Μτφρ: Γιώργος Κουτσαντώνης

Οι υπουργοί Εξωτερικών της Κίνας και του Ιράν υπέγραψαν, το περασμένο Σάββατο 27/03/2021, 25ετή συμφωνία συνεργασίας η οποία εντάσσεται σε μια ευρύτερη πρωτοβουλία γνωστή ως Belt and Road Initiative (BRI) που περιλαμβάνει και την Τουρκία. Με αφορμή την επικύρωση αυτής της συμφωνίας μεταφράζουμε παλαιότερο άρθρο, που αρχικά δημοσιεύτηκε από τη σελίδα Europa Atlantica, διότι προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για να κατανοήσουμε την τεράστια σημασία αυτής της υπογραφής, όχι μόνο για την ευρύτερη περιοχή της Κίνας του Ιράν και της Μέσης Ανατολής, αλλά και την Ελλάδα (ιδίως τα ελληνικά λιμάνια), την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Ταυτόχρονα σε εξέλιξη βρίσκεται και η επιχείρηση ομπρέλα γνωστή ως Free and Open Indo-Pacific (FOIP) με συνεργασίες χωρών όπως η Ιαπωνία και η Ινδία. Πράγματι τα τελευταία χρόνια, η περιοχή μεταξύ του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού έχει γίνει ένα από τα κύρια θέατρα της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκηνής. Ο όρος «Ινδό-Ειρηνική περιοχή» αντικατέστησε τον όρο «Ασιατική-Ειρηνική» και πλέον θεωρείται από τους σημαντικότερους κόμβους της παγκόσμιας οικονομίας και εμπορίου καθώς κι ένας από τους πιο δυναμικούς τομείς από γεωπολιτική άποψη – ένας δυναμικός πόλος που θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Σε αυτό τον κόσμο που αλλάζει ραγδαία και φαντάζει μακρινός, η Ελλάδα δεν βρίσκεται καθόλου μακριά, ενώ ο γεωπολιτικός ρόλος της, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστικός και ωφέλιμος για τη χώρα.

— / —

Γράφει ο Fabio Indeo (πηγή: Geopolitica.info)

Παρόλο που η Κίνα και το Ιράν υπέγραψαν κοινή στρατηγική συνεργασία το 2016, τους τελευταίους μήνες η Τεχεράνη και το Πεκίνο αποφάσισαν να ενισχύσουν περαιτέρω τις πολιτικές-διπλωματικές σχέσεις και τη συνέργειά τους στον τομέα της οικονομίας και της ασφάλειας, υπογράφοντας μια νέα συμφωνία τον Ιούλιο του 2020, η οποία επί του παρόντος εξακολουθεί να είναι υπό μορφή προσχεδίου ενώ μένει να επικυρωθεί τους επόμενους μήνες, μέσα στο 2021.

Αυτός ο κινέζο-ιρανικός γεωπολιτικός άξονας δημιουργεί βαθιές ανησυχίες μεταξύ των αραβικών πετρομοναρχιών στον Κόλπο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς θα ενίσχυε τον ρόλο του Ιράν στην περιοχή, επιτρέποντας επίσης στην Κίνα να εφαρμόσει περαιτέρω την γνωστή ως Πρωτοβουλία μιας Ζώνης και ενός Δρόμου/Belt and Road Initiative (BRI).

Από οικονομική άποψη, η Κίνα φαίνεται πρόθυμη να εφαρμόσει τις χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις του 2016, επενδύοντας 280 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη του ιρανικού ενεργειακού τομέα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πετροχημική βιομηχανία) και άλλα 120 δισεκατομμύρια δολάρια για υποδομές μεταφορών και στον κατασκευαστικό τομέα. Η Κίνα σε αντάλλαγμα θα αποκτήσει πετρελαϊκά προϊόντα σε μειωμένες τιμές, προμήθεια φυσικού αερίου για τα επόμενα 25 χρόνια, καθώς και συμμετοχή του Ιράν στο έργο «Σύγχρονος Δρόμος του Μεταξιού».

Σε αντίθεση με τις αραβικές πετρομοναρχίες, εξαρχής το Ιράν μαζί με την Τουρκία συμπεριλήφθηκαν ρητά στην κινεζική πρωτοβουλία BRI, ως κανάλια εμπορίου και logistics στον οικονομικό διάδρομο (σιδηροδρομικό και οδικό), Κίνας-Κεντρικής Ασίας-Δυτικής Ασίας. Στην πραγματικότητα, το Ιράν επωφελείται από την κεντρική γεωγραφική του θέση, χρήσιμη για τα κινέζικα σχέδια, ως εναλλακτικός κόμβος υλικοτεχνικής υποστήριξης (logistics) όσον αφορά τον διάδρομο Κίνα-Κεντρική Ασία-Καύκασος-Τουρκία-Ευρώπη (Trans-Caspian) και χαρακτηρίζεται από την ίδια πολυμεσική φύση, δηλαδή από το συνδυασμό σιδηροδρομικών και οδικών γραμμών με τις θαλάσσιες μεταφορές.

Με στόχο την εφαρμογή μιας στρατηγικής διαφοροποίησης των εμπορικών διαδρομών εντός της πρωτοβουλίας BRI, η Κίνα χρηματοδοτεί τον εκσυγχρονισμό της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ της Τεχεράνης και Μασάντ: η Exim Bank έχει χορηγήσει δάνειο 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ιρανικές αρχές για την ηλεκτροδότηση της γραμμής. Αυτή η σιδηροδρομική σύνδεση είναι σημαντική όχι μόνο για την εθνική κινητικότητα, αλλά κι ως θεμελιώδες κομμάτι του σιδηροδρομικού έργου που ονομάζεται “New Silk Road” που συνδέει το Urumqi (στην κινεζική Xinjiang) με την Τεχεράνη, διασχίζοντας τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, έναν διάδρομο που επιτρέπει τη μεταφορά εμπορευμάτων σε δύο εβδομάδες, σε σχέση με τις 45-50 ημέρες που απαιτούνται σήμερα μέσω θαλάσσιας μεταφοράς.

Παράλληλα με αυτόν τον παραδοσιακό γεω-οικονομικό διάδρομο υποδομών μεταξύ Ανατολής-Δύσης, το Ιράν μπορεί επίσης να προσφέρει τα λιμάνια του για την ανάπτυξη ενός διαδρόμου πολυμεσικών μεταφορών μεταξύ Βορρά και Νότου, που θα ανταποκρίνεται λειτουργικά στις αρχές διασύνδεσης στις οποίες βασίζεται η πρωτοβουλία BRI.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, το ιρανικό λιμάνι Chabahar αποτελεί εδώ και καιρό αντικείμενο ισχυρού γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας και Ινδίας, καθώς βρίσκεται στρατηγικά στον Κόλπο του Ομάν και επιτρέπει σε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, πετρελαιοφόρα ή υγραεριοφόρα πλοία να παρακάμπτουν το Στενό του Ορμούζ, κρίσιμος κόμβος στην περιοχή, ευάλωτος λόγω της άδηλης σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων περιφερειακών παραγόντων (Ιράν εναντίον Σαουδικής Αραβίας και ΗΑΕ). Από το 2016 η Ινδία συμμετέχει στην ανάπτυξη του λιμανιού του Chabahar, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί ως κόμβος διέλευσης στον Διεθνή Διάδρομο Μεταφορών Βορρά-Νότου (INSTC), που είναι σχεδιασμένος για τη σύνδεση λιμένων που βρίσκονται στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού και στον Περσικό Κόλπο με την Κασπία Θάλασσα (μέσω σιδηροδρομικού δικτύου), και στη συνέχεια επεκτείνεται στη Ρωσία μέχρι να φτάσει στην Ευρώπη.

Ωστόσο, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην εφαρμογή του έργου, από την πλευρά της Ινδίας, το Ιράν αποφάσισε να κινηθεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη στρατηγική σημασία της διασύνδεσης σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όσο και την ανάγκη εξεύρεσης μορφών συνεργασίας που θα του επιτρέπουν να μειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο των κυρώσεων από τις ΗΠΑ: Η Τεχεράνη ολοκλήρωσε τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το λιμάνι της πόλης Chabahar με την πόλη Zahedan, στα σύνορα του Αφγανιστάν, και έκανε ανοιχτό κάλεσμα στην Κίνα και το Πακιστάν να συμμετάσχουν στα σχέδια ανάπτυξης και υλοποίησης του Chabahar.

Επιπλέον, τον Μάιο του 2019 ο Ιρανός Υπουργός Εξωτερικών διατύπωσε μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την Κίνα -ως μέρος των στόχων της πρωτοβουλίας BRI- δηλαδή τη σύνδεση (οδική και μέσω σιδηροδρομικών γραμμών) του λιμανιού της Chabahar με το πακιστανικό στην πόλη Gwadar, θεμελιώδες στοιχείο του Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας-Πακιστάν – ένα κορυφαίο έργο της πρωτοβουλίας BRI – για την προώθηση του εμπορίου και της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή. Σύμφωνα με το κινέζικο πλάνο, το πακιστανικό λιμάνι Gwadar πρέπει να μετατραπεί σε κόμβος logistics μεταξύ της Αραβικής Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού, από τον οποίο θα ξεκινήσει ένας οικονομικός και ενεργειακός διάδρομος, μέσω της κατασκευής αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου έως τις επαρχίες της δυτικής Κίνας, μειώνοντας την εξάρτηση από τις θαλάσσιες διαδρομές και κυρίως αποφεύγοντας τη διέλευση μέσω των στενών Μαλάκκα μεταξύ της Μαλαισιανής χερσονήσου και του νησιού Σουμάτρα της Ινδονησία, ένα ακόμη στρατηγικό σημείο που είναι ευάλωτο στις γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ.

Η ενεργειακή διάσταση προορίζεται να έχει σημαντική βαρύτητα στη νέα συμφωνία μεταξύ Κίνας και Ιράν, δεδομένου ότι η Τεχεράνη κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο απόθεμα φυσικού αερίου στον κόσμο και το τέταρτο μεγαλύτερο σε πετρέλαιο: επίσης, στην περίπτωση αυτή, μια στρατηγική σύγκλιση συμφερόντων θα πίεζε τους δύο εταίρους να συνεργαστούν, καθώς η Κίνα θα βλέπει την ενεργειακή της ασφάλεια να ενισχύεται, διαφοροποιώντας περαιτέρω τους προμηθευτές της, ενώ το Ιράν θα επωφεληθεί από τις κινεζικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του ενεργειακού τομέα, κατανέμοντας τις εξαγωγές του σε μια οικονομία με πολύ υψηλή ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Μετά τις κυρώσεις που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα μείωσε δραστικά τις εισαγωγές πετρελαίου από το Ιράν (το οποίο παρείχε ημερησίως 2,5-2,7 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου στις διεθνείς αγορές), αυξάνοντας τις εισαγωγές από τη Σαουδική Αραβία που είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας και δεύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στην Κίνα μετά τη Ρωσία, με σκοπό τη μείωση των αιτιών γεωπολιτικής τριβής με την Ουάσινγκτον: για τους ίδιους λόγους, οι κινεζικές εταιρείες πετρελαίου Sinopec και η China National Petroleum Company έχουν αποσύρει τη συμμετοχή τους στο έργο για την ανάπτυξη της φάσης 11 του τεράστιου κοιτάσματος φυσικού αερίου South Pars (το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στον κόσμο, κοινόχρηστο με το Κατάρ το οποίο ονομάζει τμήμα North Dome) και το πετρελαϊκό κοίτασμα Yadavaran.

Η ανανεωμένη αυτή εταιρική σχέση Κίνας – Ιράν θα μπορούσε να ωθήσει την Κίνα να επικεντρώσει εκ νέου την προσοχή της στον περσικό ενεργειακό τομέα, εάν οι αμερικανικές κυρώσεις αποσυρθούν στο μέλλον, μειώνοντας την ασύμμετρη εξάρτησή της από τις Σαουδικές εισαγωγές και τις πετρομοναρχίες του Κόλπου γενικότερα. Ένα άλλο σχετικό θέμα συζήτησης, μεταξύ Τεχεράνης και Πεκίνου, αφορά την πιθανή πρόσβαση των Κινέζων στο λιμάνι του Jask, που βρίσκεται – όπως το λιμάνι Chabahar – πέρα ​​από τα στενά του Hormuz. Η Τεχεράνη σκοπεύει να συνεχίσει το φιλόδοξο σχέδιο δημιουργίας τερματικού σταθμού εξαγωγής πετρελαίου έως το 2021 (με αναμενόμενη επένδυση 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων) που θα επέτρεπε την παράκαμψη της διέλευσης μέσω Hormuz, αποφεύγοντας οικονομικές απώλειες στην υπόθεση ενός εξαναγκασμένου κλεισίματος των στενών που θα οφείλεται στη γεωπολιτική αστάθεια της περιοχής. Σύμφωνα με τα ιρανικά σχέδια, ένας αγωγός πετρελαίου περίπου χιλίων χιλιομέτρων, με ονομαστική χωρητικότητα μεταφοράς περίπου 1 εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, θα μεταφέρει το μαύρο χρυσό από τον τερματικό σταθμό πετρελαίου Goreh (στη νοτιοδυτική επαρχία Bushehr): το λιμάνι της Jask θα έχει αρχική χωρητικότητα αποθήκευσης περίπου 20 εκατομμυρίων βαρελιών.

Στον τομέα της ασφάλειας, η σινο-ιρανική συμφωνία προβλέπει στρατιωτική συνεργασία που ουσιαστικά θα είναι προσανατολισμένη στην προστασία των εμπορικών και ενεργειακών θαλάσσιων διαδρόμων και τη διατήρηση ενός ειρηνικού καθεστώτος στα στενά του Hormuz (κοινός σκοπός με τα  εξαγωγικά κράτη του Κόλπου, αλλά και με την ασιατική και ευρωπαϊκή αγορά). Η ασφάλεια των Θαλάσσιων Γραμμών Επικοινωνίας (Sea Lines of Communication) απαιτεί την αυξανόμενη συμμετοχή των Κινέζων στην περιοχή, μια πτυχή που ανησυχεί πολύ και τις χώρες που συμμετείχαν στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου και τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο έχει συμμετάσχει όλα αυτά τα χρόνια σε πολυάριθμες κοινές πρωτοβουλίες κατά της πειρατείας και για την ασφάλεια στην Αραβική Θάλασσα, ενώ το 2016 υπέγραψε μια συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τη Σαουδική Αραβία.

Μεταξύ 27 και 29 Δεκεμβρίου 2019 – πριν από την αναζωπύρωση της κρίσης μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών που συνδέεται με το θάνατο του στρατηγού Soleimani – το Ιράν, η Κίνα και η Ρωσία πραγματοποίησαν κοινές ναυτικές στρατιωτικές ασκήσεις (επιχείρηση με την ονομασία «Ζώνη Θαλάσσια Ασφάλειας») στον Ινδικό Ωκεανό και στον Κόλπο του Ομάν.

Αυτή η επιχείρηση δεν φαίνεται να αποτελεί μια ανοιχτή πρόκληση για τον ρόλο του πάροχου ασφαλείας που παραδοσιακά αναλαμβάνει η Ουάσινγκτον, αλλά αντικατοπτρίζει τη σταδιακή αλλαγή της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της περιοχής, προσδίδοντάς της πολυπολικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή άλλων παραγόντων εκτός της περιοχής.

Σε αναμονή της οριστικής επικύρωσης της συμφωνίας, σημειώνεται ότι η ενίσχυση της συνεργασίας εξυπηρετεί και τα δύο έθνη: για το Ιράν, οι κινεζικές επενδύσεις θα διευκολύνουν τη δημιουργία ζωνών ελευθέρων συναλλαγών (Maku – βορειοδυτικό Ιράν -, Abadan – προς τα νότια, σύνορα με το Ιράκ – και το Quesham, ένα νησί στον Περσικό Κόλπο), που θα μπορεί να βασίζεται σε έναν σημαντικό εταίρο στον τομέα της ασφάλειας σε διεθνές επίπεδο. Για την Κίνα, η συμμετοχή της Τεχεράνης θα επιτρέψει την περαιτέρω ανάπτυξη της πρωτοβουλίας BRI και θα ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια: ωστόσο, η κύρια πρόκληση για το Πεκίνο θα είναι να καθιερωθεί ως ισότιμος εταίρος μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, προσπαθώντας να συμφιλιώσει την επιδίωξη των δικών του στρατηγικών συμφερόντων με τα συμφέροντα των δύο μεσανατολικών χωρών που διανύουν μια περίοδο αυξανόμενου ανταγωνισμού.