Το κείμενο που ακολουθεί, σε μια αρχική του μορφή, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ.15 το 2017, αναθεωρήθηκε τον Σεπτέμβρη του 2018 και μπορείτε να το βρείτε στο 1ο τεύχος του Περιοδικού ResPublica – Σημειώσεις εκτός γραμμής για τη δημόσια υποκρισία, Ιανουάριος 2019, υπό τον τίτλο: «Προσφυγικό, ανθρωπισμός και πολιτική: Ανιχνεύοντας τα τυφλά σημεία της κυρίαρχης αφήγησης».
— / —
Η πρόσφατη ανατίναξη της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής δημιούργησε ένα τεράστιο προσφυγικό ρεύμα, ικανό να συγκριθεί μόνο με την Παλαιστινιακή προσφυγιά από το 1948 και για τρεις δεκαετίες, στην ίδια πάνω-κάτω περιοχή. Αυτή τη φορά, το ρεύμα, ογκούμενο από τη διασταύρωσή του με τις μόνιμες μεταναστευτικές ροές των αρχών του 21ου αιώνα, άγγιξε καθοριστικά την ευρωπαϊκή ήπειρο και φυσιολογικά πρώτη και καλύτερη την ανατολική της πύλη στη Μεσόγειο, την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση, σημαντικό μέρος της αντιπολίτευσης, αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα των ελίτ της αναπαραγωγής (η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, τηλεπερσόνες, κλπ.), περιγράφουν το προτεινόμενο και ακολουθούμενο σχέδιο διαχείρισης της κρίσης, ως εμπνεόμενο από τις αρχές του ανθρωπισμού. Ερίζουν συχνά, μόνο για το πόσο πιστά ακολουθεί η κυβέρνηση τις ανθρωπιστικές εξαγγελίες της ή κατά πόσο οι καθημερινές κυβερνητικές πρακτικές είναι συμβατές με την καθολική προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών.
1. Για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος
Στο σημείο αυτό, αν κάποιος δεν θέλει να χαθεί στην ομίχλη των κοινοτυπιών υπεράσπισης ή απόρριψης του φερόμενου ως ανθρωπιστικού σχεδίου, απαιτείται μια πρώτη παραδοχή: Κάθε έννοια που εισέρχεται στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας μετατρέπεται αυθωρεί σε στοιχείο του πολιτικού συστήματος, ανεξαρτήτως του καταγωγικού πεδίου αναφοράς της (φιλοσοφία, επιστήμη, τέχνη, θρησκεία, ηθική, κλπ). Ως στοιχείο του συστήματος, επιδρά στις δομές, τις διαδικασίες και τις κυρίαρχες σημασίες εντός του, συμβάλλοντας στη διατήρηση ή το μετασχηματισμό του και, εν τέλει, στην αναπαραγωγή του. Έτσι, ο φυσικός πατριωτισμός μετατρέπεται από αίσθημα του συνανήκειν μιας κοινότητας, σε πολιτειακό στοιχείο συγκρότησης του έθνους-κράτους ή σε εθνικισμό, ακόμα και ιμπεριαλισμό˙ η θρησκεία, από συστηματική ενασχόληση με το επέκεινα της ανθρώπινης ύπαρξης, σε στοιχείο επέκτασης μιας αυτοκρατορίας ή εξέγερσης σε ένα καταπιεστικό καθεστώς˙ μια επιστημονική βιολογική θεωρία ερμηνείας της εξέλιξης των ειδών, σε θεμέλιο ενός πολιτικού καθεστώτος διακρίσεων ή εξόντωσης ανεπιθύμητων συλλογικοτήτων, κ.ο.κ. Επιπρόσθετα, μια δεύτερη παραδοχή-διαπίστωση λειτουργεί ως απαραίτητη υπενθύμιση: Θεμελιώδης λειτουργία του πολιτικού συστήματος στις σύγχρονες κοινωνίες είναι η παραγωγή συλλογικά δεσμευτικών αποφάσεων. Μέσο επίτευξης αυτής της λειτουργίας είναι η κατοχή και άσκηση της εξουσίας. Η επίκληση της ηθικής, της θρησκείας, της επιστήμης ή των όποιων αξιών δεν αναιρούν τη θεμελιώδη αυτή αρχή. Αντίθετα, λειτουργούν συχνά ως επιβοηθητικά σημασιολογικά τρυκ, που κάνουν δυνατή την ικανοποίησή της. Συνεπώς, το πολιτικό σύστημα οργανώνεται γύρω από τον δυαδικό κώδικα κυβερνώντες/κυβερνόμενοι ή στα σύγχρονα πολιτεύματα, που φέρουν τον τίτλο (αστικές) δημοκρατίες, γύρω από την πιο οικεία σε μας μορφή κυβέρνηση/αντιπολίτευση, με το πρώτο τμήμα του κώδικα να νομιμοποιείται στην κατοχή και άσκηση της εξουσίας. Η νομιμοποίηση αυτή στις σύγχρονες κοινωνίες δεν επιτυγχάνεται με την αναφορά του πολιτικού συστήματος σε μια εξωσυστημική αμετάβλητη αρχή (π.χ. θεϊκός νόμος, φυσικός νόμος ή το «κοινό καλό»)˙ ούτε καν στην αριθμητική κατίσχυση μιας κυβέρνησης επί της αντιπολίτευσης στην εκλογική αρένα, όπως έχουν δείξει οι περιπτώσεις ταχείας κατάρρευσης κυβερνήσεων που επικράτησαν σε εκλογές με μεγάλα ποσοστά1. Αντίθετα, η νομιμοποίηση είναι μια διαρκής, εργώδης και, εν πολλοίς, αβέβαιη διαδικασία, κατά την οποία το πολιτικό σύστημα αναφέρεται στον εαυτό του με έναν συνεκτικό και πειστικό τρόπο, ώστε οι αποφάσεις και οι λειτουργίες του να είναι ευλογοφανείς και να αποκτούν νόημα επιτυγχάνοντας την οικειοθελή, κατά προτίμηση, συμμόρφωση του κοινού (αλλά και της διοίκησης). Είναι σαφές, ότι το κύριο βάρος αυτής της διαδικασίας πέφτει στους ώμους της εκάστοτε κυβέρνησης. Είναι, επίσης, διαπιστωμένο ότι ο πιο ασφαλής τρόπος για να επιτύχει το πολιτικό σύστημα τη νομιμοποίησή του είναι η αντιπροσώπευση και η αναφορά των αποφάσεων και λειτουργιών του σε ευρύτερες, συμβολικές αρχές εγκυρότητας, δηλαδή σε αξίες.
2.Προσφυγικό και νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος
Εάν οι παραπάνω συλλογισμοί έχουν κάποια αναλυτική αξία, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις:
Η ένταση του προσφυγικού/μεναστευτικού ζητήματος συνέπεσε με την κορύφωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της χώρας. Ήρθε να προσθέσει ένα ακόμα πολύπλοκο στη φύση του και την αντιμετώπισή του πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία. Η σημερινή κυβέρνηση ήλθε στη εξουσία επικαλούμενη, σχεδόν αποκλειστικά, την ανάγκη κατάργησης των μνημονίων και διαγραφής του χρέους. Όμως, μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015 και την υπογραφή των νέων μνημονίων και παρά την ακόλουθη δεύτερη εκλογική της νίκη, διέρχεται μια συνεχή κρίση νομιμοποίησης, λόγω της αποτυχίας, ανικανότητας ή απροθυμίας της να πραγματοποιήσει τα υπεσχημένα. Ο ανθρωπισμός που προβάλλει η κυβέρνηση ως θεμέλιο του σχεδίου αντιμετώπισης και πολιτικής διαχείρισης του πρόσφατου προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, είναι η πολιτική αφαίρεση της κοινώς αντιληπτής φιλοσοφικής ή ηθικής έννοιας του ανθρωπισμού. Είναι ένας ανθρωπισμός-ενεργό στοιχείο της πολιτικής επικοινωνίας, η οποία οριοθετεί και δομεί το πολιτικό σύστημα˙ ένα πολιτικό εργαλείο χρησιμοποιούμενο πολλαπλώς στον αγώνα διατήρησης της εξουσίας. Η βασική του λειτουργία εντοπίζεται στο πεδίο της νομιμοποίησης. Έχοντας καταρρεύσει, το πολιτικά νομιμοποιητικό αφήγημα του αντιμνημονίου και της αντίστασης στους ισχυρούς, αντικαθίσταται πλέον από εκείνο της κυβέρνησης-θεματοφύλακα των ανθρωπιστικών αξιών και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων και μεταναστών. Όπως τονίστηκε στην προηγούμενη ενότητα, η αναφορά της πολιτικής λειτουργίας σε υψηλές αξίες, η διακήρυξη της αντιπροσώπευσής τους από μια κυβέρνηση, έχει υψηλές πιθανότητες ευρύτερης νομιμοποίησης. Ιδιαίτερα αν αυτοπαρουσιαστεί ως το μέσο που μετατρέπει το ελληνικό κράτος από το οικονομικά απολωλός πρόβατο της Ευρώπης και υποκείμενο παντοειδών πιέσεων και εξευτελισμών, στην κιβωτό που διασώζει της «πραγματικές αξίες» της Ευρώπης, στο προκεχωρημένο και αμετακίνητο φυλάκιο του δυτικού ανθρωπισμού.
Η κυβερνητική πολιτική επιχειρεί με έναν ανθρωπιστικό σμπάρο να πετύχει δύο νομιμοποιητικά τρυγόνια: Νομιμοποίηση απέναντι σε μια καταταλαιπωρημένη οικονομικά και κοινωνικά κοινή γνώμη στο εσωτερικό, με την επίκληση υψηλών αξιών και μιας νέας Μεγάλης Ιδέας για την Ελλάδα-προπύργιο του ανθρωπισμού˙ νομιμοποίηση, όμως, και απέναντι στους ισχυρούς παίκτες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Οι τελευταίοι, μαζί με τους ομόλογούς τους στη Βορ. Αμερική έχουν αναγάγει τα ανθρώπινα δικαιώματα σε εργαλείο άσκησης πλανητικής πολιτικής, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (στοχεύοντας την τότε σοβιετική «αυτοκρατορία του κακού»). Εμπέδωσαν, δε, την πολιτική εργαλειοποίηση του ανθρωπισμού με τη σωρεία «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» τις δεκαετίες που ακολούθησαν (στρατιωτικές επεμβάσεις σε Ιράκ, Βοσνία, Αφγανιστάν, Κοσσυφοπέδιο, Λιβύη και εσχάτως, Συρία). Ο ανθρωπισμός εξελίσσεται σε κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα. Η δυτική αριστερά, μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, προσχώρησε ομοθυμαδόν στην ιδεολογία των νικητών του Ψυχρού Πολέμου. Μέσα από διάφορες εκλογικευτικές ακροβασίες, απέμεινε, όπως σαρκαστικά είχε εντοπίσει ήδη από το 1998 ο Π. Κονδύλης, «να επικαλείται την ιδεολογία του συστήματος ενάντια στην πραγματικότητά του»2. Συνεπώς, η αριστερή πλειοψηφία της ελληνικής κυβέρνησης, στηριζόμενη σε πρόσωπα, κόμματα και οργανώσεις που έχουν ήδη εδώ και πολλά χρόνια προσχωρήσει στην τρέχουσα πολιτική ιδεολογία του ανθρωπισμού, δεν έχει κανένα πρόβλημα να δοκιμάσει να ψωνίσει από την εκτεταμένη διεθνώς πολιτική «αγορά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ιδιαίτερα, όταν στο ζήτημα του προσφυγικού/μεταναστευτικού η αγορά αυτή ελέγχεται από πολιτικές ελίτ της περιωπής μιας Μέρκελ, ενός Γιούνκερ ή ενός Ολάντ. Ήταν οι ίδιες ελίτ, οι οποίες το 2015 της δίδαξαν το πικρό μάθημα, ότι σε συνθήκες πλανητικών ανακατατάξεων, στο εσωτερικό της Ευρώπης επανεμφανίζεται, έστω και με πιο εκλεπτυσμένες προς το παρόν μορφές, η παλιά ρωμαϊκή διάκριση ισχύος μεταξύ (τευτονικού, σήμερα) κέντρου και (βαλκανικής) επαρχίας. Συνεπώς, για την παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης της επαρχίας, δεν αρκεί πια η νομιμοποίηση στο εσωτερικό της, αλλά χρειάζεται, επιπλέον, η νομιμοποίηση από το πολιτικό σύστημα του κέντρου. Η ευθυγράμμιση, λοιπόν, της ελληνικής κυβέρνησης – αλλά, ουσιαστικά και του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού συστήματος, τουλάχιστον όσον αφορά στα κόμματα και τη διοίκηση – με την ανθρωπιστική πολιτική των ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών ελίτ, εκλαμβάνεται ως μια καλή ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα της επαρχίας να αποδείξει την πολλαπλή χρησιμότητά του σε εκείνο του κέντρου˙ με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη μακροημέρευσή του.
♦
Επιστρέφοντας στη συζήτηση για την εργώδη κυβερνητική προσπάθεια νομιμοποίησης στο εσωτερικό της κοινωνίας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η επίκληση ανώτερων (ανθρωπιστικών) αξιών στη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος δεν αρκεί από μόνη της. Ιδιαίτερα όταν οι αξίες αυτές έρχονται αντιμέτωπες καθημερινά με τη γνώριμη, καταθλιπτική συνθήκη φτώχειας, μιζέριας, παραγωγικής εξάρθρωσης και κοινωνικού αποκλεισμού στο ίδιο το εσωτερικό της κοινωνίας υποδοχής. Η επίδρασή τους το πολύ να εξαντλούταν σε εκείνους μόνο τους ανθρώπους που από ιδεολογικό προσανατολισμό, πολιτικό υπολογισμό ή ειλικρινή πίστη δραστηριοποιούνται ούτως ή άλλως στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απαιτείται, πρακτικά, ο κατάλληλος συνδυασμός επίκλησης ανώτερων ιδανικών και χειροπιαστού προσωπικού ή συλλογικού οφέλους, το οποίο να εκτείνεται σε ένα ευρύ πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας, πέρα από το πολιτικό σύστημα. Ουσιαστικά, αναφερόμαστε στην εγγενή δυνατότητα του πολιτικού συστήματος, με μέσο την κυβερνητική εξουσία, να προκαλεί διέγερση και κινητικότητα σε άλλα κοινωνικά υποσυστήματα (οικονομία, επιστήμη, εκπαίδευση, τέχνη, κλπ) με τη στοχευμένη χρήση μέσων, πόρων και δεσμευτικών ντιρεκτιβών. Έτσι, παράλληλα και μέσω της υπηρέτησης των ανθρωπιστικών αξιών, εκατοντάδες νέοι και νέες βρίσκουν δουλειά στην αναπτυσσόμενη οικονομία του προσφυγικού, και μάλιστα σε μια εποχή τρομακτικής ανεργίας της νεολαίας˙ πλήθος επιχειρήσεων – παλαιών, νεοφυών και κοινωνικών – πραγματοποιούν τον κύκλο εργασιών τους στην ίδια οικονομία˙ νέοι και παλαιοί ακαδημαϊκοί και επιστήμονες ετοιμάζουν πυρετωδώς πληθώρα διδακτορικών και δημοσιεύσεων, ενώ άλλοι τίθενται επικεφαλής σωρείας χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων στήριξης των προσφύγων και μεταναστών, κάποια από αυτά, μάλιστα, με υψηλούς προϋπολογισμούς˙ καινούριοι οργανισμοί και θεσμοί – κρατικοί, ημικρατικοί ή της «κοινωνίας των πολιτών» – ιδρύονται και επιζητούν τη στελέχωσή τους˙ εκπαιδευτικοί και σχολικοί διευθυντές διαγκωνίζονται (με το βλέμμα στραμμένο στην αξιολόγηση) σε σχολικά προγράμματα και εκδηλώσεις για τους πρόσφυγες˙ καλλιτέχνες ξαναβρίσκουν την έμπνευσή τους, προωθώντας μια αξιοσημείωτη πολιτιστική παραγωγή στηριγμένη στη ζωή και το δράμα των προσφύγων˙ συνδικαλιστές ανακαλύπτουν νέο πεδίο δραστηριοποίησης, ενώ δημόσιοι λειτουργοί επανακαταρτίζονται και αναλαμβάνουν πρωτοφανέρωτους τομείς ευθύνης˙ διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ στήνουν τα δίκτυά τους αναζητώντας τους ανθρώπους τους στη χώρα, κ.ο.κ. Κοντολογίς, ένας καμβάς από καριέρες (άλλες ταπεινές και άλλες υψηλού κύρους ή απολαβών, άλλες τετριμμένες και άλλες πολλά υποσχόμενες) ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά με φόντο τους καταπονημένους καταυλισμούς των προσφύγων και των μεταναστών. Κι ενώ τα αποτελέσματα της ανθρωπιστικής πολιτικής στα ίδια τα αντικείμενά της, τους πρόσφυγες και μετανάστες, μένει να αποδειχτούν3, μέσα από τις καριέρες, μια όχι ασήμαντη δυναμική ενσωμάτωσης των γηγενών στα διάφορα λειτουργικά υποσυστήματα της κοινωνίας μας (οικονομία, επιστήμη, εκπαίδευση, τέχνη, κλπ) αναπτύσσεται, επιδρώντας με θετικό τρόπο στην προσπάθεια νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος (και της κυβέρνησης ειδικότερα).
Ακόμα πιο ορατή είναι η επίδραση της ανθρωπιστικής πολιτικής στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Τα υπάρχοντα κόμματα και πολιτικές οργανώσεις αναδιατάσσονται και επανατοποθετούνται με βάση το «ανθρωπιστικό κεκτημένο» στη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού. Επιφανείς ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κινήσεων αλληλεγγύης εγκαταλείπουν τα «κοινωνικά κινήματα» και προωθούνται σε κρατικές και κυβερνητικές θέσεις διαχείρισης του προσφυγικού, ακόμα και υπουργικές. Εκατοντάδες άλλοι που δραστηριοποιούνταν ενάντια στο κοινωνικό σύστημα συντηρώντας την αίσθηση ότι στέκονται έξω από αυτό (sic), τώρα ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές απαιτήσεις του κρατικά προωθούμενου ανθρωπιστικού σχεδίου, ακόμα και αν το μετονομάζουν, ως έσχατο φύλλο συκής, σε «αλληλέγγυο». Πολλοί, δε, από αυτούς, χρησιμοποιώντας το αυτό φύλλο συκής, ενσωματώνονται και στο οικονομικό σύστημα˙ είναι εντυπωσιακός ο αριθμός «αντισυστημικών» ακτιβιστών που εργάζεται πια στις δομές στήριξης των προσφύγων/μεταναστών και στις ανθρωπιστικές ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται ανά την επικράτεια4.
Νέες συμπολιτεύσεις και νέες αντιπολιτεύσεις σχηματίζονται γύρω από το ανθρωπιστικό σχέδιο διαχείρισης του προσφυγικού˙ νέες πολιτικές καριέρες χτίζονται και προωθούνται με τη στήριξη ή την εναντίωση στο σχέδιο. Το πολιτικό σύστημα ανανεώνεται και ενσωματώνει καινούριο δυναμικό τη στιγμή ακριβώς που το αρχικό αντιμνημονιακό πολιτικό σχέδιο ή το επακόλουθο σχέδιο ήπιας μνημονιακής προσαρμογής, τελμάτωσαν και εξάντλησαν τη νομιμοποιητική δυναμική τους. Για άλλη μια φορά παρατηρούμε ότι, ενώ η ανθρωπιστική πολιτική έχει μακρύ δρόμο ακόμη για να αποδείξει την αποτελεσματικότητά της στο ονομαστικό πεδίο άσκησής της (στους ανθρώπους που υποφέρουν), στο πεδίο του πολιτικού συστήματος έχει άμεσα, εμφανή και αδιαμφισβήτητα αναζωογονητικά αποτελέσματα.
3. Η χρήση του ηθικού λόγου – Ο ρόλος των ΜΜΕ
Για να ολοκληρώσουμε την ανάλυσή μας, χρειάζεται η αναφορά σε δύο ακόμα παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν επιβοηθητικά στη νομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής, τη χρήση του ηθικού λόγου και το ρόλο των ΜΜΕ.
Ο ανθρωπιστικός λόγος είναι κατά βάση ηθικός λόγος (για κάποιους ηθικολογικός). Ιδιαίτερα όταν αρθρώνεται στην πολιτική (και τα ΜΜΕ). Η επίκληση προαιώνιων, αναλλοίωτων και επιτακτικών ανθρωπιστικών αξιών, η προικοδότησή τους με αξιώσεις καθολικότητας, εκπίπτουν εύκολα και γρήγορα στο δυαδικό κώδικα λειτουργίας της ηθικής, το καλό/κακό. Όταν το «μόνο που μετράει είναι η ανθρωπότητα»5, τότε παίρνει μορφή το «καλό» και ποιος δεν θα ήθελε να είναι με το καλό. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ποιος κατ’ αρχήν δεν θα ήθελε να προσφέρει τη συναίνεσή του σε αυτούς που αγωνίζονται για το καλό; Η ηθική στην πολιτική επικοινωνία προσφέρει μια γρήγορη και κατηγορηματική επιλογή θέσης, καθιστώντας περιττή, ακόμα και εξοργιστική, μια πιο ενδελεχή ανάλυση και ύποπτη τη διερώτηση. Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και το κοινό πιέζονται να πάρουν θέση «ή με μας ή εναντίον μας», ενώ όσοι έχουν αντιρρήσεις ή αντιδρούν, αυτομάτως και χωρίς διάκριση, υπάγονται στον «άξονα του κακού» – για να θυμηθούμε δυο διαβόητες εκφάνσεις του ηθικού λόγου στην πολιτική, στις αρχές του 21ου αιώνα. Μέσα από την ένταση που δημιουργεί η ηθική σχηματοποίηση (του προσφυγικού ζητήματος, εν προκειμένω) επιχειρείται η απόσπαση της εκούσιας αποδοχής των αποφάσεων της κυβέρνησης του πολιτικού συστήματος6. Ταυτόχρονα, εκείνος που εισάγει τον ηθικό λόγο, τοποθετεί αυτοδικαίως τον εαυτό του στην πλευρά του καλού, επιχειρώντας την αυτο-εξαίρεσή του από ευρύτερες διαδικασίες αξιολόγησης. Ο υπηρέτης του καλού δεν μπορεί παρά να είναι εν γένει καλός. Συνάμα, οι εντολείς, σύμμαχοι και υπηρέτες του υπηρέτη του καλού δεν μπορεί παρά κι αυτοί να έχουν κάτι από τη στόφα του καλού. Έτσι, η «ναζίστρια» Μέρκελ μετασχηματίζεται αίφνης σε φύλακα των ευρωπαϊκών ανθρωπιστικών ιδεωδών, ο «υπάλληλος των πολυεθνικών» Γιούνκερ σε no–border ακτιβιστή7 και τα σώματα ασφαλείας από «γουρούνια, δολοφόνοι» σε επιτελούντες το ανθρωπιστικό τους καθήκον. Οι πολιτικές αμαρτίες στα ζητήματα των μνημονίων, του χρέους και των διεθνών σχέσεων χρειάζονται την ηθικο-ανθρωπιστική κολυμπήθρα εξαγνισμού τους.
***
Από την άλλη, παραβιάζει κάποιος ανοιχτές θύρες όταν τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ στις κοινωνίες της ώριμης νεωτερικότητας. Ιδιαίτερα, από τότε που η εφημερίδα-πρωινή προσευχή του Χέγκελ συμπληρώθηκε σταδιακά με το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τη διαφήμιση και την οπτικο-ακουστική και ηλεκτρονική ψυχαγωγία. Οργανώνοντας τη λειτουργία τους γύρω από τον κώδικα πληροφορία/μη-πληροφορία, τα ΜΜΕ αναπτύσσουν ένα πολύ υψηλό βαθμό επιλεκτικότητας (ποια πληροφορία αξίζει να αναπαραχθεί και ποια όχι) και μια υψηλή ταχύτητα αντικατάστασης (μόλις η πληροφορία δημοσιοποιηθεί πεθαίνει, μετατρέπεται σε μη-πληροφορία και χρειάζεται μια νέα να την αντικαταστήσει). Αυτή η αέναη και καταιγιστικού ρυθμού διαδικασία επιλογής και επανεπιλογής στη δυναμική της εκδίπλωση παράγει, εν τέλει, την κοινά διαθέσιμη μνήμη των σύγχρονων κοινωνιών και τις διαθέσιμες αυτο-περιγραφές τους. Πρακτικά, τα ΜΜΕ προμηθεύουν την κοινή γνώμη με νοητικά σχήματα. Μοτίβα σκέψης, με άλλα λόγια, τα οποία βοηθούν στη διευθέτηση του σε τι αξίζει να δίνει κάποιος προσοχή και σε τι όχι, ως προς την ταξινόμηση και ιεράρχηση κάθε πληροφορίας. Κοντολογίς, τα ΜΜΕ κατασκευάζουν την κοινή πραγματικότητα της κοινωνίας και σε αυτήν την πραγματικότητα, η κοινωνία προσανατολίζει τον εαυτό της. Ό,τι γνωρίζουμε εν γένει για την κοινωνία μας, το γνωρίζουμε μέσα από αυτήν τη δημιουργία/κατασκευή την οποία παρέχουν τα ΜΜΕ8. Όχι άδικα, ο Μπωντριγιάρ θέλησε να επισημάνει αυτή τη συνθήκη των σύγχρονων κοινωνιών, δίνοντας στο βιβλίο του για τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου τον προκλητικό τίτλο «Ο Πόλεμος του Κόλπου Δεν Συνέβη»9.
Tο προσφυγικό/μεταναστευτικό φαινόμενο πληροί αρκετά από τα κριτήρια επιλεξιμότητας τα οποία χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ στη λειτουργία τους: αριθμούς (εκατομμύρια άνθρωποι), αιτιώδη σχέση με καταστρεπτικά γεγονότα (πόλεμοι, ανταρσίες, οικονομική κρίση, κλπ), ανταγωνισμούς και διαμάχες (για τη διαχείριση και την αντιμετώπισή του) και κυρίως, υψηλό τοπικό ενδιαφέρον (ακόμα και σήμερα τα εκατομμύρια πρόσφυγες σε Ιορδανία, Ερυθραία, Κονγκό, ελάχιστα ενδιαφέρουν την ευρωπαϊκή και ελληνική κοινή γνώμη). Επιπρόσθετα, αναφέρεται λιγότερο ή περισσότερο στο βασικό σώμα θεμελιωδών σημασιών των νεωτερικών κοινωνιών της Δύσης και του Βορρά: ανθρώπινα δικαιώματα/ανθρωπισμός, ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα, ελεύθερη οικονομία. Ούτως ή άλλως, για τα ΜΜΕ, η παρουσίαση μιας είδησης ως ουδέτερης πληροφορίας δεν φέρει κανένα στοιχείο έκπληξης/ενθουσιασμού του κοινού, αν δεν μπουν στο παιχνίδι οι αξίες (ελευθερία, δικαιώματα, δημοκρατία, ειρήνη, αξιοπρέπεια, κλπ)˙ αν ο αναγνώστης/ θεατής/ακροατής δεν κρίνει το γεγονός στο μέτρο που παραβιάζεται ή πραγματώνεται μια αξία. Αν συνυπολογίσουμε, δε, το γεγονός, ότι τα ΜΜΕ κατά κύριο λόγο παρατηρούν την πραγματικότητα των άλλων συστημάτων (πολιτικής, οικονομίας, τέχνης, επιστήμης, κλπ) και κατασκευάζουν την κοινή μας πραγματικότητα, συνήθως με ηθικολογικό τρόπο – καλοί/κακοί πολιτικοί, καλοί/κακοί επιχειρηματίες, καλά/κακά προϊόντα, κ.ο.κ. Τότε έχουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κατασκευάζεται η πραγματικότητα του προσφυγικού ζητήματος από τα ΜΜΕ10, τουλάχιστον από εκείνα τα οποία (καταχρηστικώς) καλούνται συστημικά. Μέσα από τους ανθρωπιστικούς και ηθικολογικούς φακούς των ΜΜΕ, το πολύπλοκο προσφυγικό ζήτημα απλοποιείται σε ζήτημα που αφορά γενικά και αόριστα τη βαρβαρότητα που υφίστανται άνθρωποι-θύματα. Η βαθιά πολιτική φύση του προσφυγικού και του μεταναστευτικού ζητήματος εξαερώνεται και μόνο κάποια σπαράγματα ειδήσεων και εικόνων απομένουν να τη θυμίζουν, στιγμιαία, στην κοινή γνώμη. Ούτως ή άλλως, ο εντατικός χαρακτήρας της καθημερινής λειτουργίας των Μέσων δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για διαβούλευση ή στοχασμό σχετικά με ένα γεγονός˙ ο Μινώταυρος της πληροφόρησης πρέπει να τρέφεται καθημερινά με φρέσκες ειδήσεις.
Πολιτικό σύστημα και σύστημα ενημέρωσης, με τις επιλογές τους συγκλίνουν στη δημιουργία εκείνης της συνθήκης, την οποία είχε ήδη περιγράψει ο Μπαντιού, κατά την οποία «η βαρβαρότητα της κατάστασης δεν τίθεται υπό σκέψη παρά με όρους ”ανθρωπίνων δικαιωμάτων” – ενώ πρόκειται πάντα για μια πολιτική κατάσταση που εγκαλεί μια πολιτική σκέψη-πρακτική, και στην οποία ενέχονται επιτόπου, πάντοτε, αυθεντικοί πρωταγωνιστές – …».11 Το ανθρωπιστικό πέπλο, στη χρήση του οποίου συγκλίνουν τα δύο συστήματα, καλύπτει ομοιόμορφα πρόσωπα και καταστάσεις, θύτες και θύματα, ακούσια υποκείμενα και «αυθεντικούς πρωταγωνιστές». Η Γεζίντι γυναίκα και ο αποστρατευμένος μαχητής του Ισλαμικού Κράτους, ο βασανιστής του Άσαντ και ο διωγμένος σουνίτης χωρικός, ο ομοφυλόφιλος από τη Ράκα και ο νεαρός τυχοδιώκτης από το Μαρόκο ή τη Νιγηρία συγκροτούν το πολιτικά και ιστορικά απροσδιόριστο, αλλά νοητικά ομογενοποιημένο υποκείμενο του πρόσφυγα, το οποίο στερείται οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, πέραν αυτής του θύματος. Και καθώς το «μόνο που μετράει είναι η ανθρωπότητα» και η βοήθεια για τα ανθρώπινα θύματα είναι πάντα επείγουσα, οι «αυθεντικοί πρωταγωνιστές» – τα ισχυρά, αλληλοσυγκρουόμενα πολιτικά, γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα – μπορούν να μένουν ήσυχα στο παρασκήνιο ανατινάζοντας περιοχές και προωθώντας ύστερα σχέδια αντιμετώπισης της «ανθρωπιστικής κρίσης».
Στο σχεδιασμό και την εφαρμογή των σχεδίων αυτών συναντάμε όσους προστρέχουν τα θύματα˙ οι καλοί άνθρωποι, οι δυτικοί άνθρωποι των κοινωνιών υποδοχής. Αυτοί που μιλάνε σαν εκείνους που υφίστανται τον κατατρεγμό και για λογαριασμό εκείνων που υφίστανται τον κατατρεγμό. Τελικά, τα ΜΜΕ επιλέγουν ένα μεγάλο μέρος της μεταδιδόμενης πληροφορίας να αφορά σε αυτούς τους ανθρώπους και τις οργανώσεις τους (κυβερνητικές και μη, τοπικές ή διεθνείς). Κρατικές διοικήσεις, συλλογικότητες και άτομα με περισσή ρητορική αλλά και έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες, τοποθετούνται στη φωτεινή πλευρά των κοινωνιών μας. Συχνά, σε αντιδιαστολή με τη μειοψηφική, σκοτεινή και αλλόκοτη πλευρά εκείνων (κυβερνήσεων, συλλογικοτήτων και ατόμων) που μένουν απαθείς στο ανθρώπινο δράμα ή ακόμα χειρότερα, αντιδρούν ή είναι καχύποπτοι απέναντι στο ανθρωπιστικό σχέδιο. Η παρατήρηση, ότι ο έμπρακτος ανθρωπισμός ασκείται από μια θέση χαμηλού ή ανύπαρκτου ρίσκου, μια θέση η οποία επιτρέπει την καταγγελία των δεινών (ακόμα και την πιο δυναμική) χωρίς ο καταγγέλλων να τα υφίσταται ή να στέκεται εμπόδιο στους παράγοντες που τα δημιουργούν, είναι μια αναστοχαστική λεπτομέρεια η οποία αφορά στα αυτοαποκαλούμενα κοινωνικά κινήματα της Δύσης και όχι στα ΜΜΕ και τον τρόπο λειτουργίας τους.
Σαν συνέπεια, στις διαθέσιμες, αυτάρεσκες, αυτοπεριγραφές των δυτικών κοινωνιών (κοινωνίες δικαίου, της ανεκτικότητας, ανεξίθρησκες, δημοκρατικές, ελεύθερες, κλπ), κατασκευάζεται και προστίθεται αυτή της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα για την ελληνική κοινωνία, η οποία κείται παραλυμένη από τις διαδοχικές επιδείξεις «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» των τελευταίων επτά ετών, η αυτοπεριγραφή αυτή τείνει να μετατραπεί σε δεσπόζουσα. Προσφέρει στο καταπονημένο της σώμα κάτι από την αίσθηση αυτο-ικανοποίησης και μεγαλείου του δυτικού σωτήρα και την ενσωματώνει πάλι, έστω και με λανθάνοντα τρόπο και δια της πλαγίας, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, το οποίο την έχει εκμέσει επί μια επταετία.
Η κυβέρνηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ουσιαστικά δανείζεται την αυτo-περιγραφή της «κοινωνίας της ανθρωπιάς» που κατασκευάζουν τα ΜΜΕ, την ενισχύει και την παροχετεύει στην κοινωνία, επιχειρώντας να αντλήσει νομιμοποίηση. Με συνεχείς δηλώσεις και συμβολικές χειρονομίες, το πολιτικό προσωπικό εξαίρει πότε τους «νησιώτες», πότε τα «σώματα ασφαλείας», πότε τους «εθελοντές» και τους «σώφρονες γονείς» κ.ο.κ. ή αντίστοιχα και κατ’ αντιδιαστολή, επιτιμά τους (λίγους υποχρεωτικά) «ρατσιστές» και «ξενοφοβικούς», οι οποίοι συγκροτούν την αναπόφευκτη παραφωνία. Οι πολιτικές κινήσεις αυτές επιστρέφουν, πλέον, στα ΜΜΕ ως επιλέξιμη πληροφορία και ο κυβερνητικός (cybernetic) κύκλος της ανθρωπιστικής αυτο-περιγραφής ανατροφοδοτείται και ζωογονείται. Το παράδειγμα με τον κυβερνητικό κύκλο, πρακτικά, περιγράφει τη γενική δομική σύζευξη του πολιτικού συστήματος με το σύστημα των ΜΜΕ, η οποία δημιουργεί μια συνθήκη συνεξέλιξης των δύο συστημάτων. Ετούτη η δομική διαπλοκή (για να χρησιμοποιήσουμε όρο του συρμού), στις σύγχρονες κοινωνίες, προηγείται κάθε άλλης συγκυριακής διαπλοκής/χειραγώγησης μεταξύ των δύο συστημάτων (είτε χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος από τα ΜΜΕ είτε των ΜΜΕ από το πολιτικό σύστημα). Καταλήγει, δε, στην περίπτωση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, το ελληνικό πολιτικό σύστημα (αλλά και το δυτικοευρωπαϊκό) και το σύστημα των ΜΜΕ να συγκλίνουν, επί του παρόντος, αρμονικά και να αλληλοτροφοδοτούνται στη βάση των διαθέσιμων νοητικών σχημάτων, των κοινωνικών αυτο-περιγραφών, της αποπολιτικοποίησης του φαινομένου, της ομογενοποίησης τόσο των θυμάτων όσο και των ανθρωπιστών και της κοινής και εκτεταμένης χρήσης του ηθικού λόγου12. Σε μια τέτοια συνθήκη, το πολιτικό σύστημα αυξάνει τις πιθανότητες νομιμοποίησής του˙ φαινόμενο, του οποίου η διερεύνηση, απετέλεσε τον βασικό άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το παρόν σημείωμα.
4. Τα «τυφλά σημεία» της κυρίαρχης πολιτικής αφήγησης
Στις προηγούμενες παραγράφους περιγράψαμε πώς το πολιτικό σύστημα υιοθετεί και προβάλει τον ανθρωπισμό ως σχέδιο για την αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος. Πώς χρησιμοποιεί τις ανθρωπιστικές αξίες για να επιτύχει την (εν γένει αμφίβολη και ουδόλως δεδομένη) νομιμοποίησή του. Δηλαδή, την εκούσια αποδοχή και συμμόρφωση των πολιτών με τις αποφάσεις που λαμβάνει, ώστε να συνεχίζει την αναπαραγωγή του, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής εξουσίας όσο και σε επίπεδο κρατικής διοίκησης. Θα πρέπει να τονίσουμε, ότι η περιγραφή αυτή δεν υποβάλλει σώνει και καλά την ιδέα περί «κέντρων» ή «μυαλών» που εμπνέονται και θέτουν σε εφαρμογή ένα τέτοιο σχέδιο. Περισσότερο εστιάζει στο πώς υπό ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες13, το πολιτικό σύστημα εξελίσσεται και λαμβάνει αποφάσεις, προσπαθώντας να επιτύχει την αναπαραγωγή του. Η ευόδωση ή μη της προσπάθειας εξαρτάται από το αποτέλεσμα που διαμορφώνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Όσο μακρύτερος είναι ο ορίζοντας, τόσο επισφαλέστερη καθίσταται η επιτυχία της επιδίωξης. Προς το παρόν, ένας ψύχραιμος παρατηρητής οφείλει να σημειώσει, ότι η συγκεκριμένη επιλογή της κυβέρνησης του πολιτικού συστήματος έχει προκαλέσει υψηλή διεγερσιμότητα σε σημαντικούς τομείς της κοινωνίας (οικονομία, εκπαίδευση, πολιτισμό, κοινωνικά κινήματα, κλπ), σε σημείο που να δημιουργείται η αίσθηση μιας ευρείας κοινωνικής κινητοποίησης (και άρα συναίνεσης) υπό το κρατικά προωθούμενο «ανθρωπιστικό σχέδιο». Θα λέγαμε, ότι στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία της χώρας, παρόμοια κινητοποίηση έχει επιτευχθεί με παραπλήσιο τρόπο δυο φορές: μία τη δεκαετία του ’80 με την κυβερνητικά σχεδιασμένη καμπάνια για την ειρήνη και τον αφοπλισμό και μια τη δεκαετία του ’90 με την κυβερνητικά πριμοδοτούμενη βαλκανική καμπάνια (Μακεδονικό αρχικά, αλληλεγγύη στους Σέρβους έπειτα)14.
Η δημιουργηθείσα αίσθηση, όμως, δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη βεβαιότητα επιτυχίας του κυβερνητικού σχεδίου σε βάθος χρόνου. Η παρατήρηση του προσφυγικού ζητήματος, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, υπό το πρίσμα ανθρωπιστικών αξιών, φωτίζει το φαινόμενο υπό μια συγκεκριμένη γωνία, αφήνοντας εκ των πραγμάτων τυφλά σημεία, τις «νεκρές γωνίες» (αν χρησιμοποιήσουμε οδηγική ορολογία). Εκεί σωρεύονται παράγοντες οι οποίοι δύνανται να αποσταθεροποιήσουν το κυβερνητικό σενάριο. Πρώτα και κύρια, το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να αποφύγει τη σύγκριση ανάμεσα σε εξαγγελίες, οι οποίες υποτίθεται ότι εμπνέονται από υψηλές αξίες και τα απτά αποτελέσματα των εξαγγελιών. Ήδη, η ανθρωπιστική εξαγγελία στην αντιμετώπιση του ζητήματος έχει οδηγήσει σε καταστάσεις απανθρωπιάς. Οι χιονισμένες σκηνές των προσφύγων στη Μόρια, τα προσφυγόπουλα μέσα στις λάσπες, οι αρρώστιες, οι αιφνίδιοι θάνατοι, το ανεπαρκές φαγητό και πρωτίστως ο εγκλωβισμός χιλιάδων ανθρώπων στο ελληνικό έδαφος παρά τη θέλησή τους και ως αποτέλεσμα της συμφωνίας που υπέγραψαν η Ε.Ε. και η Τουρκία και υπερθεμάτισε η ελληνική κυβέρνηση, μόνο ένα ανθρωπιστικό σχέδιο δεν δικαιώνουν. Στο όνομα του ανθρωπισμού, άνθρωποι καταδικάζονται να παραμείνουν φυλακισμένοι στον ελληνικό προθάλαμο της ευρωπαϊκής γης της επαγγελίας, πολύ συχνά, δε, υπό περιορισμό στο εσωτερικό του προθαλάμου (hot spot, κέντρα φιλοξενίας, κέντρα κράτησης, κλπ)15. Ένα δεύτερο πεδίο αναγκαστικής σύγκρισης των ανθρωπιστικών διακηρύξεων του πολιτικού συστήματος είναι με την πραγματικότητα της ζωής των γηγενών. Η κατάρρευση του αντιμνημονιακού πολιτικού σχεδίου και η πλήρης προσχώρηση του πολιτικού συστήματος στο μνημονιακό καταναγκασμό διατήρησε, αν δεν ενίσχυσε, τις πρόσφατες καταστάσεις ραγδαίας κοινωνικής υποβάθμισης και ένδειας διόλου ευκαταφρόνητων τμημάτων του ντόπιου πληθυσμού. Η αδυναμία ή αδιαφορία της κυβέρνησης να εξασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης στους ίδιους τους πολίτες της, δημιουργεί μια αίσθηση α λα καρτ επίκλησης των ανθρωπιστικών αξιών, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί μια διάχυτη απορία που σύντομα μπορεί να μετατραπεί σε δυσφορία των πληττόμενων στρωμάτων. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι η χτυπητή αντίφαση που θα δημιουργούσε ένα καταπιεστικό, αυταρχικό στο εσωτερικό του, καθεστώς εάν διακήρυττε ή όντως αγωνιζόταν για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας σε άλλες χώρες16. Συμπερασματικά, η υιοθέτηση από το πολιτικό σύστημα υψηλών ιδεωδών και ηθικών αξιών ως υποτιθέμενο γνώμονα για τις συλλογικά δεσμευτικές αποφάσεις που λαμβάνει, είναι μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη απόπειρα. Παρά την αναμφισβήτητη, θετική επίδραση που έχει στην προσπάθεια νομιμοποίησής του, ταυτόχρονα καλεί στη διαρκή αξιολόγησή του μέσα από τη σύγκριση υψηλοφρόνων εξαγγελιών και απτών αποτελεσμάτων17.
Το ίδιο ριψοκίνδυνη είναι η επιλογή του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει βαθιά πολιτικά και εξόχως πολύπλοκα ζητήματα με ηθικές και φιλοσοφικές απλουστεύσεις. Η προσφυγική έξοδος είναι μια από τις συνέπειες του σκληρού αγώνα που διεξάγεται ανάμεσα σε πλανητικούς, περιφερειακούς και τοπικούς παίκτες, κατεστημένους και αναδυόμενους, οι οποίοι διαγκωνίζονται θανάσιμα για τη διεύρυνση της ισχύος τους και την ικανοποίηση πολλαπλών συμφερόντων, σε μια τεράστια περιοχή που εκτείνεται από το Αιγαίο ως τις οροσειρές του Αφγανιστάν και από τις ακτές της Σομαλίας ως το υπογάστριο του ουκρανικού σιτοβολώνα. Είναι ακριβώς ο πολιτικός χαρακτήρας που απειλεί με ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση (αντί για την επιθυμητή νομιμοποίηση) εκείνο το πολιτικό σύστημα που θα επιλέξει να αρνηθεί να τον κοιτάξει κατάματα, δηλαδή θα αρνηθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα στην πολιτική ολότητά του. Η υποκατάσταση της καθεαυτό λειτουργίας του πολιτικού συστήματος από αυτάρεσκες χειρονομίες, συγκινητικές προσευχές και ανθρωπιστικά ξόρκια σπανίως απέτρεψε την εκδίπλωση του χειρότερου σεναρίου. Επιπρόσθετα, η προσκόλληση στο «ανθρωπιστικό σχέδιο» της δυτικής Ευρώπης, για λόγους ιδεολογικής ταύτισης και σε αναζήτηση πολιτικής εύνοιας/νομιμοποίησης από το ευρωπαϊκό κέντρο, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της μια βασική διαπίστωση του Π. Κονδύλη για τη σχέση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικής: «ότι τα τέτοια «δικαιώματα» μπορούν να επιβληθούν μονάχα από τους ισχυρότερους πάνω στους ασθενέστερους, το αντίστροφο όμως είναι αδύνατο να γίνει, ούτε είναι δυνατό στην περίπτωση αυτή να υπάρξουν οποιεσδήποτε θεσμικές ρυθμίσεις»18. Δηλαδή, ο ισχυρός διατηρεί και ασκεί το δικαίωμα επιβολής των «ανθρωπιστικών πολιτικών» αλλά όχι την υποχρέωση τήρησής τους όταν οι συνθήκες αλλάξουν και η ανθρωπιστική αφήγηση δεν ικανοποιεί πια το αίτημα της νομιμοποίησης του πολιτικού του συστήματος. Η πρόσφατη πολιτική αναταραχή στις δύο όχθες του Ατλαντικού (Brexit, εκλογή Τραμπ), η οποία έχει στο επίκεντρό της και τις πολιτικές αντιμετώπισης του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, αναπτύσσει πιέσεις στο εσωτερικό των ισχυρών κρατών της Ε.Ε. των οποίων το πολιτικό σύστημα ήταν προσανατολισμένο στην ανθρωπιστική ρητορική (Γερμανία, Γαλλία, Σκανδιναβικές χώρες, κλπ). Στα μάτια μεγάλου ποσοστού του εκεί (εκλογικού) κοινού παύει η ρητορική αυτή να αποτελεί νομιμοποιητικό παράγοντα του συστήματος. Οπότε μάλλον αναμένονται οι συνήθεις διορθωτικές πιρουέτες του ισχυρού πολιτικού κέντρου της Ε.Ε., οι οποίες θα σηματοδοτούν αλλαγή πολιτικής ρητορικής και θα αφήνουν ξεκρέμαστα τα πολιτικά συστήματα των ευρωπαϊκών επαρχιών που ταυτίστηκαν μαζί του.
Στις προηγούμενες παραγράφους περιγράψαμε λίγο πολύ την πιθανότητα απρόβλεπτων εξελίξεων για το πολιτικό σύστημα, οι οποίες προκύπτουν από την ύπαρξη τυφλών σημείων της κυρίαρχης θέασης του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος. Απρόβλεπτες, υπό την έννοια ότι δύνανται να θέσουν σε αμφισβήτηση την προσπάθεια νομιμοποίησής του τόσο στο εσωτερικό όσο και από το διεθνή περίγυρο. Αντίστοιχα σημεία υπάρχουν και δύνανται να επηρεάσουν με απρόβλεπτο τρόπο, τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στο πεδίο του δυαδικού κώδικα οργάνωσής του, κυβέρνηση/αντιπολίτευση. Τονίσαμε σύντομα στην αρχή ότι στο ζήτημα του προσφυγικού/μεταναστευτικού η πλειοψηφία της αντιπολίτευσης, λίγο ως πολύ, συμμερίζεται το «ανθρωπιστικό σχέδιο» που κατέθεσε και εφαρμόζει η κυβέρνηση. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων αποδέχεται τα κυρίαρχα πολιτικά ιδεολογήματα της Δύσης, τα οποία μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων καθίστανται πλέον πλανητικά: ανθρώπινα δικαιώματα, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ελευθερία της αγοράς, συνεχής οικονομική μεγέθυνση. Δεύτερον, το μεγαλύτερο τμήμα της αντιπολίτευσης κινείται με την ίδια σχέση εξάρτησης και υποταγής με την κυβέρνηση απέναντι στο ευρωπαϊκό κέντρο, το οποίο και ουσιαστικά υπέβαλε το «ανθρωπιστικό σχέδιο» εκκινώντας από αφετηρία η οποία σε τίποτα δεν έχει να κάνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συνεπώς, οι αντιπολιτευτικές εκδηλώσεις κυμαίνονται μεταξύ του «η κυβέρνηση κάνει ανθρωπιστικώς λίγα» και «η κυβέρνηση το παρακάνει με την ανθρωπιστική πολιτική». Στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς και στο ζήτημα των μνημονίων και των σχέσεων με τους διεθνείς δανειστές, ουσιαστική ή άξια λόγου, από μεριάς μεγεθών, αντιπολίτευση δεν υφίσταται. Το δίπολο, όμως, κυβέρνηση/αντιπολίτευση είναι ζωτικό για την ομαλή λειτουργία του σύγχρονου πολιτικού συστήματος. Τροφοδοτεί την κοινωνία με ισόποσες δόσεις σταθερότητας (υπάρχει μια παράταξη που κυβερνά, δηλαδή λαμβάνει συλλογικά δεσμευτικές αποφάσεις) και ποικιλίας (υπάρχει τουλάχιστον μια παράταξη εν αναμονή να μας κυβερνήσει, αν απογοητεύσουν οι αποφάσεις της ήδη κυβερνώσας) ώστε να επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση και άρα η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος. Η ουσιαστική σύμφυση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης σε κρίσιμα ζητήματα μόνο δυσλειτουργίες μπορεί να προκαλέσει στο πολιτικό σύστημα. Μπορούμε να αναμένουμε, βάσιμα και αναλόγως με την ένταση ή μη του φαινομένου, τη συγκρότηση μιας ουσιαστικής αντιπολίτευσης απέναντι στο «ανθρωπιστικό σχέδιο» από δύο αντιθετικές πολιτικές δυνάμεις.
Από τη μία, εκείνες, οι οποίες θεωρούν το εφαρμοζόμενο ανθρωπιστικό σχέδιο μια πολιτική απάτη που σκοπό έχει να ανακόψει τις προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές στα γεωγραφικά όρια του ευρωπαϊκού φρουρίου, πρακτικά να στρατωνίσει σε συγκεκριμένες συνοριακές περιοχές ακόμα και χώρες (π.χ. Ελλάδα μέσω συμφωνίας Ε.Ε-Τουρκίας) τους μετακινούμενους πληθυσμούς. Οι δυνάμεις αυτές προσλαμβάνουν στην κυριολεξία του την έννοια του «ανθρωπίνου δικαιώματος», που σημαίνει ότι αυτό δεν υφίσταται αν όλοι οι άνθρωποι (ή το, κατά Νέγκρι και Χαρντ, «πλήθος»19) δεν έχουν απεριόριστη ελευθερία μετακίνησης, εγκατάστασης και όμοιας νομικής αντιμετώπισης, απ’ όπου και αν κατάγονται ή όπου και αν βρίσκονται ή επιθυμούν να βρεθούν. Η κυβέρνηση προσπάθησε να ενσωματώσει μέρος αυτών των δυνάμεων στο κυβερνητικό σχέδιο (και εν μέρει το κατάφερε) δελεάζοντάς τες πολιτικά, με τη χρήση ιδεολογημάτων ηθικού οικουμενισμού («δεν υπάρχουν σύνορα για όσους υποφέρουν», «δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι», κλπ) και πρακτικά, με θέσεις εργασίας στην αναπτυσσόμενη οικονομία του προσφυγικού. Όμως, σύντομα θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν οργανωμένοι πολιτικοί χώροι, για την ακρίβεια κινήματα, που εννοούν αυτό που λένε και θα αγωνιστούν σκληρά (και βίαια) για να το πετύχουν. Ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής αλλά και άλλα κυβερνητικά ή διοικητικά στελέχη έχουν ήδη πάρει πρόγευση της αποφασιστικότητας αυτών των χώρων. Από την άλλη, υπάρχουν οι δυνάμεις οι οποίες αμφισβητούν το ανθρωπιστικό σχέδιο υπό την επίδραση ιδεολογημάτων φυλετικής υπεροχής, περιούσιων λαών, εθνών ή θρησκειών, κοινωνικού δαρβινισμού και συνομωσιολογικών θεωριών. Προκρίνουν ένα σχέδιο το οποίο αναφέρεται μάλλον σε πολιτική σκέψη και μεθόδους μεσαιωνικής ορδής και κατά βάση στηρίζεται στην αποτρεπτική ή εκκαθαριστική βία σε βάρος όχι μόνο των μετακινούμενων πληθυσμών αλλά και όσων εκ των γηγενών, «προδοτών» και «πρακτόρων», έχουν διαφορετική γνώμη. Και οι δύο, δυνάμει αντιπολιτεύσεις, παρά τις χαώδεις διαφορές τους, φέρουν «αντισυστημικό» φορτίο, υπό την έννοια ότι μπορούν να εμποδίσουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του σύγχρονου (δημοκρατικού) πολιτικού συστήματος. Η πρώτη, διότι διεκδικώντας την απόδοση δικαιωμάτων, τα οποία το σύγχρονο κράτος20 επιφυλάσσει για τους πολίτες του, όπως την ελευθερία μετακίνησης, εγκατάστασης, εκλέγειν και εκλέγεσθαι, κλπ, σε όλους τους ανθρώπους, καταργεί τη χωρική διάσταση του πολιτικού συστήματος και άρα καλεί στη διάλυση ή την αυτοδιάλυση του κράτους. Και αυτό ανεξάρτητα με το αν πρόκειται για έθνος-κράτος ή ένα ομοσπονδιακό μεγακράτος. Το πολιτικό σύστημα της νεωτερικότητας είναι θεμελιωδώς δεμένο με το χωρικό του περιορισμό, ώστε η αμφισβήτησή του αυτή είτε να υποδηλώνει απλώς ανισομερείς σχέσεις ισχύος ανάμεσα σε κράτη είτε να οδηγεί στη διάλυσή του και στο πέρασμα σε άλλες μορφές οργάνωσης της κυριαρχίας, αυτοκρατορικού ή φατριακού τύπου. Η δεύτερη, διότι αμφισβητεί τη δημοκρατική κυριαρχία και το σημασιολογικό οπλοστάσιό της – εκλογές, πλουραλισμός, διαβούλευση, συναίνεση, ανθρώπινα (πολιτικά) δικαιώματα, λελογισμένος καταναγκασμός, κ.ο.κ. – επιδιώκοντας λύσεις που στηρίζονται περισσότερο στην ωμή βία και σε μεθόδους καθεστώτων εκτάκτου ανάγκης. Στο βαθμό, δε, που οι μέθοδοι αυτοί προτείνονται ως κατάλληλες για την επίλυση και άλλων κρίσιμων ζητημάτων που αντιμετωπίζει μια κοινωνία σε κρίση, όπως ή ελληνική, (οικονομική αδυναμία, σχέσεις υποταγής με δανειστές και γειτονικά κράτη, ανασφάλεια, διαφθορά, αδυναμία του πολιτικού προσωπικού, κλπ), τότε αυτή η δεύτερη «αντισυστημική» προοπτική, μπορεί να αμφισβητήσει το πολιτικό σύστημα στο μέλλον με πιο μαζικούς όρους από την πρώτη. Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως, το πολιτικό σύστημα ενδέχεται, αργά ή γρήγορα, να χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις αντιπολιτεύσεις αυτές, όχι πια υπονοώντας την απειλή του καταναγκασμού, αλλά εκδιπλώνοντας τα μέσα συμμόρφωσης, τα οποία του παρέχει το κρατικό μονοπώλιο της βίας. Επομένως, να εισέλθει σε ένα σπιράλ απο-νομιμοποίησης του δημοκρατικού του χαρακτήρα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι είναι πιθανόν, όπως και η αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει, γύρω από το ζήτημα του προσφυγικού/μεταναστευτικού να δημιουργηθούν συνθήκες πόλωσης που θα ευνοήσουν βίαια ξεσπάσματα. Σε μια τέτοια εκδοχή, ευνοϊκό παράγοντα αποτελεί η υπέρμετρη ηθικοποίηση του πολιτικού λόγου, την οποία και καταδείξαμε σε προηγούμενες παραγράφους. Παρατηρώντας τη λειτουργία του ηθικού λόγου στην κοινωνία θα λέγαμε ότι πρώτιστα επεξεργάζεται και παρέχει πληροφορίες σχετικές με την υπόληψη ή την ανυποληψία των κοινωνικών υποκειμένων, γεγονός που σχεδόν πάντα ταυτίζεται με την αποδοχή ή την αποδοκιμασία του υποκειμένου εν όλω και όχι μόνο κάποιας πτυχής του21. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η υπερφόρτωση του πολιτικού συστήματος με ηθικές διακηρύξεις, εκτός από σύμπτωμα ευρύτερης κοινωνικής παθολογίας, δημιουργεί απλοϊκές ταξινομήσεις των ανθρώπων σε καλούς/κακούς, επομένως αυξάνει τις εντάσεις και πυροδοτεί τις συγκρούσεις. Αν αναλογιστούμε, δε, τη θεμελιώδη σχέση της πολιτικής με την κατοχή και άσκηση της εξουσίας (επί των υπολοίπων), τότε εύκολα εντοπίζει κανείς τον πειρασμό η απόκτηση της εξουσίας να προωθήσει το «καλό» και να καταστείλει το «κακό». Κι ενώ, όπως προείπαμε, η κυβέρνηση του πολιτικού συστήματος χρησιμοποιεί, σε σχέση με το προσφυγικό ζήτημα, τον ηθικό λόγο για λειτουργικούς σκοπούς, επιβοηθητικούς της προσπάθειάς της για ευρεία νομιμοποίηση των αποφάσεών της, ο επιμολυσμένος με ηθική πολιτικός λόγος διαχέεται, τελικά, (κυρίως μέσω των εκ φύσεως ηθικολογούντων ΜΜΕ) σε μια καταπονημένη και αποπροσανατολισμένη κοινωνία εν κρίσει διαποτίζοντάς την. Εκεί ακολουθεί απροσδόκητες οδούς και βρίσκει αχαρτογράφητα σημεία στήριξης. Τον χρησιμοποιούν οι ζηλωτές σταυροφόροι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «πεπεισμένοι ότι όλος ο κόσμος ποθεί να γίνει όπως εκείνοι φαντάζονται πως είναι»22. Τον χρησιμοποιούν οι σταυροφόροι των «προαιώνιων αξιών» που τίθενται σε κίνδυνο από τους «απρόσκλητους εισβολείς». Τον χρησιμοποιούν εκείνοι που στο φαινόμενο βρίσκουν μια ευκαιρία να αποδείξουν στην πράξη τις ηθικές τους αρχές κάνοντας το «καλό» αλλά και οι πολλοί που στο φαινόμενο βλέπουν την έξαρση του «εγκλήματος», των «βιασμών», της «παιδεραστίας», κλπ. Ένα αμάγαλμα αλληλοσυγκρουόμενων κοινών τόπων αυξάνει το δυναμικό της έντασης και σωρεύει τα σύννεφα της μισαλλοδοξίας και της βίας. Το πολιτικό σύστημα ενδέχεται και ανάλογα με ευρύτερες περιστάσεις, να βρεθεί αντιμέτωπο με τους δύσμορφους καρπούς του δέντρου της ηθικολογίας που το ίδιο φύτεψε. Υποχρεωμένο, πια, αντί των απειράριθμων, εκλεπτυσμένων, εργαλείων συμμόρφωσης που έχει στη διάθεσή του, να χρησιμοποιήσει εκείνο, το πρωταρχικό, της φυσικής βίας. Μόνο που κάθε φορά που το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα επιστρέφει στο φυσικό καταναγκασμό, ακυρώνει ταυτόχρονα ένα κομμάτι της κοπιώδους προσπάθειας νομιμοποίησής του.
5. Ο ανθρωπισμός, το προσφυγικό και η αξιολογικά ουδέτερη πολιτική ανάλυση
Σκοπός του παρόντος σημειώματος δεν ήταν να καταδείξει τον σχετικά πρόσφατο, ιστορικά προσδιορισμένο, ιδεολογικό, ακόμα και μεταφυσικό χαρακτήρα του ανθρωπιστικού και δικαιωματικού λόγου. Διανοητές σαν το Χαϊντέγκερ, το Φουκώ, το Λακάν, τον Αλτουσέρ, το Λούμαν, τον Κονδύλη, κλπ, ο καθένας από το πεδίο διανοητικής ενασχόλησής του, το έχουν ήδη πράξει με επάρκεια, καθιστώντας μια ακόμα περίληψη περί του ζητήματος ανούσιο αναμάσημα. Ούτε σκόπευε, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα, να καταδείξει το γεγονός πως η κανονιστική/ηθική χρήση του ανθρωπισμού και των δικαιωμάτων στο πεδίο της πολιτικής, σχεδόν πάντα αναφέρεται σε καλυμμένες επιδιώξεις ισχύος (Κονδύλης) και άρα κατίσχυσης, των ισχυρών επί των αδυνάτων ή στο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Πολύ περισσότερο, δεν στοχεύει, μέσα από μια σχετική αποδόμηση της έννοιας του ανθρωπισμού, να νεύσει σε βιταλιστικές, κοινωνικά δαρβινικές ή ανθρωποφαγικές θεωρήσεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος23.
Σκοπός του σημειώματος ήταν να αποτυπωθεί, αδρομερώς, το πώς, σε μια ιστορικά προσδιορισμένη στιγμή – προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές στα Νοτιοανατολικά και Νότια σύνορα της Ευρώπης –, ο ανθρωπισμός χρησιμοποιείται λειτουργικά από το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας (αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών) στις διαδικασίες αναπαραγωγής του και πιο συγκεκριμένα στο πεδίο της νομιμοποίησης. Μια τέτοια προσέγγιση εκκινεί από τη θεμελιώδη διαπίστωση ότι στις υπερπολύπλοκες κοινωνίες της ώριμης νεωτερικότητας, τα κοινωνικά υποσυστήματα (πολιτική, οικονομία, επιστήμη, κλπ) τείνουν να αυτονομηθούν στη βάση της διαφορετικής λειτουργίας τους. Οργανώνονται και εξελίσσονται γύρω από κλειστούς κώδικες και αναπτύσσουν διαδικασίες και δομές που τα βοηθούν στη διαρκή αναπαραγωγή τους. Τη διαπίστωση αυτή, περί της αυτονομίας του πολιτικού24 στις κοινωνίες μας, τη διαδέχεται, ως συνέπεια, εκείνη που ισχυρίζεται ότι, οι έννοιες δεν έχουν πια ονομαστικό περιεχόμενο, καθορισμένο εκ των προτέρων ή από μια εξωτερική πηγή νομιμοποίησης, αλλά συστημικά προσδιορισμένο. Το περιεχόμενο αποδίδεται από το σύστημα που τις προσλαμβάνει και τις χρησιμοποιεί στις λειτουργίες της αναπαραγωγής του. Αλλιώς προσλαμβάνεται, για παράδειγμα, ο ανθρωπισμός στο πολιτικό σύστημα, αλλιώς στην οικονομία ή στην τέχνη, διαφορετικά στην επιστήμη ή στη θρησκεία κ.ο.κ..
Συνεπώς, οι ανθρωπιστικές αξίες δεν έχουν καμία δυνατότητα ενσάρκωσης εκτός από αυτή που τους αποδίδει το πολιτικό σύστημα στη διαδικασία αναπαραγωγής του. Η διαπίστωση αυτή δεν χρησιμοποιείται με αξιολογικό περιεχόμενο αλλά σαν επιλογή για την εμπειρική ανάλυση του πολιτικού μας συστήματος. Αντί για μια μεζούρα (ή έστω, μαζί με αυτή), που να μετράει το βαθμό ανθρωπισμού των επιλογών εκείνων που λαμβάνουν τις συλλογικά δεσμευτικές αποφάσεις της κοινωνίας μας, ίσως να είναι χρησιμότερο να διακρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα επικαλείται έννοιες και αξίες σαν τον ανθρωπισμό, τις μεταφράζει στον κώδικά του και τις χρησιμοποιεί στην (πάντα ενδεχομενική) εκπλήρωση συγκεκριμένων πολιτικών σχεδίων. Λαμβάνοντας, βέβαια, υπ’ όψιν ότι τα σχέδια αυτά αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, το οποίο διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση πληθώρας παραγόντων (μορφή του πολιτικού συστήματος, «καταμερισμός εργασίας» στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και σχετική θέση του ελληνικού, δομικές συζεύξεις με το σύστημα των ΜΜΕ και της οικονομίας, κλπ).
Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια παρατήρηση του πολύπλοκου και συνάμα ανθρώπινα τραγικού προσφυγικού/μεταναστευτικού φαινομένου είναι άχαρη και ψυχολογικά άβολη, καθώς κρατάει αποστάσεις από την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της πολιτικής ως κέντρου του κοινωνικού σύμπαντος και ως πεδίου ενσάρκωσης του Καλού. Ίσως, όμως, να γίνεται λιγότερο άβολη αν αναλογιστούμε ότι ανέκαθεν άνθρωποι έπεφταν στο νερό για να σώσουν κάποιον άλλον άνθρωπο από βέβαιο πνιγμό ή ορμούσαν στη φωτιά για να τον γλιτώσουν ή πρόσφεραν φαγητό και νερό στον εξαθλιωμένο. Δεν χρειαζόταν να ενστερνιστούν υψηλά φιλοσοφικά ιδεώδη, να τους κινητοποιήσουν πολιτικοί ρήτορες και τεχνικές, να γίνουν πρώτη είδηση στα ΜΜΕ, να τους χαρτζιλικώσουν ΜΚΟ και κράτη, να τους διδάξουν σχολικά προγράμματα, για να πράξουν αυθόρμητα αυτό που θεωρούσαν ότι όφειλαν να πράξουν25. Κοντολογίς, να ενεργήσουν χωρίς να τεθούν στην υπηρεσία μιας Ισχύος. Τέτοιοι απλοϊκοί (για αρκετούς) αναστοχασμοί μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να αναζωογονήσουν τον ημιθανή (στις μέρες μας και ιδιαίτερα, στον τόπο μας) λόγο που επιμένει να δίνει στο υποκείμενο «το δικαίωμα να επερωτήσει την αλήθεια σχετικά με τα αποτελέσματα εξουσίας και την εξουσία σχετικά με τους λόγους αλήθειας της»26.
1# Βλέπε στα καθ’ ημάς, πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
2# Π. Κονδύλης, Εννοιολογική σύγχυση και πολιτική εκμετάλλευση, Το Βήμα 3/5/1998.
5# Luhmann, N., Ziegert, K. A., & Kastner, F. (2004). Law as a social system. Oxford University Press on Demand.
11# Μπαντιού, A. (1998). Η Ηθική-Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, εκδόσεις Scripta.
18# Κονδύλης, ό.π.
19# Hardt, Μ., και Νέγκρι, T. (2002). Αυτοκρατορία, Scripta.
26# Φουκώ, Μ. (2016). Τι είναι Κριτική;, εκδ. Πλέθρον.