Ο Reinhart Koselleck (1923-2006) υπήρξε εκ των βασικών εισηγητών και θεμελιωτών του επιστημονικού κλάδου της Ιστορίας των Εννοιών (Begriffsgeschichte) και θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος ιστορικός της μεταπολεμικής Γερμανίας. Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από ένα ευρύτερο κείμενο του Θεόδωρου Ντρίνια, με τίτλο «Αναζητώντας τις ρίζες της παθογένειας της σύγχρονης κοινωνίας. Η συμβολή του Reinhart Koselleck», το οποίο δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 2 του περιοδικού Respublica. Το κείμενο αποτελούσε ουσιαστικά την επισκόπηση του πρώτου μείζονος έργου του Koselleck, «Kritik und Krise. Eine Studie zur Pathogenese der bürgerlichen Welt. (Κριτική και κρίση. Μια μελέτη της παθογένειας του αστικού κόσμου)», το οποίο στην πραγματικότητα ήταν η διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το 1954.

***

[…] Ο Koselleck δεν χάνει ευκαιρία να επισημαίνει με επιμονή ότι ήταν κάτω από την προστασία του απολυταρχικού Κράτους όπου η αναδυόμενη αστική κοινωνία μπόρεσε να θεμελιώσει και να αναπτύξει τους διακριτούς θεσμούς της, μακριά από τη θρησκευτική εκδικητικότητα των Εκκλησιών και τη μνησικακία της φθίνουσας παλαιάς αριστοκρατίας. Ένα από τα πιο συναρπαστικά σημεία της μελέτης του είναι η εκτενής ανάλυση των πρώτων καθαρόαιμων αστικών θεσμών: των μασονικών στοών και της Δημοκρατίας των Γραμμάτων (Respublica literaria).

Στις μασονικές στοές η αστική τάξη απέκτησε τη δική της κοινωνική έκφραση, συχνά έλκοντας και τμήματα της παραδοσιακής αριστοκρατίας των ευγενών. Εκεί, ευγενείς, επιχειρηματίες, αστοί κύριοι και τεχνίτες συναναστρέφονταν ισότιμα, χωρίς τους κοινωνικούς διαχωρισμούς της φεουδαρχικής κοινωνίας. Μέσα στη στοά ήταν ελεύθεροι να δρουν, να σχεδιάζουν και να πράττουν χωρίς να είναι υπήκοοι κανενός. Επομένως, ακόμα σημαντικότερη από την κοινωνική εξίσωση ήταν η έμμεση πολιτική λειτουργία των στοών, δηλαδή η απόρριψη της δυνατότητας του απολυταρχικού Κράτους να ορίζει τις πράξεις των αστών, έστω μόνο μέσα στη στοά. Εκεί, σε συνθήκες αυστηρής μυστικότητας, πραγματώνεται η αστική ελευθερία από το Κράτος. Είχε έρθει η ώρα όπου η προστασία του Κράτους μετατρέπεται σε προστασία από το Κράτος. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Koselleck, «η μυστική ελευθερία γίνεται το μυστικό της ελευθερίας». Κατ’ αναλογία της ατομικής συνείδησης, η οποία ήταν το καταφύγιο της ηθικής στο Χομπσιανό Κράτος, η μασονική στοά γίνεται ο κοινωνικός χώρος όπου η ηθική πραγματώνεται έξω από το Κράτος. Το μυστικό που υποτίθεται ότι διαφυλάσσουν οι τέκτονες γίνεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ηθικής και πολιτικής και ορίζει τον έσω χώρο πραγμάτωσης της ηθικής. Η ανερχόμενη αστική τάξη, μέσα στις στοές, δημιουργεί το δικό της μυστήριο απέναντι στα εκκλησιαστικά μυστήρια και εκείνα των διαδρόμων της απολυταρχικής κρατικής πολιτικής.

Από τις πιο οξυδερκείς στιγμές της ανάλυσής του, είναι εκείνες όπου ο Koselleck, παραθέτοντας πλήθος πηγών, περιγράφει τον πολιτικό χαρακτήρα της λειτουργίας των στοών. Ο απόλυτος διαχωρισμός ηθικής και πολιτικής και η φαινομενική απόρριψη της δεύτερης από τους τέκτονες δεν σημαίνει την απόρριψη της πολιτικής ως τέτοια, αλλά απόρριψη της κρατικής πολιτικής. Η προστατευμένη από το τεκτονικό μυστικό πραγμάτωση της ηθικής, σταδιακά μετατρέπεται σε ηθική επιτίμηση του ίδιου του Κράτους. Η απουσία από την πολιτική εν ονόματι της ηθικής, μετατρέπεται σε έμμεση πολιτική παρουσία. Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, πλησιάζει η ιστορική στιγμή όπου ο Lessing εξαπολύει τους ηθικούς μύδρους του στα τρία κακά που κρατάνε χωρισμένη την ανθρωπότητα: τα κράτη, τις κοινωνικές τάξεις και τις Εκκλησίες. Οι τέκτονες γίνονται οι άνθρωποι που υπακούοντας αποκλειστικά στον ηθικό νόμο και με μόνο μέσο τις αγαθές πράξεις τους (και όχι την επανάσταση, δηλαδή την εμπλοκή στην πολιτική) στρέφονται ενάντια στο «αναπόφευκτο κακό» του Κράτους. Η αναγκαστική υπακοή στους νόμους του Κράτους εξωτερικά, συνοδεύεται από την πλήρη ηθική του απονομιμοποίηση. Είναι εκείνη η ώρα, όπου διάφορες μασονικές σέκτες, όπως οι Ιλλουμινάτι στη Γερμανία (και υπό τις ιδιαίτερες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες των κατακερματισμένων γερμανικών κρατών), διατυπώνουν την άποψη της έμμεσης, σιωπηρής κατάληψης της κρατικής μηχανής από τους «ηθικούς ανθρώπους» που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν στο μη-βίαιο μαρασμό του «ανήθικου» απολυταρχικού Κράτους. Ξεκινώντας από τον απόλυτο διαχωρισμό ηθικής και πολιτικής, οι τέκτονες νιώθουν πια ότι φέρουν την ηθική νομιμοποίηση να ασκήσουν πολιτική εξουσία. Η ηθική γίνεται «η τέχνη που διδάσκει τους ανθρώπους πώς να κάνουν τους Πρίγκιπες και τα Κράτη αχρείαστους», σύμφωνα με μια μπροσούρα των Ιλλουμινάτι του 1744, από τις πάμπολλες που διατρέχει ο Koselleck στην έρευνά του.

***

Αν η μασονική στοά είναι ο χώρος όπου, μυστικά από το Κράτος, πραγματώνεται η αστική ελευθερία, η Δημοκρατία των Γραμμάτων είναι ο χώρος όπου αναδύεται το Βασίλειο της Κριτικής. Σ’ εκείνο το εκτεταμένο δίκτυο σαλονιών της καλής κοινωνίας, καφενείων, ακαδημιών, βιβλιοθηκών, θεατρικών σκηνών και άλλων αστικών χώρων ή στις απολήξεις των ταχυδρομικών δικτύων που πυκνώνουν εντός και ανάμεσα στις ηπείρους του γνωστού κόσμου, διανοούμενα μέλη των ποικίλων ομάδων που συναποτελούν την αστική τάξη, από διάφορα έθνη και μιλώντας διαφορετικές γλώσσες, άνδρες και για πρώτη φορά γυναίκες, συναντιούνται ισότιμα ή ανταλλάσσουν επιστολές και μπροσούρες, διαμορφώνοντας έναν ιδεατό χώρο στον οποίο, πέραν της πνευματικής κοινότητας των συμμετεχόντων, σφυρηλατείται ο κριτικός λόγος του Διαφωτισμού. Ο Koselleck παρακολουθεί τη διαδρομή της έννοιας της κριτικής από την αρχαιοελληνική της ετυμολογία και δια μέσω των αιώνων μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, όπου οριστικοποιείται η χρήση της ως «τέχνης του κρίνειν»˙ ως της ικανότητας να ξεχωρίζεις για κάθε περίσταση και κάθε πρόσωπο «το αληθινό από το ψευδές, το αυθεντικό από το κίβδηλο, το όμορφο από το άσχημο, το σωστό από το λάθος» και να καταλήγεις στην κατάλληλη κρίση. Επισημαίνει, δε, την καθοριστική συμβολή του Pierre Bayle, ο οποίος πάντρεψε την κριτική με τον ορθό λόγο,  μετατρέποντας την σε τέχνη του να φτάνεις σε κατάλληλα συμπεράσματα δια της ορθολογικής σκέψης και ανεξάρτητα από φιλολογικές, αισθητικές ή ιστορικές συνδηλώσεις. Συνεπώς, το υποκείμενο της κριτικής, ο ασκών την κριτική, ορθώνεται πάνω από τα διάφορα αντιπαρατιθέμενα μέρη, γίνεται λειτουργός του ορθού λόγου˙ μια αμερόληπτη αρχή προσανατολισμένη στο διαρκές ξεμασκάρεμα του λάθους και του ανορθόλογου, στη διαρκή αναζήτηση της αλήθειας που μένει να αποκαλυφθεί. Το πέρασμα στην έννοια της προόδου γίνεται το λογικό επακόλουθο αυτής της «κριτικής» απορρόφησης του παρόντος από τη μελλοντική «αποκάλυψη» της αλήθειας. Η πρόοδος γίνεται το modus vivendi της κριτικής.

Αν στις απαρχές της η κριτική του Διαφωτισμού επικεντρώνει τα βέλη της στο θρησκευτικό φανατισμό και ανορθολογισμό και οι κοινωνοί της δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώνουν τον καθαρά διανοητικό, απολιτικό και αμερόληπτο χαρακτήρα της, σταδιακά οι «κοσμικοί νόμοι», οι πολιτικές διακυβέρνησης του απολυταρχικού Κράτους, μπαίνουν στο στόχαστρο. Με τον αέρα της πνευματικής ανωτερότητας και της πολιτικής αμεροληψίας, οι αστοί διανοούμενοι του Διαφωτισμού οργανώνουν τη «δίκη του Κράτους». Μια δίκη στην οποία, όπως λέει ο Koselleck είναι ταυτόχρονα «κατήγοροι, δικαστές και ενδιαφερόμενα μέρη». Από το Βολταίρο και μετά, η αμφιθυμία αυτή γίνεται το σήμα κατατεθέν της διαφωτιστικής κριτικής: διακηρυκτικά και φαινομενικά μη-πολιτική και υπεράνω της πολιτικής ως καθαρά ορθολογική/διανοητική λειτουργία, αλλά στην ουσία της βαθιά πολιτική. Η κριτική δεν σταματάει πια μπροστά στην απολυταρχική εξουσία. Η κριτική «συλλαβίζει τον θάνατο των Βασιλέων». […]