Μτφρ.: Αλέξανδρος Μπριασούλης, επιμ.: Γιώργος Κουτσαντώνης / πηγή: pangea.news
Ίσως η αγάπη να είναι η μοναδική υπακοή.
Στο Δευτερονόμιο, η αγάπη του Θεού είναι συνυφασμένη με το φόβο: «…για να φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου…» (ΔΤ 6,2). Αγαπάμε πάντα με το φόβο ότι ο αγαπημένος θα μας εγκαταλείψει, κι αυτή είναι η πραγματική τιμωρία, ότι ο Θεός θα απομακρυνθεί, κι όχι ότι θα μας τιμωρήσει γιατί η τιμωρία είναι κι αυτή μια μορφή αγάπης, είναι μια αποκατάσταση της επαφής. Δεν αγαπάμε με κατεβασμένο κεφάλι, αλλά στην κόψη του ξυραφιού.
Η πρωταρχική εντολή: «καὶ ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου.» (ΔΤ 6,5). Ο Θεός όμως δεν είναι ποινικός κώδικας, δεν αρκεί να τον υπακούς για να Τον έχεις δίπλα σου. Η εντολή δεν είναι κανόνας, άλλα ένα μάντρα, λόγος προς βρώση και πόση καθημερινή που μας καταβροχθίζει με τη σειρά του απ’ το λίκνο της γλώσσας. «Κι αυτά τα λόγια, που εγώ σήμερα σε προστάζω, θα είναι στην καρδιά σου· και θα τα διδάσκεις με επιμέλεια στα παιδιά σου, και θα μιλάς γι’ αυτά όταν κάθεσαι στο σπίτι σου, όταν περπατάς στον δρόμο, και όταν πλαγιάζεις, και όταν σηκώνεσαι. Θα τα δέσεις στο χέρι σου σαν σημάδι και υπενθύμιση, θα είναι τα κρεμαστά στολίδια ανάμεσα στα μάτια σου. Και θα τα γράψεις στις παραστάδες του σπιτιού σου, κι επάνω στις πόρτες σου.» (ΔΤ 6, 6-9). Η νόρμα είναι μαγεία, είναι λόγος που προστατεύει τον οίκο και καθοδηγεί το βήμα.
Το Ευαγγέλιο είναι ο τόπος των προκλήσεων, εκεί όπου εκρήγνυνται όλα τα ερωτήματα. Πολύ παλαιότερα, οι άνθρωποι κοντοστέκονταν καμιά φορά εν τω μέσω της οδού για να αναρωτηθούν πώς πρέπει να ζει κανείς, τί είναι ο θάνατος, τί μας περιμένει μετά, ποιά είναι η υφή του Θεού και πώς Αυτός ρίχνει τις ρίζες του στη σάρκα του κόσμου. Από τότε που ο άνθρωπος ταυτίστηκε με το χρήμα, τη λογική του «αξίζεις όσο κερδίζεις», δεν μιλάμε για τίποτε άλλο παρά για οικονομία, για ό,τι μετράει πραγματικά, για τη ζωή και το θάνατο, δεν ξέρουμε πλέον τίποτα.
O γραμματεύς, σύμβολο του επαγγελματία διανοούμενου, σταματά τον Ιησού και τον προκαλεί. Σχετικά με τις πιο σημαντικές εντολές, ο Ιησούς επαναλαμβάνει τα λόγια της Παλαιάς Διαθήκης: πρέπει να αγαπάμε τον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, όπως διδάσκει το Δευτερονόμιο, και τον πλησίον μας ως εαυτόν, όπως διδάσκει το Λευιτικόν. Όπως πάντα, δεν μετράνε οι κανόνες -πράγματα μάταια που τα παίρνει ο άνεμος- αλλά η μορφή με την οποία αυτοί ενσαρκώνονται. Ο Ιησούς οδηγεί στην υπερβολή και τις δύο εντολές. Γιατί η αγάπη ταυτίζεται με το θάνατο: αγαπάμε μέχρι θανάτου, μέχρι να πεθάνουμε από αγάπη (στα λόγια του ευαγγελιστή Μάρκου ας προσθέσουμε κι αυτά του Ιωάννη: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ.» (Ιωαν. 15, 13)
Η αγάπη προς τον πλησίον δεν είναι μια ηθική ψευτοκαλοσύνη που κοστίζει μερικά δίφραγκα ή ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη αυτού που υποφέρει. Ο πλησίον προκαλεί φόβο, τρομοκρατεί. Ο πλησίον είναι το άγνωστο και το απρόβλεπτο: ο φίλος, ο ξένος, το ζώο, το φυτό, ο αυτόχειρας, ο ηλίθιος, ο μισητός. Αυτή η αγάπη που φροντίζει, που ενσωματώνει τον πόνο του άλλου στον δικό μου και δεν με αφήνει σε ησυχία μέχρι να τον απορροφήσει εντελώς, αυτή η αγάπη σημαίνει να δίνεις μια καινούρια ευκαιρία στον καταραμένο. Όμως η αγάπη που ξεπερνά την κρίση δεν είναι μια καλόβουλη άφεση αμαρτιών. Η αγάπη είναι υποχρέωση.
Για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον, πρέπει πρώτα να αγαπάμε εαυτούς. Το να αγαπάμε εαυτόν σημαίνει να έχουμε το θάρρος να κάνουμε θρύψαλα το εγώ και να αντιμετωπίσουμε το κτήνος. Να σπάσουμε τον καθρέφτη και να δαμάσουμε την ύαινα που τριγυρνά λυσσασμένη στα σπλάχνα μας. Να αγαπάμε εαυτόν σημαίνει να γίνουμε αυστηροί, να ακονίσουμε τα όπλα μας και να αγαπήσουμε την τελειότητα και το όριο. Το να αγαπάς σημαίνει να φροντίζεις. Βλέπουμε στο λεξικό: η «φροντίδα» είναι η συστηματική, συνεχής επαγρύπνηση, η αφοσίωση της σκέψης ή και της δραστηριότητας από ενδιαφέρον, αγάπη, έγνοια…να είμαστε πάντα σε εγρήγορση, διαποτισμένοι από μια αδιάκοπη ανησυχία. Η αγάπη είναι μια δύσκολη μαθητεία. Κατόπιν θα μπορέσουμε να αγαπήσουμε και τον πλησίον.
Κατά τ’άλλα, είναι η έμφυτη τάση του ανθρώπου να επιθυμεί το καλό του άλλου -μόνο αν εσύ είσαι καλά είμαι κι εγώ ευτυχής, αλλιώς κάτι πληγώνει την ευτυχία μου.
Η αγάπη είναι μια πράξη απερίσκεπτη που οι περισσότεροι την εκλαμβάνουν ως προσβολή – γιατί; Γιατί προτιμούν να κρατούν τα κοινωνικά προσχήματα, τον σεβασμό στους κανόνες. Η αγάπη δεν είναι όμως πολιτικό καθήκον, αλλά αυτό που ξεγυμνώνει και διαβρώνει τα πρότυπα και τα υποδείγματα. Ο πρωταγωνιστής του Ντοστογιέφσκι στο «Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου», ξεκινά από μια αρρωστημένη κατάσταση («Είμαι ένας γελοίος. Τώρα λένε όλοι ότι έχω τρελαθεί») για φτάσει στην αποκάλυψη: «Δεν θέλω ούτε και μπορώ να πιστέψω ότι το κακό είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου». Ο γελοίος, αφού γλύτωσε από την αρρώστια του μηδενισμού, κατάλαβε ότι «το ουσιαστικό είναι ένα: να αγαπάς τους άλλους ως εαυτόν, ιδού η μόνη ουσία και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό». Κι όμως αυτοί οι άλλοι, οι άνθρωποι, οι φίλοι, τα άνθη της καλής κοινωνίας που τον ονόμαζαν τρελό όταν έλεγε ότι τίποτα δεν έχει νόημα, συνεχίζουν να τον αποκαλούν τρελό τώρα που φωνάζει ότι όλα είναι άξια αγάπης. «Λένε ότι τά ‘χω χάσει», λέει αυτός, «αλλά αυτούς που γελάνε μαζί μου εγώ τους αγαπώ περισσότερο». Ιδού η αλήθεια: να αγαπάς αυτούς που σε κοροϊδεύουν. Τί αγάπη βίαιη, επιθετική κι αδάμαστη! Μόνο αν σε αγαπούν μπορείς να αγαπήσεις τα πάντα και να μετατρέψεις το κακό σε άρτο.
O γραμματεύς συνομιλεί με το Ιησού σχετικά με την πρώτη μόνο εντολή, την αγάπη προς τον Θεό -για τη δεύτερη σιωπά. Αποχωρεί ικανοποιημένος που επιβεβαίωσε τις πεποιθήσεις του. Λίγο αργότερα ο Ιησούς εκτοξεύει το ανάθεμα εναντίον των γραμματέων, δηλαδή των διανοούμενων που ρίχνουν τον πολιτισμό λίπασμα στο χωράφι του κακού: «Βλέπετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοῖς δείπνοις· οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι, οὗτοι λήμψονται περισσότερον κρίμα.» (Μαρκ. 12, 38-40) Το απόσπασμα κλείνει με τρόπο ασαφή: «..καὶ οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι» (Μαρκ. 12, 34). Η αγάπη με την οποία απαντά ο Ιησούς εξουδετερώνει κάθε άλλο ερώτημα. Τώρα πρέπει να τον ακολουθήσουμε, να σιωπήσουμε και να ζητιανέψουμε αγάπη. Όταν κανείς συναντά τον αγαπημένο δεν τον ανακρίνει. Τον αγκαλιάζει.