Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης.
Στην Ελλάδα η διάκριση της εκάστοτε κυβέρνησης από τον κρατικό μηχανισμό είναι μια δύσκολη υπόθεση, ειδικά για τον πολίτη. Στη θεωρία, ο κρατικός μηχανισμός αποτελεί λειτουργικό τμήμα του κράτους, όπου με τον όρο «Κράτος» εννοούμε τη νομική οργάνωση ενός λαού, σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και υπό μια κυρίαρχη εξουσία. Ένα κράτος για να ασκήσει τις εξουσίες του (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) χρειάζεται ορισμένα όργανα. Η κυβέρνηση, όπως και το Κοινοβούλιο, είναι ένα από αυτά τα όργανα και ως οντότητα δεν ταυτίζεται με το κράτος και επομένως τον κρατικό μηχανισμό. Ο κρατικός μηχανισμός (θεωρητικά) θα έπρεπε να είναι σε θέση, ειδικά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, να λειτουργεί με ετοιμότητα, κατά τρόπο το δυνατό «μηχανιστικό» και «αυτόνομο», ακόμη κι αν για κάποιο χρονικό διάστημα η χώρα δεν διαθέτει πολιτικό προσωπικό και στελεχωμένο Κοινοβούλιο. Κάποτε η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ είχε πει ότι αν, παρ’ ελπίδα, ο Πρόεδρος με όλο το γαλλικό υπουργικό συμβούλιο χαθεί σε ένα αεροπορικό δυστύχημα, το γαλλικό κράτος θα είναι σε θέση να συνεχίσει τη λειτουργία του αδιατάρακτα και να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις με ετοιμότητα.
Ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός είναι πολυδαίδαλος, ως προς τις διάφορες νομικές υπό-οντότητές του και τις αρμοδιότητες που τούς αντιστοιχούν – σε δύσκολες συνθήκες συχνά αποδεικνύεται ανέτοιμος, άβουλος, ασυντόνιστος και αναποτελεσματικός. Η ελληνική ιδιαιτερότητα, που αναδεικνύεται, με συνέπεια, σχεδόν σε κάθε αποτυχία (ή επιτυχία) αντιμετώπισης μιας κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής, πλημμυρών, πυρκαγιών, σεισμών…) σχετίζεται με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «διείσδυση» του πολιτικού παράγοντα (κεντρική κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση) στα «γρανάζια» της κρατικής μηχανής. Όταν λέμε «διείσδυση» συμπεριλαμβάνουμε και τις κομματικές πρακτικές που κατά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, φροντίζουν για το «ξήλωμα των προηγούμενων». Λογικές που οδηγούν σε νέους διορισμούς στελεχών (διοικητών, αξιωματούχων…) σε νευραλγικούς τομείς της κρατικής λειτουργίας, όχι με κριτήρια αριστείας και κρατικής συνέχειας, αλλά με καθαρά κομματικούς όρους. Διείσδυση που υπονομεύει τη συνέχεια του κράτους, ενώ μειώνει σημαντικά την επιχειρησιακή αυτονομία των κρατικών μηχανισμών, σε σημείο που κάθε φορά μια ορισμένη κυβέρνηση χαράσσει διαφορετικές στρατηγικές, ακόμη κι αν τα προβλήματα (κρίσεις) που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι ήδη γνωστά και, αν όχι όμοια, παρόμοιας φύσης. Έτσι ο κρατικός μηχανισμός, παρά το αίσθημα καθήκοντος, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία που συχνά δείχνουν πολλά από τα στελέχη του, καλείται να «προσαρμόζεται» σε διαφορετικές προσεγγίσεις του ίδιου, πάνω κάτω, προβλήματος και μάλιστα μέσα σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Πρακτική που δεν βοηθάει στα τρία βασικά επίπεδα αντιμετώπισης μιας καταστροφής: πρόληψη, προφύλαξη και καταστολή.
Επιστρέφοντας στη θεωρία, ο βασικός ρόλος μια κυβέρνησης είναι να υπηρετεί τον κυρίαρχο σκοπό ενός έθνους-κράτους και επομένως πρέπει, εκτός των άλλων, να εκπονεί σχέδια και να χαράσσει στρατηγικές. Επίσης η μορφή ενός κράτους και η μορφή της κυβέρνησης συνδέονται στενά μεταξύ τους, καθώς η πρώτη εξαρτάται κατά πολύ από τη μορφή της δεύτερης. Το πρόβλημα, νομίζουμε, εντοπίζεται στους τρόπους με τους οποίους ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ των οργάνων του κράτους και των πολιτών. Όπως και να’χει, ο πολίτης πρέπει να είναι σε θέση να κρίνει και να εντοπίζει τα σφάλματα, τις ολιγωρίες και τις παραλείψεις (κυβέρνησης και μηχανισμού), ώστε να κάνει τις πολιτικές επιλογές του. Δυστυχώς, η πολυδαίδαλη φύση και η προβληματική σχέση (κράτους – πολίτη) καθιστά εξαιρετικά δύσκολο πράγμα, για τον πολίτη, να διακρίνει ποιες μπορεί να είναι οι αμιγώς πολιτικές ευθύνες– που αφορούν στην κυβέρνηση και στο Κοινοβούλιο- και ποιες είναι οι ευθύνες του κρατικού μηχανισμού που αφορούν σε αξιωματούχους των διαφόρων σωμάτων, δημόσιους υπαλλήλους, φορείς, λειτουργούς κ.ο.κ. Αυτό το τοπίο, ευθυνών, προσεγγίσεων, μεταθέσεων, στρατηγικών, συντονισμού, αρμοδιοτήτων, ιεραρχιών, κλπ. γίνεται ακόμη πιο θολό καθώς εμπλέκονται στη λειτουργία της κρατικής μηχανής και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Βέβαια δεν πρέπει πάντα να προκύπτουν στανικά και ευθύνες και/ή εξιλαστήρια θύματα: σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδεχομένως, τα ίδια τα στοιχεία της φύσης απαλλάσσουν τον άνθρωπο από τις ευθύνες του διότι η σφοδρότητά τους είναι τέτοια που καθιστά την ανθρώπινη παρέμβαση, αν όχι μάταιη, αμελητέα. Όπως και να’χει η κρατική μηχανή και το πολιτικό προσωπικό, οφείλουν -με τρόπο εμπράγματο- να θέτουν ως απόλυτη προτεραιότητα την προάσπιση της ανθρώπινης ζωής και όχι την άψυχη ύλη, όση οικονομική αξία κι αν έχει αυτή. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν υπονοεί ότι είναι αμελητέα η προάσπιση της άψυχης ύλης, καθώς και του ζωτικού ή/και επιχειρησιακού χώρου (κατοικίες, επιχειρήσεις, αστικό, φυσικό περιβάλλον, κ.α.). Κατά τις τελευταίες δασικές πυρκαγιές, παρότι ο κρατικός μηχανισμός απέτρεψε απώλειες ανθρώπων, δεν συνέβη το ίδιο για εκατοντάδες χιλιάδες ζώα ενώ, την ίδια στιγμή, τεράστια (ανυπολόγιστη μέχρι στιγμής) είναι η οικονομική καταστροφή. Έπειτα από μια δεκαετία σκληρής οικονομικής κρίσης, την οποία ακολούθησε μια πανδημία, έτοιμη να στραγγαλίσει την εγχώρια οικονομία, οι καταστροφές στην Αττική, την Εύβοια και την Πελοπόννησο, καθιστούν την πραγματικότητα ακόμη πιο ζοφερή. Αν μέσα σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι κάποιες από τις πυρκαγιές ήταν αποτέλεσμα εμπρησμών, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με το κρίσιμο ενδεχόμενο η χώρα να βρίσκεται σε φάση αποσταθεροποίησης από δυνάμεις οι οποίες επιχειρούν να επωφεληθούν μιας κατάστασης γενικευμένου χάους.
Γνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι της εγχώριας πολιτικής ελίτ πάντα αισθάνονταν κυρίαρχος και «ιδιοκτήτης» της χώρας. Με τους τρόπους της αυτή η ελίτ ωφελείται από τη διαιώνιση του πελατειακού καθεστώτος που την καθιστά ιδιοκτήτη τόσο της κοινωνίας, όσο και του κράτους. Με γνώμονα αυτό το σκεπτικό η προστασία των δημόσιων ζωτικών χώρων (όπως τα δάση και/ή τα αστικά πάρκα) περνά σε δεύτερη μοίρα, εφόσον πρωταρχικός στόχος είναι η εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος, δηλαδή του επαγγελματία πολιτικού και του πολίτη/πελάτη. Αυτές οι προβληματικές σχέσεις οδηγούν σταδιακά στην αλλοίωση της ιδιότητας του πολίτη, ο οποίος δυσκολεύεται να κατανοήσει και να ορίσει τον ρόλο του σε μια οργανωμένη κοινωνία. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη πελατειακή χώρα στον δυτικό κόσμο. Για παράδειγμα η Ιρλανδία διαθέτει ένα μάλλον χειρότερο κράτος – σκληρό, φεουδαλικό και πελατειακό. Η διαφορά της με την Ελλάδα, είναι ότι η Ιρλανδία, τις τελευταίες δεκαετίες -κυρίως σε συνεργασία με εταιρείες κολοσσούς της πληροφορικής- γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, οπότε περίσσεψαν αρκετοί πόροι σχεδόν για όλους, εντός και εκτός πελατειακού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα, και γενική αρχή, που κάθε πολίτης καλείται να στοχαστεί είναι: ποιές δυνάμεις μπορεί επωφελούνται από μια χαοτική κατάσταση;
Όπως προαναφέρθηκε, στις φυσικές καταστροφές, δεν υπάρχει πάντα ανθρώπινο φταίξιμο. Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανθρώπινη ευθύνη (κάθε είδους), για απώλεια ζωής και/ή περιουσίας, η αντικειμενική (δομικής φύσεως) αδυναμία διάκρισης των αρμοδιοτήτων (και επομένως των ευθυνών) αυξάνεται περισσότερο με την θεατρική εμπλοκή των ΜΜΕ, αλλά και των ΜΚΔ που πολύ συχνά αναπαράγουν ασαφείς, μερικές ή και ψευδείς πληροφορίες. Αυτή η συνολική κατάσταση, όπου οι ρόλοι δεν είναι σαφώς προκαθορισμένοι και διακριτοί, φαίνεται ότι εξυπηρετεί και τις δύο κύριες οντότητες -τόσο τους συντελεστές του πολιτικού συστήματος, όσο και αυτούς της κρατικής μηχανής- διότι καθιστά σχεδόν αδύνατη την απόδοση ευθυνών. Ιδιαιτερότητα που συμβάλει στη διαιώνιση ενός καθεστώτος χαλαρότητας, προχειρότητας και μη λογοδοσίας που ωφελεί κυρίως όσους και όσες κατέχουν θέσεις υψηλής ευθύνης. Καταλήγοντας, αυτή που ζημιώνεται είναι η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Ζημία που καθρεφτίζεται, για παράδειγμα, στο πρόσωπο κάθε μεμονωμένου πολίτη που προσφάτως – ενώ αγωνίστηκε προσωπικά με κάθε πενιχρό μέσο κατάσβεσης – τελικά έχασε το σπίτι του μέσα στις φλόγες στην Εύβοια (και αλλού) κι αναρωτιέται ένα σωρό πράγματα (όπως: πού ήταν το κράτος όταν το χρειάστηκε;) ξέροντας ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα πάρει ποτέ μία επίσημη και εμπεριστατωμένη απάντηση.