Συνδιαμόρφωση: Μύρων Ζαχαράκης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά φαινόμενα της εποχή που ζούμε, είναι η συνωμοσιολογία. Σύμφωνα με τον σημαντικό μελετητή αυτού του κοινωνικού φαινομένου, Pierre-André Taguieff, μια θεωρία συνωμοσίας ενδέχεται να είναι: γεγονοτική (όταν επικεντρώνεται σε μεμονωμένο γεγονός), συστημική (για ευρείας κλίμακας γεγονότα) ή υπερσυνωμοσία (για γεγονότα διεθνούς σημασίας), ανάλογα πάντα με το σε πόσα γεγονότα επεκτείνεται. Για τον Taguieff, οι τέσσερεις βασικές αρχές μιας συνωμοσιολογίας, είναι οι ακόλουθες: 1) τίποτε δεν είναι τυχαίο, 2) οτιδήποτε συμβαίνει οφείλεται σε κρυφές προθέσεις, 3) τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, 4) όλα συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον μυστικό τρόπο. Σε αυτές θα μπορούσε να προστεθεί και μια πέμπτη, η οποία υποστηρίζει ότι και η παραμικρή λεπτομέρεια πρέπει να εξεταστεί, για να «λάμψει η αλήθεια». Οι κυριότερες θεωρίες συνωμοσίας στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι οι εξής εννέα: το συμβάν στο Roswell, τα UFO, η πιθανή κομουνιστική ή/και φασιστική απειλή, οι εικασίες για μυστικές ομάδες, συνωμοσίες που έχουν να κάνουν με τον χειρισμό της τρομοκρατίας, εικασίες γύρω από τον ιό του AIDS, το εμπόριο οργάνων και, τέλος, το περίφημο και πασίγνωστο «moon hoax» (δηλ. η άποψη ότι η ανθρωπότητα δεν έχει πατήσει ποτέ στη Σελήνη). Οι κυριότεροι πολιτικοί μύθοι της συνωμοσιολογίας είναι οι εξής: συνωμοσία, μια χρυσή εποχή, ο σωτήρας, η ενότητα, το μέλλον, ο νέος άνθρωπος, η τέλεια κοινωνία, και τέλος, η τέλεια υγεία. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε σύγχρονος πολιτικός μύθος στηρίζεται σε κάποια μανιχαϊστική αντίθεση. Αυτές οι παρατηρήσεις του Taguieff μοιάζουν ιδιαίτερα χρήσιμες, για τη σφαιρική κατανόηση ενός φαινομένου που έχει προσλάβει τεράστιες διαστάσεις τις τελευταίες έξι περίπου δεκαετίες. Ωστόσο, εδώ γεννώνται ορισμένα ερωτήματα. Συγκεκριμένα, ενώ είναι αποδεδειγμένο γεγονός ότι συνωμοσιολογίες έχουν εμφανιστεί σε διάφορες εποχές και ιστορικές περιόδους (π.χ. η γνωστή διάδοση, στον ύστερο ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ότι οι Εβραίοι δηλητηριάζουν τα πηγάδια), γιατί σήμερα μιλάμε τόσο γι’ αυτές; Γιατί η συνωμοσιολογία εν γένει έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις και σημασία; Με στόχο να διαλευκάνουμε το σοβαρό αυτό αίτημα θα εστιάσουμε την προσοχή μας στη λεγόμενη «μαζική κοινωνία» και στη σκέψη του Ισπανού συγγραφέα και φιλοσόφου José Ortega Y Gasset (1883-1955).

To φαινόμενο της μαζικής κοινωνίας έχει απασχολήσει στοχαστές διαφόρων προσεγγίσεων και αντιλήψεων. «Ο εικοστός αιώνας θα είναι η εποχή των μαζών», έγραψε ο Le Bon, γύρω στα 1895 και λίγοι σήμερα θ’ αμφισβητούσαν σοβαρά τη διορατικότητα αυτής της παρατήρησης. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, από την άλλη, μιλά για τον τρόπο που η «μαζική δημοκρατία» εξίσωσε τους ηγεμόνες (ή τις ελίτ) με τον «μέσο άνθρωπο» (αν και το κατά πόσο ένα πολιτικό μοντέλο που θεωρεί ως υποκείμενο τους «ανθρώπους μάζες», και όχι τους «ανθρώπους πολίτες» αξίζει να βαπτιστεί «δημοκρατικό» εγείρει άλλου είδους συζητήσεις). Γύρω στο 1930, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπό την απειλή του κομουνισμού στην Ανατολή και του φασισμού στη Δύση, ο Y Gasset διαπίστωσε ότι ο «μαζάνθρωπος», ο μαζοποιημένος άνθρωπος, είναι ίσως ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου της εποχής μας. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι η διάκριση του Y Gasset μεταξύ «μαζών» και «ελίτ», δεν είναι παρά η ανάγνωση μιας πραγματικότητας η οποία αντικατοπτρίζει την εποχή του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το δίπολο «μάζα έναντι ελίτ/ηγεμονεύσουας μειοψηφίας» αντικατοπτρίζει μια πολύ συγκεκριμένη ιστορικο-πολιτική ανάγνωση, η οποία παραβλέπει την ύπαρξη μιας άλλης μορφής σύγκρουσης, του δήμου και του ηγεμόνα, όπου ο πρώτος δε συγκροτείται ως άθροισμα ανθρώπων οι οποίοι ελάχιστα αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά συνενώνονται σιωπηλά κάτω από μια κοινή (αλλά όχι ξεκάθαρη) επιθυμία και βούληση. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μάζες τείνουν να είναι περισσότερο ευάλωτες στη δημαγωγία, τη συνωμοσιολογία και τις θυμικές αντιδράσεις από ότι μια συλλογικότητα που συγκροτείται ως δήμος, δηλαδή ως ένα σύνολο ανθρώπων που επικοινωνούν και συνδιαλέγονται, που με άλλα λόγια αλληλοεπιδρούν.

Όπως υποστηρίζει ο Gasset (στην ίδια γραμμή με τον Carl Gustave Jung), κατά τον 20ό αιώνα συνέβη ένα μοναδικό γεγονός στην ιστορία του ανθρώπου: η εξέγερση των μαζών. Για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα οι μάζες προσπάθησαν να ξεφύγουν από την κηδεμονία των μειοψηφιών/ηγεμόνων. Πλέον, οι μάζες, έχοντας επίγνωση του εαυτού τους, επιθυμούν να έρθουν στα πράγματα. Για αιώνες ολόκληρους, οι μάζες ζούσαν ουσιαστικά στο περιθώριο της ιστορίας, βρίσκονταν στο βάθος της κοινωνικής σκηνής και ουσιαστικά περνούσαν απαρατήρητες. Σήμερα, η μάζα προχώρησε μπροστά στη σκηνή και έγινε εκείνη ο πρωταγωνιστής. Δεν υπάρχουν πια άτομα-πρωταγωνιστές στο «θέατρο» που λέμε κοινωνία. Οι μαζικές κοινωνίες είναι, στην πραγματικότητα, «πρωτόγονες», που γλίστρησαν από τα παρασκήνια και μπήκαν στην αιωνόβια σκηνή του πολιτισμού, γράφει με ιδιαίτερα οξύ τόνο ο Ortega Y Gasset. Το σύνηθες βιοτικό επίπεδο σήμερα, για τον μέσο άνθρωπο, είναι αντίστοιχο με εκείνο που για αιώνες ολόκληρους κατείχαν μονάχα οι μειοψηφίες.

Ο μέσος δυτικός άνθρωπος φαίνεται πως έχει απομακρυνθεί από την ιδέα της τραγικότητας της fortuna, όπως θα έλεγε ο Niccolò Machiavelli. Οι δυτικές κοινωνίες (πέρα του ελληνικού κόσμου), σε μεγάλο βαθμό, παρέμεναν δυναμικές ενότητες δύο παραγόντων: των μειοψηφιών και των μαζών. Πολλές φορές, οι μειοψηφίες αποτελούσαν το σύνολο κάποιων ατόμων με κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες, ασχέτως και αν το αποτέλεσμα της ηγεμονίας τους επιφέρει έντονες συζητήσεις. Ωστόσο, οι «μάζες» δεν θα πρέπει να συγχέονται με τους πολίτες, ή με το δήμο. Ο δεύτερος αποτελεί μια ειδική περίπτωση που συναντάμε περισσότερο στην ανθρωποκεντρική ιστορία του ελληνικού κόσμου, ενός κόσμου που διατήρησε τις πολεοτικές του δομές (το πολιτικό πεδίο) από την αρχή την αρχαιότητα, δηλαδή από τις απαρχές της συγκρότησής του ως πολιτισμός ανθρωποκεντρικός, μέχρι και την εποχή της Τουρκοκρατίας. Παρομοίως, στην Αμερική, τα λεγόμενα Town Hall Meetings κατάφεραν να συντηρήσουν μια κουλτούρα πολιτική (και όχι μαζική, με την έννοια της ασυναίσθητης δράσης και παθητικότητας). Οι μάζες δεν αποτελούν παρά συνάθροιση ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την ομοιομορφία, χωρίς ικανότητες ορθοκρισίας. Τα άτομα της μάζας χάνουν την ελευθερία της έκφρασης μιας προσωπικής άποψης/έποψης και κριτικής με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε να ξεκινήσει ουσιαστικός διάλογος. Οφείλουμε, λοιπόν, να διαχωρίζουμε την έννοια του «ανθρώπου πολίτη» από αυτή του «ανθρώπου μάζα» ώστε να αποφεύγουμε την κατηγορηματική απόρριψη του αιτήματος για συμμετοχικότητα σε μια δημοκρατική διαδικασία ως εκδήλωση «μαζικοποίησης» ή/και την οχλοποίησης. Πολύ περισσότερο, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε ορισμένες συνθήκες και περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, δημοκρατικά ή πρωτο-δημοκρατικά αιτήματα προωθήθηκαν μέσα από «μαζικές» κινητοποιήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι ενδέχεται μια «μαζική» αντίδραση/κινητοποίηση να εμπεριέχει χαρακτηριστικά του «ανθρώπου πολίτη», αν και (όπως φαίνεται) η μαζικότητα θα μπορούσε να λειτουργεί ανασταλτικά ως ένα βαθμό στην ανάδυση και παγίωση της δημοκρατίας, της κοινωνίας του πολίτη/δήμου μέσα από τέτοιου είδους κινητοποιήσεις. Βέβαια, από τον 18ο αιώνα και έπειτα η δημοκρατική συμμετοχικότητα έχει καταστεί σχεδόν έννοια ταυτόσημη με τη «μαζικότητα», πράγμα που ωθεί στοχαστές (μεταξύ αυτών οι Carl Jung και Sigmund Freud) οι οποίοι μιλούν για τις πιθανές ολέθριες συνέπειες της «μαζικής κουλτούρας» να ενστερνίζονται ελιτίστικες και αντιδημοκρατικές θέσεις.

Επί της ουσίας, αυτό που σε κάθε άλλη εποχή της ιστορίας ήταν απλό ποσοτικό στοιχείο, η μάζα ως μεγάλη ομάδα με ορισμένες κοινές επιθυμίες και αντιλήψεις, στη νεοτερικότητα έχει καταστεί ποιοτικό χαρακτηριστικό. Η μάζα είναι σήμερα η κοινή κοινωνική ποιότητα και ως τέτοια επιθυμεί να μην υποτάσσεται πλέον σε κανενός είδους μειοψηφία, αλλά να λαμβάνει τις αποφάσεις απευθείας η ίδια. Στην εποχή μας, κυριαρχεί η κουλτούρα του μαζανθρώπου (του καταναλωτικού, πιο συγκεκριμένα, μαζανθρώπου). Κατά κάποιον τρόπο, αυτό υπονοεί ο Y Gasset, όταν κάνει λόγο για «υπερδημοκρατία» ή και ο Κονδύλης όταν αναφέρεται στη «μαζικοδημοκρατία», στην κυριαρχία (δηλαδή) μιας «λαϊκιστικής» κουλτούρας, εντός της οποίας «γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας». Με βάση τον Y Gasset, όταν η μάζα, χωρίς να πάψει να είναι μάζα, προσπαθεί να υποσκελίσει σε κάθε επίπεδο τις διάφορες μειοψηφίες. Όλα τα μέσα, τα πράγματα και οι χαρές που ανέκαθεν φυλάσσονταν για τους λίγους, τώρα τείνουν να βρεθούν στη διάθεσή της.

Φυσικά, ο Ortega Y Gasset δεν αγνοεί ότι και σήμερα υπάρχουν ηγέτες και κάθε λογής μειοψηφίες. Αυτό που εννοεί είναι ότι για να έχουν σοβαρές πιθανότητες να κυριαρχήσουν τέτοιες μειοψηφίες, οφείλουν να καταφύγουν σε κάθε λογής συμβιβασμούς με τις μάζες. Ή όπως το έθεσε ο Κονδύλης, «οι πολιτικές ελίτ, παρά την επιδίωξή τους να κρατήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποτίσουν φόρο τιμής σε ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες». Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν αρκεί το γεγονός ότι ένας άνθρωπος αποτελεί μέρος της «εκλεκτής μειοψηφίας», αλλά αντίθετα, ακόμη και αυτές οι μειοψηφίες είναι αναγκασμένες να παριστάνουν ότι ενδιαφέρονται για τις μάζες και ότι υπακούν στα κελεύσματά τους. Ενώ δηλαδή για αιώνες, η ιδέα ότι μπορεί να δίνει εντολές η μάζα στις μειοψηφίες θεωρούνταν κακή και παράλογη (αν όχι και κωμική), σήμερα στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, είναι σχεδόν αυτονόητη. Και όχι μόνο στο πολιτικό επίπεδο. Αυτήν ακριβώς τη ριζική ανατροπή των αξιολογήσεων και των κριτηρίων μας, επιδιώκει να αναδείξει o Y Gasset. Μέσα σε αυτό το κλίμα, όταν οι μειοψηφίες αποκόβονται από τις μάζες, όταν προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα και αρνούνται πεισματικά να αποτίσουν φόρο τιμής στις μάζες, οι δεύτερες ξεσπούν. Τέτοιου είδους ξεσπάσματα ενδέχεται να οδηγήσουν στην συνωμοσιολογία για τους εξής λόγους: εφόσον οι μάζες αποτελούνται από άτομα που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και παθητικά αναπαράγουν οτιδήποτε θα μπορούσε να δικαιολογήσει το θυμό τους αναφορικά με το συναίσθημα εγκατάλειψης από τις μειοψηφίες, θυμικές αντιδράσεις εύκολα μπορούν να αναπαραχθούν και να μεταδοθούν από το ένα άτομο στο άλλο. Αντίθετα, ο άνθρωπος ως πολιτικό ον, ως πολίτης, ως πρόσωπο που συνδιαλέγεται με τα υπόλοιπα πρόσωπα/άτομα που απαρτίζουν τη συλλογικότητα εντός της οποίας ζει και δρα, αντιλαμβάνεται τέτοιου είδους εξελίξεις με όχημα την ορθοκρισία και την αναζήτηση μεθόδων συμμετοχής όπου η αρχή του αιέν αριστεύειν αναγνωρίζεται (όπως θα έλεγε η Hannah Arendt), καθώς μέσα σε αυτά τα πεδία συμμετοχής ο διάλογος ενδυναμώνει την ορθοκρισία καθότι μια άποψη/έποψη αξιολογείται ανάλογα με τη συνεισφορά της.

Πίσω από τον ρωσικό κομουνισμό, το φασιστικό κίνημα και τους διάφορους τύπους συνδικαλισμού στην Ευρώπη, φαίνεται πως έχει κάνει την εμφάνισή του ένας νέος τύπος ανθρώπου, ο οποίος δείχνει αποφασισμένος να επιβάλλει τις δικές του απόψεις, χωρίς να θέλει να δικαιολογήσει το γιατί οι συγκεκριμένες ιδέες είναι ορθές. Είναι αυτό που ο Ισπανός φιλόσοφος ονομάζει «λογική του παράλογου». Οι μάζες επιθυμούν να κυβερνήσουν την κοινωνία σήμερα, δίχως να είναι καταλλήλως προικισμένες για κάτι τέτοιο. Ο Υ Gasset επιδίδεται στη λεπτομερή περιγραφή του ανθρώπινου τύπου εκείνων των ατόμων που συνθέτουν τη μάζα. Πρόκειται για τον άνθρωπο που έχει μεν ιδέες μέσα στο κεφάλι του, δεν έχει όμως την ικανότητα να δημιουργεί ιδέες ο ίδιος. Πώς άλλωστε να έχει τέτοια ικανότητα από τη στιγμή που βρίσκεται εκτός του πολιτικού πεδίου (όπως πολύ σωστά θα έλεγε η Arendt), όταν (με διαφορετική διατύπωση), δεν αλληλοεπιδρά, όταν το άτομο δεν έρχεται σε επαφή με απόψεις και προσεγγίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις ιδέες που έχει ήδη ενστερνιστεί; Οι ιδέες του είναι απλές προτιμήσεις λέξεων, συνθημάτων και αντιλήψεων που συχνά πυκνά ικανοποιούν θυμικές αντιδράσεις. Για τον Υ Gasset, ένα άτομο μπορεί να χαρακτηριστεί «μάζα», όταν η αυτοαξιολόγησή του δεν περιλαμβάνει κανένα ιδιαίτερο ατομικό του (ή προσωπικό, θα λέγαμε) στοιχείο, αλλά όταν αισθάνεται «όπως όλοι» και αυτό δεν τον προβληματίζει καν. Με βάση τον Jacques Ellul η πολιτική προπαγάνδα μιλά με τέτοιον τρόπο στις μάζες ώστε να αισθάνονται ότι ένας τέτοιος πολιτικός λόγος αφορά τους ίδιους ως άτομα, των οποίων τα συμφέροντα ταυτίζονται με αυτά των υπόλοιπων (δηλαδή της μάζας). Ως εκ τούτου, η «μαζική κοινωνία» ενδέχεται να είναι και ακραία ατομικιστική. Άλλωστε, η έλλειψη ουσιαστικής αλληλεπίδρασης κρατά το κάθε άτομο εγκλωβισμένο στον ίδιο του τον εαυτό, ενώ την ίδια στιγμή το μετατρέπει σε παθητικό ακόλουθο του «ρεύματος», καθώς εκτρέφει την εντύπωση ότι το συλλογικό συμφέρον είναι ταυτόσημο με το δικό του (το ατομικό).

Επί της ουσίας, δύο βασικά στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του σύγχρονου μαζανθρώπου, είναι αφενός η βουλησιαρχική επέκταση των προσωπικών του επιθυμιών, και αφετέρου, η ριζικά αγνώμων στάση του απέναντι σε όλα όσα κατέστησαν την πρωτοφανή άνεση της ζωής του δυνατή. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η άρση πανάρχαιων περιορισμών και η πρωτοφανής ευημερία οδηγούν σε αυτό. Όλο και λιγότερα κοινωνικά προνόμια υπάρχουν, οι διάφορες παμπάλαιες ιεραρχίες καταλύονται. Τάξεις, έθνη, ικανότητες, αντικειμενικές αλήθειες, η ιδέα του αιέν αριστεύειν, όλες αυτές οι ιεραρχίες (που οδηγούν σε λογικούς περιορισμούς και αυτο-περιορισμούς) σιγά σιγά αποσυντίθενται. Όπως μας πληροφορεί ο κοινωνιολόγος Werner Sombart, ήδη από τον 6ο αιώνα, όταν ξεκινά η ευρωπαϊκή ιστορία, μέχρι το 1800, η Ευρώπη δεν υπερέβη ποτέ τον συνολικό πληθυσμό των 180 εκατομμυρίων κατοίκων. Από το 1800 ως το 1914, ο πληθυσμός ανέβηκε ραγδαία, από 180 σε 460 εκατομμύρια κατοίκους, γράφει χαρακτηριστικά ο Y Gasset. Ο κοινός άνθρωπος σήμερα μαθαίνει πως, τυπικά τουλάχιστον, όλοι είναι ίσοι μπροστά στον νόμο, πράγμα μέχρι πρότινος αδιανόητο για τις περισσότερες αρχαίες, μεσαιωνικές και νεώτερες κοινωνίες. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του επιστημονικού πνεύματος και της εκβιομηχάνισης. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον 18ο αιώνα, ορισμένες μικρές ομάδες υποστήριξαν και κατόρθωσαν να πείσουν τμήμα της κοινωνίας ότι κάθε άνθρωπος διαθέτει φυσικά και απαράγραπτα δικαιώματα, απλώς και μόνο επειδή είναι άνθρωπος. Καθώς όμως αυτές οι μικρές ομάδες άρχισαν να εφαρμόζουν στην πράξη τις ιδέες περί δικαιωμάτων, μεγάλες ομάδες ανθρώπων  κατά τον 19ο αιώνα, συνειδητοποίησε πως αυτά τα δικαιώματα τις αφορούν. Όπως είχε ισχυριστεί η Simone Weil, τα δικαιώματα είναι υποδεέστερα της υποχρέωσης, η οποία συνδέεται με την ανάγκη πίστης σε μια αξία υπερβατική. Από μια άλλη σκοπιά, το δικαίωμα δεν αποτελεί παρά προφράγματα της προστασίας της ατομικής ελευθερίας, η οποία αν επεκταθεί στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, η έννοια του δικαιώματος θα περιέλθει σε αχρηστία (Γ. Κοντογιώργης). Από αυτό, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι η ύπαρξη του δικαιώματος όχι μόνο δεν αναιρεί την ηγεμονία της μειοψηφίας/ελίτ (της οποίας την κυριαρχία ο μέσος άνθρωπος προσπαθεί να κερδίσει μέσα από αυτά τα «προφράγματα».) αλλά την απαιτεί. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε ένας ηγέτης (που αποσκοπεί να καταστεί νέος ηγεμόνας στη θέση άλλων) να χρησιμοποιήσει τη ρητορική του «δικαιώματος» ώστε να φέρει με το μέρος του τις μάζες.

Ο πολιτισμός του 19ου αιώνα, αποτελούμενος κυρίως από δύο στοιχεία: τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την τεχνική (η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί ανάμειξη του καπιταλισμού με τις πειραματικές επιστήμες), αύξησε το βιοτικό επίπεδο σε βαθμό μέχρι τότε αδιανόητο, οπότε και παρήγαγε αυτομάτως τον άνθρωπο της μάζας. Ωστόσο, μόλις στον 20ό αιώνα τα ιδεώδη δικαιώματα παραχωρήθηκαν πραγματικά στις μεγάλες πλειοψηφίες των ανθρώπινων κοινωνιών, τόσο σε πολιτικό (θεωρητικό) όσο και σε βιοτικό (πρακτικό) επίπεδο. Αυτή η δραματική βελτίωση της ανθρώπινης ζωής έδωσε σε πλήθη ανθρώπων την παραπλανητική εντύπωση ότι δεν είναι ένα τεχνητό αλλά, κατά κάποιον τρόπο, ένα «φυσικό» σύστημα. Ακριβώς η μεγάλη πρόοδος έγινε τελικά αιτία της λησμονιάς όσων συνέβησαν πριν από αυτή. Έτσι συμβαίνει το εξής παράδοξο να είναι ο κόσμος μας πολιτισμένος, ενώ οι κάτοικοί του όχι. Η εξέγερση των μαζών είναι σε τελική ανάλυση ό,τι ο Rathenau ονόμαζε «κάθετη εισβολή των βαρβάρων». Οι σημερινές μαζικές κοινωνίες είναι ικανές τόσο για το μεγαλύτερο καλό, όσο και για το μεγαλύτερο κακό. Για να μπορέσουν να συλλάβουν το νέο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά τους, αναγκάστηκαν να «κλείσει την ψυχή τους», γράφει χαρακτηριστικά ο Y Gasset. Τότε δημιουργήθηκε μια μεγάλη ηθική κρίση: η Ευρώπη έπαψε να εξουσιάζει τον υπόλοιπο κόσμο, η εξουσία της όμως δεν αντικαταστάθηκε από καμία άλλη. Πλέον επικρατεί μια γενική αταξία: τα καθιερωμένα πρότυπα αμφισβητούνται και τη θέση που διατηρούσαν πάντοτε οι ελίτ, τώρα τη διεκδικούν οι μάζες. Η εξέγερση των μαζών δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση. Πρόκειται για μια μεταβατική φάση αταξίας που θα διαρκέσει μέχρι να προκύψει και να παγιωθεί μια νέα κατάσταση. Η συλλογική ζωή, όπως ακριβώς και η ατομική, είναι ελεύθερη επιλογή δυνατοτήτων μέσα σε καθορισμένες περιστάσεις.

Μόνο με τη γνώση της Ιστορίας ο άνθρωπος απελευθερώνεται από αυτή και βρίσκεται στη θέση να διακρίνει ξεκάθαρα τις δυνατότητες που του ανοίγονται στο μέλλον. Αυτό το μέλλον, που ο Gasset ονομάζει «πεπρωμένο», είναι ανοιχτό και προκύπτει από τις επιλογές μας. Για να γίνει όμως συνειδητή η όποια επιλογή μας, πρέπει να στηρίζεται στην ιστορική γνώση και συγκεκριμένα στις καθοριστικές συγκυρίες που διαμόρφωσαν το παρόν που ζούμε. Η Ευρώπη, που για τρεις αιώνες κυβερνούσε τον κόσμο, έχει πάψει πια να τον κυβερνά. Η καθοριστική συγκυρία που οδήγησε στην αποδυνάμωση της σημερινής Ευρώπης υπήρξε η επέκταση των εθνών κατά τον 19ο αιώνα. Για τον Ισπανό φιλόσοφο, η λύση που μπορεί να δώσει τέλος στην ηθική κρίση της Ευρώπης είναι η δημιουργία ενός υπερεθνικού οργανισμού από αυτή, ο οποίος θα αγκαλιάζει τον κόσμο στο σύνολό του. Σε τελική ανάλυση, η εξέγερση των μαζών, με όλα τα θετικά ή τα αρνητικά της στοιχεία, δεν είναι παρά μονάχα μια μεταβατική φάση στην ιστορία του ευρωπαϊκού κόσμου και του πολιτισμού, ένα σύμπτωμα της ηθικής και πολιτικής κρίσης του οποίου αποτελεί, ή (από μια διαφορετική προσέγγιση), μια αναμενόμενη εξέλιξη ενός κόσμου που δεν κατάφερε να υπερβεί, δηλαδή να αναπτύξει παραπάνω τον εαυτό του, ανακαλύπτοντας τις ρίζες του, προσπαθώντας να διακρίνει, τί αξίζει από το συνολικό του παρελθόν να απορριφθεί, τί να συντηρηθεί και τί να διορθωθεί.