεόμενο από μια ψυχή δίνει τη θέση του σε ένα είναι διεπόμενο από ένα πνεύμα, αλλά αυτό το πνεύμα έχει σε κάθε περίπτωση τη δική του δομή και υπόκειται στη μορφολογική γλώσσα μιας δικής του συμβολικής. Ειδικά λόγω της μοναδικότητας του είναι, που ενεργώντας στο ασυνείδητο δημιουργεί αυτά τα όψιμα μορφώματα της ιστορικής επιφάνειας, η συγγένειά τους σύμφωνα με την ιστορική βαθμίδα  έχει αποφασιστική σημασία. Αυτά που εκφράζουν είναι διαφορετικά, αλλά το γεγονός ότι τα εκφράζουν έτσι τα σημαδεύει ως «ταυτόχρονα». Στωική φαίνεται η παραίτηση του Βούδα, βουδιστική ή στωική παραίτηση από την πλήρως αποφασιστική ζωή. Τη σχέση ανάμεσα στην κάθαρση του αττικού δράματος και την ιδέα της νιρβάνας την επισημάναμε ήδη πιο πάνω. Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ηθικός σοσιαλισμός, αν και αφιέρωσε ήδη έναν αιώνα για τον πλήρη σχηματισμό του, ακόμη και σήμερα δεν έχει φθάσει σε μια καθαρή, σκληρή, «στωική» μορφή, που θα είναι η οριστική του. Οι επόμενες δεκαετίες ενδέχεται να του δώσουν την ώριμη μορφή, όπως εκείνη που είχε δώσει στη Στοά ο Χρύσιππος. Αλλά ήδη σήμερα —στους ανώτερους, πολύ στενούς κύκλους— μοιάζει στωική η τάση του για αυτοπειθαρχία και αυταπάρνηση, μέσα από τη συνείδηση ενός μεγάλου προορισμού, το ρωμαϊκό-πρωσικό, ελάχιστα λαϊκό στοιχείο του, ενώ βουδιστική φαίνεται ή περιφρόνησή του προς μια στιγμιαία άνεση, προς το carpe diem [καρπώσου τη μέρα, απόλαυσε τη στιγμή]· επικούρειο φαίνεται ασφαλώς το λαϊκό ιδανικό, στο οποίο και μόνο οφείλει την επίδραση τον προς τα κατώτερα και ευρύτερα στρώματα, εκείνη η λατρεία της ηδονής, όχι του ατόμου για τον εαυτό του, αλλά μεμονωμένων ατόμων στο όνομα της ολότητας.

Κάθε ψυχή έχει θρησκεία, κάτι που είναι απλώς μια άλλη λέξη για την ύπαρξη. Όλες οι ζωντανές μορφές έκφρασής της, όλες οι τέχνες, οι διδασκαλίες, τα ήθη και έθιμα, όλοι οι μεταφυσικοί και μαθηματικοί μορφολογικοί κόσμοι, κάθε διακοσμητικό στοιχείο, κάθε στύλος, κάθε στίχος, κάθε ιδέα, κατά βάθος έχουν και δεν μπορούν να μην έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Στο εξής αυτό είναι αδύνατο. Η ουσία όλου του πνευματικού πολιτισμού είναι θρησκεία· κατά συνέπεια η ουσία όλου του τεχνικού πολιτισμού είναι αθρησκία. Είναι και αυτές δυο λέξεις για το ίδιο φαινόμενο. Οποίος δεν το νοιώθει στη δημιουργία του Μανέ έναντι του Βελάσκεθ, του Βάγκνερ έναντι του Χάιντν, του Λυσίππου έναντι του Φειδία, του Θεόκριτου έναντι του Πινδάρου δεν κατανοεί την καλύτερη πλευρά της τέχνης. Θρησκευτική είναι η αρχιτεκτονική του ροκοκό ακόμη και στις πιο κοσμικές της δημιουργίες. Άθρησκα είναι τα οικοδομήματα των Ρωμαίων, ακόμη και οι ναοί των θεών. Το Πάνθεον, εκείνο το πρωτογενές τέμενος (τζαμί) με την εμφαντικά μαγική αίσθηση του θεού στο εσωτερικό του, είναι το μοναδικό δείγμα μιας γνησίως θρησκευτικής αρχιτεκτονικής που πέρασε στην παλαιά Ρώμη. Οι ίδιες οι κοσμοπόλεις σε σχέση με τα παλαιά πολιτιστικά κέντρα, ή Αλεξάνδρεια έναντι της Αθήνας, το Παρίσι έναντι της Μπόργε (Μπρύζ), το Βερολίνο έναντι της Νυρεμβέργης, είναι άθρησκες (ή αθρησκία δεν πρέπει να συγχέεται με την αντιθρησκευτικότητα) μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, τη ρυμοτομία, τη γλώσσα, τον στεγνά ευφυή χαρακτήρα των προσώπων.[4] Και άθρησκες, άψυχες είναι κατ’ αυτά επίσης αυτές οι ηθικές διαθέσεις έναντι του κόσμου, που ανήκουν οπωσδήποτε στη μορφολογική γλώσσα των κοσμοπόλεων. Ο σοσιαλισμός είναι το φαουστικό συναίσθημα της ζωής που έγινε άθρησκο· αυτό λέει και ο δήθεν («αληθινός») χριστιανισμός τον οποίο αρέσκεται να αναφέρει ο Άγγλος σοσιαλιστής εννοώντας ένα είδος «ηθικής χωρίς δόγμα». Άθρησκοι είναι ο στωικισμός και ο βουδισμός σε σχέση με την ορφική και τη βεδική θρησκεία, και είναι εντελώς δευτερεύον αν ο Ρωμαίος Στωικός εγκρίνει και ασκεί τη λατρεία του αυτοκράτορα, αν ο όψιμος  βουδιστής αμφισβητεί από πεποίθηση τον αθεϊσμό του, αν ο σοσιαλιστής αποκαλεί τον εαυτό του θρησκευτικά αδέσμευτο ή «εξακολουθεί να πιστεύει στον Θεό».

Αυτή η εξάλειψη της ζωντανής εσωτερικής θρησκευτικότητας, που σιγά σιγά διαμορφώνει και καλύπτει και το πιο ασήμαντο χαρακτηριστικό της ύπαρξης, εμφανίζεται στην ιστορική εικόνα του κόσμου ως στροφή του πνευματικού πολιτισμού προς τον τεχνικό πολιτισμό, ως κλιμακτήριος του πνευματικού πολιτισμού, όπως την αποκάλεσαν παλαιότερα, ως το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας άλλης, όπου η ψυχική γονιμότητα ενός τύπου ανθρώπου έχει εξαντληθεί για πάντα και η δημιουργική γέννηση δίνει τη θέση της στην κατασκευή. Η λέξη στειρότητα, αν τη νοήσουμε με όλο το αρχικό της σημασιολογικό βάρος, χαρακτηρίζει όλο το πεπρωμένο του εγκεφαλικού ανθρώπου της κοσμόπολης, και μία από τις πιό σημαντικές πλευρές της ιστορικής συμβολικής είναι ότι αυτή η στροφή δεν εκφράζεται μόνο με την εξάλειψη της μεγάλης τέχνης, των κοινωνικών μορφών, των μεγάλων συστημάτων της σκέψης, του μεγαλόσχημου ύφους γενικά, αλλά και εντελώς σωματικά, στην ατεκνία και τον φυλετικό θάνατο των τεχνικά πολιτισμένων στρωμάτων που αποκόπηκαν από την ύπαιθρο, ένα φαινόμενο που προσέχθηκε και θρηνήθηκε πολύ στην αυτοκρατορική περίοδο της Ρώμης και της Κίνας, αλλά κατ’ ανάγκη δεν μετριάσθηκε. [5]

—— ○ ——

Απόσπασμα από το βιβλίο: Oswald Spengler, Η Παρακμή της Δύσης, Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας, 1ος Τόμος, Μορφή και πραγματικότητα, εκδ. Τυπωθήτω – Δαρδανός, Αθήνα 2004.


*η σωστή διατύπωση είναι «κατηγορική προσταγή», ωστόσο επειδή στο βιβλίο (σελ. 476) ο όρος αναφέρεται ως «κατηγορηματική προσταγή» επιλέξαμε να τον μεταφέρουμε ως έχει στην έκδοση.

[1] 387. Μόνο πολύ αργότερα, μετά από αιώνες, γεννήθηκε από τη βουδιστική θεώρηση της ζωής, η οποία δεν αναγνωρίζει ούτε έναν Θεό ούτε μια μεταφυσική, με αναδρομές στην προ πολλού απολιθωμένη βραχμανική θεολογία και, πέρα από αυτή, στις πιο παλαιές λαϊκές μορφές λατρείας, μια θρησκεία φελλάχων. Πρβλ. β’ τ., σελ. 385 κ.ε., 392 κ.ε.

[2] Εννοείται ότι κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του υλισμό, ο οποίος εξαρτάται σε όλες τις  λεπτομέρειες από τη συνολική του αίσθηση του κόσμου.

[3] Θα πρέπει μάλιστα να πούμε με ποιόν χριστιανισμό, αν εννοούμε εκείνον των πατέρων της Εκκλησίας ή τον άλλον των Σταυροφοριών, διότι πρόκειται για δύο διαφορετικές θρησκείες υπό τον ίδιο δογματικό-λατρευτικό μανδύα. Την ίδια έλλειψη ψυχολογικής ευαισθησίας δείχνει η προσφιλής σύγκριση του σημερινού σοσιαλισμού με τον πρωτοχριστιανισμό.

[4] Πρέπει να προσέξουμε την εμφανή ομοιότητα πολλών ρωμαϊκών κεφαλιών με εκείνα των σημερινών ρεαλιστικά προσανατολισμένων ανθρώπων αμερικανικού τύπου και, αν και όχι τόσο καθαρά, με πολλά κεφάλια αιγυπτιακών προσωπογραφιών της νέας αυτοκρατορίας. Πρβλ. β’τ., σελ. 129-130,

[5] Πρβλ. β’ τ., σελ. 130 κ.έ.