Πλατεία Καβούρ – Ρώμη

Πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκε η τρίτη διακυβερνητική σύνοδος κορυφής μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, η οποία, φαίνεται ότι οδήγησε: α) στην αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών, αρκεί να θυμηθούμε τις περσινές δηλώσεις Ντράγκι εις βάρος του Ερντογάν και β) σε εννέα (9) διμερείς συμφωνίες που στοχεύουν στην εμπορική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών συνολικού ύψους περίπου 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πολύ χοντρικά, οι συμφωνίες περιλαμβάνουν την ανταλλαγή πληροφοριών για τεχνολογίες που σχετίζονται με την άμυνα, τη λειτουργία των ΜΜΕ, την αναγνώριση των αδειών οδήγησης, τη μεγαλύτερη συνεργασία όσον αφορά την πολιτική προστασία, την αειφόρο ανάπτυξη και κυρίως τους σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας. Πράγματι ο Michele Viale, διευθύνων σύμβουλος της Alstom Italia (πολυεθνική γαλλικών συμφερόντων), και ο Τούρκος υπουργός Μεταφορών, Adil Karaismailoglu, συμφώνησαν για την προμήθεια στην Τουρκία 96 τρένων υψηλής ταχύτητας μοντέλο ‘Pendolino Avelia’ που κατασκευάζονται στα εργοστάσια Savigliano (Cuneo), αξίας περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Τουρκία στοχεύει στην ανάπτυξη των Τουρκικών Κρατικών Σιδηροδρόμων (TCDD) – των μεταφορών και των logistics και γενικότερα των υποδομών – έχοντας ως στόχο να παίξει κεντρικό ρόλο στον τομέα του εμπορίου στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, βάθους 30 ετών, ο γείτονας θα επενδύσει σχεδόν 180 δισεκατομμύρια δολάρια σε σιδηροδρομικές, οδικές, θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές και επικοινωνίες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συμφώνησε να παράσχει στην Τουρκία 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ οικολογικής χρηματοδότησης για την κατασκευή ενός έργου ηλεκτρικής σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας. Η γενική πρόβλεψη είναι, μέχρι το 2053, να κατασκευαστούν 8.554 km σιδηροδρομικών γραμμών, εκ των οποίων 6.425 km σε γραμμές υψηλής ταχύτητας και 1.474 km σε συμβατικές γραμμές. Μάλιστα προβλέπεται η κατασκευή γραμμών με δυνατότητες ταχυτήτων ως τα 400 km/h μεταξύ Άγκυρας και Κωνσταντινούπολης.

Ο ιδιότυπος ερντογανικός εθνικισμός και οι υποδομές

Ο Πρόεδρος Ερντογάν, όπως έχω υποστηρίζει στο παρελθόν, με όρους σύγχρονου δυτικού κράτους, αποτελεί τραγικό παράδειγμα αποτυχίας για διάφορους λόγους. Κυρίως γιατί δεν φρόντισε τη γενικότερη ευημερία των Τούρκων πολιτών και τη φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας. Τα προηγούμενα μεγαλόπνοα σχέδια του Προέδρου δεν φαίνεται να του αποφέρουν πολιτικούς καρπούς. Ενδεικτική είναι η σημαντική πτώση της δημοφιλίας του, παρά το γεγονός ότι, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, έχει σχεδόν ακρωτηριάσει κάθε αντιπολιτευτική φωνή που θα μπορούσε να του ασκήσει ισχυρή κριτική. Προκαλεί θλίψη ότι στην Ελλάδα κάποιοι τον θαυμάζουν και θεωρούν ότι η δική του είναι η σωστή «συνταγή». Στις μέρες μας. ο πληθωρισμός στην Τουρκία βρίσκεται κοντά στο 75%, μεγάλο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας ζει σε καθεστώς πραγματικής φτώχιας και αναλφαβητισμού, ενώ εξίσου σημαντικό μέρος της έχει εμποτιστεί με τη μεγαλομανία του παντουρκισμού, με θρησκευτικό φανατισμό και επεκτατικό μεγαλοϊδεατισμό. Την ίδια στιγμή, ένας αρχηγός κράτους που φτάνει στο σημείο να υποδείξει ποιον θα πρέπει να ψηφίσουν οι πολίτες μιας άλλης χώρας (της Ελλάδας), παρουσιάζει, αν όχι συμπτώματα απόγνωσης, σοβαρό έλλειμμα ψυχραιμίας. Ο γείτονας είναι μια χώρα της πρόκλησης, του παζαριού και της κουτοπονηριάς που άγεται από έναν ιδιότυπο ερντογανικό εθνικισμό με θρησκευτικές εκφάνσεις ο οποίος προσπαθεί να ξεπεράσει τον αντίστοιχο κεμαλικό. Ο ιστορικός κομπλεξισμός, από την εποχή της Υψηλής Πύλης, σε συνδυασμό με το προσωπικό όραμα του Ερντογάν να γίνει ο νέος Σουλτάνος, κάνει την Τουρκία τον αναθεωρητικό, αναξιόπιστο και επιτήδειο ταραχοποιό που βλέπουμε σήμερα. Μια Τουρκία που απαγορεύει σε πανεπιστήμιά της τον όρκο του Ιπποκράτη – για αυτή τη νεοβάρβαρη λογική ο ιατρικός όρκος δεν είναι μια πανανθρώπινη ομολογία ήθους και προσφοράς, αλλά κάτι το ελληνικό, επομένως πρέπει να πολεμηθεί – είναι μια χώρα με την οποία η Δύση μπορεί απλά να συνομιλεί και ενδεχομένως να συναλλάσσεται σε επίπεδο οικονομίας ή συνεργασιών ΝΑΤΟ, αλλά δεν μπορεί να την αισθάνεται σώμα της, ούτε καν κοντά της.

Πέρα όμως από τους βερμπαλισμούς, τις απειλές, τους γελοίους χάρτες του κυβερνητικού τού εταίρου (Μπαχτσελί), ο Τούρκος Πρόεδρος, μαζί με τις πολεμικές εμπλοκές (στη Συρία, το Ιράκ και αλλού), βλέπει τις υποδομές ως εργαλείο προβολής ισχύος, αλλά και επίτευξης εσωτερικής πολιτικής/κοινωνικής συναίνεσης, μέσα από μεγάλες υποσχέσεις. Είναι σαφές ότι η αναθεωρητική και επεκτατική Τουρκία του 21ου αιώνα δεν είναι ικανοποιημένη με αυτά που έχει, ούτε πασχίζει για τη βελτίωσή τους, αντιθέτως επιθυμεί μια άλλη ανώτερη και κεντρική θέση, μεγάλης δύναμης, που θεωρεί ότι της αξίζει στην υπό διαμόρφωση, παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη. Αυτή η τουρκική οπτική, δεν αφορά μόνο την τρέχουσα κυβέρνηση, αλλά σχεδόν σύσσωμη την αντιπολίτευση κάτι που μαρτυρά ότι, ακόμη κι αν ο Ερντογάν χάσει τις επόμενες εκλογές, δεν θα υπάρξουν αλλαγές ουσίας, ειδικά στην εξωτερική της πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Το τουρκικό πολιτικό σύστημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας τραγικός ηθοποιός που ενώ έχει χάσει τον έλεγχο του έργου, προσπαθεί συνεχώς να γράψει νέα σενάρια, ελπίζοντας στο τελικό χειροκρότημα. Πράγματι, εκτός των άλλων, ο επίδοξος Σουλτάνος/τζογαδόρος έχει ένα ακόμη κολοσσιαίο σχέδιο: σκοπεύει να κατασκευάσει ένα τεχνητό κανάλι παρόμοιο με αυτό του Παναμά ή του Σουέζ, το οποίο θα συνδέει τη Θάλασσα του Μαρμαρά με τη Μαύρη Θάλασσα. Πρόκειται για ένα φαραωνικό έργο και όνειρο του γνωστού υποστηρικτή της Γαλάζιας Πατρίδας, Ναυάρχου Cem Gürdeniz. Δεν γνωρίζουμε αν θα υλοποιηθεί ποτέ, ωστόσο προς το παρόν φουσκώνει κάποια μυαλά.

Στη θεωρία, μαθαίνουμε από την «Οικονομική» των Samuelson & Nordhaus, οι «βαριές» υποδομές είναι στοιχείο οικονομικής εξωστρέφειας, όμως κατά τη γνώμη μου καί αυτή η πολιτική Ερντογάν μάλλον θα αποτύχει. Ασφαλώς, το μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί, μόνο οι εικασίες είναι δυνατές, ωστόσο είναι γνωστό, ότι αυτοί που πουλάνε κάτι (τεχνογνωσία, υπηρεσίες, τεχνολογικές δομές κλπ.), στην προκειμένη περίπτωση οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες της Ιταλίας και της Γαλλίας, δεν ενδιαφέρονται (κυρίως και τόσο) από πού και πώς θα βρεθούν τα κεφάλαια για την αποπληρωμή των επενδύσεων, αλλά να βρεθούν ώστε μην χάσουν το κέρδος τους. Βέβαια οι επενδύσεις στις υποδομές πρώτα θα πρέπει να υλοποιηθούν (δηλαδή να το επιτρέψει μια ολόκληρη σειρά συνθηκών και προϋποθέσεων) και στην συνέχεια να αποφέρουν τα προβλεπόμενα κέρδη, κάτι που θα φανεί στην πράξη και μόνο στο μέλλον. Υποστηρίζω ότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ένα αναξιόπιστο κράτος, όπως η Τουρκία, που παίζει επικίνδυνα παίγνια, αύριο να «κρεμάσει» τους ιδιώτες εταίρους της με αθέτηση πληρωμών που θα οδηγήσει σε πολλά μισοτελειωμένα έργα. Όπως δεν είναι απίθανο σενάριο, για να αποπληρωθούν τα μεγάλα έργα, να καταλήξει η Τουρκία στις αγκάλες του ΔΝΤ και των μνημονίων. Επίσης, οι διάφοροι άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενοι, (εταιρίες, κυβερνητικοί παράγοντες, λόμπι, διπλωματικές δυνάμεις…) φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρονται για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο τουρκικός λαός, προκειμένου να ικανοποιήσουν τον μεγαλοϊδεατισμό τους οι αδηφάγες ηγεσίες του. Στον ίδιο βαθμό δεν ενδιαφέρονται για τις αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας ή τη στενή της συνεργατική σχέση, με την εχθρική για την Ευρώπη, Ρωσία του Πούτιν, ενώ θα έπρεπε – τουλάχιστον αν έβλεπαν την ευρύτερη εικόνα. Μια εικόνα που μας λέει ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, στη σύνοδο της Μαδρίτης, έδειξαν ότι θέλουν την Τουρκία ως συνετό σύμμαχο και δεν θα της επιτρέψουν να γίνει η “freelance” υπερδύναμη που φαντάζεται ο Ερντογάν και μάλιστα, εν μέρει, με αμερικανικά κεφάλαια.

Η μεταβλητή γεωμετρία και η περίπτωση της Ιταλίας

Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο από οικονομική, όσο και από γεωπολιτική άποψη, ο μερικά παγκοσμιοποιημένος, ασταθής και ρευστός κόσμος του 21ου αιώνα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος, δυσνόητος και αντιφατικός. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ΥΠΕΞ, Άντονι Μπλίνκεν, η εξωτερική πολιτική σήμερα είναι μεταβλητής γεωμετρίας, γιατί τα ίδια τα συμφέροντα έχουν διαβαθμίσεις, για παράδειγμα, είναι άλλα τα ζωτικά συμφέροντα μιας χώρας και άλλα τα οικονομικά. Σε μια κατάσταση, όπως λέγεται, «αλυσοδεμένης παγκοσμιοποίησης» – κατά την οποία τα κράτη πρέπει να ισορροπούν συνεχώς ανάμεσα στα οικονομικά επιτεύγματα και στην εθνική ασφάλεια – πολλά μπορούν να αλλάξουν και μάλιστα σύντομα. Έτσι, συχνά σε επικοινωνιακό επίπεδο, ακόμη και κορυφής, άλλα λέγονται επισήμως, άλλα εννοούνται κι άλλα πραγματοποιούνται εντέλει. Αυτή η πολυπλοκότητα δεν αφορά μόνο τις οικονομικές συνεργασίες, αλλά και τις συμμαχίες (στρατηγικές, αμυντικές, κ.α.) οι οποίες ενδέχεται να έρχονται ακόμη και σε αντίθεση με ορισμένες πτυχές των διακρατικών σχέσεων. Έτσι, κάποιος μπορεί να ανήκει σε μια Ένωση, αλλά την ίδια στιγμή να συνεργάζεται με εξω-ενωσιακούς παίχτες, ακόμη κι αν αυτοί απειλούν με casus belli ένα κράτος μέλος της και παραβιάζουν τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Στον ίδιο βαθμό, δυο κράτη μπορούν να συνεργάζονται, σε κάποιους τομείς στο οικονομικό επίπεδο, και να είναι δηλωμένοι αντίπαλοι σε άλλους, όπως το Ισραήλ με την Τουρκία.

Σε ό,τι αφορά στην Ιταλία συγκεκριμένα, αξίζει να σημειωθούν δυο προβληματισμοί που, ενδιαφέρουν και την Ελλάδα, έστω έμμεσα, αλλά εδώ δεν θα αναλυθούν περαιτέρω. Ο πρώτος με τη μορφή γενικού ερωτήματος: έχει αλλάξει η γεωπολιτική ρότα της Ιταλίας από την εποχή του Καμίλο Καβούρ και τη δημιουργία του ιταλικού κράτους; Με επιφυλάξεις ασφαλώς, η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Αυτό γιατί και η σύγχρονη Ιταλία, από γεωπολιτική άποψη, παρουσιάζεται καιροσκοπική: μια χώρα δηλαδή που πασχίζει να «τρυπώσει» σε όποιο κενό προκύπτει χωρίς να έχει συγκεκριμένο και συνολικό όραμα, καθαρά δηλωμένη γεωπολιτκή ταυτότητα, ούτε σταθερή θέση στο παγκόσμιο σύστημα. Ο δεύτερος προβληματισμός σχετίζεται με την έντονη δυσαρέσκεια σημαντικού τμήματος του ιταλικού πολιτικού κατεστημένου (και μέρους της ιταλικής ελίτ) από τη δραστηριότητα της Τουρκίας στη Λιβύη, η οποία έχει παραγκωνίσει το ρόλο και τα συμφέροντα της Ιταλίας – κάτι που ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις των δυο χωρών στο μέλλον. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, οι διακρατικές σχέσεις δεν είναι κάτι το άσπρο-μαύρο, ούτε τα κράτη χωρίζονται απλοϊκά σε φίλους και εχθρούς. Ωστόσο, ειδικά σε αυτή την εποχή της μεταβλητής γεωμετρίας, και παρά τα υψηλά επίπεδα αλληλεξάρτησης στην ιεραρχική δομή του παρόντος διεθνούς συστήματος, τίποτα δεν φαίνεται να αποκλείει μελλοντικές συγκρούσεις ή ανορθόδοξα παντρέματα.

Μερικές σκέψεις για την Ελλάδα

Υπό το παραπάνω πρίσμα, των δυνητικών συγκρούσεων, η Ελλάδα, μια σχετικά μικρή πληθυσμιακά και οικονομικά χώρα, σε αυτόν τον ιδιαίτερα δύσκολο κόσμο και με τον συγκεκριμένο γείτονα – που δεν θέλει να κοιτάξει τα του οίκου του, ενώ η μεγαλομανία και οι αποτυχίες του μπορεί να τον κάνουν ακόμη πιο επιθετικό στο μέλλον – κατά τη γνώμη μου, θα μπορέσει να σταθεί όρθια μόνο αν αποκτήσει εθνικό όραμα και στοχεύσει σε κάποια αλληλεξαρτώμενα πράγματα:

α) στην ισχυρή στρατιωτική της θωράκιση (εξωτερική/εσωτερική της ασφάλεια), ώστε να μπορεί να απαντήσει μόνη της, με αμεσότητα, αποφασιστικότητα και δριμύτητα σε μια ενδεχόμενη επίθεση,

β) στη δραστική αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος που είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας και πρέπει να οδηγήσει σε στοχευμένες κινήσεις, όπως πολιτικές αποκέντρωσης και παροχή κινήτρων για τεκνοποίηση, στήριξη των πολύτεκνων οικογενειών, επίσημη και σοβαρή ενημέρωση σχετικά με τις αμβλώσεις, οι οποίες, στη συνείδηση ειδικά των νέων ανθρώπων, δεν πρέπει να θεωρούνται κάτι το εύκολο και απλό,

γ) στην αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και στην ριζική παραγωγική της ανασυγκρότηση που δεν θα περιορίζεται στο σχήμα, γεωργία – τουρισμός – μεταπρατισμός, αλλά αντιθέτως θα ανοιχτεί σε νέους τομείς επενδύοντας στην βιομηχανική παραγωγή, στην έρευνα, στην καινοτομία και στις νέες τεχνολογίες με στόχο μα καρπωθεί οφέλη από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση και να αυξήσει σημαντικά το εγχώριο ΑΕΠ.

Η Ελλάδα χρειάζεται και έργα υποδομών, αυτό είναι δεδομένο, όμως στην εποχή μας, από άποψη κόστους, ορισμένες κινήσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν είναι απαγορευτικές, ούτε αποτελούν τα προνομιακά πεδία δραστηριότητας μόνο των πολύ ισχυρών οικονομιών ή εκείνων που με ευκολία εξαγγέλλουν φαραωνικά έργα. Αντιθέτως, μια σχετικά μικρή χώρα μπορεί να γίνει επενδυτικά πολύ πιο ευέλικτη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επιτυχίας αποτελούν η Νότια Κορέα και το Ισραήλ. Ειδικά η Νότια Κορέα είναι μια πολύ ενδεικτική περίπτωση χώρας που καταφέρνει να τα πηγαίνει εξαιρετικά, να καινοτομεί και να πρωταγωνιστεί, έχοντας ως γείτονες πραγματικά «θηρία» πολύ πιο επικίνδυνα από την Τουρκία του Ερντογάν. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το μυστικό της εθνικής επιτυχίας: ο φόβος να μην «φαγοκυτταρωθεί» μια χώρα από τους διπλανούς της σε συνδυασμό με την ομοψυχία και τη σταθερή διακυβέρνησή της. Αυτή η περίοδος για την Ελλάδα – παρά τους κινδύνους και τις μεγάλες δυσκολίες – μπορεί να αποτελέσει μια σπάνια ευκαιρία γενικής ανασυγκρότησης και ενδεχομένως εθνικής αναγέννησης. Καταλήγοντας, μπορεί η τεράστια πολιτισμική κληρονομιά του ελληνισμού και τα περιθώρια ανάπτυξης της ελληνικής ήπιας ισχύος να είναι μεγάλα και σημαντικά, αλλά με ένα κακό γείτονα ποτέ δεν θα αρκούσαν από μόνα τους.