Grant Wood – January, 1940-41, Cleveland Museum of Art

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης

Η ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων του Covid-19, σχεδόν σε όλες τις χώρες, που παρατηρούμε τις τελευταίες εβδομάδες, από μία άποψη, ήταν αναμενόμενη. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα παρατηρείται, σταθερά πλέον, τριψήφιος αριθμός προσβεβλημένων ανθρώπων σε καθημερινή βάση. Στο άρθρο αυτό δεν θα προσεγγίσουμε αναλυτικά το σύνολο των αιτιών αυτής της επιδημιολογικής έξαρσης, οι οποίες περιλαμβάνουν την αδικαιολόγητη απειθαρχία κυρίως των ηλικιακά νεότερων, το άνοιγμα/χαλάρωση των συνόρων, για τουριστικούς και άλλους σκοπούς καθώς και περιστατικά ασύδοτων εργοδοτικών πολιτικών. Θα αναφερθούμε σε ένα άλλο φαινόμενο που έχει συμβάλλει σε αυτή την εικόνα επί τα χείρω. Πρόκειται για το ρεύμα άρνησης του ιού, μια τάση που αναδύεται (κυρίως διαδικτυακά) και βασίζεται σε εύπεπτες αναλύσεις που ανάγουν σχεδόν όλη την πολυσύνθετη πραγματικότητα σε μια κρυφή και ύπουλη συνωμοσία με στόχο τον έλεγχο των μαζών. Παρότι η συνωμοσιολογική ρητορική είθισται να πλήττει, κατά κύριο λόγο, το χώρο της «λαϊκής Δεξιάς», η συγκεκριμένη τάση, που πλέον αγγίζει τα όρια της διαδικτυακής υποκουλτούρας, φαίνεται πως διαρρηγνύει όλο το πολιτικό φάσμα, με εξαίρεση ίσως το πιο φιλελεύθερο κέντρο. Ο λόγος που οφείλουμε να στραφούμε κριτικά, απέναντι σε αυτή την άρνηση, δεν έχει να κάνει μόνο με τον ανορθολογισμό που προωθεί. Δεν είναι, εν ολίγοις, μόνο η απόρριψη αυτού που πολλές φορές έχουμε αποκαλέσει «ορθοκρισία», δηλαδή την ικανότητα του ανθρώπινου νου να αντιλαμβάνεται τι είναι «ορθό» και τι όχι[1]. Αυτή η απόρριψη οφείλεται στον αχαλίνωτο συναισθηματισμό ο οποίος ευδοκιμεί και κυριαρχεί σε συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, ανάγοντας έτσι όλα τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα στο επιθυμητό, σε αυτό δηλαδή που θα θέλαμε να συμβαίνει. Μας προβληματίζει εξίσου το γεγονός ότι αυτή η τάση επιτρέπει στο άρμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, της παγκοσμιοκρατίας, να μονοπωλεί στο «γήπεδο της λογικής»· ενισχύει, με άλλα λόγια, την ηγεμονία των αντιλαϊκιστικών δυνάμεων του φιλελεύθερου κέντρου, στις οποίες επιτρέπει να ισχυριστούν ότι αυτές, και μόνο αυτές, αποτελούν φωνές πνευματικής ωριμότητας που τάσσονται απέναντι στον «αναδυόμενο λαϊκισμό» και στον «ανορθολογισμό».

Σε γενικές γραμμές, για τους συνωμοσιολόγους, η καραντίνα δεν ήταν παρά ένα επιμελώς οργανωμένο σχέδιο, από τα πάνω, ώστε να προκληθεί παγκόσμια χρεοκοπία[2]. Αυτή την άποψη δεν ενστερνίζονται μόνο οι εκ δεξιών αντιεμβολιαστές, σε παρόμοια γραμμή κινούνται οι ελευθεριακοί (ή αλλιώς ελευθεριστές). Για παράδειγμα, το βρετανικό περιοδικό Spiked, η ιστοσελίδα Unherd και διάφορες ευφάνταστες εγχώριες αναρχικές ομάδες οι δεύτερες σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους συνωμοσιολόγους της Δεξιάς), θεωρούν πως η καραντίνα δεν είναι παρά μια οργανωμένη «εξουσιαστική» απόπειρα με στόχο να περιοριστούν ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, ώστε σιγά σιγά να εδραιωθεί ο περιβόητος «υγειονομικός ολοκληρωτισμός», ένα καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης (ή αλλιώς καθεστώς εξαίρεσης) όπως, πάνω κάτω έχει ισχυριστεί ο Ιταλός αριστερός φιλόσοφος Giorgio Agamben[3]. Να ξεκαθαρίσουμε, ότι στους αρνητές της πανδημίας δεν εντάσσονται μονάχα όσοι αρνούνται οριστικά την ύπαρξη του ιού, αλλά και όλοι εκείνοι που μέσα από σοφιστείες, αβάσιμα συμπεράσματα και ευφάνταστα σενάρια (συχνά υποκινούμενα από ιδεολογικές προτιμήσεις) υποτιμούν τη σοβαρότητα της πανδημίας, όπως για παράδειγμα οι «σκεπτικιστές του lockdown», με μπροστάριδες τον Toby Young και τον Brendan O’Neil. Οι ίδιοι συνεχώς κάνουν λόγο για «μαζική υστερία», ενώ δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξετάσουν τα πραγματικά δεδομένα με τρόπο αμερόληπτο.

Στη δική μας περίπτωση, η κριτική στην άρνηση και τη συνωμοσιολογία δεν θα πρέπει να περιστρέφεται μόνο γύρω από τον ανορθολογισμό και τις θυμικές αντιδράσεις που εύλογα προκύπτουν μπροστά σε μια πολύ σκληρή πραγματικότητα. Έτσι θα εξετάσουμε του λόγους για τους οποίους η συνωμοσιολογική ρητορική είναι κατ’ επίφαση φιλολαϊκή[4]. Πράγματι συχνά υιοθετείται ένα αφήγημα που δήθεν αμφισβητεί το status quo, τους «ειδικούς» και τους ανθρώπους στα υψηλά αξιώματα, αλλά στην ουσία συγκαλύπτει έναν ενδημικό ελιτισμό. Οι αρνητές επικαλούνται τον «μέσο άνθρωπο», τον οποίο, κατά το δικό τους σκεπτικό, επιβουλεύονται κάποιες ελίτ και ισχυρά κέντρα εξουσίας. Διατείνονται πως ενδιαφέρονται για τον μέσο πολίτη, τον οποίο προφανώς αντιλαμβάνονται μόνο ως θύμα, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιοι, σα να πρόκειται για μια νέα επαναστατική πρωτοπορία, αυτοπαρουσιάζονται ως γνώστες των μυστικών πληροφοριών που ουδείς δύναται να γνωρίζει, πέρα από τους ίδιους. Για παράδειγμα, αν η πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται υπέρ της χρήσης μάσκας με στόχο την αναχαίτιση των εξάρσεων της πανδημίας, αυτό συμβαίνει, βάσει της στρεβλής λογικής τους, επειδή η πλειοψηφία «χειραγωγείται», «τρομοκρατείται» και «είναι πρόβατο». Με άλλα λόγια, αν η πλειοψηφία των πολιτών δέχεται και στηρίζει την υποχρεωτικότητα της μάσκας, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι το προληπτικό αυτό μέτρο φαίνεται «λογικό» και μέχρι στιγμής υπάρχουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εγκυρότητά του, αλλά στο γεγονός ότι η ίδια η άβουλη κοινωνία πείθεται από τους «ειδικούς», οι οποίοι προωθούν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα. Συνεπώς, ο μέσος άνθρωπος – του οποίου την αγνότητα οι συνωμοσιολόγοι συχνά εκθειάζουν, έναντι των διεφθαρμένων ελίτ – δεν είναι παρά ένας «αδύναμος» παρίας, χωρίς ικανότητα ορθοκρισίας. Στην πραγματικότητα, αυτός ο πατερναλισμός ελάχιστα διαφέρει από τον αντιλαϊκισμό των τεχνοκρατών, για τους οποίους ο μέσος πολίτης πρέπει να απέχει από τα κοινά, διότι είναι ανίκανος να σκέφτεται και να αποφασίζει με ορθό τρόπο. Κατά βάση, για τους τεχνοκράτες, η λήψη των αποφάσεων αφορά μονάχα την αριστοκρατία του πνεύματος, η οποία γνωρίζει στο ακέραιο τι είναι σωστό για τον γενικό πληθυσμό και τι όχι. Με άλλα λόγια, αν και οι συνωμοσιολογικές και κατ’ επίφαση φιλολαϊκές προσεγγίσεις διατείνονται ότι τάσσονται ενάντια σε αυτή την αριστοκρατία των «ειδικών», την ίδια στιγμή αναπαράγουν έναν παρόμοιο ελιτισμό ενώ ελάχιστα θέτουν υπό αμφισβήτηση την «αυθεντία» της επιστήμης. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται όλη αυτή η φιλολογία υπέρ του, πλέον διάσημου καθηγητή, λοιμωξιολόγου του πανεπιστημίου Stanford, Ιωάννη Ιωαννίδη· κοινώς, με βάση τη στάση των αρνητών, η «αυθεντία» δεν είναι ποτέ αποδεκτή εκτός κι αν ενστερνίζεται τις δικές μας θέσεις, ή αν έστω εμείς πιστεύουμε ότι μπορούν τα λόγια ενός «ειδικού» να ερμηνευτούν με τέτοιο τρόπο ώστε (θεωρητικά και μόνο) να δικαιολογούν τη δική μας κοσμοαντίληψη.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα παζλ ελιτισμού, αντιλαϊκισμού, ναρκισσισμού και θυμικού στοιχείου που αναπαράγει άλογες στάσεις και συμπεριφορές. Στην ουσία οι συνωμοσιολόγοι έχουν την ανάγκη να αισθάνονται εκτός συρμού, εκτός αρχών, εκτός συστήματος. Θέτουν, συνεπώς, τον εαυτό τους «μακράν της χειραγωγημένης μάζας», αποστρέφονται μετά βδελυγμίας την ίδια την κοινωνία που υποτίθεται ότι, την ίδια στιγμή, υπερασπίζονται. Ενδεχομένως, αυτές οι μικρές ψευδαισθήσεις διαύγειας που θέτουν εαυτόν απέναντι στον «εύπιστο» και «ανόητο» όχλο, κάνουν κάποιους να αισθάνονται ξεχωριστοί και ανώτεροι. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συνωμοσιολόγοι, περισσότερο εκφράζουν την άρνησή τους να αποδεχτούν ότι πλέον έχει έρθει η στιγμή όπου κάποια έθιμα, εκδηλώσεις και συνήθειες (όπως λ.χ. τα πανηγύρια, τα πάρτι και οι γιορτές) θα πρέπει είτε να ξεχαστούν προσωρινά, είτε να περιοριστούν, ενδεχομένως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ανθρώπινος νους σε άρνηση προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι η ανθρωπότητα δεν βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες δυσκολίες κι έτσι αναζητά καταφύγιο σε εξηγήσεις που δικαιολογούν και τις ανάλογες αντιδράσεις, εν προκειμένω την άρνηση ύπαρξης του ιού και την εξακολούθηση της συνηθισμένης καθημερινότητας.

Το θέμα αυτό μπορούμε να το προσεγγίσουμε και από μια διαφορετική οπτική γωνία. Ας μιλήσουμε λοιπόν για μια ακόμη πρόσφατη θεωρία συνωμοσίας που ακούει στο όνομα Plandemic: «οι πλούσιοι του κόσμου διέδωσαν τον κορωνοϊό. Αυτοί έχουν εξαπλώσει την πανδημία για να αυξήσουν τα ποσοστά εμβολιασμού». Το σχετικό βιβλίο έγινε αμέσως μπεστ σέλερ και ένα βίντεο, του Αμερικανού παραγωγού Mikki Willis, έκανε θραύση στο διαδίκτυο. Η συνωμοσία έχει την υπογραφή της Judy Mikovits, την βιοχημικό που επικρίθηκε με σφοδρότητα από την επιστημονική κοινότητα μετά το ιικό σκάνδαλο που δημιούργησε το 2009. Σύμφωνα με την έρευνα της Mikovits – που δημοσιεύθηκε και αργότερα αποσύρθηκε από το περιοδικό Science το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (CFS) συνδέεται με έναν ρετροϊό που βρίσκεται σε ποντίκια (και γάτες). Η επιστήμη στη συνέχεια απέδειξε ότι η έρευνά της δεν ήταν βάσιμη, αλλά ούτε πληρούσε τα ερευνητικά πρωτόκολλα (βλ. σχετικά άρθρο της Washingtonpost: Who is Judy Mikovits in ‘Plandemic’). Το δε φιλμ ‘Plandemic’, που κυκλοφόρησε στις 04/05/2020, υπήρξε τόσο προκλητικό κι αμφιλεγόμενο που Facebook, Youtube και Vimeo το κατέβασαν, αν και πολλοί χρήστες συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να το ανεβάζουν, οι συγκεκριμένες πλατφόρμες το αφαιρούν. Σύμφωνα με εκπρόσωπο της εταιρείας Vimeo, τον οποίο αναφέρει η Washington Post: «το βίντεο κατέβηκε λόγω παραβίασης των πολιτικών που απαγορεύουν τη διάδοση παραπλανητικών και επιβλαβών πληροφοριών για τη δημόσια υγεία». Βέβαια για όσους είναι πεπεισμένοι ότι υπάρχει συνωμοσία, το κατέβασμα του βίντεο δεν είναι παρά μια επιβεβαίωση της ύπαρξής της.

Πέρα από την υποκριτική στάση και τον ελιτισμό των αρνητών του ιού, οι περιπτώσεις της Mikovits και του Mikki Willis δείχνουν ότι, κάποιες φορές, αρκεί ο υπόγειος νους, ελάχιστων ανθρώπων, ώστε να γίνει μαζική διασπορά αβάσιμων και επικίνδυνων πεποιθήσεων που παρουσιάζονται ως επιστημονικά πορίσματα. Τέτοιες ανεύθυνες συμπεριφορές, θα πρέπει να μας απασχολήσουν, όχι τόσο γιατί βλάπτουν την αξιοπιστία της σύγχρονης επιστήμης (γενικά), αλλά γιατί σε συνδυασμό με τον ελιτισμό και τις θυμικές αντιδράσεις κάποιων, συμβάλλουν στην εξάπλωση του ρεύματος των αρνητών του ιού και επομένως στην υπονόμευση της προσπάθειας που κάνει η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων: να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος χρόνος -για εμβολιασμούς και αποτελεσματικότερες θεραπείες- ώστε να σωθούν ζωές. Οφείλουμε να αποτρέψουμε τη διασπορά τέτοιων ευφάνταστων θεωριών συνωμοσίας μέσα από το διάλογο, την πειθώ και την επικοινωνία. Οι μέθοδοι φίμωσης και λογοκρισίας το μόνο που καταφέρνουν είναι να μετατρέπουν τους αρνητές σε «μάρτυρες», πράγμα που ενισχύει τη θέση τους εφόσον τους δίνεται το άλλοθι να μιλούν για «καταστολή» και «παγκόσμια δικτατορία», όπως υποτίθεται οι ίδιοι «μας είχαν προειδοποιήσει». Ο εφησυχασμός που προωθούν οι εικασίες περί μη ύπαρξης ιού, ενισχύει τη διασπορά του, με άμεση συνέπεια την περαιτέρω αυστηροποίηση των μέτρων φυσικής αποστασιοποίησης και, κατ’ επέκταση, την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης. Καταλήγοντας, η συνωμοσιολογία δεν θέτει τις βάσεις για μια πραγματικά φιλολαϊκή (ποπουλίστικη) πολιτική, ενώ υπονομεύει κάθε προσπάθεια ορθοκρισίας, την οποία θα πρέπει να έχουμε σύμμαχό μας στα μεγάλα πολιτικά αδιέξοδα που επιφυλάσσει η μετα-ιική εποχή[5].


[1] Μια σύνοψη του όρου «ορθοκρισία» (ή «δικαιοκρισία») βρίσκεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica, στο άρθρο, Η μετεξέλιξη της ειρωνείας, μια σύγχρονη κοινωνικοπολιτική μάστιγα (Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης), (σ.8). Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του όρου judgement της Hannah Arendt, βλ. The Life of The Mind, 1978. New York: Harvest/HBJ Book.

[2] Αν η νεοφιλελεύθερη ολιγαρχία του πολιτικού Κέντρου προωθεί την παγκοσμιοποίηση, η οποία βασίζεται στο άρμα των ελεύθερων αγορών και των ανοιχτών συνόρων, δηλαδή στην ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων, εργατών και αγαθών, τότε προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι αντίπαλοί της θεωρούν το κλείσιμο των συνόρων, των μεγάλων εμπορικών κέντρων (malls) και το σταμάτημα της ανεξέλεγκτης παραγωγικής διαδικασίας, λόγω της έξαρσης του ιού, έργο της ίδιας ολιγαρχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πανδημία όχι μόνο δεν φαίνεται να είναι έργο μιας σκοτεινής συνωμοσίας των κυρίαρχων ελίτ, αλλά μάλλον ένας οξύς πονοκέφαλος στα σχέδιά τους να ομογενοποιήσουν τον πλανήτη μέσω της εξάπλωσης της μαζικής κατανάλωσης και της περαιτέρω διεύρυνσης του μοντέλου της ελεύθερης αγοράς και των ανεξέλεγκτων ταξιδιών.

[3] Για τον Agamben η επιδημία δεν είναι παρά μια «επινόηση» η οποία στόχο έχει να καλλιεργήσει υστερία με άμεση συνέπεια τον έλεγχο των μαζών και τη στροφή προς ένα καθεστώς απόλυτου ελέγχου. Αυτά έγραφε πάνω κάτω ο Ιταλός στοχαστής πριν την απότομη έκρηξη των κρουσμάτων στη Λομβαρδία της Βόρειας Ιταλίας, η οποία κόστισε τη ζωή σε τουλάχιστον 30.000 ανθρώπους. Χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του είναι η πεποίθηση ότι το νεωτερικό κράτος και οι θεσμοί του νομοτελειακά οδηγούν στο καθεστώς εξαίρεσης. Βλ. Giorgio Agamben, State of Exception, 2005. Chicago: University of Chicago Press. Για μια σύντομη κριτική στα αντιαυταρχικά παραληρήματα του Agamben, βλ. παλαιότερη ανάρτηση: H Πανδημία, ο κεϋνσιανισμός και η Λερναία Ύδρα. Με αφορμή τη διασπορά του ιού, στο ίδιο άρθρο εντοπίσαμε και έναν ακόμα λόγο που οφείλουμε, ως προς το θέμα αυτό, να απορρίπτουμε τις συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις : «ό,τι συμβαίνει γύρω μας [δεν] είναι [κατ’ ανάγκη] αποτέλεσμα κάποιου κρυφού σχεδίου μαζικής εξαπάτησης και ελέγχου» καθώς «ο άνθρωπος συχνά είναι έρμαιο αρνητικών συνθηκών που δεν μπορούν να προβλεφθούν και να ελεγχθούν». Συνεπώς, «θα ήταν προτιμότερο να αποδεχτούμε -όσο δύσκολο και αν είναι αυτό- την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης».

[4] Στην πραγματικότητα, η κριτική μας απέναντι σε κάθε είδους παράλογες και αναγωγιστικές τοποθετήσεις των συνωμοσιολόγων δεν μπορεί να αφήνει στο απυρόβλητο τις δήθεν ορθολογικές αναγνώσεις των «αντιλαϊκιστών», τη μονομερή και μυωπική τους προσέγγιση αναφορικά με την κοινωνία. Βρισκόμαστε ωστόσο σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο σημείο, όπου και καλούμαστε να απορρίψουμε τον ρηχό φιλελευθερισμό του πολιτικού Kέντρου, ο οποίος, προκειμένου να χλευάσει τις ανορθολογικές συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, καταλήγει να αρνείται την ύπαρξη κάποιου «δεύτερου» επιπέδου της πραγματικότητας, δηλαδή ενός παρασκηνίου πίσω από το φαινομενικό και αυτονόητο. Εν ολίγοις, τόσο η συνωμοσιολογία όσο και η ρηχή αντι-συνωμοσιολογία της κυρίαρχης ιδεολογίας, δεν αποτελούν παρά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.

[5] Μια εποχή που εκτός από τις υγειονομικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, χαρακτηρίζεται, κυρίως λόγω της Τουρκίας, από έντονη γεωπολιτική αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο, που αφορά και επηρεάζει άμεσα τη χώρα μας.